Το
1953 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εικοστός αιώνας μπροσούρα με τίτλο Τέχνη και
καλλιτέχνες. Συγγραφέας ο Μάο Τσε Τουνγκ, ηγέτης της Κινεζικής Επανάστασης, ΓΓ
της ΚΕ του ΚΚ Κίνας (1943-1976) και Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας
(1949-1976)· μεταφραστής ο Πέτρος Διαμάντης. Πρόκειται για μελέτη που παρουσιάστηκε αρχικά
σαν εισήγηση σε συγκέντρωση διανοουμένων τον Μάη του 1942 στην Κίνα και αναλύει τον ρόλο
της τέχνης και των καλλιτεχνών στην φεουδαρχική-καπιταλιστική ταξική κοινωνία και τις απαιτήσεις που
εγείρονται στην πορεία οικοδόμησης της
νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας που ευαγγελιζόταν η Κινεζική Επανάσταση. Η έκδοση περιλαμβάνει παράρτημα με τρία ποιήματα του
Μάο. Ο μεταφραστής παραθέτει ένα μικρό εισαγωγικό με σκοπό να βοηθηθεί ο
αναγνώστης:
«Και
τα τρία ποιήματα είναι γραμμένα στον κλασικό κινέζικο στίχο ― μ’ άλλα λόγια
είναι σχεδόν αμετάφραστα· έτσι ο ξένος αναγνώστης ίσως να μην μπορεί εύκολα να
καταλάβει γιατί «Το χιόνι» θεωρείται σαν ένα από τα ωραιότερα κινέζικα ποιήματα
που έχουν γραφτεί.
Τα
δυο πρώτα αναφέρονται στη μεγάλη προπολεμική υποχώρηση του λαϊκού στρατού, που
πέρασε στην ιστορία με το όνομα η «Μακριά Πορεία» και ο ποταμός Τατού λ.χ.
είναι τόπος μάχης. Οι «Τρεις Στρατιές» του δεύτερου ποιήματος είναι κλασικός
κινέζικος όρος που αναφέρεται στις στρατιές των αυτοκρατόρων και ο «Κόκκινος
Στρατός» έχει σημασία διπλή: αναφέρεται στο σύγχρονο κινέζικο στρατό αλλά,
μαζί, είναι και έκφραση γνωστή από τον καιρό του Κομφούκιου και σημαίνει ο
«ωραίος στρατός».»
Ακολουθούν
τα ποιήματα:
Ι
Ψηλά
που ειν’ ο ουρανός, τα σύγνεφα στριφογυρνούν
Τις
αγριόπαπιες θωρώ να χάνονται στου Νότου τον ορίζοντα.
Στα
δάχτυλά μου την απόσταση μετρώ―κ’ είναι 20.000 λι
Και
λέω πως ήρωες δεν είμαστε αν δε φτάσουμε το Μεγάλο Τείχος.
Ορθός
στην πιο ψηλή κορφή των Έξι βουνών
με
την κόκκινη σημαία να κυματίζει στο δυτικό αέρα
σήμερα,
μ’ ένα μακρύ σκοινί στο χέρι,
αναρωτιέμαι
πότε θα μπορέσουμε να δέσουμε το τέρας.
ΙΙ
Τους
πόνους της Μακριάς Πορείας κανένας δε φοβόταν στον Κόκκινο Στρατό.
Χίλιες
βουνοκορφές, δέκα χιλιάδες ποταμούς, κοιτάζαμε με περιφρόνηση
Τα
Πέντε Βουνά υψώνονταν και πέφταν σαν κύματα, αναταραγμένα
Και
τα βουνά του Γουχιάγκ δεν ήταν πια παρά πρασινωπά πετράδια.
Ζεστοί
οι απότομοι γκρεμοί σαν τους πηδούσε ο ποταμός της Χρυσής Άμμου
Και
παγωμένα τ’ αλυσσόδετα γιοφύρια του ποταμού Τατού
Στις
χίλιες χιονοστόλιστες πλευρές του βουνού Μιν
Οι
Τρεις Στρατιές χαρούμενες, αφού και τη στερνή πορεία νίκησαν
Οι
Τρεις Στρατιές χαμογελούσαν.
ΙΙΙ
ΤΟ
ΧΙΟΝΙ
Ολόκληρος
ο τόπος του Βορρά
σε
χίλια λι πάγου είναι κλεισμένος
σε
χίλιες χιονοθύελλες κλειστός.
Κοίτα
τις δυο μεριές του Μεγάλου Τείχους…
Μόνο
μια απέραντη αναστάτωση έχει μείνει.
Απ’
τις ψηλές και χαμηλές πλαγιές του Κίτρινου Ποταμού
δε
βλέπεις πια τα νερά να κυλούν.
Τα
βουνά είναι ασημένια φίδια που χορεύουν,
οι
πλαγιές ελέφαντες που λάμπουν μες στον κάμπο.
Με
τους ουρανούς θέλω ν’ αναμετρηθώ.
Με
καθαρό καιρό
είναι
τόσο όμορφη η γη,
σαν
κοπελιά με φόρεμα λευκό
και
πρόσωπο ολοπόρφυρο.
Έχουνε
τέτοια χάρη τα βουνά κ’ οι ποταμοί
που
στο κυνήγημά τους
αμέτρητοι
λεβέντες παραβγαίνουν.
Οι
αυτοκράτορες Σιχ-Χουάγκ και Γου-Τι ήταν σχεδόν αμόρφωτοι.
Οι
αυτοκράτορες Τάι-Τσουγκ και Τάι Τσου ήταν χωρίς καρδιά.
Ο
Γενίς Χαν το τόξο του ήξερε μόνο να λυγίζει ενάντια σ’ αετούς.
Κι όλοι τους στο χτες
ανήκουν―μόνο σήμερα γεννιούνται άντρες με καρδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου