Ο
Γιώργος Κοστοπράβ (1903-1938) θεωρείται ο πρωτεργάτης της ελληνόφωνης
σοβιετικής λογοτεχνίας.
Βράδυ
«Στ'
ουρανού το πέλαο σύννεφα αρμενίζουν
τ'
ένα πίσω απ' τ' άλλο, καραβιών κοπάδι.
Τα
παχιά χωράφια γλυκοκυματίζουν,
κουρνιαχτός
κανένας στ' όμορφο το βράδυ.
Πλήθος
περιστέρια σχίσαν τον αγέρα
κι
έφυγαν στη στέπα με γοργά φτερά.
Κι
όμως η φωνή τους έρχεται από πέρα
φορτωμένη
αγάπη, πίστη και χαρά.
Είναι
οι διαλεχτοί μου, οι ακριβοί μου φίλοι,
μέσα
στη ζωή μου φλόγα είναι και φως.
Κι
είν' η γη ομπροστά μου, μες στο ωραίο το δείλι
σα
βιβλίο κλεισμένο, θησαυρός κρυφός.
Ολο
και βαδίζω σ' ένα δρόμο ίσο
στέκομαι,
κοιτάζω - μια έγνοια με κρατεί.
Πόσους
έχω αφήσει τέτοιους δρόμους πίσω,
πόσοι
ομπρός μου δρόμοι μένουν απλωτοί.
Μέσα
μου φυλάγω ανέγγιχτη ακόμα
την
ορμή της νιότης, της ζωής την μπόρα...
Γύρω
μου ανασαίνει στις πλαγιές το χώμα
κι
ο πυρός αγέρας δροσερεύει τώρα.
Σύννεφα
αρμενίζουν σαν καράβια ωραία,
στου
βουνού την ούγια φάνη η νια σελήνη.
Και
χτυπά η καρδιά μου, δυνατή και νέα.
Μια
ζεστήν αγάπη στα βαθιά της κλείνει».
(Απόδοση
Θοδόση Πιερίδη)
Ακολουθεί
άρθρο του Γ. Ι. ΒΕΛΛΑ, δόκτωρα Ιστορικών Επιστημών που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη:
Οι
«Δουμαίοι», όπως αυτοαπακαλούνται οι Ελληνες της Μαριούπολης, είναι απόγονοι
των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι πέρασαν από την Τουρκία στη Ρωσία και
δημιούργησαν πόλεις -κράτη στην Κριμαία και την Ταυρίδα. Οι «Δουμαίοι»
μετοίκησαν στα τέλη του 18ου αιώνα στα παράλια της Αζοφικής, στο Ντομπάς, όπου
ζούνε πάνω από διακόσια χρόνια. Σήμερα ο πληθυσμός τους ανέρχεται στις 110.000.
Ο
Γιώργος Κοστοπράβ, γέννημα - θρέμμα της ψυχής αυτών των Ελλήνων, με τα
τραγούδια του ύμνησε την Οχτωβριανή Επανάσταση. Ο ρουμαίος (δηλαδή ρωμιός)
ποιητής, πρώτος αφομοίωσε δημιουργικά στο έργο του τη λαϊκή ποίηση και
λαογραφία των Ελλήνων της Αζοφικής. Το επαναστατικού πνεύματος έργο του
συγκίνησε βαθιά τους συμπατριώτες του και τους αποκάλυψε ότι η περιορισμένη από
την καθημερινή χρήση γλώσσα τους διαθέτει ποιητική πλαστικότητα. Η γλώσσα των
ρουμαίων σε όλα τα χρόνια της ιστορίας της δοκίμασε όσους κατατρεγμούς, βάσανα
και αλλαγές δοκίμασε και ο ίδιος ο Ελληνισμός της Ταυρίδας προεπαναστατικά. Σ'
αυτή τη γλώσσα έγραψε ο Γ. Λοστοπράβ τα καλύτερα ποιήματά του, τότε που η
επίσημη Ελλάδα πολεμούσε την υπέροχη δημοτική.
Στον
κρατικό εκδοτικό της Μαριούπολης «Κολεκτιβιστής» τύπωσε ο Κοστοπράβ μια σειρά
έργων του. Μεταξύ άλλων και το επικό ποίημά του «Λάμπος» (1932), με ήρωα τον
νεαρό ρουμαίο Λάμπο, που αγωνίζεται για το λαό. Το ποίημα το αφιέρωσε στον
ηρωικό αγώνα των κόκκινων παρτιζάνων της Αζοφικής, ενάντια στις συμμορίες των
αντεπαναστατών Σκούρο και Μάχνο, στα χρόνια της ξένης επέμβασης ενάντια στη νέα
δημοκρατική Ρωσία.
Το
σημαντικότερο έργο του Κοστοπράβ είναι το έπος «Λεόντης Χοναγμπέης» (1934). Σ'
αυτό, με μεγάλη ποιητική δύναμη και εκφραστικότητα παρουσιάζει τον τύπο του
ρουμαίου λαϊκού, φτωχού ποιητήΛεόντη Χοναγμπέη. Ολο το έργο του Κοστοπράβ
διαπνέεται από ταξικό μίσος για τους ντόπιους Ελληνες κουλάκους των ρουμαίικων
χωριών, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τους φτωχούς αγρότες. Να τονιστεί ότι
παράλληλα με το βασικό θέμα, την εκμετάλλευση, ο Κοστοπράβ περιγράφει, επίσης
δυναμικά την αγάπη του Λεόντη για την όμορφη Ελληνοπούλα Μαρία Κοσκά.
Τα
πρώτα ποιήματα του Κοστοπράβ συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν στη συλλογή «Τα πρώτα
βήματα» (1933). Το τελευταίο έργο του(πρόλαβε να το εκδώσει) είναι το
«Καλημέρα, ζωή μου» (1937).
Ο
ποιητής των Ελλήνων της Αζοφικής ήταν δραστήριος διαφωτιστής των συμπατριωτών
του και κοινωνικός παράγοντας. Συμμετείχε στο πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών
Συγγραφέων, αντιπροσωπεύοντας την ελληνόφωνη σοβιετική λογοτεχνία. Στο συνέδριο
συναντήθηκε με τον μεγάλο προλεταριακό συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι, ο οποίος τον
συγχάρηκε για τον «Λάμπο» και του δώρισε, με αφιέρωση, μια συλλογή έργων του.
Από αυτό το συνέδριο αρχίζει η πανενωσιακή αναγνώριση του ρουμαίου ποιητή, η δε
ταυτότητά του ως μέλους της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων φέρει την υπογραφή του
Μ. Γκόρκι. Τότε, ο Κοστοπράβ ήταν ο μοναδικός Ελληνας συγγραφέας, μέλος της
Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων. Δεύτερος έγινε ο μαθητής τού Κοστοπράβ, ο
πεζογράφος - ποιητής Αντώνης Σαπουρμάς.
Μετά
τον τραγικό θάνατο του Κοστοπράβ, ο πρώτος που έθεσε το ζήτημα της αναγνώρισης
και πλατιάς διάδοσης των έργων του ρουμαίου ποιητή, γράφοντας γι' αυτό στην
εφημερίδα «Λιτερατούρα Ουκράινα» (αριθμός φύλλου 47, 1962), ήταν ο ακαδημαϊκός
και διακεκριμένος Ουκρανός ποιητήςΜαξίμ Ρίλσκι. Να σημειωθεί ότι και λογοτέχνες
του Ντουμπάς, φίλοι και συνεργάτες του Κοστοπράβ, ασχολήθηκαν με τη συγκέντρωση
και έκδοση της ποιητικής κληρονομιάς του Γ. Κοστροπάβ. Ανάμεσά τους ήταν οι: Ε.
Βολόσκο (κριτικός), Α. Σαπουρμάς (ποιητής), Λ. Κουζμινκόβ (ζωγράφος), Τσαγγλής,
Α. Μπελέτσι, Τ. Τσερνισόβα (καθηγήτρια), Ολγα Κοστοπράβ (η χήρα του ποιητή) και
άλλοι.
Βιβλιογραφία
Γ.
Κοστοπράβ. «Καλημέρα Ζωή μου» (Ντόνετσκ, 1963),
Γ.
Λαζαρίδης «Γιώργης Κοστοπράβ» («Νέος Δρόμος» 13/11/1973).
Γ.
Βέλλας «Ο τραγουδιστής της Αζοφικής» («Ομόνοια», Νο 39(189), 1998, στα ρώσικα).
«Νέα
Εποχή» (τεύχος 58, 1963, Λευκωσία).
«Αυγή»
(26/5/1963).
Στην
Οκτωβριανή Επανάσταση
(Αφιερωμένο
στα 15χρονά της)
Τόσα
χρόνια,
προλεταριάτο
κρατάς
τη μοίρα σου μες στο δικό σου χέρι.
Τόσα,
από τον καιρό που ένα φθινόπωρο
σ'
αυτή τη γη μας εδώ κάτω
μύρισεν
ανοιξιάτικον αγέρι.
Τόσα
χρόνια
που
η κόκκινη παντιέρα
στον
κόσμο ολοφτέρουγη πετάει.
Και
στην τυφλήν
έρημο
πέρα
ο
οχτρός τις μέρες του μετράει.
Τόσα
χρόνια
της
εργατιάς τα χέρια
σκάβουν
άμμους και χώμα.
Φτιάχνουν
για μας
θεμέλια
στέρια
και
μνήμα για του οχτρού το πτώμα.
(Απόδοση
Θοδόση Πιερίδη)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΣΤΟΠΡΑΒ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου