Είναι ένας αγαθός γεροντάκος. Έπειτα από
τριάντα χρόνων υπηρεσία, έχει να διατρέξει όλους τους βαθμούς. Γραφεύς στο
πρωτόκολλο.
Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα,
σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος από το πρωί ως το βράδυ στο παρθενικό βιβλίο του,
περνούσε τους αριθμούς και αντέγραφε τις περιλήψεις. Κάποτε, μετά την
καταχώριση ενός εισερχομένου ή ενός εξερχομένου, ετράβαζε μια γραμμή που
έβγαινε από την τελευταία στήλη και προχωρούσε προς το περιθώριο, έτσι σαν απόπειρα
φυγής. Αυτή η ουρά δεν είχε θέση εκειμέσα, όμως την τραβούσε βιαστικά, με
πείσμα, θέλοντας να εκφράσει τον εαυτό του. Αν έσκυβε κανείς πάνω στην απλή και
ίσια γραμμούλα, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου.
Νέος ακόμη, μπαίνοντας στην υπηρεσία,
εχαιρέτησε με συγκαταβατικό χαμόγελο του συναδέλφους του. Έτυχε να καθίσει σ’
αυτήν την καρέκλα. Κι έμεινε εκεί. Ήρθαν άλλοι αργότερα, έφυγαν, επέθαναν.
Αυτός έμεινε εκεί. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν απαραίτητο. Είχε αποκτήσει
μια φοβερή, μοιραία ειδικότητα.
Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος,
ιδεολόγος. Μ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου. Ένα πρωί,
επειδή ο Διευθυντής του του μίλησε κάπως φιλικότερα, επήρε θάρρος, του απάντησε
στον ενικό, εγέλασε ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο κύριος Διευθυντής
τότε, μ’ ένα παγωμένο βλέμμα, τον εκάρφωσε πάλι στη θέση του. Κι έμεινε εκεί.
Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ από το
γραφείο, παίρνει τον παραλιακό δρόμο, βιαστικός βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα
το μπαστούνι του με την ωραία, νικέλινη λαβή. Γράφει κύκλους μέσα στο άπειρο.
Και μέσα στους κύκλους τα σημεία του απείρου. Όταν περάσει τα τελευταία σπίτια,
θ’ αφήσει πάντα να ξεφύγει ψηλά με ορμή το μπαστούνι του, έτσι σαν απόπειρα
λυτρωμού.
Μετά τον περίπατο τρυπώνει σε μια ταβέρνα.
Κάθεται μόνος, αντίκρυ στα μεγάλα, φρεσκοβαμμένα βαρέλια. Όλα έχουν γραμμένο
πάνω απ’ την κάνουλα, με παχιά, μαύρα γράμματα, τ’ όνομά τους: Πηνειός, Γάγγης,
Μισσισσιππής, Τάρταρος. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το τέταρτο ποτηράκι
γίνεται ποταμόπλοιο, με το οποίο ταξιδεύει σε θαυμάσιους, άγνωστους κόσμους.
Από τα πυκνά δέντρα, πίθηκοι σκύβουν και τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχής.
ΚΩΣΤΑΣ
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
(ΤΡΕΙΣ
ΜΕΓΑΛΕΣ ΧΑΡΕΣ)
ΑΠΑΝΤΑ
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ – ΠΕΖΑ, εκδόσεις ΠΕΛΛΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου