Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ




Ένα ποίημα, ένα μπλοκ, κομμάτια δυο από μια λόγχη, στην καρδιά, ένας αντάρτης νεκρός. Μια μεραρχία νεκρή.
«Νεκρή Μεραρχία» ονόμασαν τη 3η Μεραρχία του Δημοκρατικού Στρατού που έδρασε στην Πελοπόννησο, στάθηκε πιο ηρωική και συνάμα η πιο τραγική από όλες τις άλλες γιατί όλοι οι μαχητές της γνώριζαν ότι εάν δεν κατάφερναν να κρατήσουν τον Μοριά , αυτό θα σήμαινε τον θάνατό τους . Κι αυτό συνέβη.
Το 1949 έρχεται το τέλος της. Οι νικητές όμως δεν αρκούνται στη νίκη. Θέλουν να διαπομπεύσουν, να διασύρουν, να ευτελίσουν όσο γίνεται τον αντίπαλο. Γυρνούν με τα κομμένα κεφάλια σε πόλεις και χωριά και τα επιδεικνύουν περήφανα. Σκυλεύουν το σώμα αλλά και το πνεύμα.
Ανασκαλεύουν τα προσωπικά αντικείμενα των νεκρών κι ανακαλύπτουν στίχους! Θεωρούν αδιανόητο ένας «κατσαπλιάς» να έχει ευαισθησίες. Τα ποιήματα γίνονται αντικείμενο χλευασμού. Ο δημοσιογράφου της ΒραδυνήςΒενιζέλος Ζερβέας μέσα από άγνωστη διαδικασία γίνεται κάτοχος κάποιων εγγράφων. Σε δυο συνέχειες, 20 και 31 Μαΐου 1949, παρουσιάζει τα «ευρήματά» του κάτω από τον τίτλο «Αλληλογραφία και… ερωτικά ποιήματα των συμμοριτών»:
« Κρατώ στα χέρια μου όχι μόνο «έγγραφα» των συμμοριτών της Πελοποννήσου, τα οποία απέκτησα κατά την εν Τριπόλει διαμονήν μου αλλά και συμμοριτικά τετράδια ως και μπλοκ εις τα οποία αναγράφονται πως είχον συγκροτηθή διάφοροι συμμοριτικαί διμοιρίαι και ποίοι κατσαπλιάδες μετείχον εις αυτάς. Ένα μεγάλο μπλοκ φέρει καταφανή ίχνη λογχισμού, με τον οποίον, φαίνεται εξοντώθη εις πάλην σώματος προς σώμα με στρατιώτην ή με χωροφύλακα ο κατέχων αυτό συμμορίτης.»
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΙ
Ο Βενιζέλος Ζερβέας αναπαράγει πολλά έγγραφα και αναφορές του ΔΣ και του ΚΚΕ καθώς και γράμματα ανταρτών. Περιοριζόμαστε σε αυτά που αποκαλύπτουν κάποιες άγνωστες πλευρές του αντάρτικου αγώνα.
Σ ‘ένα τετράδιο, μάλλον ημερολόγιο,  άγνωστου αντάρτη , ανάμεσα σε σημειώσεις για μάχες βρίσκει το παρακάτω σχεδίασμα ποιήματος και το αντιγράφει – ακολουθούμε την ορθογραφία του δημοσιεύματος :
Μια στη ζωή για καθένα χτυπάει καμπάνα
Μια φορά στη ζωή αποχτάει κανένας τη μάννα
Μια φορά στη ζωή η πνοή του ανθρώπου τελειώνει-σβύνει
Μια φορά μονάχα της αγάπης το φαρμάκι πίνει
Την πρωτόειδα εκεί στης Καρίτσας τα βράχια, τα ελάτια
κι η καρδιά μου ευθύς χίλια γίνηκε κομμάτια.
Στο μυαλό μου περνά και φουντώνει η σκέψι κι απλώνει
Πως κρατά γερά ευτυχίας κι αγάπης τιμόνι
Μα του κάκου όλ’ αυτά, δεν αργούν μου ξεφεύγουν και πάνε
Πάνε πάνε ψηλά και μαζί  της αντάμα πετάνε
Κι εγώ μένω ξανά μ’ ένα πόνο βαρύ στο κεφάλι
Γιατί δίχως χαρά θα περάσω τη θύελλα πάλι.
5-5-1949
Άξια σημασίας είναι οι σημειώσεις που προηγούνται και έπονται του παραπάνω ποιήματος.
Πριν: «Το βράδυ της 29-3-49 φάγαμε τις ριπές στου Φλώρου το μαντρί στο Πόρο».
Μετά:  «Στις 5-4-49 σκότωσαν τον Αντζακλήν».


ΔΣΠ_ΑΤΖΑΚΛΗΣ


Ο Γιώργος Ατζακλής ήτανε Διοικητής του Αρχηγείου Πάρνωνα του ΔΣΕ. Σκοτώθηκε στις 5 Απριλίου του 1949 στη θέση Τσίλια του Βρονταμά Λακωνίας.  Το πτώμα του εκτέθηκε σε δημόσια θέα μαζί με κομένα κεφάλια ανταρτών κι οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στον τύπο της εποχής.
Στις παραπάνω σημειώσεις κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ο ανώνυμος αντάρτης  καταγράφει το θάνατο του Γιώργου Ατζακλή σχεδόν ένα μήνα αργότερα. Άραγε άργησε τόσο πολύ να τον μάθει;
Σε ένα άλλο φύλλο του τετραδίου, το οποίον είναι σκισμένο στα δυο (από τη λόγχη άραγε;) αναγράφονται, χωρίς ημερομηνία, οι παρακάτω στίχοι:
Κάποια μαυρομάτα έχει
ξέπλεχα μαλλιά και χέρια σαν τα κρίνα. Έχει μάτια δακρυστά.
Στα μνημεία περπατούσε σιγανά, με προσοχή σ’ ένα μνήμα γονατίζει
και  το όνομα φιλεί.
Πες μου αν σ’ αρέση η νύχτα του Μαΐου η μαγική,
τόσο χώμα που σκεπάζει το ωραίο σου κορμί.

Σε ένα χαρτάκι από μπλοκ, που περιλαμβάνει σημειώσεις της επιμελητείας των ανταρτών,  ο χίτης δημοσιογράφος βρίσκει τους εξής στίχους:
Όπως την άλλη η ζωή
καθώς θα πας ένα πρωί
οι άσπλαχνοι οι Γερμανοί
μας στέλναν στο Χαιδάρι
Ρεφραίν
Αλλά εμείς…
όμως μανούλα μου μην κλαις
απ’ της σκλαβιάς τα σίδερα η λευτεριά χαράζει.
Μέσα από άγρια φυλακή
πέρνουν παιδιά αμούστακα
για να τα τουφεκίσουν
Ρημάξανε συνοικισμούς
με μπλόκα και εξευτελισμούς
Το Βύρωνα, τη Καισαριανή
… και το Παγκράτι
Αυτά τα ψήγματα στίχων παραπέμπουν άμεσα στο γνωστό, πλέον, τραγούδι του Νίκου Γούναρη σε στίχους Κώστα Κοφινιώτη, «Χαιδάρι». Κυκλοφόρησε το 1945 αλλά η λογοκρισία δεν επέτρεψε ποτέ τη ραδιοφωνική του μετάδοση και τα χρόνια καταπίεσης που ακλούθησαν, θάφτηκε ολοκληρωτικά.
Αναπάντητο μένει το ερώτημα  τι ρόλο έπαιζαν αυτοί οι στίχοι στο τετράδιο του αντάρτη. Άραγε μια προσπάθεια να τους θυμηθεί για να τους τραγουδήσει;  Μια απόπειρα δημιουργίας μιας παραλλαγής ; Εντυπωσιάζει η προσθήκη στίχων σε πρώτο πρόσωπο, που δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο:
μας στέλναν στο Χαιδάρι
Αλλά εμείς…
Οι πλήρεις στίχοι του τραγουδιού του Κώστα Κοφινιώτη είναι:
Όπως στην άλλη τη ζωή / όταν θα πας ένα πρωί
στην κόλαση σε στείλουνε / αν δε σου δώσουν χάρη
έτσι στη μαύρη τη σκλαβιά / παίρνουν του κόσμου τα παιδιά
οι άτιμοι οι Γερμανοί / τα στέλνουν στο Χαϊδάρι.
Περνούσανε μαρτυρικά / μέναν ’κεί μέσα νηστικά λες κι εγκληματούσανε / λες κ’ είχαν κάνει κάτι ερήμωσαν συνοικισμούς / με μπλόκους κι εξευτελισμούς τον Βύρωνα, την Κοκκινιά / Καισαριανή, Παγκράτι.
Και κάθε μέρα αποκεί / την κολασμένη φυλακή παίρνουν παιδιά αμούστακα / για να τα τουφεκίσουν χωρίς τη μάνα τους να δουν / μόν’ τ’ άκουγαν να τραγουδούν γιατ’ ήξεραν τ’ αδέρφια τους / ελεύθερα θα ζήσουν.
Τα χτύπαγαν με απονιά / του Χαϊδαριού κάθε γωνιά κρύβει βασανιστήρια / που ο νους σου δεν τα βάζει άλλα ν’ ακούς κι άλλα να λες / κι όμως, μανούλα μου, μην κλαις απ’ της σκλαβιάς τα σίδερα / η λευτεριά χαράζει.


ΔΣΕ_ΠΕΛΟΠΟΝΗΣΟΥ


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα γράμμα μιας αντάρτισσας . Όπως μας πληροφορεί το δημοσίευμα της Βραδυνής  το γράμμα είναι  γραμμένο « από την συμμορίτισσαν «Ελενιό Χ. Καλαμπόκη», η οποία αναφέρεται εν αυτή και ως «αποστολεύς» και απευθύνεται στη «Δνίδα Πολητήμη Μανωλιού τομέας Ζάρακος».
Στο τέλος του γράμματος η Ελενιό σημειώνει (διατηρούμε την ορθογραφία της εφημερίδας που υποτίθεται αντιγράφει πιστά το πρωτότυπο):
σου γράφο και ένα τραγουδάκι.
Κάποια κόρη αναστενάζη μέρα νήχτα ανησηχή το παιδή της περιμένη πούχε χρώνια να το δη
Μέσα στην απελπησιά κάπιος την πληροφορή ότη ζη το παληκάρη και οποσδήποτε θαρθή
Με ηπομονή προσμένη με λαχτάρα στην καρδιά ο λεβέντης να γηρήση και να της φέρη λευτεριά.
Αναγνωρίζουμε αμέσως το πασίγνωστο τραγούδι  του Βασίλη Τσιτσάνη «Κάποια μάνα αναστενάζει» αλά με δυο σημαντικές παραλλαγές. Η λέξη «μάνα» έχει αντικατασταθεί με αυτήν της «κόρης» ενώ στο τέλος  ο στίχος «ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη ξενιτιά»  έχει γίνει «ο λεβέντης να γυρίσει να της φέρει λευτεριά».
Είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται αυτή η παραλλαγή που φαίνεται να τραγουδούσαν οι αντάρτες στα βουνά της Πελοποννήσου.  Η πιο συνηθισμένη παραλλαγή του ίδιου στίχου, για να υπάρχει άμεση αναφορά στους αριστερούς εξόριστους  ήταν «ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη Ικαριά»
Το τραγούδι του Τσιτσάνη γράφτηκε το 1947 και κυκλοφόρησε το 1948. Με τη μία πούλησε 35-40 χιλιάδες δίσκους αλλά σύντομα απαγορεύτηκε η εκτέλεσή του γιατί, όπως ανέφερε το κείμενο της σχετικής αστυνομικής ανακοίνωσης: «Εχει αλληγορικήν σημασίαν εξ ου δύνανται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις, επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως».
Αυτό βέβαια που κάνει εντύπωση είναι ο χρόνος καθώς το γράμμα της Ελενιώς προς την Πολυτήμη, όπου εμπεριέχονται οι στίχοι του τραγουδιού, έχει ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 48. Πότε και με ποιο τρόπο έφτασε στις κορφές του Πάρνωνα;
Η επιστολή της πάντως τελειώνει και με κάποιους άλλους στίχους που μοιάζουν να προέρχονται από τραγούδι αλά δεν έχουν εντοπιστεί:
Γράμα στα χέρια που θα πας να ξέρης να μηλήσης
Και το κορήτση που θα βρης να το γλυκοφηλήσης
Εμής κιαν χωρηστήκαμε
Πάλη θα νταμοθούμε
Σαν τα πουλάκια στη μοναξιά  το μπονο μας θαπούμε
Με χίλια φηλιά θα σε φιλήσω εκί που ξέρης.
Ελλενιό
ΙΣΤΟΡΙΑ
Για το ιστορικό της εύρεσης αυτών των ντοκουμέντων ως μόνη πηγή έχουμε αυτά που μας παρέχει ο δημοσιογράφος Βενιζέλος Ζερβέας. Πληροφορίες  που  σίγουρα χρειάζονται έλεγχο ως προς την αξιοπιστία τους.
Ο δημοσιογράφος της Βραδυνής γράφει όλα αυτά τα χαρτιά του τα έδωσε κάποιος, που δεν κατονομάζει, μαζί με την πληροφορία ότι βρέθηκαν «εις μιαν ομάδα 11 συμμοριτών, των οποίων αρχηγός ήτο ο Παν. Δαράκης, επιμελητης της 3ης συμμοριακής ταξιαρχίας.» Και συμπληρώνει « Την ομάδα αυτήν, εις την οποίαν υπαρχηγός ήτο ο Πέτρος Νικ. Λυμπέρης από την Κίτταν Λακωνίας, την εξόντωσε μόνος ένας χωροφύλαξ. Ο Δαράκης διαφυγών εκείνην την στιγμήν, εφονεύθη από τον ίδιον χωροφύλακα μετά δύο ημέρας.»


LIMPERIS 
Ο ίδιος δηλώνει ότι έχει στα χέρια του την αστυνομική ταυτότητα του Πέτρου Λυμπέρη «η οποία έχει εκδοθή από το 18ον αστυνομικόν τμήμα Αθηνών την 18ην Μαΐου 1947.» Η εφημερίδα δημοσιεύει φωτογραφία του Λυμπέρη η οποία προφανώς προέρχεται από την ταυτότητα.
Το όνομα Βενιζέλος Ζερβέας, πριν κοσμήσει της σελίδες της Βραδυνής, το βρήκαμε να φιγουράρει ως:
Δεν γνωρίζουμε αν ο μασόνος-ταγματασφαλίτης-δήμαρχος ταυτίζεται με τον δημοσιογράφο Βενιζέλο Ζερβέα ή είναι συγγενείς.

(ανάρτηση αφιερωμένη στον Χρήστο Κωνσταντόπουλο και το ανεπανάληπτο περιοδικό “Αλφειός” για το οποίο προοριζόταν).

Δεν υπάρχουν σχόλια: