Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1881. Ηταν το πρώτο παιδί της
οικογένειας του Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Αδέρφια της
ήταν οι Ραδάμανθυς, Λευτέρης και Ελλη Αλεξίου.
Μορφώθηκε με την τεράστια βιβλιοθήκη του πατέρα της και σε γαλλικό σχολείο. Η παρουσία της στα Γράμματα ξεκινάει το 1907 με διηγήματα που στέλνει σε περιοδικά. Από την αρχή κιόλας δίνει το στίγμα της. Γράφει για τους πλούσιους συντοπίτες της: «Εχω ή δεν έχω δίκαιο να τους σιχαίνομαι όλους αυτούς τους αρλεκίνους του καλού κόσμου;».
Το 1909 δημοσιεύει το πρώτο της μυθιστόρημα «Ρίντι παλιάτσο» στο περιοδικό «Νουμάς», που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση για τη ρεαλιστική γραφή του, σε μια εποχή που κυριαρχούσε ο ρομαντισμός. Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει τότε: «Μέσα σε μιαν επαρχιακή στενοκέφαλη κοινωνία, η παρουσία της προξενεί σκάνδαλο στους αστούς. (...) Είναι μια κατακόκκινη κι αντάρτισσα παραφωνία...». Και συνεχίζει: «... η δυσφορία που μου γεννά το "Ρίντι Παλιάτσο" αναβλύζει ίσως από κάποια βαθύτερη, μυστικότερη πηγή. (...) Ο,τι κι αν λέμε, ο αληθινός ρόλος της γυναίκας είναι ν' αγαπά, να χαίρεται και να σωπαίνει...».
Μια «παραφωνία»... Αυτό ήταν η Γαλάτεια στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τολμά να πάρει τη ζωή στα χέρια της, να διεκδικήσει το δικαίωμα στον έρωτα, στη δημιουργία, στην καλλιτεχνική αναζήτηση. Αφήνει τη σιγουριά του πατρικού σπιτιού της και ντύνεται αντρικά για να κατορθώνει να συναντά τον αγαπημένο της Νίκο Καζαντζάκη. Το 1910 τον ακολουθεί στην Αθήνα και συζούν για ένα χρόνο, πριν παντρευτούν κρυφά.
Η πορεία της ζωής της
Η
Γαλάτεια εμπνέεται από την Οχτωβριανή Επανάσταση, ασπάζεται τη θεωρία
του επιστημονικού σοσιαλισμού κι εντάσσεται στο κίνημα μέχρι το τέλος
της ζωής της. Της ανήκει ο τίτλος της πρώτης Ελληνίδας σοσιαλίστριας
συγγραφέα. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας: Ποιήματα,
διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, θεατρικά. Συνεργάζεται με τον
«Ριζοσπάστη», τα περιοδικά «Πρωτοπόροι» και «Νέοι Πρωτοπόροι», όπου το
1931 γίνεται και αρχισυντάκτρια. Εκεί δημοσιεύεται και το ποίημά της «Αμαρτωλό».
Εκεί, με τα λόγια της πόρνης ξεσκεπάζει τη σαπίλα της αστικής κοινωνίας:
«... πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ' από την κόλασή μου σου φωνάζω
εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».
Από τα πρώτα κιόλας έργα της, βασικό χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής της δημιουργίας είναι η αναφορά στη θέση της γυναίκας.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλο της το έργο είναι αφιερωμένο στη
συνειδητή προσπάθειά της για χειραφέτηση της γυναίκας, που με την πάροδο
των χρόνων και την προσέγγιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, αποκτά
βαθύτερο περιεχόμενο. Αναδεικνύει την ανάγκη συμμετοχής των γυναικών
στην ταξική πάλη και ότι μόνο μέσα από την ανατροπή αυτού του συστήματος
θα δοθεί τέλος στη διπλή καταπίεση της γυναίκας. Στηλιτεύει αλύπητα τις
γυναικείες και αντρικές προκαταλήψεις και συμπεριφορές γύρω από τη θέση
της γυναίκας. Η σκλαβιά των ηρωίδων της εξαρτάται από την ταξική τους
θέση κι εκδηλώνεται με τη φτώχεια, την υποταγή στον άνδρα, το συμβατικό ή
συμφεροντολογικό γάμο, την οικονομική εξάρτηση.
Χαρακτηριστικό είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα, «Γυναίκες»,
το 1933. Σε αυτό παρατίθεται η αλληλογραφία ανάμεσα σε εφτά αδελφές,
κάθε μία από τις οποίες αντιπροσωπεύει και μια προσωπικότητα, με
διαφορετικές αντιλήψεις - ανάλογα με την ταξική τους θέση - για την
εργασία, το γάμο, τις ανθρώπινες σχέσεις διαμορφωμένες στο υπάρχον
εκμεταλλευτικό σύστημα. Ανάμεσα σε αυτές τις αδερφές είναι και η
κομμουνίστρια δασκάλα, που δείχνει το μέλλον.
Στο μεταξύ, η Γαλάτεια έχει ήδη πάρει διαζύγιο από το Ν. Καζαντζάκη και το 1933 παντρεύεται τον Μάρκο Αυγέρη.
«Ο κόσμος που πεθαίνει κι ο κόσμος που έρχεται»
Αυτός
είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου της, που εκδόθηκε από το εκδοτικό
του ΚΚΕ «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις». Είναι όμως ένας τίτλος,
που όπως λέει και ο Τάκης Αδάμος, θα μπορούσε να στεγάσει όλο το έργο
της Γαλάτειας, αφού σ' αυτό απεικονίζονται ανάγλυφα οι δυο κόσμοι.
Στην
Κατοχή λαμβάνει ενεργά μέρος στην Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ
Λογοτεχνών. Το 1952 εκδίδονται διηγήματα με τίτλο «Κρίσιμες στιγμές»,
για τον ηρωικό αγώνα του λαού μας.
Σε όλο της το έργο καταγγέλλει
την αστική κοινωνία, αναδεικνύοντας τη ζοφερή εικόνα της και την παρακμή
της σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Με το έργο της προσπαθούσε να
δείξει την κίνηση, τις αντιφάσεις, που υπάρχουν μέσα στην ίδια την
πραγματικότητα, την ουσία των φαινομένων. «Για μένα τέχνη δε θα πει
τεχνητό, ούτε τέχνασμα. Η αλήθεια της ζωής, σε μια συγκροτημένη έκφραση,
οργανωμένη, που να δίνει μια άρτια εικόνα της ανθρώπινης μοίρας, είναι
ό,τι καλύτερο μπορεί να δώσει η τέχνη».
Το έργο της ξεχειλίζει
από βαθύ ανθρωπισμό, από αγάπη κι ενδιαφέρον για τον απλό άνθρωπο, τον
άνθρωπο του μόχθου. Εκφράζει το θαυμασμό της στις νέες δυνάμεις, που
κινούν προς τα μπρος. Με το έργο της αφύπνισε συνειδήσεις, απέκτησε
κοινό βηματισμό με το λαό. «Ο τεχνίτης πρέπει να λέει με το έργο του
κάθε στιγμή στο λαό του: Είμαι δικός σου. Σάρκα από τη σάρκα σου. Κι αν
υπάρχει κάτι που με κάνει διαφορετικό είναι γιατί μπορώ να σου δώσω την
αιωνιότητα. Να τραγουδήσω τις χαρές σου. Να φτερώσω τις ελπίδες σου. Να
αθανατίσω τις ηρωικές σου πράξεις. Να διαλαλήσω την αρετή σου. Να πω σ'
όλο τον κόσμο το μόχτο και τον αγώνα της ζωής σου».
Πέθανε το
1962, αφήνοντας μεγάλη παρακαταθήκη συμπυκνωμένης πείρας από τη ζωή και
τον αγώνα, που διατηρεί αμείωτη την επικαιρότητά της, ειδικά για τη νέα
γενιά.
Α. Πρ.
Ριζοσπάστης, 6 Μάρτη 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου