Ενας φίλος της στήλης μού επισήμανε ότι δυο χρόνια δεν έχω κάνει ένα αφιέρωμα στον Διονύσιο Σολωμό.
Οχι φυσικά πως το έχει ανάγκη. Αλλά να, πρέπει ν' αφήνουμε κι εμείς ένα
λουλουδάκι όποτε μπορούμε σ' αυτόν που του χρωστάμε τα πάντα στο θέμα
της γλώσσας. Με τον Διονύσιο Σολωμό
συμβαίνει το εξής παράδοξο: τον θεωρείς σίγουρο ότι πάντα είναι εδώ και
τον καλείς μόνο όταν τον έχεις ανάγκη. Ετσι είναι. Οταν έρχονται τα
δύσκολα και όλα πηγαίνουν, ξέρετε πώς, φτάνει ένα αεράκι από εκεί που
κανείς δεν το περιμένει, και συνέρχεσαι.
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο μόνος ποιητής που δε θάφτηκε στη σκόνη της Εθνικής Βιβλιοθήκης, δεν έγινε κτήμα των σοφολογιότατων κάθε εποχής, κι αυτό γιατί τους πολέμησε και έζησε μέσα στον κόσμο ανοιχτός στους ανθρώπους, που τον τίμησαν με την αγάπη τους. Θα έλεγα πως ο Διονύσιος Σολωμός χάθηκε μέσα στα στοιχεία της φύσης. Κάπως έτσι θα πρέπει να προσλαμβάνουμε το έργο του. Αυτός είναι και ο τρόπος που μας προτείνει: «πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους εσυνέλαβε».
Αγαπήθηκε από την εποχή του; Την απάντηση δίνει εδώ ο Ιάκωβος Πολυλάς, με τη μαρτυρία που καταθέτει για το τι έγινε όταν ο ποιητής έκλεισε τα μάτια του στην Κέρκυρα: «Ο θάνατός του, αν και μη ανέλπιστος, εκαταθορύβησε όλην την πόλη της Κέρκυρας. με την πολυκαιρινή διαμονή του, όχι ολιγότερο παρά με τη φήμη του μεγάλου νοός και της σοφίας, ο Σολωμός είχε γίνει προ πολλού σεβαστός και κοσμαγάπητος. Ωστε τίποτε δεν ημπορούσε ωραιότερα να απαντήσει το κοινόν αίσθημα των Κερκυραίων, παρά η ομόφωνη απόφαση της Επτανησιακής Βουλής, η οποία ευθύς εδιάκοψε τη συνεδρίαση κηρύττοντας δημόσιον το πένθος. και η άλλη της τοπικής αρχής, να παύσουν τα δημόσια ξεφαντώματα της απόκρεω, να μείνει κλεισμένο το θέατρο, όσο το άψυχο σώμα του θρηνουμένου ανδρός εκείτετο ακόμη μεταξύ των ζώντων».
Διάλεξα σαν ένα μικρό ανθολόγιο για τον μέγιστο, δύο απαντήσεις που έδωσε στον «Φίλο» στον περίφημο Διάλογο:
-- «ΦΙΛΟΣ: Τι σου αρέσει περισσότερο, η ησυχία της θάλασσας ή η ταραχή;
-- ΠΟΙΗΤΗΣ: Να σου πω την αλήθεια, μου άρεσε πάντα η γαλήνη οπού απλώνεται καθαρότατη.
την εθεωρούσα σαν την εικόνα του ανθρώπου οπού απομακραίνει από τες
ανησυχίες του κόσμου και με ειλικρίνεια φανερώνει όσα έχει μέσα του.
Αλλ' αφού επέρασαν τα καράβια μας για να πάνε στο Μεσολόγγι, μ' αρέσει
περισσότερο η ταραχή. εφαίνονταν δύο δύο, τρία τρία, και
εξάνοιγες λευκά τα κατάρτια από τα φουσκωμένα πανιά, λευκά από τους
διασκορπισμένους αφρούς τα κύματα, τα οποία με μία βουή, οπού λες και
ήταν χαράς, αναγάλλιαζαν εις το πέλαγο του Ιονίου και εσυντρίβονταν εις
το γιαλό της Ζακύνθου [...]
-- ΦΙΛΟΣ: Ετοιμάζεσαι πάλι να
ξανακοιτάξεις κατά το Μοριά και να ξανασωπάσεις... αγκαλά εγώ έχω τον
τρόπο να σε κάμω να ομιλείς όποτε θέλω.
-- ΠΟΙΗΤΗΣ: Εκατάλαβα. θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα.
μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε
να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει να πατήσει ογλήγορα τα
σοφολογιοτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δυο θέλει
προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν
κανένας Σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Τούρκος βαβίζει. γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο».
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ανάμεσά μας τώρα που η Ελλάδα παίζει πάλι στα δύσκολα, τώρα που «μοναχή το δρόμο επήρες,/ εξανάλθες μοναχή. δεν είν' εύκολες οι θύρες,/ εάν η χρεία τες κουρταλεί».
Του Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ στον Ριζοσπάστη (23/6/2002)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου