(Πρώτο
από δύο μέρη) - Η ιδέα για αυτή την ανάρτηση γεννήθηκε διαβάζοντας Στρατή
Τσίρκα και όχι Βάρναλη όπως προϊδεάζει ο τίτλος της τον αναγνώστη. Είχε
προηγηθεί μια πρώτη, απλή αναφορά εδώ, όμως όταν
βρεθήκαμε μπροστά σε άγνωστα –για το ιστολόγιο- και πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία,
που συνθέτουν τη σχέση του Βάρναλη με την Αλεξανδρινή διανόηση θεωρήσαμε πως
έπρεπε να επανέλθουμε αναλυτικά. Πρόκειται σαφώς για ένα θέμα που χρειάζεται
περισσότερη διερεύνηση, και που ξεπερνά τις περιορισμένες δυνατότητες της μικρής στηθάγχης ― κάτι που θα πρέπει να πάρει υπόψη του ο αναγνώστης της
προσπάθειας αυτής.
Για
κάποιον απροσδιόριστο λόγο, έπρεπε να περάσουν τρεις, τουλάχιστον,
δεκαετίες (από την πρώτη μας επαφή με τα
εξωσχολικά βιβλία) για να διαβάσουμε τη μυθιστορηματική τριλογία του Τσίρκα
«Ακυβέρνητες πολιτείες». Τρεις ογκώδεις τόμοι μέσα από τους οποίους ο συγγραφέας
με τρόπο ζωντανό και παραστατικό περιγράφει και τις συνθήκες κάτω από τις
οποίες ζούσε ο Ελληνισμός της Αλεξάνδρειας, και της ευρύτερης περιοχής της
Μέσης Ανατολής, τα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Συνθήκες πολιτικές,
οικονομικές, πολιτισμικές που
δημιουργούσε ή επηρέαζε ένα πολυπληθές ανθρώπινο χωνευτήρι γλωσσών, θρησκειών
και συνηθειών, και έκαναν την Αιγυπτιακή μεγαλούπολη να φαίνεται σκληρή,
εξωτική, βρώμικη ή μαγική, ανάλογα με τη «γωνιά» που στέκονται τα μάτια που την
κοιτάζουν.
Περιδιαβαίνοντας
τις σελίδες του έργου του Τσίρκα, «ζεις» μαζί με τους ήρωές του. Χώνεσαι στα πολύχρωμα, βρόμικα και πολύβουα σοκάκια
της Αλεξάνδρειας, μαγεύεσαι από το μενεξεδί τ’ ουρανού την ώρα που ο ήλιος
κρύβεται στα βάθη της ερήμου, νιώθεις την υγρασία να διαπερνά το είναι σου,
μαζί με τους αμανέδες των μαουνιέρηδων, πλάι στο μονότονο διάβα του Νείλου. Και
γίνονται δικοί σου οι ήχοι και οι μυρουδιές (αλήθεια, πιο «ζωντανές» δεν θα
μπορούσαν να δοθούν από μολύβι οι μυρωδιές!) ενός άλλου πολιτισμού που τόσα σε
συνέδεσαν μαζί του στα βάθη των αιώνων. «Συμμετέχοντας» σε κάποιες από τις πιο
τρυφερές σκηνές του έργου, σκέφτεσαι πώς
θα ήταν άραγε η ζωή ζωγραφισμένη μόνο με τα χρώματα της ανεμελιάς, του έρωτα
και της χαράς, χωρίς να είσαι αναγκασμένος να νοιώσεις την αίσθηση της
έλλειψης, της απώλειας, της προδοσίας, της φυλακής, της απογοήτευσης, χωρίς την
πικρή γεύση της ήττας… Όμως, και έτσι, ποιος μπορεί να σου εγγυηθεί πως θα’ χε
νόημα η ζωή και σκοπό η περιπλάνηση;
«Κοιμηθήκαμε μ’ ανοιχτά
παράθυρα. Ο Νείλος ήταν δίπλα και κατέβαζε δροσιά. Προς τα ξημερώματα
ξεδιπλώσαμε το διπλόφαρδο πάπλωμα και κουκουλωθήκαμε, τη θέλαμε τη ζεστασιά
του. Μας ξαναπήρε ο ύπνος. Αργότερα, γύρισα τ’ ανάσκελα κι ανασηκώθηκα· στήριξα
τη ράχη μου στο κεφαλάρι του κρεβατιού που ήταν καπλαντισμένο με σατινέ. Στ’
αραβικά τ’ αηδόνια λέγονται μπόλμπολ! Γιατί το σκέφτηκα έτσι; απ’ έξω, μέσ’ από
τον κήπο του πρίγκηπα, έρχονταν μελωδικές και κρυστάλλινες οι τρίλιες ενός
πουλιού. Και μαζί, σαν ποταμίσια πάχνη, ανέβαινε πνιχτό, ένα σφύριγμα νυσταγμένης
μαούνας. Τράβηξα το πάπλωμα για να σκεπάσω το στήθος μου· έφερα την άκρη του
πάνω απ’ τα ρουθούνια: μυρίζαμε λεβάντα και πικραμύγδαλα. Η Νάνσυ κοιμόταν
μπρούμυτα χωρίς προσκέφαλο. Άπλωσα και χούφτιασα τα μαλλιά της, μαύρα και
γυαλιστερά. «Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα», έλεγε ο Βάρναλης. Να τον έβρισκαν
άραγε και τώρα, μέσα στην κόλαση της κατοχής, τέτοιες στιγμές άμεσης αίσθησης;»[1]
Το
ποίημα «Ορέστης», από το οποίο προέρχεται ο στίχος του Βάρναλη, ανήκει στην
πρώτη περίοδο ποιητικής δημιουργίας του πριν ασπαστεί τον κομμουνισμό.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Γράμματα» Αλεξάνδρειας το 1914 και
συμπεριλήφθηκε αργότερα στο βιβλίο του
«Ποιητικά»:
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι,
ωραίος
και διώξε από το νου σου πια
το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και
κανένα
τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ’
ένα
χαμόγελον ιδές πως σ’ έφερ’
έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος
σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’
εγέννα.
Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι
εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι
άμε
στης χρυσής πολιτείας τα
σταυροδρόμια
και το έργο σου σα να ’ταν
άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε
από πίσου
γιά το αίμα της μητρός σου γιά
η ντροπή σου.
«Από την ποίηση αυτή δύσκολα
μαντεύει κανείς το Βάρναλη της επαναστατικής εποχής…» θα γράψει ο Δημήτρης Γληνός αναφερόμενος σε αυτό το ποίημα.[2]
Ο
Τσίρκας δεν κάνει τυχαία την αναφορά στον Βάρναλη. Ο Γιάννης
Χατζηανδρέας (το πραγματικό ονοματεπώνυμο του Στρατή Τσίρκα) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1911. Αφού ολοκλήρωσε
τις σπουδές του στο Κάιρο, δούλεψε στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου και στη
συνέχεια ως λογιστής σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα
το 1937 ως ποιητής, με τη συλλογή «Φελλάχοι», που τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια για
να ακολουθήσουν στη συνέχεια και άλλες. Στην Αλεξάνδρεια τύπωσε και τα πρώτα
του πεζογραφήματα (όταν αποφάσισε να
εγκαταλείψει την ποίηση) μέχρι το 1954, ενώ τα σημαντικότερα έργα του
τυπώθηκαν, αργότερα, στην Αθήνα. «Σημαντική είναι και η προσφορά του Τσίρκα
στον κριτικό και δοκιμιογραφικό μας Λόγο. Αλλεπάλληλα μελετήματά του, κυρίως
για τον Καβάφη («Ο Καβάφης και η εποχή του», κρατικό βραβείο του 1958, β΄
έκδοση 1971, «Ο πολιτικός Καβάφης», 1971, και άλλα, κυρίως ανάτυπα μελετών
τυπωμένων σε αθηναϊκά περιοδικά) συγκροτούν ευρεία προώθηση της καβαφικής
βιβλιογραφίας, παρόλο που η «άποψη
Τσίρκα» για τον «κοινωνικό» Καβάφη καταπολεμήθηκε συστηματικά από τον
εγκυρότερο μελετητή του μεγάλου Αλεξανδρινού Τίμο Μαλάνο, το Μάρκο Αυγέρη, το
Μανόλη Γιαλουράκη κ.ά.».[3] Την άποψη του Τσίρκα για τον «κοινωνικό»
Καβάφη δε την δέχεται ούτε ο Βάρναλης, όπως θα δούμε πιο κάτω. Όμως ας πάρουμε
τα πράγματα από την αρχή, και ας προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε τη σχέση του
Βάρναλη με την Αλεξάνδρεια, που ξεκίνησε πριν ακόμα γεννηθεί ο Τσίρκας.
Ο
Κώστας Βάρναλης έχει συνδέσει το όνομά του με την Αλεξάνδρεια, όπως και άλλοι
λογοτέχνες της γενιάς του, αφού ανέπτυξε δεσμούς με την εκεί ελληνική παροικία
που είχε να επιδείξει αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας τύπωσε εκεί τα
δυο πρώτα βιβλία του, το «Φως που καίει» και «Ο λαός των Μουνούχων». Ο
αιγυπτιώτης λογοτέχνης και κριτικός Μανόλης
Γιαλουράκης γράφει στο περιοδικό
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ: «Ο Κ. Βάρναλης δεν ήταν
άγνωστος στην Αλεξάνδρεια όταν κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του. Περισσότερο από
τις σποραδικές εμφανίσεις του με στίχους στο περιοδικό «Νέα Ζωή», όπου
συνεργαζόταν από το 1909, ήταν γνωστός για το διονυσιακό του ποίημα “Θυσία”,
που στάθηκε αφορμή να διασπασθή η τότε πνευματική Αλεξάνδρεια σε δυο
στρατόπεδα.»[4] Ο ίδιος
υποστηρίζει πως ο Βάρναλης τύπωσε με ψευδώνυμο τα δυο βιβλία του στην
Αλεξάνδρεια «έπειτα από άκαρπες
προσπάθειές του να βρη εκδότη στην Αθήνα.»[5] Ο Βάρναλης αυτή την εποχή είναι δημόσιος υπάλληλος (καθηγητής
σε Γυμνάσιο). Ο Τάκης Αδάμος γράφει
πως λόγω της θέσης του «δεν μπορούσε να
βάλει τ’ όνομά του σ’ ένα λογοτέχνημα απροκάλυπτα επαναστατικό. Όπως είταν
ακόμα δύσκολο να βρεθεί την εποχή εκείνη στην Ελλάδα εκδοτικό να το τυπώσει.
Θρασομανούσε η αντίδραση.»[6] Ο ίδιος
ο Βάρναλης θα «ξεκαθαρίσει» αυτό το ζήτημα. Σε μελέτη του που δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό ΠΟΡΦΥΡΑΣ ο Γιάννης Δάλλας δημοσιεύει
επιστολή του Βάρναλη, προς τον αλεξανδρινό εκδότη του Στέφανο Πάργα στην οποία εξηγεί ο ίδιος τους λόγους που τον έκαναν
να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο: «Μεταχειρίζομαι
ψευδώνυμο α) γιατί 'μαι δημόσιος υπάλληλος, β) γιατί έπαψα από καιρό νάχω
φιλοδοξίες φιλολογικές και γ) γιατί η βαρβαρότητα του ελληνικού κράτους είναι
μοναδική στην Ευρώπη».[7]
Ας
επανέλθουμε όμως στην «εμφύλια» αναταραχή που προκάλεσε ο Βάρναλης στη «Νέα
Ζωή». Τι είχε προηγηθεί της διάσπασης; Το περιοδικό το έβγαζε μια ομάδα νεαρών φιλότεχνων
και λογοτεχνών με δημοκρατικές
πεποιθήσεις και η συντακτική του επιτροπή ήταν υπέρ της δημοσίευσης του
ποιήματος («Θυσία») του Βάρναλη. Όμως «τον
τελικό λόγο στη δημοσίευση των
συνεργασιών φαίνεται ότι τον είχε ο Κ.
Ν. Κωνσταντινίδης, λυρικός ποιητής συντηρητικής ιδιοσυγκρασίας»[8], και το ποίημα ενώ έφτασε στο
τυπογραφείο δεν τυπώθηκε ποτέ. Αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και στάθηκε
αφορμή να αποχωρήσουν πολλά μέλη της «Νέας Ζωής» (ανάμεσά τους ο Στ. Πάργας)
και να ιδρύσουν το 1910 ένα νέο περιοδικό, τα «Γράμματα» στο οποίο δημοσιεύτηκε
τελικά το ποίημα του Βάρναλη (με υπογραφή το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας), και στη
συνέχεια τύπωσε και τα δυο πρώτα βιβλία του: τα «Φως που καίει» (1922) και «Ο
λαός των Μουνούχων» (1923), πάντα με το ίδιο ψευδώνυμο. (Αξίζει να σημειωθεί
εδώ πως ο Τίμος Μαλάνος κάνει λόγο
και για τρίτο βιβλίο του Βάρναλη, μια σειρά κριτικές μελέτες, που ο ποιητής
πρότεινε στον Στ. Πάργα, αλλά δεν εκδόθηκε. «Τις
κριτικές εκείνες που ο ίδιος χαρακτήριζε “σφοδρές πολεμικές, σχεδόν σάτιρες”,
φαίνεται πως αργότερα θ’ αποφασίσει να
μην τις εκδώσει.»)[9]
Η αποχώρηση των μετέπειτα ιδρυτών των
«Γραμμάτων» από τη «Νέα Ζωή» δεν έγινε απλά για λόγους αρχής. Τον
ουσιαστικότερο λόγο εξηγεί ο Μαν. Γιαλουράκης: «Η “Θυσία” δηλ. υπήρξε η αφορμή για την ανακίνηση μιας σειράς
αισθητικών ζητημάτων που προβλημάτιζαν τους διανοούμενους της εποχής. Και τα
ζητήματα αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απηχήσεις της αιώνιας διαμάχης
μεταξύ του παλαιού και του νέου. Ο Βάρναλης έφερνε κάτι το νέο στη λογοτεχνία
μας».[10]
Ο
ποιητής με το «Φως που καίει» έχει ταράξει τα ήρεμα νερά των λογοτεχνικών
«κύκλων» σε Αθήνα και Αλεξάνδρεια. Η πρώτη δημοσιευμένη κριτική γι’ αυτό το
έργο, είναι στο περιοδικό «Νουμάς» (1922) και υπογράφεται από τον Κώστα Παρορίτη, ο οποίος θεωρεί το έργο
σοσιαλιστικό. «Επί τέλους που βρέθηκε κ’
ένας άνθρωπος να μας ειπή με λόγια ωραία γνωστά βέβαια πράγματα μα τόσο άγνωστα
κι’ ακατανόητα στον τόπο μας […] Το βιβλίο του είναι γιομάτο καινούρια επιστήμη
κι ομορφιά».[11] Λίγο αργότερα
(1923) θα γράψει στο περιοδικό «Μούσα» ο
Ι. Μ. Π(αναγιωτόπουλος): « “Το φως που καίει” […] είν’ από τα έργα,
που ξυπνούν τη νόηση και κεντρίζουν το στοχασμό, που θέλουν μελέτη προσεκτική,
που έχουν ανάγκη ακόμα από αναγνώστες συνειθισμένους στο διάβασμα έργων “με
θέση” κ’ εξοικειωμένους οπωσδήποτε με την παρακολούθηση των ιδεολογικών, των
φιλοσοφικών ρευμάτων καθ’ εποχής».[12]
Το
ιδεολογικό-φιλοσοφικό ρεύμα εκείνης της εποχής δεν είν’ άλλο από τη
μαρξιστική-λενινιστή θεωρία που αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά όταν χτίζονται τα θεμέλια της πρώτης σοσιαλιστικής κοινωνίας στη Ρωσία,
μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων στην Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική
Επανάσταση του 1917. Ο Βάρναλης έχει ήδη δεχτεί την επίδραση των νέων
επαναστατικών ιδεών, έχει ενστερνιστεί τον μαρξισμό και έχει επαφές με τους
κομμουνιστές, ενώ τη χρονιά που κυκλοφορεί «Ο λαός των Μουνούχων» ο Ριζοσπάστης
ανακοινώνει συνεργασία «με το λογοτέχνη
Δήμο Τανάλια».[13]
Όλα
τα παραπάνω αντανακλώνται στα δύο
φρεσκοτυπωμένα στην Αλεξάνδρεια βιβλία του και δεν περνάνε απαρατήρητα από τον
εκεί επιφανή κριτικό Ηλία Γκανούλη
που γράφοντας για το «Ο λαός των Μουνούχων»
στο περιοδικό «Αργώ», δίνει τη δική του ερμηνεία για το πώς επηρεάστηκε
ο Βάρναλης από τις νέες επαναστατικές ιδέες: «…Ένας σοσιαλισμός με την πλατειά σημασία, μια τάση για ανατροπή,
οφείλονται ως επί τον πλείστον στην
ψυχή. Η ψυχή είναι εκείνη η οποία πρώτη εξεγείρεται, γιατί εκείνη πρώτη
παθαίνει και πάσχει. Έπειτα έρχεται ο αναλυτικός νους και κατατάσσει αλήθειες,
κάνει συστήματα και καταρτίζει ολόκληρες επιστήμες. Ο λογοτέχνης δεν έχει αναλυτικό μυαλό.
Ακολουθεί μονάχα την ψυχή του, εξεγείρεται και επαναστατεί, πονεί και πάσχει
και αυτός σαν το Χριστό, γιατί αιστάνεται βαθειά…»[14] Αυτά γράφει ο Γκανούλης για τον Βάρναλη τον Αύγουστο του 1923. Ανοίγοντας μια παρένθεση εδώ, να πούμε πως
σηκώνει συζήτηση αν και κατά πόσο, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ο Βάρναλης «ακολουθεί μονάχα την ψυχή του», εκτός
αν δεχτούμε πως η ψυχή του ποιητή έχει
ήδη σφιχτοδεθεί με την «ψυχή» του δοκιμαζόμενου λαού, των φτωχών εργαζομένων,
των ταπεινών και καταφρονεμένων. Αλλά
και μόνη της η ψυχή δεν θα μπορούσε να δώσει έργα σαν «Το φως που καίει» και «Ο
λαός των Μουνούχων». Η ψυχή δίνει το ερέθισμα. Η αναλυτική σκέψη του Βάρναλη είναι αυτή που θα «εξηγήσει τον
–παλιό- κόσμο» και θα δείξει –μέσα από
τα δυο αυτά βιβλία- τον δρόμο για το γκρέμισμά του και το χτίσιμο του νέου. Κλείνουμε την
παρένθεση.
Το
1927 Βάρναλης επεδίωξε την επανέκδοση του πρώτου βιβλίου του, όμως οι
προσπάθειές του ναυάγησαν. Το «Φως που καίει» θα επανεκδοθεί τελικά στην Αθήνα
το 1933 με αρκετές αλλαγές, ενώ στην Αλεξάνδρεια το 1944 θα τυπωθεί το βιβλίο
«Κώστας Βάρναλης - Εκλογή από το έργο του» με εισαγωγή του Τίμου Μαλάνου.
***
«Η επίδραση της βαρναλικής
σκέψης και του βαρναλικού λυρισμού, από την εποχή των “Γραμμάτων” κι’ απάνω σ’
όλους τους αιγυπτιώτες στοχαστές και λογοτέχνες, είναι βαθειά καθοριστική. Το
γεγονός ότι “Το Φως που καίει” και ο “Λαός των Μουνούχων” πρωτοεκδόθηκαν στην Αλεξάντρεια, στάθηκε
μεγάλη βοήθεια για να γνωρίσουμε άμεσα και ζωντανά τα σύγχρονα προοδευτικά
ρεύματα, φιλοσοφικά και αισθητικά. Χωρίς το ρεαλιστικό πνεύμα και τη μεγάλη καλλιτεχνική
συνείδηση του Βάρναλη, η αλεξαντρινή διανόηση μπορεί να είχε στραφεί προς ένα
παρακμαστικό ή αριστοκρατικό αισθητισμό, ανάλογα που θα διάλεγε ανάμεσα στον
Καβάφη και το Δ. Ζαχαριάδη. Προς τα εκεί την έσπρωχναν όλα: προνομιούχες
βιοτικές συνθήκες, κορεσμένη και κουρασμένη κοσμοπολιτική ατμόσφαιρα, έλλειψη
επαφής με την αιγυπτιακή πραγματικότητα. Η τσουχτερή και χυμώδικη διαλεκτική
του Βάρναλη ζωογόνησε τη ρωμέικη συνείδηση των λογίων μας και την προσγείωσε.», θα γράψει ο Στρατής Τσίρκας με αφορμή τον γιορτασμό των πενηντάχρονων του έργου του Βάρναλη, το 1956.[15]
Αποτέλεσμα
αυτής της επίδρασης θα είναι οι σχέσεις εκτίμησης και φιλίας που δημιουργούνται ανάμεσα στον Βάρναλη και
σε διανοούμενους της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο οι οποίοι αλληλογραφούν
μαζί του, ή τον επισκέπτονται όταν έρχονται στην Ελλάδα. Αρχές Μάρτη του 1950 ο
αιγυπτιώτης πεζογράφος Σωτήρης Ιορδάνου
συναντά για πρώτη φορά τον Βάρναλη στο
γραφείο της οδού Ακαδημίας. Εκεί βρίσκονται κι άλλοι συγγραφείς, φίλοι του
ποιητή. Αφού γίνονται οι απαραίτητες συστάσεις, τότε ο Βάρναλης τον ρωτά:
«―Απ’ την Αίγυπτο;
―Ναι…
―Την Αίγυπτο την αγαπώ… Είναι κι αυτή μια χώρα
βασανισμένη… Κι όσους Αιγυπτιώτες γνώρισα τους συμπάθησα… Έχετε έναν αέρα
αλλοιώτικο… Μια σιγουριά… Παρακολουθώ, όσο είναι δυνατό, τους Έλληνες που
γράφουν… Έχετε προσφέρει πολλά στα Ελληνικά Γράμματα… Παλιά ο Σκληρός, ο
Καβάφης… Και σήμερα υπάρχουν αρκετοί νέοι με ταλέντο… Κάπου-κάπου μου στέλνουν
βιβλία τους… Χαίρουμαι για κάθε επιτυχία τους…» και συνεχίζει ο Ιορδάνου, αναφερόμενος στο
Βάρναλη: «Θυμάται με νοσταλγία την παλιά
καλή εποχή των “Γραμμάτων” και της “Νέας Ζωής”.»[16]
Ο
Τσίρκας έβλεπε τον Βάρναλη σα δάσκαλο, τον αγαπούσε και τον σεβόταν. Και ο
Βάρναλης τον είχε ξεχωρίσει. Έτσι αναπτύχθηκε ανάμεσά τους μια ιδιαίτερη
πνευματική επικοινωνία που άγγιζε τα όρια της φιλίας. Δεν είναι τυχαίο που ο
Βάρναλης έγραψε ποίημα για τον Τσίρκα
(μετρημένα στα δάχτυλα τα ποιήματά του που αναφέρονται σε πρόσωπα, όπως του
Κορδάτου, του Φίτσιου, του Μπελογιάννη), ενώ του αφιερώνει ακόμα ένα (όπως θα
δούμε στη συνέχεια), που έγραψε ως «απάντηση» σε ποίημα του Καβάφη. Με έξι
στίχους στην τελευταία του ποιητική συλλογή ο Βάρναλης «συμβουλεύει» τον
Τσίρκα, όπως οφείλει ο σωστός δάσκαλος στον «μαθητή» του:
ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ
Απ’ το γιγαντοπόταμο στην
ξεροποταμιά
Ψυχήν αμάλαγη έφερες και
λογισμόν αντρίκιο.
Πάει χάθηκες! Στη χώρ’ αφτήν
που μάχεται το δίκιο
Κι από το Βούθουλ’ ανεβάζει
κάθε του βρωμιά,
Στον τενεκέ των σκουπιδιών
κοπρόσκυλα οι πρωτάτοι.
Σκύλος γενού και δάγκανε, άμα
θέλεις να σαι κάτι.[17]
Η
αναγνώριση και η επίδραση του βαρναλικού έργου στη διανόηση της ελληνικής
παροικίας στην Αίγυπτο, αντανακλάται και στην περίπτωση των «Μαρασλειακών»[18]. Το «Φως που καίει» έχει ερεθίσει
το πνευματικό κατεστημένο της εποχής. Έτσι, με αφορμή στίχους από το «βλάσφημον
έργον» εξαπολύει μια λυσσαλέα επίθεση μέσω του συντηρητικού και αντιδραστικού
τύπου και πετυχαίνει την εξάμηνη απόλυση, συνοδευόμενη από δυσμενή μετάθεση,
του Βάρναλη (αυτή την περίοδο διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στην Παιδαγωγική
Ακαδημία, με διευθυντή τον Δημήτρη Γληνό), και κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού με
τη συνδρομή της εκκλησίας για τη διερεύνηση πιθανού «κομμουνιστικού κινδύνου»…
Η
ποινή του Βάρναλη ξεσηκώνει διαμαρτυρίες σε Ελλάδα και Αίγυπτο. Στις 23 Απρίλη
του 1925 δημοσιεύεται στον αθηναϊκό τύπο κείμενο που υπογράφεται από 26
αλεξανδρινούς διανοούμενους: «…διαμαρτυρόμεθα
και εκφράζουμε στον Κώστα Βάρναλη όλη την συμπάθειά μας, γιατί, εργάτης του
πνεύματος, υπακούσας στην σκέψη του και την συγκίνησή του, εξέφρασε μίαν
αντίληψή του και χτυπήθηκε γι’ αυτό με ανάρμοστη τιμωρία…».[19] Ανάμεσα στα 26 ονόματα ξεχωρίζει
αυτό του Κ. Π. Καβάφη.
(Η
συνέχεια αύριο)
2 σχόλια:
Πολύ καλή δουλειά.
Έχω ενθουσιαστεί για το συνδυασμό πληροφοριών και γνώσεων και για την εξαιρετική απόδοσή τους.
Περιμένω και τη συνέχεια.
Πολλά πολλά συγχαρητήρια.
Ευχαριστώ Σοφία.
Καλή δύναμη!
Δημοσίευση σχολίου