Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

«Λυπήσου εκείνους που δεν ονειρεύονται» - 40 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καββαδία

Σεμνός, πολύ συνεσταλμένος, καλοσυνάτος, εσωστρεφής, παραμυθάς... Είναι λίγοι από τους χαρακτηρισμούς που του απέδωσαν οι οικείοι του. Ο Νίκος Καββαδίας όμως, άφησε το στίγμα του σαν ο ποιητής της θάλασσας. Ο ίδιος, δεν έλεγε ότι ήταν ποιητής, αλλά: «Νίκος Καββαδίας, ναυτικός». Το μεγαλείο της ποίησής του ίσως έγκειται ακριβώς σε αυτή την απλότητά του, την αγάπη του για το έργο των χεριών των βιοπαλαιστών. «Αρτος. Οχι για όλα τα στόματα», γράφει το 1971, δείχνοντας με απλά λόγια πως ο πλούτος στον καπιταλισμό δεν μοιράζεται στους παραγωγούς του, παρά γίνεται λεία μιας ισχνής μειοψηφίας.

Γεννήθηκε στις 11 Γενάρη του 1910 στο Νικόλσκι - Ουσουρίσκι του Χαρμπίν (στην Μαντζουρία της Κίνας), δεύτερο παιδί του μεγαλέμπορου του τσάρου Χαρίλαου Καββαδία. Το 1914, στις απαρχές του παγκοσμίου πολέμου, οι αναταραχές στη Μαντζουρία οδηγούν τον Χαρίλαο να στείλει με τον υπερσιβηρικό την οικογένειά του στην Ελλάδα, που εγκαθίσταται αρχικά στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Το 1920 επιστρέφει και ο ίδιος, κατεστραμμένος οικονομικά, και μετακομίζουν στον Πειραιά.

Από το σχολείο ήδη δείχνει το συγγραφικό του ταλέντο, εκδίδοντας το φυλλάδιο «Σχολικός Σάτυρος» («με ύψιλον από άγνοια», λέει η αδερφή του Τζένια). Συνεργάζεται και με τη «Διάπλαση των Παίδων», με το ψευδώνυμο «ο μικρός ποιητής». Αφού τελείωσε το γυμνάσιο, γράφεται στην Ιατρική Σχολή. Ο πατέρας του δουλεύει στα καράβια του κουνιάδου του, και έπειτα ανοίγει μπακάλικο - το οποίο όμως χρεοκοπεί και κλείνει. Το 1929 πεθαίνει. Ο μικρότερος αδερφός του Αργύρης έχει ήδη μπαρκάρει τότε. Θα τον ακολουθήσει και ο ίδιος, αφήνοντας οριστικά πίσω του την Ιατρική.

Το διάστημα της παραμονής του στον Πειραιά εισρέουν πρόσφυγες, κύρια από τη Μικρά Ασία, μετά και την καταστροφή του '22. Το ΚΚΕ, πάντα παρόν, στέκεται στο πλευρό τους, τους βοηθάει να ορθοποδήσουν, να οργανώσουν την πάλη τους για ένα καλύτερο αύριο. Ο Καββαδίας, πρόσφυγας κι αυτός, τους αντιμετωπίζει με σεβασμό, εμπνέεται από τη νεοσύστατη ΕΣΣΔ. Από τότε, εκφράζει την συμπόνια του και τη συμπάθειά του για τους λαϊκούς ανθρώπους και τους ναυτικούς. Στα πρώτα ποιήματά του (υπογράφει σαν Πέτρος Βαλχάλας).

Το 1933 δημοσιεύει το «Μαραμπού», που τον καθιερώνει στο ποιητικό γίγνεσθαι της χώρας. Λαμβάνει θετικές κριτικές για το έργο του, ενώ γίνεται δεκτός στην Ενωση Ελλήνων Λογοτεχνών, και μάλιστα χωρίς να έχει συμπληρώσει το προαπαιτούμενο των τριών βιβλίων. Αυτά τα χρόνια γνωρίζεται με πολλούς προοδευτικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής (Γ. Ρίτσο, Κ. Βάρναλη, Μ. Αναγνωστάκη, Μ. Αξιώτη, Β. Σεμερτζίδη κ.ά.). Αργότερα, θα πει: «Μου αρέσουν από τους γνωστούς μας ποιητές ο Σαχτούρης και ο Αναγνωστάκης, ο Ρίτσος που είναι παλικάρι, και ο Ελύτης».

Ολο αυτόν τον καιρό δε σταματά να μπαρκάρει, να ταξιδεύει και να γράφει για τις εντυπώσεις του σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, ώσπου τον πετυχαίνει «ξέμπαρκο» ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Συμμετέχει στο αλβανικό μέτωπο.

«Μουσκεμένος, νηστικός και ατσίγαρος. (...) Βλέπω ένα φαντάρο να μου κόβει το δρόμο. (...) Ανοιξε το σακίδιο και μου 'δωσε ένα κομμάτι κουραμάνα. Κίνησε να φύγει, μα ξαναγύρισε. Ανοιξ' ένα πακέτο νούμερο δέκα και μου 'δωσε ένα τσιγάρο. (...)
-- Πώς σε λένε; του φώναξα. Στάσου...
-- Φαντάρο με λένε (...)»
(Βάρδια)

Στην κατοχή «έμεινε στην Αθήνα και πήρε μέρος στην Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ», θυμάται η Τζένια. Εντάσσεται στο ΕΑΜ, γράφει στους «Πρωτοπόρους», στα «Ελεύθερα Γράμματα», συνεργάζεται με τη «Νέα Γενιά» της ΕΠΟΝ, συμμετέχει ενεργά στην οργάνωση της πάλης των λογοτεχνών και του λαού. Εμπνέεται από την ηρωική στάση των αγωνιστών και των κομμουνιστών. Γράφει τα ποιήματα «Αθήνα 1943», «Αντίσταση», «Στον Τάφο του ΕΠΟΝίτη»,«Federico Garcia Lorca». Ο Κώστας Βάρναλης θα γράψει αργότερα στο «Ρίζο της Δευτέρας» για το ποίημα «Federico Garcia Lorca»: «...Ο ποιητής παίρνει φανερά και συνειδητά στάση υπέρ εκείνων (σ' όποια γης!) που πολεμάνε για τη λευτεριά, υπέρ των τίμιων αγωνιστών του Λαού (...) φανερώνει ποιος είναι ο Αίτιος (...), ο ίδιος διεθνικός Μινώταυρος, ο καπιταλισμός...»

Το 1945 αναδεικνύεται γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών. Σύντομα όμως θα ξαναμπαρκάρει, με περιοριστικούς όρους, λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι» εκδίδεται το 1947. Επειτα από λίγα χρόνια, ακολουθεί η μνημειώδης «Βάρδια» (1954), το πρώτο και τελευταίο του μυθιστόρημα. Στη «Βάρδια» η γραφή του ξεγυμνώνει τις κακουχίες της ζωής των ναυτεργατών, τις αρρώστιες, τις άθλιες συνθήκες εργασίας, την ανεργία, τον πόλεμο:

«Το πόρτο του τόπου μας... Το χειρότερο του κόσμου (...) Από τον προλιμένα σε γυρεύει ο υπάλληλος. Στα λέει μασημένα.
Δηλαδή... να ξεμπαρκάρω;
Ναι.
Δένουμε;
Οχι
Τότε, θα 'ρθει άλλος;
Ναι
(...) Δε μου λες, έκαμα τίποτα και με βγάνουνε;
Ξέρω 'γω; Εντολή του γραφείου. Ο,τι μου λένε. Υπάλληλος είμαι».

Μετά την αυτοκτονία του αδερφού του Αργύρη στο καράβι, γράφει ελάχιστα και σταματάει να δημοσιεύει. «Το '57 η θάλασσα μου πήρε τον αδερφό μου. Δεν έγραψα ούτε στίχο», λέει. «Αφού δεν έγραψα για αυτή την αγάπη, για τι να γράψω;» Παρ' όλα αυτά, δεν σταματά εντελώς το γράψιμο. Εκείνο το διάστημα γράφει διάσπαρτα ποιήματα, όπως το «Guevara». Πολλά από αυτά αργότερα θα στοιχειοθετήσουν το «Τραβέρσο».

Δίνει συνέντευξη στην «Πανσπουδαστική», λίγες μέρες πριν τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Στη διάρκεια της δικτατορίας λειτουργεί σαν σύνδεσμος των αντιδικτατορικών της Ελλάδας με το εξωτερικό. Μετά τη δικτατορία ετοιμάζει για εκδοσή την τελευταία του ποιητική συλλογή «Τραβέρσο», καθώς και μια αυτοβιογραφία. Στις 10 Φλεβάρη 1975 πεθαίνει και μάλιστα στη στεριά, όπως πάντα φοβόταν.

Τα επόμενα χρόνια εκδίδεται μεγάλο μέρος του ανέκδοτου έργου του: «Λι» (1987), «Του πόλεμου/Στο άλογό μου» (1987) και άλλες συλλογές. Γίνεται ευρέως γνωστός, ιδιαίτερα μετά τη μελοποίηση του από το Θάνο Μικρούτσικο. Οπως λέει και ο συνθέτης «η επιτυχία που είχε ο Σταυρός του Νότου οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην αξία της ποίησης του ίδιου του Καββαδία». Το έργο του μελοποιείται επίσης και από πολλούς άλλους μουσικούς (Μαρίζα Κωχ, Ξέμπαρκοι, Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, Γιάννη Σπανό κ.λπ.). Μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες, ενώ στη μεγάλη οθόνη μεταφέρονται και τα μικρά αφηγήματα «Λι» (Between the devil and the deep blue sea, 1995) και «Του Πολέμου».

Βιβλιογραφία:
1. Φ. Φιλίππου: «Ο Πολιτικός Νίκος Καββαδίας» (1996), εκδ. «Αγρα» 2004.
2. Μ. Κασόλας: Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα - Θάλασσα - Ζωή (2004), εκδ. «Καστανιώτης» 2006.
3. Ν. Καββαδία: «Βάρδια» (1957), εκδ. «Κέδρος» 1975.

Δημήτρης Ανδρονιάδης
Ριζοσπάστης, 15 Φλεβάρη 2015

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

ΑΛΥΣΙΔΑ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ


Άλλος ένας φίλος απολύθηκε εχτές
η αλυσίδα αβεβαιότητας όσο πάει και μακραίνει
στων ημερών ετούτων τις ώρες τις καφτές
το ένα ξεπούλημα το άλλο δεν προφταίνει.

Πνίγηκαν αντίκρι το πρωί, άλλα εφτά μωρά
τις ζωές τσακίζει το άτιμο το χρήμα
με υποτέλεια ραντίζουν και την νέα την σπορά
μη φυτρώσει επανάσταση και πνίξει αυτό το κρίμα.

Αύριο μεσημέρι φεύγει κι άλλος ξάδελφος στην ξενιτιά
τού 'ριξε η ανάγκη δόλωμα και “ τσίμπησε ” ο καημένος
εδώ του γέμισαν στις τσέπες του φωτιά
και φεύγει μακριά χαιρετώντας μας θλιμένος.

Τριγύρω ακούγονται ταξικές φωνές
αδύναμη η πάλη μα επιμένει
γέμισε ήδη του αιώνα ο καμπινές...
εργατικός ξεσηκωμός, άλλο τίποτα δεν μένει.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΧΡΗΣΤΟΥ ΔΗΜΟΥΛΑ

Γέννηση: 14-1-1977 από πατέρα μανάβη λαϊκών αγορών και μάνα νοικοκυρά.
ΠΑΝΤΕΙΟΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ&ΙΣΤΟΡΙΑ) & ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.
1η ΛΟΓΟΤ. ΕΜΦΑΝΙΣΗ: "ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ", πεζό στον ΠΑΛΜΟ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, κλαδικό εφημεριδάκι που εξέδιδαν οι πατέρας και θείος του. Δεκέμβρης 2001.
Έπαινος στον πανελ. διαγωνισμό του φιλολ. συλλόγου "Παρνασσός" το 2010 για την ως τώρα ανέκδοτη ποιητ. συλλογή ΠΟΘΗΤΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ.
2010: Στίχοι των 5 απ' τα 6 τραγούδια του cd της Τάνιας Ροζάκη: ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΣΚΕΠΑΖΕΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ.
Γενάρης 2011:  Επιμέλεια χρονολογίου στο κλασσικό φιλειρηνικό περιοδικό ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ.
2012: Συμμετοχή στο ιντερν. περιοδικό <<0+1>> των νέων λογοτεχνών Φώντα Μακρόπουλου & Ιάκωβου Γερακόπουλου.
2013: Ξεκινά δημοσιεύσεις απ' το πρώτο τεύχος της ΦΩΝΗΣ ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ και συνεχίζει.
Δεκέμβρης 2013: Εκδίδει την ποιητ. συλλογή ΜΕ ΛΑΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙΝΕ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΝΤΗΛΙΑ, εκδόσεις ΕΝΤΟΣ.
Αύγουστος 2014: Ποιήμα & άρθρο του στο περιοδικό ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΔΩΡΙΔΟΣ.
Νοέμβρης 2014: 2η ποιητ. συλλογή με τίτλο: ΟΙ ΛΑΪΚΑΤΖΗΔΕΣ, εκδόσεις ΕΝΤΟΣ.
Φλεβάρης 2015: Παρουσίαση ποιητ. συλλογών του και συνέντευξη στο HIGH CHANNEL, στην εκπομπή ΟΠΕΡ ΕΔΕΙ ΠΟΙΗΣΑΙ.
Απρίλης 2015: Παρουσίαση ποιητ. συλλογών και συνέντευξη στο λογοτ. περιοδικό ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.
Ιούλης 2015: 3η ποιητ. συλλογή: ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, εκδόσεις ΕΝΤΥΠΟΙΣ.
Αύγουστος 2015: Παρουσίαση της 3ης ποιητ. συλλογής στο ιντερν. περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ.
Οκτώβρης 2015: Ποίημα στο ιντερν. περιοδικό Fractal.
Ενδιαφέροντά του: Λογοτεχνία, θέατρο, εικαστικά, κοινωνικές δραστηριότητες, γυμναστική, ταξίδια.

-Ευχαριστούμε τον Χρήστο Δημούλα για την αποστολή του ποιήματος και του βιογραφικού.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ του Jaime Svart


Ευχαριστούμε τον Χιλιανό ποιητή Χάιμε Σβαρτ για το ποίημα που μας έστειλε:

ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ

Στο Αιγαίο τα καράβια εξοκείλουν
ανάμεσα στους υφάλους της ακτής της νήσου Τήνου…
όλα τα σκεπάζει η καταχνιά…
περνούν οι αιώνες
και η αγάπη μας ποτέ δεν θα τελειώσει έτσι…
«εμείς, αυτοί του τότε… δεν είμαστε πια οι ίδιοι» έλεγε
ο Ποιητής…
Περιδιαβαίνοντας σε άγνωστα μονοπάτια, διασχίσαμε κοιλάδες
και βουνά…
στο νησί της Χίου…
δέντρα που αιμορραγούσαν, πληγωμένα θανάσιμα
όλη η Ελλάδα στις φλόγες…
καίγονται τα πιο όμορφα δάση της Δημιουργίας…
Ο Υμηττός, ο Παρνασσός.. καίγονται τελείως
μια τεράστια πίκρα με πνίγει…
όπως και η αγάπη σου που έφυγε…
τα αγκάθια και τα κρίνα δε θα γυρίσουν πια στους κατεστραμμένους
κήπους μας…
οι θάλασσες θα γίνουν ο τάφος χιλιάδων ξεπατρισμένων απ’ τους πολέμους..
από αυτό το εφήμερο ζεστό καλοκαίρι μόνο εσύ μου απόμεινες…
στο βάθος φαίνεται η Καστέλα και ο ήλιος που φεύγει φλεγόμενος…
το λιμάνι του Πειραιά κρύβει τις τελευταίες καλοκαιρινές ακτίνες του ήλιου…
πού θα πάει ο ήλιος;

Χάιμε Σβαρτ
Οκτώβρης 2015  

(Μετάφραση:  ΑΝΝΑ ΚΑΡΑΠΑ)


MAR  EGEO

En el mar Egeo las naves encallan
entre los arrecifes costeros de la isla de Tino...
la neblina todo lo cubre...
pasan los siglos
y nuestro amor nunca terminara asi...
'nosotros los de entonces ..ya no somos los mismos” decia el Poeta...
recorriendo por senderos desconocidos,atravesamos valles y montañas..
en la isla de Xios..
arboles desangrandose,heridos de muerte
todo Grecia arde...
se queman los mas hermosos bosques de la creacion..

el Monte Imitos,el PARNASO...arden completamente-
una enorme amargura me embarga..
lo mismo que tu amor que se fue...
los cardos y las azucenas ya no regresaran a nuestros jardines destriudos..
los mares seran la tumba de miles de desterrados por las guerras …
de este fugaz verano estival solo me quedas tu...
al fondo se ve Castella y el sol que ardientemente se va...
el Puerto del Pireo esconde los ultimos rayos estivales del sol..
donde ira el sol?

Ο Χάιμε Σβαρτ είναι Χιλιανός ποιητής που ζει στην Ελλάδα. Περισσότερα για τον ίδιο και το έργο του μπορείτε να δείτε εδώ. Και εδώ ένα ακόμα όμορφο ποίημά του.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Μαντινάδες του Δεκέμβρη και άλλα αντάρτικα


Ο λαός μας συνήθιζε πάντα να κάνει τραγούδι τις αγωνίες, τα βάσανα και τα όνειρά του, τους αγώνες του, τις ηρωικές του στιγμές. Το αντάρτικο τραγούδι, το τραγούδι της ένδοξης Εθνικής Αντίστασης,  ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του παλλαϊκού αγώνα για λευτεριά και κοινωνική προκοπή. Εκατοντάδες τραγούδια ανώνυμων ή καταξιωμένων δημιουργών τραγουδήθηκαν και «πέταξαν» από στόμα σε στόμα, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας που πολεμούσε. «Πολεμάμε και τραγουδάμε» ήταν το σύνθημα των νεολαίων της ΕΠΟΝ, των ανταρτών του ΕΛΑΣ, κάθε αγωνιστή που «δε βολευόταν με λιγότερο ουρανό».

Στο σημερινό μας αφιέρωμα στον Δεκέμβρη του 1944 παρουσιάζουμε αντάρτικα τραγούδια που γράφτηκαν μετά την απελευθέρωση· τότε που το θριαμβευτικό παρόν προμήνυε ένα κατάμαυρο μέλλον για τις προσδοκίες του πολυβασανισμένου λαού μας και την τύχη των αγωνιστών της ένδοξης ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης που διώχτηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν ή έπεσαν από τις σφαίρες των εκτελεστικών αποσπασμάτων του ξενόδουλου ελληνικού κράτους.

Τον Δεκέμβρη του 1944, με μια ωμή στρατιωτική επέμβαση οι «σύμμαχοι» Άγγλοι έπνιξαν στο αίμα τον ηρωικό λαό της Αθήνας και ισοπέδωσαν με τις βόμβες τους ολόκληρες συνοικίες.  Δίπλα τους είχαν τις προδοτικές-δοσιλογικές οργανώσεις και κάθε λογής Έλληνες «κομμουνιστοφάγους» αποβράσματα και κοινούς εγκληματίες, που συναγωνίζονταν στην αγριότητα και το εύρος των εγκλημάτων. Κατά τη διάρκεια των 33 ημερών της μάχης του Δεκέμβρη ηι ηρωικές σελίδες που έγραψαν οι λαογέννητες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, άνθρωποι κάθε ηλικίας, γυναίκες και νεολαία, θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες, με αίμα, στην ιστορική μνήμη, σαν τα γράμματα του πανό που κρατούσαν οι μαυροφορεμένες επονίτισες στην ιστορική φωτογραφία από την πλατεία Συντάγματος, «ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ Της ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ Ή ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Ή ΤΑ ΟΠΛΑ»: αιώνια δόξα και τιμή στους ήρωες, αιώνιο φως που φωτίζει τους δρόμους της ταξικής πάλης και της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Τα τραγούδια που παρουσιάζουμε προέρχονται από το βιβλίο «Τα αντάρτικα τραγούδια», έκδοση του περιοδικού «τετράδιο» - Αθήνα 1975, που διατίθεται στο διαδίκτυο από την e-βιβλιοθήκη Οικοδόμος και μπορείτε να διαβάσετε-«κατεβάσετε» πατώντας εδώ.

Το τραγούδι της αμνηστείας

Καισαριανή το Στάλινγκραντ
η Καλλιθέα η Μόσχα
κι οι συνοικίες του λαού (δις)
μας οδηγούν στη δόξα.

Μ’ ανδρειωμένη καρδιά του ΕΛΑΣ τα παιδιά
θα βαδίσουμε εμπρός, πάντα εμπρός, πάντα εμπρός.

Η Καλογρέζα, η Κοκκινιά
που στον αγώνα πρώτες
συνθήματα ερίξαμε
θάνατος στους προδότες.

Στα Τουρκοβούνια εκεί ψηλά
στο δοξασμένο Γκύζη
χαφιές, προδότης Μπουραντάς
ποτέ δε θα πατήσει.

Μαλιχέρια τρομπλόν
χειρομβοβίδες Λεμπέλ
και στη δόξα αυτά
μας οδηγούν, μας οδηγούν.


Τίνος είναι βρε γυναίκα, τα παιδιά

Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;
τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;
Τόνα μου φωνάζει: «γιες» - τ’ άλλο μου φωνάζει: «για»,
τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;
Τα κορίτσια που είχαν πρώτα ιταλούς,
τα κορίτσια που είχαν πρώτα γερμανούς
τώρα έχουν εγγλεζάκια – με κοντά παντελονάκια
κι από πίσω ένα σύνταγμα ινδούς.


Ήρθανε πάλι τύραννοι

Μοιρολογούνε τα βουνά και σιγοκλαίν οι κάμποι.
Ο Κιθαιρώνας έγειρε, στον Ελικώνα λέει:
- Πες μου, μεγάλε μου αδερφέ, μην άκουσες, μην είδες,
πού πήγε ο καπετάνιος μας, ο αρχηγός μας Άρης,
με τη γενειάδα τη δασειά και τ’ αετού το μάτι,
που τόνομά του τρέμανε ναζήδες και φρατέλοι
κι οι Ράλληδες λουφάζανε στις τρύπες σαν ποντίκια;
Πες του να κάνει γρήγορα καθόλου μην αργήσει
κι ήρτανε πάλι τύραννοι, οι γερμανοτσολιάδες,
με τους Εγγλέζους συντροφιά και με τους Αραπάδες.
Κλέβουν, ρημάζουν τα χωριά, σκοτώνουν, σκλάβους παίρνουν.


Το τραγούδι του Γκύζη

Στις φυλακές δεκαοχτώ χιλιάδες
αντιφασίστες κρατούνται στα δεσμά
όλοι μαζί πατέρες και μανάδες
να λευτερώσουνε τα ένδοξα παιδιά.

Απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλη την Ελλάδα
ας ακουστεί η δίκαιη φωνή,
ας το βροντήξει της Λευτεριάς καμπάνα
κι ας το φωνάξει το θρυλικό χωνί.

Θέλει ο Λαός να δώσουν αμνηστεία
σ’ αγωνιστές μ’ ατρόμητη καρδιά
που πολεμήσαν για την ελευθερία
μέσα στις πόλεις κι απάνω στα βουνά.

Για να χτιστεί καινούργια η πατρίδα
απ’ τα συντρίμμια κι απ’ το χαλασμό
πρέπει να σπάσει η μαύρη αλυσίδα
να θανατώσουμε το Ν έ ο  φ α σ ι σ μ ό.


Μας πήραν την Αθήνα

Μας πήραν την Αθήνα
μόνο για ένα μήνα.

Του Σκόμπυ τα κανόνια
γκρεμίσαν τα Κουπόνια.

Μπόμπες βροχή στου Γκύζη
και μεις στο Μετερίζι.

Κι η τελευταία ελπίδα
τ’ οδόφραγμα, πατρίδα!

Μαύροι πατούν τη γη μας,
βάστα Καισαριανή μας!

Μάχονται σαν λιοντάρια
στα Εξάρχεια παλληκάρια

του Πανεπιστημίου
και του Πολυτεχνείου.

Τρέξτε καπετανέοι
απ’ τα βουνά, γενναίοι

Μας πήραν την Αθήνα
μόνο για ένα μήνα.

Οι Άγγλοι θα νικήσουν
όταν οι μαύροι ασπρίσουν.


Μαντινάδες του Δεκέμβρη

Γεια σου, χαρά σου, αγωνιστή, λεβέντη Ελασίτη,
που έχεις κάνει Στάλινγκραντ εσύ το κάθε σπίτι.

Παίρνει τους όλμους ο ΕΛΑΣ και μια παλιά αραβίδα
και κανονίζει δύο τανκς με μια χειροβομβίδα.

Ο Σκόμπυ νάνους έφερε, μα τίποτα δεν κάνει,
γιατί κι αυτός κι οι νάνοι του είναι μπροστά μας… νάνοι.

Η συνοικία του Ψυρρή ξεπέρασε τ’ Αρκάδι
και Άγγλους με τη σέσουλα ξαπόστειλε στον Άδη.

Τώρα τους μάθαμε καλά τους Άγγλους μας συμμάχους
που με τ’ αεροπλάνα τους χτυπάνε τους αμάχους.

Από τ’ αεροπλάνα του το σήμα ο Σκόμπυ σβύνει,
μα κι αν το σήμα έσβυσε, το στίγμα θα του μείνει.

Γεια σου λεβέντη μου ΕΛΑΣ, εσύ τη νίκη δος μου,
εσένα καμαρώνουνε όλοι οι λαοί του κόσμου.


Αθήνα και πάλι Αθήνα

Αθήνα και πάλι Αθήνα
θάνατος ή λευτεριά
στη βία ορθώνεται κάστρο
συντρίβει η γροθιά σου τα ξένα θεριά.

Με μπόρα ή με λιακάδα
μ’ ορμή ο λαός προχωρεί
έτοιμη όλη η Ελλάδα
στο πλάι σου Αθήνα μας ν’ αγωνιστεί.

Αθήνα και πάλι Αθήνα
θάνατος ή λευτεριά
με φτυάρια, με πέτρες, με ξύλα
παλεύομε γέροι, γρηές και παιδιά.

Αθήνα, πολέμα, Αθήνα
πιστός ο ΕΛΑΣ ο φρουρός,
χτυπάτε συντρίψτε το Σκόμπυ,
στα όπλα, πολίτες, στη νίκη, εμπρός!

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Μανόλης Αναγνωστάκης, Χάρης 1944


Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας 
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ’ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα
Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές 
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι 
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Μια μέρα μάς σφύριξε κάποιος στ’ αυτί: «Πέθανε ο Χάρης»
«Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα 
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας
Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει.
…Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν
Τράβηξεν ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Χάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι
Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες
Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Αν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη
Ξεχώρισες μια: Είν’ η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας
Είν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος
Π’ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος
Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες
Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως.

(ΕΠΟΧΕΣ)

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Archibald MacLeish (Άρτσιμπαλντ Μακλίς): Οι νεκροί της Ισπανίας

Σημαντικός και πολυβραβευμένος ποιητής και συγγραφέας, ο Άρτσιμπαλντ Μακλίς (Archibald MacLeish) γεννήθηκε στο Γκλίνκο της Πολιτείας του Ιλλινόις στα 1892. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Σκωτία. Σπούδασε νομικά και υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εγκατέλειψε το δικηγορικό επάγγελμα για ν’ αφοσιωθεί στη φιλολογία. Αρθρογράφος κατά διαστήματα σε εφημερίδες και περιοδικά. Στα 1937 δημοσίευσε έναν «Λόγο στους καλαμαράδες» καλώντας όλους τους συγγραφείς και τους ποιητές να πολεμήσουν τον φασισμό. Στα 1939 διορίστηκε επιμελητής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Αναγνωρίζεται σαν ένας από τους κυριότερους Αμερικανούς ποιητές. Για το έργο του βραβεύτηκε αρκετές φορές (τρία βραβεία Πούλιτζερ, ένα Τόνι κ.ά.). Έφυγε από τη ζωή το 1982.

Το ποίημα που παρουσιάζουμε δημοσιεύτηκε στις 3 Οκτώβρη του 1946 στον Ριζοσπάστη, σε μετάφραση του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Απόστολου Σπήλιου.

Φρ. Μασερέλ: Εκτέλεση αγωνιστή (ξυλογραφία)
(Ριζοσπάστης, 3 Οκτώβρη 1946)

Οι νεκροί της Ισπανίας

Όλα ετούτα δω ― θα πληρωθούν!
Δεν πληρωθήκανε τα δάκρυα―
μα όλα τούτα δω θα πληρωθούνε!

Τα δάκρυα της Μαδρίτης, της Βαρκελώνας, της Βαλένθια
―απλήρωτα δάκρυα έμειναν
Το αίμα της Γκερνίκα, του Μπανταγόθ και της Αλμέρια
απλήρωτο έμεινε το αίμα

Πάνω στα πρόσωπα ξεράθηκαν τα δάκρυα
πάνω στην άμμο ξεράθηκε το αίμα.
Το αίμα και τα δάκρυα έμειναν απλήρωτα
Μα όλα ετούτα εδώ θα πληρωθούνε!
Κι αν οι άντρες της Γκερνίκα δε μιλούν
Κι αν τα παιδιά της Αλμερία βουβαθήκαν
Κι αν η φωνή των γυναικών του Μπαταχόθ
στόμωσε στο λαρύγγι τους απ’ το αίμα
και δε μιλούν ― ποτές δε θα μιλήσουν…
Κι αν τα παιδιά της Αλμερία σιωπούν
και δε σαλεύουν, ούτε θα ξανασαλέψουν
αυτά τα τσακισμένα τα κορμιά
και κείνα κει τα κόκκαλα τα τσακισμένα
κι αν όλα τώρα εσώπασαν, πεθάνανε και σβήσαν
―Μη νομίζετε
μη νομίζετε
πως όλα ετούτα δε θα πληρωθούνε!

Μη νομίζετε
πως αν το αίμα έμεινε απλήρωτο
πως και το ψέμμ’ απλήρωτο θα μείνει.

Μη νομίζετε
πως αν τα δάκρυα έμειναν απλήρωτα
πως και το ψέμμ’ απλήρωτο θα μείνει.

Όχι ― μην το νομίσετε αυτό
πληρωμή θα υπάρξει
η πληρωμή θα ’ρθει
με τον καιρό
― Κι ο καιρός είναι μαζί μας!

Ο καιρός είναι μαζί με τους νεκρούς
του Μπανταγόθ, της Αλμερία, της Γκερνίκα
Αυτοί μπορούν να περιμένουν―
έχουν τον καιρό
Ναι ―έχουν τον καιρό
Μπορούν να περιμένουν!

Archibald MacLeish

(Μετάφραση: Απόστολος Σπήλιος)

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

ΛΕΝΙΩ ΜΟΥ, Σ’ ΑΓΑΠΩ


Το ποίημα που παρουσιάζουμε σήμερα γράφτηκε από τον Γιάννη Παλαβό το 1957 στις Φυλακές Αίγινας, όπου ο κομμουνιστής αγωνιστής βρισκόταν έγκλειστος, για «αντεθνική δράση». Περιλαμβάνεται στην «ανά χείρας έκδοση» (ανατύπωση, 2015) της Σύγχρονης Εποχής ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ. Πρόκειται για έκκληση των πολιτικών κρατουμένων εκείνης της εποχής που τυπώθηκε το 1962 από την ΕΔΑ. Στη συνέχεια, συμπληρωμένη με γαλλική μετάφραση τυπώθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία Γερμανίας για την ενημέρωση στο εξωτερικό και την κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης και αλληλεγγύης.

ΛΕΝΙΩ ΜΟΥ, Σ’  ΑΓΑΠΩ

Είναι δυο λόγια από την προσευχή μου
που κάνω κάθε πρωί
και κάθε βράδυ
μπροστά στο Λαό μας.
«Κάποιος που θα γνωρίσεις αργότερα»,
έτσι άρχισε η Αγάπη μας
που μεγάλωσε με του Λαού μας
τα όνειρα.
Αυτό όμως είναι άλλος λόγος,
τώρα είναι για τα λουλούδια
που μου ’στειλες.

Εδώ στη φυλακή είναι κακό πράγμα
να μπαίνουν λουλούδια.
Τα ’χουν κι αυτά στο «απαγορεύεται»
για να μη δοκιμάσουμε λίγη χαρά!
Τα λουλούδια σου όμως πέρασαν.
Τα κατάφεραν.

Δεν μπόρεσαν να τα πιάσουν.
Είναι λουλούδια της Αγάπης
και η Αγάπη περνάει παντού.
Δεν την εμποδίζουν οι ψηλοί
μαντρότοιχοι που κρύβουν τον ήλιο.
Δεν την εμποδίζουν οι εφτά
σιδερόπορτες ώσπου να φτάσεις
στο σκοτεινό και υγρό κελί σου.
Δεν την φοβίζουν τα ντουφέκια
των σκοπών που φράσσουν
την πόρτα της φυλακής.
Στην καρδιά της μάνας
που λαχταράει να δει το παιδί της.

Δεν μπορούν να φοβίσουν την Αγάπη.
Δεν μπορούν να σκοτώσουν την Αγάπη.
Δεν μπόρεσαν να την σκοτώσουν
ούτε όταν περασμένα τα μεσάνυχτα
άρπαζαν το παιδί από την
αγκαλιά της Μάνας,
ούτε όταν έκοβαν το γάλα
από το βυζανιάρικο
κι άφηναν το μωρό
μονάχο του στην κούνια,
ούτε όταν από την αυλή
του σπιτιού άρπαζαν τον αγαπημένο
και σώριαζαν την καλή του
στο κατώφλι της πόρτας.
Ούτε όταν άρπαζαν τον άντρα
από τη δουλειά
κι άφηναν τη γυναίκα
να περιμένει 22 ολόκληρα χρόνια!
Ούτε όταν οι κάννες
των ντουφεκιών
έχασκαν αχόρταγες.

Πήρα τα λουλούδια σου στα χέρια μου.
Τι θα πει αυτό εδώ,
σ’ αυτήν την άβυσσο,
που δε φυτρώνουν
ούτε μούσκλια.
Τα χάιδεψα.
Μιλιά δεν μπόρεσα να βγάλω
κι έσκυψα και τα φίλησα.


Τι να γράψω στην Αγαπημένη μου;
Πάνε πάνω από τριάντα χρόνια
που σταυρώσαμε τα σπαθιά
της ζωής σε όρκο
και νιώθουμε τώρα
πως είμαστε νεότεροι!

Ψάχνω και δεν μπορώ,
πολυαγαπημένη μου, πώς αλλιώς
να στο πω,
παρά με δυο λόγια από την
προσευχή μου, που κάνω κάθε
πρωί και βράδυ, μπροστά στο Λαό μας.
Λενιώ μου, σ’ αγαπώ.


Φυλακές Αίγινας 1957

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΒΟΣ

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Αλ. Παπαδιαμάντης, Προς την μητέρα μου


Μάννα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι
όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφεί κι απ όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί κλωνάρι να πλαγιάσει.

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.

Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν’ αράξω
μεσ’ στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.

Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.

Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο.
Είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπ’ έλεος δεν θα ’βρει.

Κι εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτο ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που ’γεννήθης·
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες,
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Βιβλιοπαρουσίαση / Γιάννη Ρίτσου: «Μακρονησιώτικα»

Μ. Κατράκης, Γ. Ρίτσος και Μ. Κέτσης στη Μακρόνησο
«Ο μπαρμπα - Μήτσος έδωσε τα τρία παιδιά του στον αγώνα
Εδωσε το καλύβι και τ' αμπέλι του
Δεν είχε τίποτ' άλλο ο μπαρμπα - Μήτσος. Εδωσε τη ζωή του.
Ο μπαρμα - Μήτσος είχε μια χαρά: τα παιδιά του ήταν μέλη του Κόμματος
Ο μπαρμπα - Μήτσος είχε μια λύπη: δεν ήταν μέλος του Κόμματος
Ο μπαρμπα - Μήτσος δεν υπόγραψε δήλωση. Τον σκότωσαν».

«Μακρονησιώτικα»
Απόσπασμα από το ποίημα «Ο Μπαρμπα - Μήτσος»

Η «Σύγχρονη Εποχή» τιμώντας τα 106 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή Γιάννη Ρίτσου την Πρωτομαγιά του 1909, κυκλοφορεί την έκδοση με τίτλο «Μακρονησιώτικα». Η έκδοση αποτελεί μέρος μιας σειράς ιστορικών, αρχειακών και άλλων εκδόσεων που έγιναν και θα συνεχιστούν στην πορεία προς την επέτειο των «100 χρόνων ΚΚΕ».

Ο Γιάννης Ρίτσος, το 1948 εξορίστηκε αρχικά στο Κοντοπούλι της Λήμνου και το Μάη του 1949 μεταφέρθηκε στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Εκεί άντεξε όλες τις δοκιμασίες και τους βασανισμούς και αρνήθηκε ν' αποκηρύξει το ΚΚΕ.

Είναι χαρακτηριστική η απάντησή του στην ερώτηση, γιατί έμεινε κομμουνιστής σε συνέντευξή του στο προσωπικό του «Ριζοσπάστη», τον Απρίλη του 1987: «Είναι, λοιπόν, όχι σα να εγκαταλείπω εσάς πια. Είναι σαν να εγκαταλείπω τον εαυτό μου. Δε θα μπορούσε να γίνει. Δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου μακριά από σας».

Από τη Μακρόνησο απολύθηκε τον Ιούλη του 1950, ως βαριά άρρωστος, για να συλληφθεί ξανά λίγες μέρες αργότερα και να καταλήξει στον Αη-Στράτη. Εκεί παρέμεινε έως το 1952, οπότε και αφέθηκε ελεύθερος μετά από την παγκόσμια κατακραυγή και τις σχετικές παρεμβάσεις μεγάλων ανθρώπων του πνεύματος, όπως ο Λουί Αραγκόν, ο Πάμπλο Νερούντα, ο Πάμπλο Πικάσο κ.ά.



Γιάννη Ρίτσου: «Μακρονησιώτικα»
Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Τα «Μακρονησιώτικα» γράφτηκαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949 στη Μακρόνησο και φυλάχτηκαν, με τη βοήθεια των συντρόφων, θαμμένα στο χώμα μέσα σε σφραγισμένα μπουκάλια. Από εκεί τα διέσωσε ο Μάνος Κατράκης, παίρνοντάς τα μαζί του όταν μεταφέρθηκε τον Ιούλη του 1950 στον Αη-Στράτη. Εκδόθηκαν για πρώτη φορά από το εκδοτικό του ΚΚΕ, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», τον Ιούλη του 1957 στο Βουκουρέστι, στην πολιτική προσφυγιά. Αν και ο τίτλος που είχε δώσει ο ποιητής στη συλλογή ήταν «Πέτρινος Χρόνος», κατά την αποστολή των δακτυλογραφημένων χειρογράφων στο Βουκουρέστι παράπεσε το εξώφυλλο κι έτσι πρωτοκυκλοφόρησαν με τον αυτοσχέδιο τίτλο «Μακρονησιώτικα». Ο «Πέτρινος Χρόνος», με τον αρχικό του πια τίτλο, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1974 σε αναθεωρημένη από τον ποιητή έκδοση, από τις εκδόσεις «Κέδρος». Η συλλογή περιλήφθηκε τον Οκτώβρη του 1975 στα «Επικαιρικά» (Ε΄ τόμο των Ποιημάτων) μαζί με τις «Γειτονιές του κόσμου», τα «Ημερολόγια Εξορίας» και άλλες συλλογές γραμμένες στο διάστημα 1945 - 1969.

Η αρχειακή ανατύπωση της «Σύγχρονης Εποχής» μάς φέρνει σε επαφή με ένα τεκμήριο της δράσης του κομμουνιστή ποιητή και της ίδιας της Ιστορίας του ΚΚΕ, που βαδίζει προς τον έναν αιώνα πάλης στην υπόθεση της εργατικής τάξης.

Η πιστή φωτογραφική αναπαραγωγή της πρώτης εκείνης έκδοσης του 1957, έγινε από αντίτυπο που είχε διασωθεί στη βιβλιοθήκη του Πολυχρόνη Βάη (Αχιλλέα Πετρίτη) και φυλάσσεται στο Αρχείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Το παράδειγμα της συγκεκριμένης έκδοσης υπογραμμίζει τη σημασία προσφοράς αρχειακού και ιστορικού υλικού στο Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ, ώστε να αξιοποιηθεί στην ερευνητική, μορφωτική, μελετητική και εκδοτική δραστηριότητα.

Ριζοσπάστης, 17 Μάη 2015

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

“ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ” - Ο Γιώργος Κοτζιούλας γράφει στον «Ρίζο της Δευτέρας» (5/12)

Συνεχίζουμε την παρουσίαση των άρθρων του Γιώργου Κοτζιούλα στην εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας», με τη μεταφορά στο διαδίκτυο του πέμπτου από τα δώδεκα συνολικά άρθρα που έγραψε ο ποιητής-συγγραφέας στην εφημερίδα.

Οι περισσότεροι γνωρίσαμε τον Γιώργο Κοτζιούλα από τα ποιήματά του. Αγνοούμε το μεγαλύτερο μέρος του πολυδιάστατου έργου του και ο κυριότερος λόγος είναι γιατί αυτό παραμένει ανέκδοτο (αξιοσημείωτο είναι πάντως πως τον τελευταίο καιρό επανακυκλοφορούν με ενθαρρυντικό ρυθμό παλαιότερα έργα του και κάποια άλλα κυκλοφορούν για πρώτη φορά). Μια πτυχή αυτού του έργου είναι η αρθρογραφία στον τύπο. Σε εφημερίδες και περιοδικά έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς πολλά άρθρα του Κοτζιούλα για λογοτεχνικά ζητήματα, κριτικές, χρονογραφήματα και θεωρητικά κείμενα.

Στην προσπάθειά μας να συμβάλλουμε στην ανάδειξη αυτής της λιγότερο γνωστής πλευράς  του έργου του, συγκεντρώσαμε και θα μεταφέρουμε στο διαδίκτυο, σταδιακά από τη στηθάγχη, τα άρθρα του Κοτζιούλα στην εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας». Τον «Ρίζο της Δευτέρας» με τον υπότιτλο «Εβδομαδιαία δημοκρατική εφημερίδα του λαού - Πολιτική, οικονομική, φιλολογική, σατιρική» τον έβγαζε το ΚΚΕ αυτή την συγκεκριμένη μέρα της βδομάδας που ο Ριζοσπάστης, ως πρωινό φύλλο, δεν κυκλοφορούσε. Η έρευνά μας αφορά την περίοδο από 21/10/1946 έως 22/12/1947, δηλαδή από το πρώτο μέχρι και το 62ο φύλλο της εφημερίδας. Στο διάστημα αυτό στον «Ρίζο της Δευτέρας» δημοσιεύτηκαν 12 άρθρα και 3 ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα. Να πρσθέσουμε πως την ίδια περίοδο ο Κοτζιούλας έχει και τη στήλη «Γλωσσοφιλολογικά» στον Ριζοσπάστη της Πέμπτης.

Στο σημερινό μας άρθρο ο Γ. Κοτζιούλας καταπιάνεται με το ζήτημα της στρατευμένης τέχνης που τόσο χτυπιέται διαχρονικά από την αστική διανόηση και τους εχθρούς  της εργατικής τάξης ευρύτερα, ως τέχνη υποδεέστερη, χωρίς ιδιαίτερη ποιοτική αξία φορτωμένη με συνθηματολογία και το βάρος μιας ιδεολογίας, παρεμπιπτόντως, επικίνδυνης για τα συμφέροντα  της καθεστηκυίας τάξης. Ο Γ. Κοτζιούλας αποδομεί τα τέτοια «επιχειρήματα» με κατανοητά από τον αναγνώστη παραδείγματα και βάζει τη σχέση διανοουμένων-πολιτικής στη σωστή της βάση που δεν είναι άλλη από την υπηρέτηση των συμφερόντων του λαού.

(Για να δείτε και τα προηγούμενα άρθρα, πατήστε ΕΔΩ.)

Καλή ανάγνωση!

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

"Το ποίημα-Ποζιτάνο" (Γ. Ρίτσος)


Ώχρα, κεραμίδι, λευκό, μέσα στο άφθονο πράσινο των φυλλωμάτων,
μέσα στο γαλανό τ' ουρανού και της θάλασσας. Ωραίες αναλογίες,
κι αυτή η χαρά της φιλικής συμμετοχής, σαν να 'χαμε
συντελέσει κι εμείς στη διαλογή και στη διάταξη χρωμάτων και σχημάτων
κρατώντας μιαν ευγενικήν ανωνυμία.
  Ωστόσο,
αυτά τα πέντε θολωτά παράθυρα, όπου πέντε κορίτσια
παραμέρισαν τις άσπρες κουρτίνες να κοιτάξουν τη θάλασσα, -
η μια κρατούσε ένα σταφύλι ραμφίζοντας μία μία
τις μαβιές ρώγες˙ η άλλη χτένιζε τα μαύρα μαλλιά της˙
η τρίτη κρατούσε ένα μαντίλι - κι ίσως ένευε στην άσπρη βάρκα˙
οι δυο άλλες στρογγύλευαν τα χείλη τους, σαν να 'ταν
να σφυρίξουν ένα μικρό τραγούδι ερωτικό.
  Λοιπόν
αυτά τα πέντε παράθυρα θα 'θελα, σαν ένα πεντάστιχο ποίημα,
να τα υπογράψω καλλιγραφικά και ολογράφως με τ' όνομά μου.

17. ΙΧ. 78
Γιάννης Ρίτσος

"Ο κόσμος είναι ένας" (1978) – Άπαντα τ. ΙΔ

(Στη φωτογραφία το Ποζιτάνο, κτισμένο σε βράχο στην ακτή Αμάλφι, στις δυτικές ακτές της Ιταλίας, κοντά στη Νάπολη).