Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Αλ. Πάρνης: «Εκεί γράφτηκε ο "Μπελογιάννης", με τα λεφτά του Χικμέτ…» (και αποσπάσματα από το επικό ποίημα για τον κομμουνιστή ήρωα)


Ο ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και μεταφραστής Aλέξης Πάρνης (πραγματικό όνομα Σωτήρης Λεωνιδάκης – γεν. 1924) συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τραυματίστηκε στις μάχες της Αθήνας με τους Άγγλους τον Δεκέμβρη του 1944, πέρασε στο βουνό ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας του ΔΣΕ «Προς τη Νίκη», για να καταλήξει πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση, όπου έζησε δεκατρία χρόνια.
Σε ηλικία 27 ετών ξεκινάει τη φοίτησή του στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο «Μαξίμ Γκόρκι» της Μόσχας. Το 1954, δυο χρόνια μετά τη δολοφονία του Νίκου Μπελογιάννη, το λογοτεχνικό περιοδικό «Νόβι Μιρ» δημοσιεύει το μεγάλο (πάνω από 2.000 στίχοι) επικό ποίημα του Πάρνη με τίτλο «Μπελογιάννης». Το ποίημα θα προκαλέσει αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους και το 1955 ο Πάρνης θα τιμηθεί με το Α΄ Βραβείο Ποίησης στο Φεστιβάλ Βαρσοβίας, με κριτική επιτροπή μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας τέχνης: Ναζίμ Χικμέτ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Πικάσο, Νικoλάς Γκιγιέν κ.ά.
Πρωτοετής φοιτητής στο «Μαξίμ Γκόρκι» ο Αλέξης Πάρνης γνωρίζεται με τον μεγάλο Τούρκο αγωνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ και γίνονται φίλοι.
«Τον Δεκέμβρη του ’51 υπάρχει στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας της Ενωσης Συγγραφέων άρθρο του Ναζίμ Χικμέτ όπου αναφέρει τους κομμουνιστές ποιητές του κόσμου: Αραγκόν, Νερούδα και μέσα έχει και εμένα. Δεν τον είχα δει ποτέ τον άνθρωπο, πρωτοετής φοιτητής ήμουν ακόμα. Του είχε πει μάλιστα ο Ζαχαριάδης, ο οποίος ήταν καλός αλλά πολύ αυστηρός και δεν ήθελε να παίρνουν τα μυαλά μας αέρα, «Καλά βρε, εγώ τον έστειλα να σπουδάσει, αλλά τόσο σπουδαίος είναι να τον βάλεις δίπλα στον Νερούδα;». Αυτός του απάντησε ότι είναι σαν αυτούς τους ανατολίτες έμπορους που όταν ψάχνουν ένα ύφασμα αρκεί να αγγίξουν την ούγια για να καταλάβουν τι αξίζει. Εγώ τον πρωτοσυνάντησα τρεις μήνες μετά και τον ρώτησα το ίδιο πράγμα. Από τότε μείναμε φίλοι».
[Συνέντευξη του Αλ. Πάρνη στον Απ. Φωτιάδη – πηγή: εφημ. Καθημερινή, 25/10/2009]

BELOGIANNHS9Γλυπτό πορτραίτο του Νίκου Μπελογιάννη φιλοτεχνημένο από τον Σοβιετικό καλλιτέχνη Σεργκέι Κονενκόφ (1874-1971)
Ο «Μπελογιάννης» του Πάρνη θα εκδοθεί το 1955 από το εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», θα μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, και θα διαβαστεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Ακολουθούν αποσπάσματα από το ποίημα, σε αναδημοσίευση-μεταφορά στο διαδίκτυο από το βιβλίο της Επιτροπής Περιοχής Πελοποννήσου – Ζακύνθου – Κεφαλονιάς του ΚΚΕ «ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ντοκουμέντα και επίκαιρα διδάγματα», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010, σελ. 25-28.

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ Επικό ποίημα του Αλέξη Πάρνη
(απόσπασμα)
Λόγος της Μάνας
Κυματοπαίζει το παιδί στ’ ανέμελο ακρογιάλι
το γαλανό κι εκεί βουτά.
Και ξάφνου βλέπεις το σγουρό κι ατίθασο κεφάλι
να ξεπροβάλει κάπου στ’ ανοιχτά.
Ποιος άνθρωπος να τ’ άνοιξε την ατσαλένια πύλη
στης νέας πίστης το ιερό;
Πότε και πού με την ψυχή σαν έτοιμο φυτίλι
ζύγωσε της μπαρούτης το σωρό;
Ήταν πολλοί που ανέμιζαν την κόκκινη παντιέρα
στην πόλη μας από παλιά.
Κάποιος τον πήρε απ’ το σχολείο που πήγαινε, μια μέρα
για να τον πάει σ’ άλλα σχολειά.
Θυμάμαι… Κείνη τη χρονιά τριγύρω μας τη χώρα
την πνίξαν οι νεροποντές.
Και πιο πολύ την έπνιγεν η δακρυσμένη μπόρα
μες στου κοσμάκη τις ματιές.
Κυλούσαν μαύροι χείμαρροι, σκορπίσαν τη σταφίδα
που λιάζονταν στη γη.
Κι αντάμα ρούχου και ψωμιού σκορπίσαν την ελπίδα
και αφήσαν μόνο την οργή.
Κι ό,τι απ’ το ρέμα το θολό πρόφτασαν να γλιτώσουν
οι δόλιοι δουλευτές,
ήρθαν να τους το πάρουνε σαν κλέφτες όσο κι όσο
κράτος, εμπόροι δανειστές.
Γίνανε κάστρα τα χωριά, τ’ άδικο πολεμούσαν
μέχρι και τα μικρά παιδιά.
Έδωσαν κείνη τη χρονιά σ’ αίμα, δάκρυ κι αγκούσα
τη μεγαλύτερη σοδειά.
Τ’ αγώνα πρωτοκάθεδρη πήρε φωτιά κι η πόλη
κι απ’ την αντίπερη γραμμή,
οι σταυρωτές γι’ απόκριση το μαύρο δώσαν βόλι
στα στόματα που ζήταγαν ψωμί.
«Σαν πας στην Καλαμάτα…» Πώς άλλαξε κείνη η μέρα
και λόγια και ρυθμό.
Αντί μαντίλι δέσανε ματόβρεχτη παντιέρα
στου κόσμου το λαιμό.
Φοβόμουν για τον άντρα μου κι έτρεξα με τα ρίγη
της αγωνίας στην καρδιά.
Ο Νίκος δε με φόβιζε – το πρωινό είχε φύγει
να πάει σχολειό με τ’ άλλα τα παιδιά…
Και ξάφνου τριγυρίζοντας στης πόλης την αντάρα
τον είδα να μιλάει απ’ τα σκαλιά
στο πλήθος… Και ν’ ακούγονται σαν κεραυνοί τα σμπάρα
και να τον βρίζουνε του νόμου τα σκυλιά.
Πόνεσα όπως στη γέννα του, στριγγά φώναξα: «Νίκο!»
Κι ο κόσμος είχε γκρεμιστεί…
Αλλά στην τρυφερή καρδιά της μάνας είπε «Σήκω»
η μάνα του πολεμιστή,
που πρόβαλε περήφανη στην κρίσιμη την ώρα
για να με κάνει δυνατή.
Με βάφτισε συντρόφισσα… Κι έτσι από δω και τώρα,
μπήκα στ’ αγώνα το στρατί.
***
Λόγος του Τραγουδιστή
Στου Κολοκοτρωναίικου Μοριά το μετερίζι
τρυγάει τώρα ο πόλεμος κι ο θάνατος θερίζει.
Απ’ το πρανές του Πάρνωνα στου Μαίναλου το λόγγο
με τον παππού Ταΰγετο να ’χει τον πρώτο λόγο,
μανιάζει η μάχη και μιλά τ’ ατσάλι με τ’ ατσάλι
κι η μια πλευρά μ’ αντίμαχη φωτιά μιλάει στην άλλη.
Αποσπερίτη Αρματολέ κι Αυγερινέ Ελασίτη
μαζί χτυπάτε το Ναζί και τον ταγματαλήτη!
Πισωπατάν οι σταυρωτές, γίναν χίλια κομμάτια
και από τους κάμπους στα βουνά στρέφει ο λαός τα μάτια,
να δει τη μεραρχία του, να δει το Μπελογιάννη…
Στην Καλαμάτα λυτρωτής όπου και να ναι φτάνει.
Κι αν ευτυχία είναι να μπεις μες στην Αμαλιάδα
σαν γιος και λυτρωτής: («Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα»!)
φέρνοντας με τη Λευτεριά και μια παγκόσμια ελπίδα,
τότε θα πω: κατάματα την ευτυχία την είδα.
Και μέσα απ’ το λαρύγγι του και την ψυχή του μέσα
βγαίνουν κραυγές Νικηταρά, φοβέρες Παπαφλέσσα
που σμίγουν τη μανία τους με το δικό του μένος:
«Βάλτε φωτιά στους Γερμανούς και τους προσκυνημένους»!
Άχαρος είναι ο πόλεμος κι έχει μόνο μια χάρη:
Βοηθάει να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι.
Φυλάχτε σαν τα μάτια σας τη Λαϊκή Εξουσία,
έτσι θα πιάσει μοναχά ο αγώνας κι η θυσία.
Τους ήρωες και τους μάρτυρες του τόπου το χρυσάφι
μη τους αφήσετε παιδιά πάλι να πάνε στράφι.
Γονάτισε όλο το χωριό κι η Ελλάδα πέρα ως πέρα
και στο κοντάρι τ’ ουρανού κυμάτισε η παντιέρα
της Λευτεριάς… Αντάρτικη φορώντας τώρα χλαίνη
τον Ύμνο της τραγούδησε – αυτόν που πάντα παίρνει
νέες στροφές μέχρι να ‘ρθει κάποιος καιρός να βάλει
στεφάνι τη στερνή στροφή στης νίκης το κεφάλι.
BELOGIANNHS8

Το 2009 ο Αλέξης Πάρνης αποκαλύπτει πώς έγραψε το ποίημα με την πολύτιμη συμβολή ―χωρίς να το γνωρίζει τότε ο ίδιος― του φίλου του Ναζίμ Χικμέτ.
«Δεν ήμουν πολύ καλός σπουδαστής. Αλλά υπάρχει μια συγκινητική ιστορία με το ποίημα «Μπελογιάννης». Η εστία όπου μέναμε οι φοιτητές ήταν έξι ώρες πήγαιν’ έλα. Ημουν και αρκετά μεγαλύτερος και δεν κόλλαγα στο κλίμα της εστίας. «Κανόνισε, μου λέει ο Χικμέτ, να δεις τον διευθυντή να σε φέρει κάπου στη Μόσχα». Πραγματικά με έφεραν σε ένα δωμάτιο δίπλα στη βιβλιοθήκη όπου έμεναν τρεις τραυματίες πολέμου. Ηταν πολύ καλά πλάσματα, λάτρευαν την Ελλάδα και τους αντάρτες, αλλά η ζωή μαζί τους ήταν αφόρητη. Ηταν από το μέτωπο τα παιδιά, είχαν και την προδιάθεση των Ρώσων, έπιναν από το πρωί ώς το βράδυ. Ηταν αδύνατον να γράψεις εκεί μέσα. Μου λέει λοιπόν ο Χικμέτ: «Δεν λες στον Ζαχαριάδη να σου νοικιάσει ένα δωμάτιο, αφού σου έχει αναθέσει να γράψεις τον Μπελογιάννη; Πώς να δουλέψεις σε αυτές τις συνθήκες;». Ντράπηκα πολύ, εγώ σπούδαζα με υποτροφία στη Μόσχα, όταν οι παράνομοι στην Αθήνα δεν είχαν υπόγειο να κοιμηθούν και πηγαίνανε στο απόσπασμα, και να ζητάω και σπίτι από το κόμμα… «Δεν το κάνω», του λέω. Υστερα από δέκα μέρες με παίρνει η γυναίκα του: «Εχει μια φίλη ο Χικμέτ με ένα θαυμάσιο σπίτι στη πλατεία Μαγιακόφσκι, της οποίας ο σύζυγος έχει πεθάνει και τα παιδιά λείπουν, εάν θες να πας να μείνεις εκεί, αφού και αυτή δεν θέλει να είναι μόνη», μου λέει. Και πήγα. Το 1989 με καλεί η Ενωση Συγγραφέων για ένα μήνα ως επίσημο επισκέπτη. Κάπου συνάντησα τον μεταφραστή του Χικμέτ και πάνω στη κουβέντα μου λέει: «Ξέρεις, Αλέξη, ο Χικμέτ πλήρωνε ενοίκιο τότε για το δωμάτιο, με μόνο όρο να μη μάθεις τίποτα για να μη σηκωθείς και φύγεις». Ο Χικμέτ είχε πεθάνει το 1965, τόσα χρόνια μετά κάτι ήθελα να κάνω όταν το έμαθα, αλλά τι; Να απλώς το λέω τώρα ότι εκεί γράφτηκε ο «Μπελογιάννης», με τα λεφτά του Χικμέτ…».
[Συνέντευξη του Αλ. Πάρνη στον Απ. Φωτιάδη – πηγή: εφημ. Καθημερινή, 25/10/2009]
***
«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω.» Ν. Μπελογιάννης
Με την απολογία του, ένα πελώριο χαμόγελο στα χείλη κι ένα γαρίφαλο σφιγμένο στη γροθιά του ο Νίκος Μπελογιάννης θα συντρίψει το «κατηγορητήριο» στο δικαστήριο, μετατρέποντας τους στρατοδίκες που υπέγραψαν την εκτέλεσή του σε κατηγορούμενους.
Τα χαράματα της Κυριακής 30 Μάρτη του 1952, μαζί με τους συντρόφους του Δημήτρη Μπάτση, Νίκο Καλούμενο και Ηλία Αργυριάδη θα πέσει νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και θα περάσει στο πάνθεον των ηρώων του λαού μας που έπεσαν στη μάχη για μια κοινωνία χωρίς αφέντες και δούλους.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ΑΤΕΧΝΩΣ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Απόσπασμα από την απολογία του Νίκου Μπελογιάννη
«Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα. Ξεκίνησε μια φούχτα τον καιρό του Μαρξ, έφτασε σήμερα τα 800 εκατομμύρια και αύριο θα απλωθεί σε όλον τον κόσμο. Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα; Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και το θάνατο, ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτα. Τη δίνουν για ν’ ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δε θα το ζήσουν. Ποιο όργανο των ξένων μπορεί να προσφέρει τη ζωή του σ’ έναν τέτοιο μεγάλο σκοπό;»