Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013
Νικηφόρος Βρεττάκος - Ωδή στον άνθρωπο
Ωδή στον άνθρωπο
Κύριός μου και αδελφός μου: Αυτός που χτίζει. Αυτός που οργώνει.
Αυτός που τείνει
να συσκοτίσει τους πλανήτες και δικούς του να εντοιχίσει αστέρες
και να βάλει
χρώματα της προτίμησής του στις αυλαίες που ανοίγουνε και κλείνουν
το αβυσσαλέο πανόραμα της μέρας! Που ημερώνει
τα σκοτεινά συμπλέγματα της φύσης, τους ατίθασους
καιρούς που πελαγοδρομούν στην άβυσσο και ξεριζώνουν των ορέων
τις πέτρες σαν φτερά πουλιών! Αυτός που κατεβαίνοντας
ανοίγει δρόμους μες στης γης τα έγκατα κι ανεβάζει το κάρβουνο στους ώμους του!
Κύριος και αδελφός μου. Αυτός που σπέρνει. Αυτός που υψώνει
τα στάχυα στην αγκάλη του γελώντας. Που βυθίζοντας
στο διάστημα τις φλόγινες κεραίες του, αιχμαλωτίζει
τα μυστικά ποτάμια του και τα οδηγεί από το άπειρο κάτω στη γη,
όπως ένας
μουτζουρωμένος άφτερος άγγελος που κρατεί στα χέρια του
τα χρυσά ηνία των αστεριών! Αυτός που ανακαλύπτει
μέσα σε κάθε κυβικό νεκρού χώρου της νύχτας
έγχρωμα φώτα, οράματα, φθόγγους! Και που ζημιώνοντας
τις δυο φωτιές, το πνεύμα του και το αναμμένο μέταλλο, δένει
τα οικοδομήματα του χρόνου
που ανεμοσείονται απ' του χώρου τα υπερωκεάνια ρεύματα,
ολόρθος κάτω από βροντώδεις θύελλες, με τις πλάτες του
στηρίζοντας τις πόλεις!
Ήθελα να 'χω κατεβεί απ' τη φύση με μιαν έξοχη μοίρα! Περιβλημένος
μ' ένα γιγάντιο πνεύμα που να δύναμαι τη στιγμή αυτή
να το συντρίψω
στα πόδια σου! Να φωτιστείς και να φανείς από παντού,
να σκεπαστείς από αίνους!
Άνεμοι από τριαντάφυλλα στις αγκαλιές νηπίων να πορευτούνε
προς το ματωμένο τους Γενάρχη,
στρατιές νηπίων που θ' ανδρωθούν και θα ορκιστούν
απλώνοντας το χέρι τους πάνω στο φέρετρο
της εποχής μου! Αυτό το μαύρο, αυτό το πένθιμο φέρετρο
που το μεταφέρει
την ώρα αυτή στους άτυχους ώμους της η γενιά μου,
βαδίζοντας κάτω απ' του αιώνα μας τ' αδιέξοδα τιτάνια σύννεφα!
Το ουράνιο ρεύμα του φωτός αντανακλά χρυσίζοντας τα πάντα!
Στις φυτείες
πέφτει μια φωτεινή βροχή, μια ρόδινη πάχνη ανακατεμένη
με αόρατους κορυδαλλούς! Τα άροτρα τραγουδάνε!
Ποταμός άστρων μέσα μου, παφλάζοντας, της αλαζονικής μου
μόνωσης τα προσχήματα ρίχνει και δίνομαι όλος
στο ίνδαλμα της θρησκείας μου, που βρίσκεται ζωοποιημένο
και χαιρετά απ' τα πράσινα βάθρα του με το γέλιο του
τον ανατέλλοντα ήλιο, την ανατέλλουσα βροχή!
Για σένα υπάρχω μοναχά, Κύριέ μου και Αδελφέ μου,
που λειτουργείς οργώνοντας τη γης μέσα στου σύμπαντος την
απαράμιλλη εκκλησία,
τη στολισμένη με παντός είδους αστερισμούς, με παντός είδους
χρώματα,
που τη διασχίζουνε και την περικυκλώνουνε ποτάμια άγραφης γοητείας,
οι δυο παράδεισοι: της μέρας και της νύχτας.
Στο άδυτο που χτυπώντας το σφυρί δουλεύει ο Κύριος, γονατίζω
με τα χοντρά παπούτσια μου και τους απλούς μου τρόπους
και προσεύχομαι,
γιατί είμαι ένας χωριάτης απ' την ύπαιθρο του σύμπαντος
κατεβασμένος!
Στα ηλιοφρυγμένα ανάκατα μαλλιά γαλάζιο αγέρα φέρνω
απ' τα όρη της υγείας!
Αγγέλους σαν γυμνά σπαθιά φέρνω μες στην ψυχή μου,
αγγέλους και κελαϊδισμούς και λόγους που τους μάζεψα,
όρθιος πάνω στ' απόκρημνα ξέφωτα του Ταϋγέτου
όταν, κατσίκι τ' ουρανού, πέτρωνα στον ορίζοντα.
Από τη συλλογή Ο Ταΰγετος κι η σιωπή (1949) του Νικηφόρου Βρεττάκου
Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου [Ποιήματα 1933-1991] (εκδόσεις Ποταμός, 2008)
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου