Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Κώστας Καρυωτάκης, Του αδελφού μου

Francisco Goya, The Drowning Dog

Είσαι άντρας. Όμως ο ίδιος πάντα μένω·
τα χρόνια που περάσανε με αφίσαν
παράξενο παιδάκι γερασμένο.
Και δεν ποθώ πια τίποτε, αδελφέ μου·
τα ονείρατα στα χέρια μου εσκορπίσαν
και τάδωκα, ροδόφυλλα, του ανέμου.
Ω, πότε θα μπορέσης να ξεχάσης
τις έγνιες της ζωής που σ’ εκερδίσαν
νάρθης από κειπέρα, να περάσης
τριγύρω μου το χέρι και σκυμμένος
ν’ ακούσης όσα πάθη εγονατίσαν
αυτόν που τόσο σούναι αγαπημένος;
Καλέ μου, σιγανά θα σου μιλούσα,
θα σούλεγα πως όλοι μ’ εμισήσαν,
πως ρεύοντας το δρόμο μου ετραβούσα,
διωγμένος κάθε μέρα απ’ τους ανθρώπους,
μην ξέροντας ποιοι τόποι μ’ εκρατήσαν,
μην ξέροντας σε ποιους πηγαίνω τόπους.
Κι ως είσαι ο λατρεμένος αδελφός μου,
τα μάτια σου κοιτώντας που εδακρύσαν,
θα ξεχνούσα τα βάσανα του κόσμου,
και βλέποντας μακριά, κατά τη δύση,
τα συννεφάκια που θαμπά εχρυσίσαν
φιλώντας ιλαρά το κυπαρίσσι,
για μια μικρήν ηλιολουσμένη πόλη,
για ένα μεγάλο σπίτι που εκυλήσαν
τα πρώτα πρώτα χρόνια μας και οι βώλοι,
για τις χαρές που ακόμα με κρατούνε
ικέτη, θε να σου ’λεγα, μα εσβύσαν,
για τους καιρούς που δε θα ξαναρθούνε…

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Ποιήματα, εκδόσεις Συλλογή, 1996

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Τάσος Λειβαδίτης, Απλή Κουβέντα


Απλή Κουβέντα
(αποσπάσματα)

Θα 'θελα να μιλήσω
απλά
όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του
και δείχνει ένα παλιό σημάδι
όπως κρυώνει ο αγκώνας σου
γυρίζεις
και βλέπεις ότι είναι τρύπιος
όπως κάθεται στην πέτρα ένας σύντροφος και μπαλώνει τη φανέλλα του.
Να μιλήσω αν μια μέρα ξαναγυρίσω
κουβαλώντας μια βρώμικη καραβάνα γεμάτη ξενητειά
κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο γροθιές σφιγμένες
να μιλήσω
απλά-
μονάχα μια στιγμή ν' ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου.

Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές
μιλούσαμε για τον ήλιο.
Τώρα μας τρυπάει η καρδιά
σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας.
Εκεί που άλλοτε λέγαμε ουρανός, τώρα λέμε: κουράγιο.
Δεν είμαστε πια ποιητές
παρά μονάχα
σύντροφοι
με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα.

(...)

Απόψε λέμε να σου γράψουμε, μάνα
μήπως ακούσουμε τη βροχή
να περπατάει με τα λυωμένα σου τσόκαρα
μήπως δούμε το χαμόγελό σου
να κρέμεται σαν παγούρι πάνω απ' τη δίψα μας.
Μας ταΐζουν σάπιες πατάτες: μην ανησυχείς
μας βρίζουν και μας χτυπάνε: να μας αγαπάς
Ίσως να μη γυρίσουμε - μα εσύ ν' ανάψεις τη λάμπα, μάνα
θα 'ρθουν άλλοι...

(...)

Αγαπημένη
μπορεί να κρυώνω όταν βρέχει
μπορεί να χαϊδεύω στις τσέπες μου τα ψίχουλα της ανάμνησης
ακόμα καίνε οι παλάμες μου που κάποτε σε κρατήσαν,
μα δεν μπορώ να γυρίσω.

Πώς ν' αρνηθώ το ξεροκόμματο που μοιράσαμε είκοσι άνθρωποι
πώς ν' αρνηθώ τη μητέρα μου που καρτεράει μια κούπα φασκόμηλο
πώς ν' αρνηθώ το παιδί μας που του τάξαμε ένα χωνάκι ουρανό
πώς ν' αρνηθώ τον Νικόλα -
τραγουδούσε μάθαμε καθώς τον πυροβολούσαν.

Αν γυρίσω δε θάχουμε λάμπα, δε θάχουμε που
ν' ακουμπήσουμε τ' όνειρό μας.
Θα καθόμαστε αμίλητοι.
Κι όταν θα θέλω να σε κοιτάξω
σαν ένα σύννεφο θα σκεπάζει τα μάτια μου
η τρύπια αρβύλα του συντρόφου που αρνήθηκα.
Να μ' αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
θα καθήσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δεν σ' αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια - θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Εν’ άστρο θα κουδουνίσει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορεί
και να κλάψω.

(...)

Μας φτάνει να μιλήσουμε
απλά
όπως πεινάει κανείς απλά
όπως αγαπάει
όπως πεθαίνουμε
απλά.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟΜΟΣ 1, Κέδρος

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

“ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΕΣ” - Ο Γιώργος Κοτζιούλας γράφει στον «Ρίζο της Δευτέρας» (6/12)


Συνεχίζουμε την παρουσίαση των άρθρων του Γιώργου Κοτζιούλα στην εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας», με τη μεταφορά στο διαδίκτυο του έκτου  από τα δώδεκα συνολικά άρθρα που έγραψε ο ποιητής-συγγραφέας στην εφημερίδα. Το κείμενο έχει τίτλο ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΕΣ και δημοσιεύτηκε στο φύλλο 35, στις 16 Ιούνη του 1947.

Ο Γ. Κοτζιούλας περιγράφει το διαχρονικό ζήτημα που αφορά τη σχέση μεταξύ συγγραφέων-εκδοτών και γενικότερα τις περιορισμένες και ελεγχόμενες δυνατότητες που έχουν ειδικά οι νεότεροι συγγραφείς να εκφραστούν μέσα από την έκδοση του έργου τους. Ο αναγνώστης αυτού του άρθρου, που γράφτηκε πριν από σχεδόν 70 χρόνια, ίσως απορήσει με τις ομοιότητες της κατάστασης εκείνης της εποχής με τη σημερινή. Ας σκεφτεί όμως ότι όπως και τότε, έτσι και σήμερα παραμένει ζωντανή και κυρίαρχη η λογική που θέλει το βιβλίο (και κατ’ επέκταση τη λογοτεχνία)  εμπόρευμα  και όχι εργαλείο για την ανάταση και την καλλιέργεια του λαού. Και τους εκδότες,  αλλά και πολλούς από τους συγγραφείς,  εμπόρους που να υπολογίζουν πρώτα και κύρια το κέρδος τους, και η όποια διαπραγμάτευσή τους να αφορά αυτό και μόνο… Ο Κοτζιούλας όμως δεν περιγράφει απλά την κατάσταση. Μέσα από το κείμενό του σκιαγραφεί λύσεις για το πρόβλημα. Άλλωστε και η συνολικότερη στάση του και πορεία που ακολούθησε στη σύντομη και γεμάτη ζωή του (που αποτυπώνεται και στο έργο του),  απέβλεπε στην κατάργηση αυτού και όλων των προβλημάτων που ταλάνιζαν από τότε τον λαό, μέσα από το κοινωνικό σύστημα που έχει στο επίκεντρό του τον άνθρωπο και όχι το κέρδος· το σοσιαλιστικό.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΚΙΓΙΕΝ, Αηδόνια και Μπαζούκας • 4 ποιήματα για τον Τσε / 7 για την Επανάσταση ― ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ την Παρασκευή 22 Απρίλη στην Αλκυονίδα


Ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον και χρήσιμο βιβλίο πρόκειται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Ενδιαφέρον διότι αφορά τον Νικολάς Γκιγιέν, εθνικό ποιητή της Κούβας  και έναν από τους σημαντικότερους παγκοσμίως· χρήσιμο  ―εκτός από τους πολυάριθμους φίλους της ποίησης― σε όσους δεν έπαψαν να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους προς το νησί της Επανάστασης, ν’ αφουγκράζονται τους παλμούς της,  να εμπνέονται και να διδάσκονται από τα αποστάγματα της σχεδόν 60χρονης πορείας της.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Διονύσιος Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν (158 στροφές + σημειώσεις)


Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι το ποίημα που ουσιαστικά καθιέρωσε τον Διονύσιο Σολωμό (8 Απρίλη 1798 - 9 Φλεβάρη 1857) και του προσέδωσε φήμη. Γράφτηκε τον Μάη του 1823 και αποτελείται από 158 τετράστιχα. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1824-5 στο Μεσολόγγι και μεταφράστηκε και σε άλλες γλώσσες. Δυο στροφές του ποιήματος μελοποιημένες από τον Νικόλαο Μάντζαρο αποτελούν τον εθνικό μας ύμνο. Ακολουθούν οι 158 στροφές του ποιήματος και σημειώσεις του ποιητή επί του έργου.

Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Liberta vo cantando, ch’è si cara
Come sa chi per lei vita rifiuta.
DANTE

1.

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομέρη,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.

2.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

3.

Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
έλα πάλι, να σου πει.

4.

Άργειε νά ’λθει εκείνη η μέρα
και ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5.

Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.

6.

Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι
από την απελπισιά.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Χρήστος Δημούλας: ΠΡΟΣΦΥΓΟΜΑΝΑ


Ρίξε τις κατάρες σου κι εδώ
κι εδώ σκοτώνουνε τ' άμοιρα παιδιά σου
πόσο ντρέπομαι στα μάτια να σε δώ
ν' αγγίξω το αίμα που τρέχει στην καρδιά σου.

Βάζουνε κι εδώ το χέρι τους στον φόνο
γδαρμένη μάνα, σφαγίο στο τσιγκέλι
σου έπνιξαν το γιό και σε κερνάνε πόνο
σου κλείνουν την ελπίδα σε ΝΑΤΟϊκό βαρέλι.

Η Ένωση των Ευρωπαίων, σε βομβαρδίζει διαρκώς
μουσική φρικιαστική, σονάτα είναι τρόμου
οι εκτελεστές σου, ένας θίασος σατανικός
σε παραστάσεις του θανάτου, καταμεσής του δρόμου.

Συρματοπλέγματα και τοίχοι όπου πάς
μιά ανάσα είσαι που διέξοδο γυρεύει
πόσο ν' αντέξεις ν' αγαπάς
μια κοινωνία που την οργή σου την θεριεύει.

Χρήστος Δημούλας

Ευχαριστούμε τον ποιητή για την αποστολή του ποιήματος.

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Μεσάνυχτα με τον «Θλιμμένο» Γκίνσμπεργκ


"Αν θέλεις σήμερα να πιάσεις τον ήχο της Αμερικής, άκουσε οποιοδήποτε κομμάτι του Τζίμι Χέντριξ. Αν θες τα χρώματά της, κοίτα τις ζωγραφιές του Τζάκσον Πόλοκ. Αν θες όμως τη φωνή της, διάβασε τον Αλεν Γκίνσμπεργκ.

Ο Αλεν Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ το 1926. Ηταν γιος του Λιούις Γκίνσμπεργκ, δασκάλου και λυρικού ποιητή, και της Ναόμι, δραστήριου μέλους του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Οπως μας πληροφορεί ο Τάσος Σαμαρτζής, ο Αλεν ταξίδευε σε όλον τον κόσμο ακούραστα, ακόμη και τα τελευταία χρόνια που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, διαβάζοντας τα ποιήματά του στη Ρωσία, την Κίνα, την Ευρώπη, το Νότιο Ειρηνικό και συνοδεύοντας συχνά τις απαγγελίες του μ' ένα φορητό μικρό αρμόνιο, που είχε αγοράσει στο Μπεναρές της Ινδίας.

Ορισμένοι διέδωσαν ότι ο Γκίνσμπεργκ πέθανε στις 6 Απριλίου 1997 στο διαμέρισμά του στο Ιστ Βίλατζ της Νέας Υόρκης. Το έχω πει και θα το ξαναπώ πολλές φορές: μην πιστεύετε ποτέ ό,τι ακούτε. Απόδειξη ότι ο Γκίνσμπεργκ, περαστικός από την Αθήνα, μου χτύπησε το κουδούνι τα μεσάνυχτα. Η μεγάλη μου χαρά συνοδεύτηκε από ερωτήσεις.

― Τι άφησες πίσω σου, Αλεν, τώρα;

― Φαντάσματα της τηλεόρασης, που ακόμα στοιχειώνουν το σαλόνι και την κρεβατοκάμαρα. Ο μελιστάλαχτος Μπιγκ Κρόσμπι, ο Ελβις Πρίσλεϊ ο σταρ του ροκ εν ρολ, ο κωμικός Γκρούτσο Μαρξ με το μουστάκι, ο Αϊνστάιν που ανακάλυψε το σύμπαν, η Ναόμι Γκίνσμπεργκ η κομμουνίστρια μούσα, η Ισιδώρα Ντάνκαν να χορεύει με διάφανες εσάρπες, ο Τζακ Κέρουακ ο ευγενής ποιητής, ο Τζίμι Ντιν ο μυστικός ηθοποιός, ο Μπόρις Καρλόφ, ο γερο-Φρανκεστάιν, διασημότητες και ασημότητες ξεχωριστά, απόντες από τις τροχιές τους, σκιές που έχουν ξεχαστεί, που πια δεν αναπνέουν.

― Μίλησε μου για τη γενιά σου...

― Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα απ' την τρέλα, υστερικά, γυμνά και λιμασμένα, /να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια αναγκαία δόση,/ χίπστερς μ' αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση με την αστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,/ που φτωχοί, κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια στάθηκαν καπνίζοντας μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων, αιωρούμενοι πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,/ που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό κάτω απ' τον εναέριο σιδηρόδρομο κι είδαν αγγέλους μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,/ που πέρασαν απ' τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια, με παραισθήσεις του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλέικ ανάμεσα στους μελετητές του πολέμου,/ που διώχτηκαν από τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,/ που διπλώθηκαν απ' το φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων.

― Γιατί συνεχίζεις να γράφεις;

― Για να ξεπεράσει η προσευχή μου την αντίληψή μου, για να μη φοβάμαι πλέον καμία κρίση για τον Αλεν αυτού του κόσμου, γεννημένου στο Νιούαρκ, ερχόμενου στην αιωνιότητα στη Νέα Υόρκη, κλαίγοντας ξανά στο Περού για ανθρώπινη γλώσσα, για να ψάλω το ανείπωτο, για να ξεπεράσω τον πόθο για υπέρβαση και να εισέλθω στο γαλήνιο νερό του σύμπαντος, για να τα βγάλω πέρα μ' αυτό το κύμα, να μην πνιγώ για πάντα στον κατακλυσμό της φαντασίας μου, για να μη σκοτωθώ μέσα από την ίδια την τρελή μαγεία μου, αυτό το έγκλημα τιμωρείται στις σπλαχνικές φυλακές του Θανάτου, οι άνθρωποι καταλαβαίνουν την ομιλία μου εξαιτίας της δικής τους άσπλαχνης καρδιάς, οι προφήτες με βοηθούν με διακηρύξεις, τα σεραφείμ επευφημούν το όνομα σου, Εσύ μεμιάς με το πελώριο Στόμα του Σύμπαντος κάνε το κρέας ν' αποκριθεί."

Μέσα από τον παραπάνω «διάλογο» (Ριζοσπάστης, 22/12/2002) ο δικός μας ποιητής και ζωγράφος Γιώργος Κακουλίδης μας μεταφέρει σε μια «συνάντηση»  με τον Αμερικανό ποιητή Άλεν Γκίνσμπεργκ (3 Ιούνη 1926 – 5 Απρίλη 1997). Έντονα πολιτικοποιημένος, ο Γκίνσμπεργκ υπήρξε στα νιάτα του, για ένα διάστημα, μέλος του ΚΚ ΗΠΑ. Στην περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ συμμετείχε ενεργά στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις και σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και 1980 ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση με συμμετοχή σε κινήματα υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, κατά της κατοχής πυρηνικών όπλων ή για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ δεν έλειψαν και οι «πειραματισμοί» του με το αλκοόλ και ναρκωτικές ουσίες.

Ο Γκίνσμπεργκ ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς των «μπητ» (Τζακ Κέρουακ, Γουίλιαμ Μπάροουζ κ.ά.) γνωστός κυρίως για τα ποιήματά του Ουρλιαχτό (Howl) και Καντίς (Kaddish).Το ποίημα Ο θλιμμένος μου εαυτός προδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα ποιείν, λίγο πριν  κυκλοφορήσει η συλλογή Ποιήματα του Ά. Γκίνσμπεργκ, μετάφραση μετ. Γ. Λειβαδάς, Ηριδανός 2009, στην οποία περιλαμβάνεται.

Ο ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΜΟΥ ΕΑΥΤΟΣ

Κάποιες φορές όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα
αναβαίνω στην κορυφή του κτιρίου της Αρ Σι Έι
και ατενίζω τον κόσμο μου, το Μανχάτταν -

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Γ. Κοτζιούλας, Ελληνόπουλα (1944)


Είμαστ’ ελληνόπουλα μ’ άφοβη καρδιά.
Τ’ άρματά σας―όπουλα ζώστε, βρε παιδιά.
Βαρβαρομαζώματα πάτησαν, αλλιά,
τα ιερά μας χώματα. Βόλι στα σκυλιά!
Θα τους κυνηγήσουμε σαν τα παγανά
τρέχοντας―θυμήσου με―πάνω στα βουνά.
Θ’ ανατείλουν τότενες πάλι―τραλαρά
μέρες ολοφώτεινες, γέλια και χαρά.
Μήτε στο κεφάλι μας θαν’ αφέντες πλια
κι ούτε θάχουμε άλλη μας έγνια από τη δουλειά.
Με τραγούδια ανείπωτα κράξτε στο χωριό,
πως δεν είναι τίποτα σαν τη λευτεριά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ


Δημοσιεύτηκε στο Αναγνωστικό της Γ΄ και Δ΄ τάξης Δημοτικού ΤΑ ΑΕΤΟΠΟΥΛΑ, που κυκλοφόρησε  το 1944 από το εκδοτικό «Ελεύθερη Ελλάδα». Το Αναγνωστικό έγραψε και επιμελήθηκε η μεγάλη μας παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη.

Ο ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Κοτζιούλας εκείνη την εποχή είναι αντάρτης του ΕΛΑΣ, δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Μαρία Πολυδούρη: «Στον κ. Γιάννη Ρίτσο»


Τον Φλεβάρη του 1927 ο νεαρός ποιητής Γιάννης Ρίτσος εισάγεται στο νοσοκομείο Σωτηρία. Στην τρίτη θέση, που κατακλύζεται από άπορους φυματικούς, θα παραμείνει τρία χρόνια. Εκεί θα γνωρίσει την επίσης νεαρή και άρρωστη Μαρία Πολυδούρη και θα συνδεθούν φιλικά. Το ποίημα της Μ. Πολυδούρη Θυσία είναι αφιερωμένο στον Γ. Ρίτσο. Περιλαμβάνεται στη συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928).

Θυσία

Στον κ. Γιάννη Ρίτσο                                        

Καρδιά μου, τούτη η ώρα εδώ που εστάθη
με μια δεσποτικιά γαλήνη, κάτι
έχει βαρύ, μ’ αγγίζει σαν το μάτι
του άγριου μοιραίου που λάθεψα πως χάθη.

Ο λογισμός μου τώρα αδυνατίζει
και σκύβει σαν ο ένοχος μπροστά σου.
Καμιά φωνή να μου φωνάζει, στάσου.
Ούτε μια ελπίδα, εντός μου να φωτίζει.

Και δεν αντέχω, θα τ’ ακούσεις όλα,
τίποτα δεν εσκέπασεν η λήθη.
Θα σου τα πω σαν ένα παραμύθι
καρδιά μου ερημική κι ονειροπόλα.

Κοίταξε το βραδάκι αυτό που κλείνει
τόση γαλήνη κι όταν αντικρίζει
τον κάμπο είναι σα χάδι, δε δροσίζει
όμως, μια νοσταλγία μέσα μας χύνει…

Μαντεύω απ’ τη γαλήνη σου τι θλίψη
πικρή σε τρώει φτωχή καρδιά μου κι έρμη.
Της ύπαρξής σου σου ’κλεψαν τη θέρμη
κι η δρόσο του καημού σου ’χει απολείψει.

Λουλούδι που το φως σ’ είχε αγαπήσει
έμεινες μοναχά με τη λαχτάρα,
που αργά γίνηκε φλόγα και κατάρα
τίποτε πια ’πό σε να μην αφήσει.

Είδα το φως αυτό να λιγοστεύει
τότε και σένα αγάλια να χλωμαίνεις.
Σου είπα, θυμάσαι; Πρέπει να υπομένεις
και σου ’δειξα τη σκέψη που πιστεύει.

Ήταν ωραία κάποτε, θυμάσαι;
Την εκαμάρωσες και συ, καρδιά μου.
Αχ, η αρμονία πώς όρμησε βαθιά μου
τότε. Μα σε είδα πάλι να λυπάσαι…

Τώρα, για σένα είναι όλα τελειωμένα.
Και τη στερνή πνοούλα έχεις αφήσει.
Η σκέψη μου που μάταια έχει ανθίσει
μαδάει σε νεκράνθια σπαραγμένα.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε την 1η Απρίλη του 1902 στην Καλαμάτα και έφυγε από τη ζωή, στις 29 Απρίλη του 1930, σε μια κλινική όπου νοσηλευόταν.

(Το ποίημα από το βιβλίο “Μαρία Πολυδούρη-Κώστας Καρυωτάκης, Στη σκιά της Ποίησης”, επιμέλεια-ανθολόγηση Γιάννης Η. Παππάς, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009.)