Ο
ποιητής Μίλτος Σαχτούρης έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, στις 29 Μαρτίου του
2005. Σημαντικότερο από τις ημερομηνίες και τους αριθμούς, από το πότε ήρθε, πόσο έζησε και
πότε έφυγε ένας ποιητής, είναι το αποτύπωμα που άφησε πίσω του. Κατά πόσο
κατάφερε να σημαδέψει τις γενιές, τις σύγχρονές του, και κυρίως τις επόμενες. Ο Σαχτούρης άφησε
βαθύ το αποτύπωμά του στην ποίηση και μέσα από αυτή σε όλους όσους κοινωνούν με
το έργο του. Ποιος είναι όμως καταλληλότερος να μιλήσει γι’ αυτό, αμ όχι ένας
–άλλος- ποιητής; Αναδημοσιεύουμε από τον
Ριζοσπάστη ένα κείμενο του Γιώργου Κακουλίδη, που δημοσιεύτηκε σε
δυο συνέχειες λίγες μέρες μετά το θάνατο του ποιητή. Από το κείμενο αυτό και ο τίτλος της ανάρτησης.
Ακόμη
είναι νύχτα, κύριε Σαχτούρη
1.
Είναι νύχτα στο υπόγειο δωματιάκι του ποιητή Νίκου Καρούζου. «Ο Σαχτούρης,
φωνάζει ο Νίκος, όταν γεννήθηκε, διάλεξε την τυφλότητα ως τη μόνη αληθινή
κατάσταση της όρασης».
2.
Είναι νύχτα στο παγωμένο Σάλτσμπουργκ. Ενα κορίτσι με κόκκινο φόρεμα οδηγεί
επάνω στον πάγο έναν τυφλό. Τους βλέπω μέσα από το σπίτι του ποιητή Γκέοργκ
Τρακλ. Βρίσκομαι στο δωμάτιό του, που είναι και δωμάτιό σας, κύριε Σαχτούρη.
3.
Είναι νύχτα. Ο κύριος Σαχτούρης γλίτωσε. Γλίτωσε από την εταιρία που
δολοφονούσε ποιητές, της οποίας ιδρυτής ήταν ο Κατσίμπαλης. Αυτός ο πλούσιος
φτηνός γέροντας, που απειλούσε με το μπαστούνι του όποιον δεν προσκυνούσε τον
πρέσβη Γιώργο Σεφέρη. Οταν ο θάνατος αποφάσισε να πάρει τον Κατσίμπαλη, δεν τον
χτύπησε με το δρεπάνι του, αλλά με το μπαστούνι, το μπαστούνι που όλοι έτρεμαν
στην εμφάνισή του, το μπαστούνι που δεν τον έσωσε από το θάνατο.
4.
Είναι νύχτα και διασχίζουμε τρέχοντας τη Φωκίωνος Νέγρη με τον ακριβό μου, αδελφό
Χρήστο Μπράβο. Πρέπει επειγόντως να δει τον ποιητή. Ο Μίλτος Σαχτούρης του
ανοίγει την πόρτα. Εγώ περιμένω απ' έξω, στο δρόμο. Ο ποιητής του λέει: «Φύγε,
Χρήστο, γιατί το θηρίο είναι εδώ». Υστερα από μερικές ημέρες αφιερώνει στον
Χρήστο το ποίημα για τον Ντίλαν Τόμας.
5.
Σε μια ασπρόμαυρη βλέπω τον Ντίλαν Τόμας να γελάει μέσα σ' ένα κοιμητήριο. Ιδού
ο τρελός λαγός όπως τον ονειρεύτηκε ο Σαχτούρης.
6.
Ο Μίλτος Σαχτούρης, φυγάς θεόθεν και αλήτης.
7.
Ενα τρελό τρίγωνο προστάτεψε τον ποιητή: ο Θάνος Κωνσταντινίδης, ο Λευτέρης
Ξανθόπουλος και ο Γιάννης Δάλλας.
8.
Αν αληθεύουν οι πληροφορίες, ο ζωγράφος Φράνσις Μπέικον εγκατέλειψε αυτό το
μάταιο κόσμο. Τι κρίμα! Θα έπρεπε να είχαν συναντηθεί ο ζωγράφος και ο ποιητής.
Γιατί και οι δύο κατέχουν τον τρόπο να πολλαπλασιάζουν τον τρόμο, κι έτσι να
τον καταργούν.
9.
Η καρδιά των εκδοτών χτυπά μέσα στην τσέπη τους. Ο σώφρων ποιητής το γνωρίζει.
Δεν έχει ψευδαισθήσεις, δεν περιμένει τίποτα.
10.
Ο Θεός, ο Θάνατος και ο Εωσφόρος ακόμη ρίχνουν τα ζάρια τους για τον Μίλτο
Σαχτούρη. Και τέλος δεν έχει αυτή η παρτίδα.
11.
Η Ισικάουα Τακουμπόκου επισκέπτεται τον ποιητή: «Ενας άντρας ήταν πλάι μου στο
ακρογιάλι/ με τα μάτια γεμάτα δάκρυα/ και μου 'δειχνε την άμμο/ που έπεφτε μέσα
από τα δάχτυλά του».
12.
Μακριά από τα χασμουρητά, τις κολακείες και τα καλά λόγια των κριτικών προς τον
ποιητή, ο Μίλτος Σαχτούρης ανήκει σε αυτούς που από παιδιά δεν ξέρουν τι να
τους κάνουν. Και το παιδί λέει: «Δεν ξέρουν τι να με κάνουν. Παιδί ακόμα
έσπρωχνα με δύναμη το κεφάλι μου να βγω στα βρύα και στο κρύο νερό. Τρεις φωνές
τάραξαν την έξοδό μου: 1) ο Μαγιακόφσκι πυροβόλησε το κεφάλι μου, 2) ο αέρας
παίρνει τα λόγια μου, 3) όλα χάθηκαν. Κύμα θαλάσσης έσπασε μπροστά μου κι άφησε
ένα σκυλί με πέντε άστρα στην πλάτη. "Δεν ξέρουν τι να με κάνουν",
του λέω, "έχεις τίποτα για μένα;". "Οχι", απαντά,
"αμέλησα και θ' αμελώ"».
13.
Βρισκόμαστε στο 1579 στο Μιλάνο. Ο Κάρλο Μπορόμεο διαβάζει στον Μίλτο Σαχτούρη
το περίφημο «Μεμοριάλε» του. Του μιλάει για την αξιοπρέπεια των φτωχών και των
ταπεινών, για την εγκόσμια ματαιοδοξία, για όλα τα πράγματα που δεν είναι παρά
μια σκληρή υπόμνηση της θνητότητας. Βρίσκονται στην πόλη που ο ζωγράφος
Νούντσιο Γκαλίτι αναπαρέστησε στη συγκινητική αναθηματική του εικόνα, στην
οποία - όπως γράφει η Ελεν Λάγκντον στο βιβλίο της για τον Καραβάτζιο - μια
επίχρυση άμαξα προχωρά μοναχή κατά μήκος του δρόμου σ' ένα περιβάλλον
συγκλονιστικής ερήμωσης.
14.
Τελευταία εικόνα: ο Μίλτος Σαχτούρης ρίχνει, κι αυτός με τη σειρά του, τα ζάρια
για το θεό, τον Εωσφόρο και το Θάνατο. Τέλος δεν έχει αυτή η παρτίδα.
Μίλτου
Σαχτούρη συνέχεια...
1.
Ο Μίλτος Σαχτούρης δεν είναι αυτού του κόσμου ή του άλλου. Είναι επισκέπτης.
Μόνο η μάνα του γνωρίζει πως δεν επρόκειτο για γέννα αλλά για επίσκεψη.
2.
Ο Σαχτούρης διάλεξε να είναι ακίνητος μέσα στο δωμάτιό του. Ακίνητος και στο
αγαπημένο του καφενείο. Στους ανθρώπους στέρησε την απόλαυση να του κάνουν
κακό, γιατί, όπως κάθε μεγάλος ποιητής, τα χειρότερα τα κάνει μόνος του για τον
εαυτό του.
3.
Παρατηρώ τις πορείες των συνομηλίκων του ποιητών και ομολογώ πως τα χάνω. Μετρώ
όπως ο ιερομόναχος Διονύσιος πλάι στο πηγάδι στη «Γυναίκα της Ζάκυθος». Στο
νερό του πηγαδιού σχηματίζεται ο αριθμός τρία. Τρεις ποιητές. Πρώτος ο Μιχάλη
Κατσαρός όταν φόρεσε τα λουλούδια της τρέλας. Δεύτερος ο Νίκος Καρούζος όταν
έγινε πολεμική μηχανή. Τρίτος ο Μίλτος Σαχτούρης με τα ξόρκια του.
4.
Ο κύριος Σαχτούρης, ενώ είχε την προφητεία στο χέρι, δεν καταδέχτηκε ποτέ να τη
διαβάσει, κι ας ήταν ο μόνος που μπορούσε να δει ότι τα διαμάντια σαπίζουν και
γίνονται άνθρωποι.
5.
Τον Μίλτο Σαχτούρη ακολουθούν ακούραστες η Λησμονημένη και η Γιάννα Περσάκη.
6.
Στο όνειρό μου ο Μίλτος Σαχτούρης. Ο ποιητής κάθεται στο δωμάτιό του. Ενας
κύριος εξόχως σοβαρός, με μαύρο κοστούμι, τον πλησιάζει και σκύβοντας σαν να
του εμπιστεύεται ένα μυστικό του ψιθυρίζει στο αυτί: «Η παρθένος νεκροκεφαλή
λέει ναι μπροστά στα θαυμάσια δόντια ενός σκύλου. Μέσα τους βλέπω το χειμώνα
που πάει να συναντήσει τα άγρια στάχυα όταν πέφτουν στα χέρια ενός θεού.
Κάποιοι τραβάνε τη μουσική απ' τα πόδια μπροστά σε μια νεκρή φύση που μετράει
το χρόνο της στην κλεψύδρα. Ηρεμα εμφανίζεται η μάχη, και όλοι ορκίζονται στο
δηλητήριο με χαρά».
7.
Η κριτική στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη: Το μόνο βιβλίο που αγάπησα για τον
ποιητή είναι αυτό του Γιάννη Δάλλα, και δεν είναι τυχαίο πως είναι επίσης
γραμμένο από ποιητή.
8.
Ο πιστός αναγνώστης της ποιητικής του Μίλτου Σαχτούρη γρήγορα βυθίζεται στον
αόριστο χρόνο: Στον παιδικό ύπνο, στα οράματα των τρελών, στο παραλήρημα των
ποινικών, σ' ένα θρίαμβο μικρό δίχως λόγο που αναβάλλει την πτώση μας και τη
μετατρέπει σε πτήση μέσα στο καθόλου.
9.
Μεγαλώνοντας στο ατελιέ του πατέρα μου επί της οδού Ηροδότου, γνώρισα πολλούς
ποιητές και ζωγράφους. Ολους τους αγάπησα, μα πιο πολύ τον Γιώργο Μακρή, με την
παρέα του: Τον Αλέξη Ακριθάκη και τον χοροφάγο λύκο Γιώργο Κούνδουρο. Ο Μακρής
με είχε μαγέψει. Ισως και να είχε γεννηθεί με αυτή την ιδιότητα. Το δήλωνε
εξάλλου και ο τίτλος ενός ποιήματός του: «Προσπάθεια να γίνει κανείς
μαγεμένος». Ημουν δώδεκα χρονών και τα θυμάμαι όλα. Οταν έφυγε με τη θέλησή του
από αυτή τη φαρσοκωμωδία που πολλοί αποκαλούν ζωή, άφησε πίσω του ένα κενό και
γύρω του όλους τους φίλους να προσπαθούν πρώτα να εξηγήσουν και μετά να
καλύψουν το κενό αυτό. Ολη αυτή την αγωνία τη σφράγισε ο Μίλτος Σαχτούρης το
1980, όταν στην ποιητική του συλλογή «Τα Χρωμοτραύματα» περιέλαβε κι έναν
ποίημα με τίτλο «Ο φίλος μου Γιώργος Μακρής»: «Ο φίλος μου Γιώργος Μακρύς
άνοιξε ένα μικρό κατάστημα με ψιλικά / πελάτες του είναι όλοι όσοι σ' αυτό τον
κόσμο τον βασάνισαν / πελάτες του δεν είναι όσοι αυτός βασάνισε / δικάστηκε /
κι έχει αθωωθεί».
10.
«Και ο χρόνος Κρόνος κανίβαλος τρόμος».
Ευχές
για τον αόριστο χρόνο σας, κύριε Σαχτούρη!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου