Ή επιφυλλίδα του Κώστα
Βάρναλη που αναρτούμε σήμερα
δημοσιεύτηκε στα 1938 στην εφημερίδα «Πρωΐα» με θέμα το ποίημα του Βιζυηνού
«Στίχοι γραμμένοι στο φρενοκομείο». Την αναδημοσιεύουμε από το ιστολόγιο Ο άγνωστος ΒΑΡΝΑΛΗΣ και αδημοσίευτα ποιήματά του:
ΕΝΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ
Ο νεοελληνικό Παρνασσός
μέσα στα διακόσια πενήντα χρόνια (τοσ' είναι η ηλικία του), έχει να δείξει
μεγάλο πλήθος από ποιητές. Όταν συλλογιστεί κανείς, πως οι περισσότεροι απ’
αυτούς, έχουν εκδώσει και δυο και τρεις ποιητικές συλλογές, τότε θα μπορέσει να
λάβει μιαν ιδέα για τη μεγάλη στιχοπλημμύρα, που γεμίζει την πνευματική ζωή του
τόπου.
-- Κι όμως! Το βουητό αυτής της στιχοπλημμύρας δε φτάνει, ως τη συνείδηση
του πλήθους. Αλλά και σ' αύτην τη συνείδηση των μορφωμένων ανθρώπων μοναχά λίγα
ονόματα φτάνουν. Όσο για τα έργα κι αυτωνώνε των «εθνικοποιημένων» ποιητών και
των περισσότερων από τους άλλους μοναχά οι «άνθρωποι του επαγγέλματος» τα ξέρουν ή πολύ ή ξώπετσα, δηλ. μοναχά οι λόγιοι: οι «συνάδελφοι», οι κριτικοί, οι δημοσιογράφοι. Συμβαίνει μάλιστα να κυκλοφορούνε στο στόμα
του λαού μερικά τραγούδια, που οι στίχοι τους
είναι πολύ γνωστών ποιητών, μα αυτοί που τους τραγουδάν, είδηση δεν έχουνε
ποιανού είναι. Τέτοια τραγούδια είναι η «Μυγδαλιά» του Δροσίνη, τα «Δυο γλυκά
ματάκια» του Πολέμη, το «Ένας βράχος στα βουνά - συλλογιέται μοναχός του» του Βιζυηνού
κλπ. Τα παλιότερα χρόνια, πριν «επιπέσουν» ενάντια στην καλαισθησία του
ελληνικού λαού οι συνθέτες των
επιθεωρήσεων, τα περισσότερα τραγούδια του λαού ήτανε γνωστών ποιητών
μελοποιημένοι στίχοι ακόμα και του Σολωμού («Ποια είναι κείνη - που
κατεβαίνει»), του Βαλαωρίτη («Του κάκου φεύγ' η θάλασσα») του Μαρτζώκη («Είναι
φορές, που ο δύστυχος τρελαίνομαι για σένα») κτλ.
Ανάλογα με τη σκοπιά, απ’ όπου στέκοντας, ο κριτικός θα κοιτάξει να
εχτιμήσει την ποιότητα του νεοελληνικού έμμετρου λόγου, ή θα του αρνηθεί
μονοκοπανιάς κάθε αξία (Σχολή της Άρνησης, που εδρεύει στο πανεπιστήμιο της
Θεσσαλονίκης) ή θα βρει σε όλα τα ποιήματα μιαν όποια δικαίωση της υπαρξής τους
(Σχολή της Κατάφασης, που έδρευε στα Επτάνησα και τώρα στην Αθήνα). Όταν όμως
συλλογιστούμε, πως η πρώτη απ’ αυτές τις σχολές αρνιέται και το Βαλαωρίτη και
τον Παλαμά και το Γρυπάρη και το Μαλακάση και τον Πορφύρα και πως δεν
καταδέχεται να μολυνθεί με το άγγιγμα ενός Καρυωτάκη ή ενός Φιλύρα, τότε θα
ομολογήσουμε πως η υπερβολή στον έπαινο έχει μέσα της περισσότερη δικαιοσύνη
από την υπερβολή στην κατηγόρια.
Φυλλομετρώντας κανείς μιαν όποια νεοελληνική Ανθολογία θα συναντήσει
πολλές φορές ποιήματα των πιο ονομασμένων ποιητών μας πάρα πολύ άσκημα, όπως
π.χ. το «Όνειρο» του Σολωμού μα όχι σπάνια θα συναντήσει και δευτερότερων
ποιητών αριστουργηματικά ποιήματα. Ένα τέτοιο ποίημα είναι του Βιζυηνού οι
«Στίχοι γραμμένοι στο φρενοκομείο».
Δεν πρόκειται να βιογραφήσουμε τον ποιητή. Σημειώνουμε μοναχά, πως
γεννήθηκε στα 1848 στη Βιζύη της Θράκης («της Θράκης τα χωριά πολλά - σαν τη
Βυζώ κανένα, - με γειτονιά στα χαμηλά - που Πλάτσα τηνε λένα...») και πως
πέθανε στο Δρομοκαΐτειο των Αθηνών στις 16 του Απρίλη του 1896.
Μέσα στα χαρτιά, που άφησε πεθαίνοντας στο φρενοκομείο, βρέθηκε κι αυτό το
ποίημα. Πιθανότατα δεν είχε τίτλο. Μα ο φίλος του και βιογράφος του Ν.
Βασιλειάδης, που το δημοσίεψε μέσα στο έργο του: «Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως
και Αθηνών», του έδωσε το γενικότατο τίτλο «Στίχοι γραμμένοι στο φρενοκομείο».
Το ποίημα είναι τούτο :
Μες στα
στήθια ή συμφορά
σαν το κύμα
πλημμυρά,
σέρνω το
βαρύ μου βήμα
σ'έίνα μνήμα!
Σαν μ'
αρπάχθηκε η χαρά,
που
εχαιρόμουν μια φορά,
έτσι σε μιαν
ώρα...
μες σ' αυτήν
την χώρα
όλ' άλλαξαν
τώρα!
Και από
τότε, που θρηνώ
το ξανθό και
γαλανό
και ουράνιο
φως μου,
μετεβλήθη
εντός μου
και ο ρυθμός
του κόσμου.
Μες στα
στήθια ή συμφορά
σαν το κύμα
πλημμυρά,
σέρνω το
βαρύ μου βήμα
σ' ένα
μνήμα...
Τον σταυρό
τον αψηλό
αγκαλιά γλυκοφιλώ
το
μυριάκριβο όνομα της,
κι απ’ τα
χώματα της,
η φωνή της η
χρυσή
με καλεί:
«Έλα και συ
δίπλα στο
ξανθό παιδί σου
και
κοιμήσου!»
Στίχοι αδροί κι αρμονικοί, στροφή μεστή και κακοδεμένη, ρίμες φροντισμένες,
σχεδόν πλούσιες· και γλώσσα πλέρια δημοτική, αν έλειπε εκείνο το «μετεβλήθη».
Η δημοτική γλώσσα στην ποίηση της αθηναϊκής σχολής για πρώτη φορά έφτανε σε
τόσο ύψος. Κ' επί πλέον το ποίημα του Βιζυηνού ξεπερνά όλην την κρύα και
ψευτοκλασική περισσοτεχνία των Ραγκαβήδων και των Σούτσων, καθώς κι όλη την
ρητορική συναισθηματικότητα των Βαλαωρίτηδων, γιατί έχει μέσα του αληθινή
συγκίνηση, τη ζέστα μιας ψυχής, που εξομολογιέται χωρίς να ποζάρει.
Γενικά η συμβολή του Βιζυηνού στη νεοελληνική ποίηση είναι, πως την έστρεψε
από τα έξω προς τα μέσα του ανθρώπου, από το
αντικειμενικό και το απρόσωπο στο υποκειμενικό και το ατομικό. Έδωσε δηλ. στην
ποίησή μας για πηγή έμπνευσης το συγκινημένο Εγώ. Βέβαια τα περισσότερα
ποιήματα του Βιζυηνού είναι πολύ κατώτερ' απ’ αυτό, που δημοσιεύουμε... Η
γλώσσα του σ' αυτά είναι αναρχημένη κι ανακατεμένη, οι στίχοι του πλαδαροί και
χασμωδικοί, το περιεχόμενο του πεζολογικό ή διδαχτικό. Όμως μ' αυτό του το
ποίημα έδειξε ως πού θα μπορούσε να φτάσει, αν είχε μπροστά του μιαν
καλλιεργημένη δημοτικιστική παράδοση κι αν δεν έχανε τα λογικά του άπανου στην
ωριμότητα της ηλικίας του και του ταλάντου του. Ενώ σ' όλο του το άλλο έργο
έμεινεν ένας πρόδρομος, μ' αυτό του το ποίημα έγινε ο φτασμένος Δάσκαλος.
Αυτό το ποίημα το πρωτογνωρίσαμε στα νιάτα μας σε πολύ κακήν κατάσταση. Στη
σειρά της νεοελληνικής Βιβλιοθήκης Φέξη είχε δημοσιευτεί μια συλλογή
«Ποιήματα» του Βιζυηνού και μέσα εκεί, στο τέλος, είτανε κ' οι «Στίχοι γραμμενοι στο φρενοκομείο». Πρώτα πρώτα λείπουν οι στροφές 3η και
4η και στη θέση τους υπάρχουν άλλες δέκα άσχετες με το ποίημα :
Νιοι και
νιές που περπατούνε
και φαιδρά
με χαιρετούνε,
ή φαιδρότης
(των) θα λείψη
άμα ιδούνε
να προκύψη
η δική μου
θλίψη.
Ως και τα
μικρά παιδιά
που έχουν
εύθυμη καρδιά
κάμνουν
πρόσωπο θλιμμένο,
σαν με
βλέπουν τον καημένο
να διαβαίνω,
κτλ. κτλ.
Φαίνεται, πως οι δέκα αυτές
στροφές αποτελούνε σχεδίασμ' ατέλειωτο ξεχωριστού ποιήματος που πιθανότατα
αναφέρεται στην τρέλα του.
Η κατανόηση του ποιήματος δε σκοντάφτει σε καμιά δυσκολία. Είν' ένα
ελεγείο σε μια μικρούλα ξανθή, που πέθανε ξαφνικά και που ο ποιητής την άγαπούσε
πολύ.
Μια ανωμαλία εκφραστική υπάρχει στην αρχή της 5ης στροφής.
Τον σταυρό
τον αψηλό
Αγκαλιά
γλυκοφιλώ
το
μυριάκριβο όνομα της κλπ.
Αν όμως γράψουμε
:
Στο σταυρό
τον αψηλό κλπ.
τότε στρώνει ο στίχος και το ύφος.
Υποθέτουμε, πως έτσι θα είτανε το κείμενο. Μα είτε από κακή ανάγνωση του πρώτου
εκδότη είτε από τυπογραφικό λάθος, ο στίχος αυτός μας παραδόθηκε χαλασμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου