Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Κώστας Κουλουφάκος: Στους οικοδόμους της Αθήνας (Απεργία 1/12/1960) – Τραγούδι των άνεργων


ΑΠΕΡΓΙΑ

Στους οικοδόμους της Αθήνας

Έρημες σκαλωσιές. Παράλληλοι
σπινθήρες απ’ τις ατσαλόβεργες εσκίσαν τον αγέρα.
Όρθια τα φτυάρια τρέμουνε. Σωροί σωροί
σκληραίνει το χαρμάνι. Οι μπετονιέρες
ασάλευτες με στόματα
στον ουρανόν ορθάνοιχτα.
Γιόμισ’ η ατμόσφαιρα κυμάνσεις υπερήχων.

Βαριά τα βήματα των απεργών στους δρόμους.
Τ’ ακούει η πόλη και τους χαιρετάει
μ’ όλα της τα παράθυρα.

Κορμιά πελεκημένα στο μπετόν
απ’ το λιοπύρι και τον άνεμο
πορεύονται σ’ εν’ αυριανό πλανήτη δικαιοσύνης.

Σκιαγμένα χρηματοκιβώτια
ταμπουρωθήκαν πίσω απ’ τους φρουρούς της τάξης.
Ανίσχυρα τα κλομπς, τα δακρυγόνα αέρια,
οι δίκες και τα πληρωμένα σχόλια στις εφημερίδες.

Των οικοδόμων μόνη αρματωσιά
δίκαιοι κόμποι από τσιμέντο κι ασβεστόχρισμα
στις ρίζες των νυχιών και των μαλλιών τους.
Το μπόι τους ψηλότερο απ’ τα μέγαρα
κι από τις φλέβες τους τινάζεται ψηλά της εργατιάς
ο θρίαμβος αναβρυτός μαρμαίροντας στον ήλιο μύρια χρώματα
σαν το νερό απ’ τ’ αρτεσιανό πηγάδι.

(2-12-60)

Το ποίημα γράφτηκε την επόμενη μέρα της μεγάλης απεργίας των οικοδόμων της 1ης του Δεκέμβρη 1960, που πέρασε στην Ιστορία σαν η μέρα που οι οικοδόμοι ξήλωσαν τα πεζοδρόμια! Είναι η εποχή που η τότε κυβέρνηση Καραμανλή επικαλούμενη «νοικοκύρεμα των ασφαλιστικών ταμείων» αυξάνει με το νόμο 4104/60 τα ένσημα για την κατώτερη σύνταξη από τα 2.050 στα 4.050. Για τους οικοδόμους αυτό σήμαινε ότι θα έβγαιναν στη σύνταξη στα 65, αν κατόρθωναν να μαζέψουν τα ένσημα. Καθώς η οργή στα γιαπιά βράζει, οι εργατοπατέρες της εποχής προσπαθούν να ησυχάσουν τα πνεύματα μιλώντας για διάλογο με την κυβέρνηση. Τα ταξικά σωματεία των οικοδόμων συγκροτούν τη Συντονιστική Επιτροπή που αφήνει στην άκρη την διοίκηση της Ομοσπονδίας και αρχίζουν έναν παρατεταμένο απεργιακό αγώνα, κορυφαία στιγμή του οποίου είναι η απεργία της 1ης του Δεκέμβρη 1960 (αναλυτικό αφιέρωμα του Οικοδόμου στην ιστορική αυτή απεργία μπορείτε να δείτε εδώ).


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ

Πιάσαν τα χέρια μας σκουριά
Οι μέρες θρίβονται κομμάτια
Χάνονται αργά σφυρίζοντας
Οι ελπίδες μας σβηστά κεριά
Στης πολιτείας τα σκαλοπάτια
Γέρνει ο άψυχος ο ορίζοντας.

Μόνο το ντέρτι ακάματο.

Λοξό το φως στις γειτονιές
Σκοντάφτει απάνω στους φεγγίτες
Και στα όνειρα τ’ αδιέξοδα
Ίσκιοι χυμούν απ’ τις γωνιές
Μ’ εφιαλτικούς ημεροδείχτες
Έξοδα, έξοδα, έξοδα…

Να ’χα ένα μεροκάματο!

Πόλη μητριά, σ’ εφτά τροχούς
Μ’ εφτά κλειδιά και κατσαβίδια
Μας έλυσες τις κλείδωσες
Ξόρισες χρώματα κι αχούς
―Πρωινά και βράδια πάντοτε ίδια―
Κι όλες τις πόρτες κλείδωσες.

(2/5/1959)

Τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν στην Επιθεώρηση Τέχνης, τον Οκτώβρη του 1961.

Κώστας Κουλουφάκος (1924-1994). Ο Κώστας Κουλουφάκος του Πέτρου και της Αγγελικής γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από το χωριό Κουτήφαρι της μεσσηνιακής Μάνης. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια, τον Τάσο και τον Νίκο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, μαθητής ακόμη, οργάνωσε την ανεξάρτητη αντιστασιακή ομάδα Ελεύθεροι Έλληνες με συνέπεια τη σύλληψή του από τους Ιταλούς και τη φυλάκισή του στο Spoleto της Ιταλίας το 1941. Απέδρασε δύο χρόνια αργότερα και κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου κατατάχτηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Πήρε μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Το 1945 γράφτηκε στο Χημικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγο πριν το πτυχίο (1953) καθώς αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με την τέχνη του λόγου. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εντάχθηκε στην Ε.Π.Ο.Ν., πέρασε στην παρανομία και εξορίστηκε στον Άη – Στράτη και τη Μακρόνησο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1953, όπου έζησε ως αδειούχος εξόριστος για λόγους υγείας ως το 1962, οπότε καταργήθηκαν τα στρατόπεδα. Ως μέλος του Κ.Κ.Ε. υπέστη νέες ταλαιπωρίες και εξορίες με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας. Με την μεταπολίτευση συνέχισε την ενεργό πολιτική δράση του στο χώρο της Αριστεράς. Παντρεύτηκε την Σοφία Νέτουρα, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Πέτρο και σε δεύτερο γάμο την Μαρία Κωστάκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Γεωργία. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1950 με τη δημοσίευση αποσπάσματος από την ποιητική συλλογή Στις έξη του Μάη στις σελίδες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα. Η δημοσίευση έγινε με πρωτοβουλία του Γιάννη Ρίτσου, φίλου και συναγωνιστή του. Ιδρυτικό μέλος και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, όπου διετέλεσε υπεύθυνος ύλης (1955-1962) και αρχισυντάκτης (1965-1967), ιδρυτής και διευθυντής του εκδοτικού οίκου Διογένης (1971), ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων και συνεργάτης του περιοδικού Ηριδανός ο Κουλουφάκος δημοσίευσε ποιήματα, βιβλιοκρισίες, μελέτες και μεταφράσεις. Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο, ως ιδρυτικό μέλος του θεατρικού οργανισμού Δεσμοί (1975 από κοινού με τη Βάσω Κατράκη την Ασπασία Παπαθανασίου και τον Αλέξανδρο Αργυρίου), ενώ εργάστηκε ως καθηγητής λογοτεχνίας στη δραματική σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Κουλουφάκου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Κουλουφάκος Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Συνοδινός Ζήσιμος Χ., «Χρονολόγιο Κώστα Κουλουφάκου (1924-1994)», Μανδραγόρας 3, 4-6/1994, σ.8-10 και χ.σ., «Κουλουφάκος Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή βιογραφικών στοιχείων: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ. ― ΒιβλιοΝet).

Δεν υπάρχουν σχόλια: