«Απερίγραπτη λένε, η φτώχεια της Ισταμπούλ. Η πείνα θερίζει τους
ανθρώπους. Βουλιάζουν λένε στο χτικιό. Κι οι κοπελίτσες, έτσι λένε. Στα
θεωρεία του σινεμά και στα χαλάσματα. Ασχημα τα νέα για τη μακρινή μου
πολιτεία. Την πολιτεία των τίμιων των εργατικών. Και των πτωχών
ανθρώπων. Για την αληθινή μου Ισταμπούλ. Την πολιτεία που μένεις
πολυαγαπημένη μου. Την πολιτεία που κουβαλάω. Πάνω στους ώμους μου. Μες
στο σακί μου. Από εξορία σε εξορία. Από φυλακή σε φυλακή»... (Ναζίμ
Χικμέτ)
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν (3/6/1963) από το
θάνατο του μεγάλου Τούρκου, κομμουνιστή επαναστάτη ποιητή, Ναζίμ Χικμέτ.
Οι «κληρονόμοι» του αγώνα του, το σημερινό λαϊκό κίνημα της χώρας του,
με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές, με την αντίστασή τους στη βία που
ασκεί καθημερινά πάνω τους το καθεστώς της Τουρκίας με τις «ευλογίες»
του αμερικανικού και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, συνεχίζουν τον αγώνα. Το
έργο του ποιητή, πάντα σύγχρονο ακόμη και στη μορφή του, εξακολουθεί να
εμπνέει τους αγώνες όχι μόνο του δικού του λαού, αλλά και όλων των λαών
του κόσμου. Στο πρόσωπο του Χικμέτ τιμάμε τον διαχρονικό επαναστάτη
διανοούμενο.
Ο Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15
Γενάρη 1902. Ο πατέρας του υπηρετούσε στο υπουργείο Εξωτερικών, έκανε
μάλιστα για λίγο και Πρόξενος στο Αμβούργο κι όταν απολύθηκε έκανε τον
διαχειριστή σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η μητέρα του, Αϊσέ Τζελιέ
Χανούμ, ήτανε ζωγράφος. Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στην
Κωνσταντινούπολη κι ύστερα γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή Χάλκης, το 1918,
κάτω από τη διοίκηση του Κεμάλ Πασά. Οταν αποφοίτησε μπήκε στο πολεμικό
σκάφος Hamidiye ως εκπαιδευόμενος αξιωματικός καταστρώματος. Ωστόσο, η
σταδιοδρομία του στο Ναυτικό σταμάτησε απότομα, γιατί αρρώστησε από
πλευρίτη στη διάρκεια μιας νυχτερινής βάρδιας (1919) και δεδομένου ότι
δεν μπόρεσε ν' ανακτήσει την υγεία του, απαλλάχτηκε σαν άτομο με ειδικές
ανάγκες (1920). Ανέλαβε καθηγητής στην Ανατολία, στο γυμνάσιο Bolu, για
σύντομο διάστημα (1921). Επηρεάστηκε από τη ρωσική επανάσταση, πήγε στη
Μόσχα και σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών της
Μόσχας (1922 - 1924). Εκτός, όμως, από την ακαδημαϊκή μόρφωση, ο Χικμέτ
είχε την ευκαιρία να εμβαθύνει στη μαρξιστική φιλοσοφία και ιδεολογία,
αλλά και να γνωρίσει προσωπικά τον, κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό του,
μεγάλο ποιητή του Οχτώβρη, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.
Λογική
συνέχεια της μέχρι τότε πορείας του νεαρού ποιητή και επαναστάτη ήταν η
στράτευσή του, το 1923, στο παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας. Ενα
χρόνο αργότερα, επιστρέφει στην Τουρκία και αρχίζει να γίνεται γνωστός.
Στη γνωριμία του έργου του ποιητή με το ευρύ κοινό βοηθά και η ιδιόμορφη
κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Τουρκίας εκείνη την εποχή, η οποία, αν
και έχει το Τούρκικο ΚΚ στην παρανομία, ωστόσο, η αστική κεμαλική
δημοκρατία δεν έχει περάσει ακόμη στην πλήρη αντιδραστική της φάση.
Ετσι, ο Χικμέτ γράφει ελεύθερος τα έργα του, τα απαγγέλλει στο ραδιόφωνο
της Κωνσταντινούπολης, ηχογραφούνται και κυκλοφορούν παντού. Παράλληλα,
εργάζεται σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες που φιλοξενούν και
ποιήματά του. Συγχρόνως, ο ποιητής γνωρίζει από κοντά την ανυπόφορη ζωή
και την εξαθλίωση της εργατικής τάξης της χώρας του, για την οποία δεν
έχει αλλάξει τίποτα, ουσιαστικά, από την εποχή των πασάδων.
Η
περίοδος, όμως, της αλογόκριτης «ευφορίας» πέρασε πολύ γρήγορα για την
Τουρκία του μεσοπολέμου και φυσικά και για τον ποιητή. Αρχίζει η
περίοδος που ο Χικμέτ θα αρχίσει να αισθάνεται την πολύπλευρη πίεση του
καθεστώτος, ενώ θα δει και τον φίλο του Νουρετίν να προσχωρεί στις
εθνικιστικές απόψεις του «τουρκισμού» και στην αντίδραση. Ηδη έχει
αρχίσει να χρησιμοποιεί στα άρθρα του στις εφημερίδες ψευδώνυμο (Ορχάν
Σελίμ). Το 1925 ο Χικμέτ ξαναπάει στην ΕΣΣΔ και επιστρέφει το 1928. Ενώ
βρίσκεται σε δημιουργική έξαρση και γράφει ασταμάτητα όλα τα είδη του
λόγου με την ποίηση να βρίσκεται σε πρώτη προτεραιότητα, το καθεστώς
αρχίζει να τον κυνηγά: Σχεδόν μετά από κάθε έκδοση έργου του, ακολουθεί
δίκη. Η καταστολή όμως δεν μπορεί να σταματήσει την αυξανόμενη απήχησή
του στο λαό. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται για τα επαναστατικά του
φρονήματα. Μπαίνει στη φυλακή για 3 μήνες (1928).
Επειτα, εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη κι εργάζεται σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και σε κινηματογραφικά στούντιο. Εκδίδει τα πρώτα βιβλία ποίησης και γράφει συνεχώς (1928 - 1932). Συλλαμβάνεται ξανά το 1931, αλλά στο δικαστήριο, από κατηγορούμενος, γίνεται κατήγορος κι αναγκάζονται να τον αθωώσουν. Την επόμενη χρονιά, τον ξαναπιάνουν και καταδικάζεται σε 40 χρόνια φυλακή. Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία, ζητώντας την αμνηστία του. Κάτω από την πίεση της παγκόσμιας κατακραυγής, το καθεστώς αναγκάζεται να απελευθερώσει τον ποιητή, ο οποίος είχε ξεκινήσει απεργία πείνας, το 1950, μετά από 13 χρόνια φυλακής. Την ίδια χρονιά τιμάται με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Ωστόσο, παρακολουθείται συνεχώς. Αρχίζει και πάλι να εργάζεται ως σεναριογράφος αλλά οι πιέσεις συνεχίζονται.
Το 1951, 49 χρόνων πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, φοβούμενος απόπειρα κατά της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran κι αυτοεξορίζεται. Με ρουμάνικο σκάφος διαπλέει τη Μαύρη Θάλασσα και περνά στη Ρωσία και πιο συγκεκριμένα στη Μόσχα. Από κει πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα με πάνω από 500 άτομα, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτείται σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής ποιητής. Ταξιδεύει σε πολλές χώρες και το 1952 εκλέγεται μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του στη Μόσχα. Τα ξημερώματα της 3ης Ιούνη 1963, η μεγάλη καρδιά, που χώρεσε όλον τον κόσμο, έπαψε να χτυπά. Ο ποιητής θα ανακτήσει την τουρκική υπηκοότητα που του είχε αφαιρεθεί το 1951, σχεδόν μισό αιώνα μετά το θάνατό του.
Επειτα, εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη κι εργάζεται σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και σε κινηματογραφικά στούντιο. Εκδίδει τα πρώτα βιβλία ποίησης και γράφει συνεχώς (1928 - 1932). Συλλαμβάνεται ξανά το 1931, αλλά στο δικαστήριο, από κατηγορούμενος, γίνεται κατήγορος κι αναγκάζονται να τον αθωώσουν. Την επόμενη χρονιά, τον ξαναπιάνουν και καταδικάζεται σε 40 χρόνια φυλακή. Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία, ζητώντας την αμνηστία του. Κάτω από την πίεση της παγκόσμιας κατακραυγής, το καθεστώς αναγκάζεται να απελευθερώσει τον ποιητή, ο οποίος είχε ξεκινήσει απεργία πείνας, το 1950, μετά από 13 χρόνια φυλακής. Την ίδια χρονιά τιμάται με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Ωστόσο, παρακολουθείται συνεχώς. Αρχίζει και πάλι να εργάζεται ως σεναριογράφος αλλά οι πιέσεις συνεχίζονται.
Το 1951, 49 χρόνων πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, φοβούμενος απόπειρα κατά της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran κι αυτοεξορίζεται. Με ρουμάνικο σκάφος διαπλέει τη Μαύρη Θάλασσα και περνά στη Ρωσία και πιο συγκεκριμένα στη Μόσχα. Από κει πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα με πάνω από 500 άτομα, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτείται σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής ποιητής. Ταξιδεύει σε πολλές χώρες και το 1952 εκλέγεται μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του στη Μόσχα. Τα ξημερώματα της 3ης Ιούνη 1963, η μεγάλη καρδιά, που χώρεσε όλον τον κόσμο, έπαψε να χτυπά. Ο ποιητής θα ανακτήσει την τουρκική υπηκοότητα που του είχε αφαιρεθεί το 1951, σχεδόν μισό αιώνα μετά το θάνατό του.
Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά σε μετάφραση - απόδοση Γιάννη Ρίτσου, μελοποιήθηκαν από τον Μάνο Λοΐζο, αλλά και από τον Θάνο Μικρούτσικο.
«Χλιαροί και παλλόμενοι σαν το αίμα που πηδάει από μια φλέβα/ αρχίσαν να φυσάν οι άνεμοι/. Ακούω τους ανέμους/Αργοπορεί ο σφυγμός/ Στις κορφές του Ουλουντζά θα χιονίσει/ Και κει ψηλά οι αρκούδες/ Μεγαλόπρεπες κι εξαίσιες θα κοιμούνται/ Πάνου στα κόκκινα φύλλα των καστανιών/. Στην πεδιάδα γυμνώνουνται οι λεύκες/. Οπου να `ναι θα κλειστούνε τα μεταξοσκούληκα/ Οπου να `ναι θα τελειώσει το χινόπωρο/ Οπου να `ναι κι η γη θα ξαναμπεί μέσα στου τοκετού τον ύπνο/. Κι εμείς θα περάσουμε ακόμη ένα χειμώνα/ Ζεσταίνοντας τα χέρια μας στη φωτιά της μεγάλης οργής μας/ Και της αγίας ελπίδας μας».
Κείμενο: Σοφία Αδαμίδου (Ριζοσπάστης, 9/6/2013)
Επιλογή εικόνων-βίντεο: Οικοδόμος
1 σχόλιο:
Από τους αγαπημένους ποιητές!
Δημοσίευση σχολίου