"Αν
θέλεις σήμερα να πιάσεις τον ήχο της Αμερικής, άκουσε οποιοδήποτε κομμάτι του
Τζίμι Χέντριξ. Αν θες τα χρώματά της, κοίτα τις ζωγραφιές του Τζάκσον Πόλοκ. Αν
θες όμως τη φωνή της, διάβασε τον Αλεν Γκίνσμπεργκ.
Ο
Αλεν Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ το 1926. Ηταν γιος του Λιούις
Γκίνσμπεργκ, δασκάλου και λυρικού ποιητή, και της Ναόμι, δραστήριου μέλους του
Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Οπως μας πληροφορεί ο Τάσος Σαμαρτζής, ο
Αλεν ταξίδευε σε όλον τον κόσμο ακούραστα, ακόμη και τα τελευταία χρόνια που
αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, διαβάζοντας τα ποιήματά του στη Ρωσία,
την Κίνα, την Ευρώπη, το Νότιο Ειρηνικό και συνοδεύοντας συχνά τις απαγγελίες
του μ' ένα φορητό μικρό αρμόνιο, που είχε αγοράσει στο Μπεναρές της Ινδίας.
Ορισμένοι
διέδωσαν ότι ο Γκίνσμπεργκ πέθανε στις 6 Απριλίου 1997 στο διαμέρισμά του στο
Ιστ Βίλατζ της Νέας Υόρκης. Το έχω πει και θα το ξαναπώ πολλές φορές: μην
πιστεύετε ποτέ ό,τι ακούτε. Απόδειξη ότι ο Γκίνσμπεργκ, περαστικός από την
Αθήνα, μου χτύπησε το κουδούνι τα μεσάνυχτα. Η μεγάλη μου χαρά συνοδεύτηκε από
ερωτήσεις.
―
Τι άφησες πίσω σου, Αλεν, τώρα;
―
Φαντάσματα της τηλεόρασης, που ακόμα στοιχειώνουν το σαλόνι και την
κρεβατοκάμαρα. Ο μελιστάλαχτος Μπιγκ Κρόσμπι, ο Ελβις Πρίσλεϊ ο σταρ του ροκ εν
ρολ, ο κωμικός Γκρούτσο Μαρξ με το μουστάκι, ο Αϊνστάιν που ανακάλυψε το
σύμπαν, η Ναόμι Γκίνσμπεργκ η κομμουνίστρια μούσα, η Ισιδώρα Ντάνκαν να χορεύει
με διάφανες εσάρπες, ο Τζακ Κέρουακ ο ευγενής ποιητής, ο Τζίμι Ντιν ο μυστικός
ηθοποιός, ο Μπόρις Καρλόφ, ο γερο-Φρανκεστάιν, διασημότητες και ασημότητες
ξεχωριστά, απόντες από τις τροχιές τους, σκιές που έχουν ξεχαστεί, που πια δεν
αναπνέουν.
―
Μίλησε μου για τη γενιά σου...
―
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα απ' την τρέλα, υστερικά, γυμνά
και λιμασμένα, /να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μια αναγκαία δόση,/ χίπστερς μ' αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία
ουράνια ένωση με την αστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,/ που φτωχοί,
κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια στάθηκαν καπνίζοντας μέσα στο υπερφυσικό
σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων, αιωρούμενοι πάνω από τις κορυφές των πόλεων
βυθισμένοι στην τζαζ,/ που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό
κάτω απ' τον εναέριο σιδηρόδρομο κι είδαν αγγέλους μωαμεθανούς να τρεκλίζουν
φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,/ που πέρασαν απ' τα πανεπιστήμια με ήρεμα
ακτινοβόλα μάτια, με παραισθήσεις του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του
Μπλέικ ανάμεσα στους μελετητές του πολέμου,/ που διώχτηκαν από τις ακαδημίες
λόγω τρέλας και έκδοσης στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,/ που
διπλώθηκαν απ' το φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας τα λεφτά τους
στα καλάθια των αχρήστων.
―
Γιατί συνεχίζεις να γράφεις;
―
Για να ξεπεράσει η προσευχή μου την αντίληψή μου, για να μη φοβάμαι πλέον καμία
κρίση για τον Αλεν αυτού του κόσμου, γεννημένου στο Νιούαρκ, ερχόμενου στην
αιωνιότητα στη Νέα Υόρκη, κλαίγοντας ξανά στο Περού για ανθρώπινη γλώσσα, για
να ψάλω το ανείπωτο, για να ξεπεράσω τον πόθο για υπέρβαση και να εισέλθω στο
γαλήνιο νερό του σύμπαντος, για να τα βγάλω πέρα μ' αυτό το κύμα, να μην πνιγώ
για πάντα στον κατακλυσμό της φαντασίας μου, για να μη σκοτωθώ μέσα από την
ίδια την τρελή μαγεία μου, αυτό το έγκλημα τιμωρείται στις σπλαχνικές φυλακές
του Θανάτου, οι άνθρωποι καταλαβαίνουν την ομιλία μου εξαιτίας της δικής τους
άσπλαχνης καρδιάς, οι προφήτες με βοηθούν με διακηρύξεις, τα σεραφείμ
επευφημούν το όνομα σου, Εσύ μεμιάς με το πελώριο Στόμα του Σύμπαντος κάνε το κρέας
ν' αποκριθεί."
Μέσα
από τον παραπάνω «διάλογο» (Ριζοσπάστης, 22/12/2002) ο δικός μας ποιητής και
ζωγράφος Γιώργος Κακουλίδης μας μεταφέρει σε μια «συνάντηση» με τον Αμερικανό ποιητή Άλεν
Γκίνσμπεργκ (3 Ιούνη 1926 – 5 Απρίλη 1997). Έντονα πολιτικοποιημένος, ο Γκίνσμπεργκ υπήρξε
στα νιάτα του, για ένα διάστημα, μέλος του ΚΚ ΗΠΑ. Στην περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ συμμετείχε
ενεργά στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις και σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του
1970 και 1980 ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση με συμμετοχή σε κινήματα υπέρ των
δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, κατά της κατοχής πυρηνικών όπλων ή για την
προστασία του περιβάλλοντος, ενώ δεν έλειψαν και οι «πειραματισμοί» του με το
αλκοόλ και ναρκωτικές ουσίες.
Ο
Γκίνσμπεργκ ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λογοτεχνικής
γενιάς των «μπητ» (Τζακ Κέρουακ, Γουίλιαμ Μπάροουζ κ.ά.) γνωστός κυρίως για τα
ποιήματά του Ουρλιαχτό (Howl) και Καντίς (Kaddish).Το
ποίημα Ο θλιμμένος μου εαυτός προδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα ποιείν, λίγο πριν κυκλοφορήσει η συλλογή Ποιήματα του Ά.
Γκίνσμπεργκ, μετάφραση μετ. Γ. Λειβαδάς, Ηριδανός 2009, στην οποία
περιλαμβάνεται.
Ο
ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΜΟΥ ΕΑΥΤΟΣ
Κάποιες
φορές όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα
αναβαίνω
στην κορυφή του κτιρίου της Αρ Σι Έι
τα
κτίρια μου, τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,
τις
σοφίτες, τα κρεβάτια, τα φτηνιάρικα διαμερίσματα
-
αποκάτω στην Πέμπτη λεωφόρο που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,
τα
αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια, μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι
που
περπατούν στο μέγεθος μάλλινων ψηγμάτων -
Πανόραμα
των γεφυρών, ξημέρωμα πάνω από τη μηχανή του Μπρούκλυν,
ο
ήλιος δύει στο Νιου Τζέρσεϊ που γεννήθηκα
και
στο Πάτερσον που έπαιξα με τα μυρμήγκια -
οι
κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,
οι
πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ,
τα
κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρονξ
πέρα
μακριά -
πορείες
που διασταυρώνονται σ’ ετούτους τους κρυμμένους δρόμους,
η
ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες και οι
εκστάσεις
μου στο Χάρλεμ -
-
ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι που εξουσιάζω
μ’
ένα κλείσιμο του ματιού στον ορίζοντα
μέσα
στην έσχατη μου αιωνιότητα -
το
ζήτημα είναι άπιαστο.
Θλιμμένος,
παίρνω
το ασανσέρ και κατεβαίνω,
συλλογισμένος,
και
περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ’ όλων των ανθρώπων
τις
τζαμαρίες, τα πρόσωπα,
κι
ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,
και
σταματώ, θολωμένος
μπροστά
σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και
στέκομαι χαμένος μέσα σε χαλαρές σκέψεις,
με
την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της 5ης λεωφόρου
πίσω
μου
προσμένοντας
για μια στιγμή όταν …
Είναι
ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω
τα
ρομαντικά νέα του πολέμου στο ραδιόφωνο
…
κάθε κίνηση παύει
και
περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,
η
τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,
τα
ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,
το
πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη
κάποιου
παραθύρου - το σούρουπο -
όταν
δεν νιώθω καμιά επιθυμία -
για
καραμέλες - ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα
αμπαζούρ
της διανόησης -
Σαστισμένος
με το θέαμα γύρω μου,
άντρες
να αγκομαχούν στο δρόμο
με
δέματα, εφημερίδες,
γραβάτες,
όμορφα κοστούμια
σύμφωνα
με το γούστο τους
άντρες,
γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια
κόκκινα
φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και
ελεγχόμενες
κινήσεις -
Και
όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν
τόσο
διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,
μέσα
από λεωφόρους
στοιχειωμένες
από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα
των
φτωχικών συνοικιών
μέσα
από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση
αυτοκίνητα
και μηχανές να ουρλιάζουν
με
τόσο πόνο σ’ αυτήν την
εξοχή,
σ’ αυτό το νεκροταφείο
στην
γαλήνη
του
νεκροκρέβατου ή του βουνού
που
κάποτε αντίκρισα
ποτέ
δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα
να
έρθει στο μυαλό μου
όπου
ολόκληρο το Μανχάτταν που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.
Άλεν Γκίνσμπεργκ - Irwin Allen
Ginsberg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου