«Ετσι γίνεται κάθε βράδυ. Κάτω απ' το φως της λάμπας, τρεις σκιές, σημαδεμένες από την έγνοια, κοιτάζουν μακριά, κι αναθιβάνουνε τα περασμένα. Οι θύμησες ξεκινάνε από πολύ βαθιά. Απ' την καρδιά του παπού, απ' τα λυπημένα μάτια της γυναίκας. Απ' το σγουρό κοριτσίστικο κεφάλι, που πάει να γείρει στο ανοιχτό βιβλίο.
Ο παππούς τέτοια ώρα δε μιλάει. Φυσάει μπουκιές -μπουκιές τον καπνό και δαγκάνει με πείσμα τ' αχείλι του. Ο καπνός απλώνει γύρω του και η σιωπή γίνεται πιότερο πηχτή. Τον παπού τον κυριεύει τότε μια ξαφνική τρομάρα. Φοβάται μην έχασε τη μιλιά του. Η σιωπή έχει πολύ απλώσει γύρω του και μέσα του.
- Ο καπνός μου τέλειωσε, λέει τότες, για να πει κάτι.
Κανείς δεν αποκρίνεται. Η γυναίκα κοιτάζει μακριά, με τα πικραμένα της μάτια. Πάντα έτσι κοιτάζει. Θαρρείς πως ψάχνει ν' ανακαλύψει κάτι. Το κοριτσίστικο κεφάλι κοιτάζει μια τον παπού, μια τα πικραμένα μάτια. Και τότε ανοίγει σιγανά η πόρτα. Η μητέρα δε λαδώνει τους μεντεσέδες επίτηδες για ν' ακούει το τρίξιμό τους. Ο Φώτης κλείνει ήσυχα πίσωθέ του την πόρτα, κάθεται αντίκρυ τους και τους κοιτάζει καλωσυνάτα. Σα νάχει ψηλώσει, σα νάχει λιγνέψει και στα μάτια του πάντα σιγοκαίει ένα γλυκό φως.
- Ηρθες; ρωτάει η μητέρα του και κάτι μέσα της λαχταρά.
- Είμαι πάντα μαζί σας, πάντα κοντά σας, λέει ο Φώτης κι η φωνή του σα να έρχεται από πολύ μακριά.
- Πώς φέγγουνε τα μάτια σου! λέει η μητέρα. Πώς φέγγουνε τα μάτια σου! Μην είσαι άρρωστος κι έχεις πυρετό;
- Και το μέτωπό σου πόσο είναι πλατύ! συνεχίζει έπειτα. Σου πέσανε τα μαλλιά, Φώτη μου. Σε τσάκισαν τα δύσκολα χρόνια. Σ' έλιωσεν η κλεισούρα της φυλακής.
Ο παπούς τον κοιτάζει με την άκρη της ματιάς του.
Τότε ο Φώτης σηκώνεται και φεύγει. Σα ν' άφησε κάτι μέσα στη φούχτα τους. Στη φούχτα της μάνας που τη δέρνει η αγωνία. Στη φούχτα του παπού, στο κοριτσίστικο χέρι πούχε σαστίσει τώρα πια και δεν τα καταφέρνει να κρατήσει τον κοντυλοφόρο. Υστερα τρίζανε πάλι οι μεντεσέδες κι ακούγονται τα πατήματα του Φώτη που όλο και αλαργεύουν. Μα, ο ήχος τους μένει για πολλή ώρα μες στην καρδιά. Το σύνορο της λάμπας όμως όλο και στενέβει, όλο και στενέβει γύρω στα κουρασμένα κεφάλια. Ο παπούς ανάβει πάλι την πίπα του και συλλογιέται. Μετράει με τα δάχτυλά του.
- Στο έμπα του περασμένου Ιούνη δεν είναι που τον πιάσανε το Φώτη; ρωτάει.
- Ξεχανιάρης πούγινες, λέει κι η μητέρα. Ιούλης μήνας ήτανε. Είχανε βγει τα σταφύλια. Στη φυλακή που πήγα και τον πρωτόειδα, του κράταγα ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλια. Δυο χρόνια κλείσανε και μπήκαμε στο τρίτο.
Ο παπούς μοιάζει σα να ξεχάστηκε.
- Ναι, είχανε βγει τα σταφύλια, συμφωνεί. Θυμάμαι τώρα που του κράταγες ένα τσαμπί σταφύλια. Απλωσε το χέρι του μέσα απ' τα σίδερα και το πήρε.
Και με σιγουριά αποσώνει.
- Ενα τσαμπί κόκκινα σταφύλια.
Πέφτει σιωπή. Οι θύμησες όλο και πληθαίνουν γύρω στο ραγισμένο λαμπογιάλι.
- Το τελευταίο του γράμμα πάει χρόνος που το πήραμε, αναστενάζει η μητέρα. Ηταν σταλμένο από το Μακρονήσι. Κι από τότε μήτε μια λέξη δε μας ήρθε.
Ο παπούς φυσάει πάντα τον καπνό της πίπας του. Το μάτι του έχει ένα σκληρό τρόπο να κοιτάει.
- Αν πήγαινες στην αστυνομία; παρακαλεί η μητέρα. Ανθρωποι είναι, θα νιώσουν. Πες τους: Χάθηκε ένας άνθρωπος. Ενας άνθρωπος με μεγάλα φωτεινά μάτια. Οχι. Μην τους πεις πως είχε μεγάλα και φωτεινά μάτια. Πες τους πως χάθηκε στο Μακρονήσι... Να μας πούνε, αν ζει ή τάχα είναι πεθαμένος. Να ξέρουμε, να μην τον περιμένουμε άλλο.
- Πήγα, λέει κι ο παπούς κι η φωνή του είναι σκληρή, πολύ σκληρή. Ξεροστάλιασα να περιμένω. Τους το είπα, τους παρακάλεσα. Χάθηκε ένας άνθρωπος! τους φώναξα. Πώς γίνεται να χάνονται έτσι οι άνθρωποι; Ψάξτε να μας βρείτε τον άνθρωπό μας. Είναι μεγάλο αμάρτημα στο Θεό να χάνονται έτσι στα καλά καθούμενα οι άνθρωποί μας. Μεγάλο κρίμα είναι από το Θεό.
- Σούπανε πως θα ψάξουνε; Δε σούπανε; ικετεύει η φωνή της.
- Αυτοί δεν ξέρουνε τι θα πει πόνος, λέει ο παπούς. Κείνη την ώρα που τους κουβέντιαζα μπήκε στο γραφείο μια γυναίκα. Είχε χαθεί ο σκύλος της κι ήρθε να ζητήσει τη βοήθεια της αστυνομίας, γιατί το σκυλί, λέει, ήτανε από ράτσα και κόστιζε πολλά λεφτά. Σωπαίνει για λίγο.
- Κι ύστερα;
- Λοιπόν, ξέρεις τι είπανε; Πως θα ψάξουν και θα βρούνε οπωσδήποτε το σκύλο της.
Τα μάτια της γυναίκας κοιτάζουνε πάλι κάπου μακριά. Κι ο παπούς, καθώς βλέπει στα σκαμμένα μάγουλά της να κατηφορίζουνε δυο μεγάλα ποτάμια από δάκρυα, σηκώνεται και φυσάει με δύναμη τη λάμπα. Μα, ωστόσο, την ελπίδα μέσα στην καρδιά τίποτα δεν μπορεί να τη σβύσει.
Το πρωί η κοριτσίστικη φωνή τραγουδάει:
"ότι ζει το παλικάρι και οπωσδήποτε θα 'ρθεί".
***
Ενα
τέτιο βράδι, όταν το πετρέλαιο στη λάμπα κόντεβε να τελειώσει και το
φως χαμήλωνε πάνω από το κοριτσίστικο σγουρό κεφάλι πούχε γείρει στο
ανοιχτό βιβλίο, μπήκε ένας άνθρωπος με τραγιάσκα. Ητανε πιο κοντός στο
μπόγι από τον Φώτη, όμως τα μάτια του ήταν το ίδιο μεγάλα και φωτεινά.- Θάθελα να μιλήσουμε μαζί, είπε στον παπού και τούδειξε με το μάτι τη γυναίκα και το κοριτσίστικο κεφάλι.
Ο παπούς έσκυψε πάνω από το κορίτσι, αφουγκράστηκε την κοιμισμένη ανάσα του κι έγνεψε στον άνθρωπο να καθήσει.
- Πες μας λεύτερα ό,τι έχεις να μας πεις, τούπε.
Ο άνθρωπος κρατούσε την τραγιάσκα του και σώπαινε. Μέσα του πάλαιβαν δυο γνώμες.
- Μίλα μας, έκανε πάλι ο παπούς. Αν διάβασες στην εφημερίδα πως θέλουμε να μάθουμε, για τον Φώτη που χάθηκε στο Μακρονήσι, τότες ήρθες σωστά. Φανέρωσέ μας την αλήθεια, όποια και νάναι.
Κι η μητέρα που τώρα πια είχε καταλάβει:
- Πες μας πώς τέλειωσε. Οσο άγριος κι αν ήτανε ο θάνατός του, μη μας τον κρύψεις, καλό μου παλικάρι.
Στη φωνή της έτρεμε μια μάταιη ελπίδα.
- Πάει ένας χρόνος που πέθανε, είπε τότε κι ο άνθρωπος με την τραγιάσκα. Τον παιδέψανε όλη νύχτα και τον τελειώσανε με μια κλωτσιά στο κεφάλι. Γι' αυτό είναι που δε σας έγραψε άλλο. Ο παπούς κείνο το βράδυ δε χρειάστηκε να φυσήξει τη λάμπα, γιατί έσβυσε μόνη της. Κι η ελπίδα έσβυσε κι αυτή μουσκεμένη από τα δάκρυα. Μα η κοριτσίστικη φωνή, που δεν ξέρει, κάθε πρωί τραγουδάει:
"ότι ζει το παλικάρι κι οπωσδήποτε θα 'ρθεί".
Η μητέρα κάνει τότε ένα κίνημα να τη σταματήσει. Μα, ο παπούς την εμποδίζει.
- Γιατί; της λέει. Ο Φώτης ζει πάντα μέσα μας, είναι πάντα κοντά στην καρδιά μας. Δεν το νιώθεις;
Και ξαφνικά, σα να θυμάται τώρα μόνο πως το φθινόπωρο από καιρό έχει μπει, σμίγει τ' άσπρα του φρύδια και συλλογιέται.
- Και το καλοκαίρι, λέει, τα κλήματα θα δέσουνε μεγάλα τσαμπιά σταφύλια. Μεγάλα κόκκινα τσαμπιά.
Και σα να χαμογελάει».
Το διήγημα του Π. Κοσμά περιλήφθηκε στη συλλογή «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1951). Προσπαθήσαμε να μάθουμε έστω λίγα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα του διηγήματος και αν το Π. Κοσμάς είναι αληθινό όνομα ή ψευδώνυμο, απευθυνόμενοι στους ελάχιστους ζώντες συγγραφείς, οι οποίοι υπήρξαν και μαχητές του ΔΣΕ. Δυστυχώς, η προσπάθεια ατύχησε.
Δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη (15/10/2006)
Εικόνα: Νεκρή φύση του Γ. Ιακωβίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου