Πριν
από
αρκετά χρόνια αν με ρωτούσε κάποιος για τον Γιώργο Κοτζιούλα, το μόνο
που
ήξερα να του απαντήσω ήταν ο τόπος καταγωγής, η Πλατανούσα Ιωαννίνων ,
και το
Μαστορόπουλο, ποίημα που υπήρχε σε ένα παλιότερο βιβλίο Κειμένων
Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας του Γυμνασίου. Σταδιακά άρχισα να ενδιαφέρομαι για το έργο
του και να ανακαλύπτω πτυχές του ποιητικού του έργου κυρίως . Μετά
έτυχε να διαβάσω ένα κείμενο του ίδιου σε μια παλιά Επιθεώρηση Τέχνης
για το
Θέατρο στο βουνό.
Ποιητής
και πεζογράφος αγνοημένος , με το μεγαλύτερο μέρος του έργου του σκόρπιο από εδώ και από εκεί.
Έγραφε σε ένα ποίημά του:
Θέλω
να γράψω ένα βιβλίο, αλλά το κέφι,
που
είναι απαραίτητο, δεν έρχεται ποτές.
Η
κακοπέραση κατόπι καταστρέφει
κάτι
στιγμές που τις θαρρώ ξεχωριστές.
Θα
σας μιλούσα εκεί για τη βασανισμένη
ζωή
μου, για τα χρόνια τα φοιτητικά`
θα
σε φανέρωνα και σένα τότε Ελένη,
με
όσα δεν είπα σε κανέναν μυστικά.
Οι
νέοι που γράφουν δεν διαβάζονται και τόσο,
πρέπει
να φτάσεις στα πενήντα ν’ ακουστείς.
Μα
εγώ ως τα τότε πώς αλλιώς θα ξαλαφρώσω,
που
δε μου αρέσει πια να λέγομαι ποιητής;
Δεν
υποφέρονται άλλο οι στίχοι οι κουδουνάτοι,
αυτά
σου τα μαθαίνουν κι οι στιχουργικές.
Είμαστε
σύμφωνοι, αναγνώστη ανοιχτομάτη,
πρέπει
να λείψουν οι συνθήκες οι κακές.[1]
Μετά από πολλά χρόνια κυκλοφόρησε ένα βιβλίο όχι με ποιήματα αλλά με πεζά του Γιώργου Κοτζιούλα. « Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα» είναι ο τίτλος του και εκδόθηκε μετά από το ενδιαφέρον που έδειξε ο συγχωριανός και συγγενής του Κοτζιούλα Κώστας
Αθανασούλας, ο οποίος και ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη δαπάνη της έκδοσης.
Την εισαγωγή, την επιμέλεια και το σχολιασμό έκανε η φιλόλογος Σωτηρία
Μελετίου, η οποία σε έναν εκτενή πρόλογο σκιαγραφεί το Γιώργο Κοτζιούλα και τα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής του προκειμένου να προσεγγίσουμε καλύτερα
το έργο του και να καταλάβουμε τις συνθήκες και τα κίνητρα της γραφής του.
Μικρά
σχόλια προηγούνται των κειμένων που μας
προϊδεάζουν ως ένα βαθμό , αλλά και πληροφορίες ακολουθούν το τέλος των
περισσοτέρων κειμένων, χρονολογικές, εκδοτικές, διευκρινιστικές.
Πρώτα
πρώτα δικαιολογεί τον όρο πεζογραφήματα ως δηλωτικό της ποικιλίας του
πεζογραφικού έργου του συγγραφέα, το οποίο περιλαμβάνει αρκετά είδη όπως
νουβέλα, διηγήματα, πεζοτράγουδα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις , λογοτεχνικά
χρονογραφήματα φυσιολατρικά κείμενα κ.α.
Εξηγεί
πώς αντιλαμβανόταν ο Κοτζιούλας τον όρο διήγημα και τη χρήση του. Το διήγημα, η
διήγηση είναι αυτό που δηλώνει η λέξη, δηλαδή μια πραγματική περιγραφή, μια
αλήθεια δοσμένη με ήρεμο τόνο, πράο και φυσικό λόγο χωρίς υπερβολές και
φτιασίδια που αλλοιώνουν την πραγματική εικόνα των γεγονότων. Τέχνη του
διηγήματος είναι η απεικόνιση της πραγματικότητας με τα απλά μέσα του
δημιουργού και τις υπερβαίνει μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις όπως είναι οι
περιγραφές της φύσης, οι κριτικοί σχολιασμοί και οι στοχασμοί του. Τότε ο
πεζογραφικός λόγος του μετασχηματίζεται σε ποίηση.
Υποστηρίζει
ότι ο Κοτζιούλας όχι απλά είναι ένας γνήσιος πεζογράφος που κατέχει το λόγο σε
όλη του την έκταση, αλλά είναι και ένας συγγραφέας με πρωτοποριακή γραφή και
ύφος και μπορεί να χαρακτηρισθεί νεωτεριστής αν και ανήκει στους υπερασπιστές
και συνεχιστές της παράδοσης. Επιπλέον θεωρεί ότι εγκαινίασε στην νεότερη πεζογραφία
την ηθογραφία της σκοτεινής όψης της ζωής και ότι εισηγήθηκε τον « ηθογραφικό
νεορεαλισμό» στην Ελλάδα, επειδή ασχολήθηκε με τους απόκληρους της ζωής, τους
ανθρώπους που βρέθηκαν στο περιθώριο, τους φθισικούς, αλλά και τους απλούς ,
λαϊκούς ανθρώπους και απέδωσε την
καθημερινότητά τους φθάνοντας εκεί που δεν πήγε κανένας άλλος. Οι παραστάσεις
του ζωντανές και άμεσες δοσμένες με κατάλληλη γλώσσα και ποικιλία αφηγηματικών
τεχνικών.
Τέλος
η Μελετίου αναφέρεται στην ιδεολογία του Κοτζιούλα , η οποία επιδιώκει τη
χριστιανική ισότητα και την κοινωνική απελευθέρωση με δικαιοσύνη . Προσπάθησε
σε όλη του τη ζωή να συνδυάσει το χριστιανισμό με το σοσιαλισμό , στρατευμένος
στην υπόθεση ενός καλύτερου κόσμου χωρίς αδικίες και ανισότητες. Ένας
πολεμιστής με αιχμηρή πένα που αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με στωικότητα και
ελπίδα πορευόμενος «εν αγαθότητι».
Το
πρώτο κείμενο είναι η Πικρή ζωή. Μια
νουβέλα, στην οποία ο Κοτζιούλας περιγράφει τον τόπο που γεννήθηκε καθώς και
τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε.
Ξεκίνησε να το γράφει το 1941 αλλά αναφέρεται στην χρονική περίοδο από
το 1912 έως το 1925. Ο Κοτζιούλας την εποχή εκείνη ήταν παιδί και γι’ αυτό
κυριαρχεί η παιδική ματιά στον τόπο και τους ανθρώπους. Οι σχολιασμοί όμως που
παρεμβάλλονται αποκαλύπτουν τον ώριμο αφηγητή.
«
Γεννήθηκα σ’ ένα μέρος αποκλεισμένο γύρω γύρω από βουνά. Ράχες κοντινές κι
απόμακρες, πλαγιές που σκουροφέρνουν από την αριά και το πουρνάρι, λαγκαδιές με
πελώριες πέτρες κρεμάμενες στα χείλη τους ή σταματημένες μες στο βάθος, αυτή
είταν η εικόνα που αντίκρυσα μόλις άνοιξα τα μάτια. Έτσι απαράλλαχτα ξανοίξανε
τον κόσμο πρωτοβλέποντας το φως κι οι πρόγονοι μου, το ίδιο όραμα είχανε
μπροστά τους κι ως την ύστερη στιγμή. Μια αλυσίδα από βουνοκορφές – άλλες
σπανές ή τουφωτές εδώ κι εκεί απ’ τα χαμόκλαδα κι άλλες , οι μακρινές ,
δασωμένες, απέραστα ρουμάνια – έκλειναν τον ορίζοντα απ’ τις τέσσερες μεριές,
έτσι που το βλέμμα δεν έβρισκε τρόπο να ξεγλιστρήσει πέρα ως πέρα, ως την άκρη
της γης. Όγκοι στημένοι από αιώνες ο ένας κοντά στον άλλον, καταράχια που
πρόβαλλαν το ένα πίσω από τ’ άλλο, σ’ εμπόδιζαν να μάθεις τι γίνεται παραέξω.
Έμοιαζαν με φύλακες αμίλητους και σκυθρωπούς που είχαν πετρώσει εκεί απ’ την
πολύκαιρη ακινησία. Εδώ που ξεφύτρωσες, έλεγαν, εδώ πρέπει να αφήσεις μια μέρα
και το κορμί σου. Ύστερ’ από μια ζωή γεμάτη βάσανα έτσι γέρνανε όλοι οι
συντοπίτες μου στο χώμα, σ’ αυτό το ίδιο χώμα που δεχόταν με το χινοπώριασμα
όσα φύλλα δε μπορούσε να τα κρατήσει άλλο πια το κλαδί τους»
Η
περιγραφή του ορεινού και άγονου τόπου προοικονομεί την δύσκολη και
σκληρή ζωή, την πικρή ζωή του ίδιου, της οικογένειάς του αλλά και των
συγχωριανών του.
Μια ζωή που συνοδεύεται από το συνεχή αγώνα της επιβίωσης. Μια ζωή
δεμένη με την
ανέχεια, το φόβο , τις δεισιδαιμονίες ,τις αντιλήψεις, τα ήθη , τα έθιμα
, τις
ανθρώπινες σχέσεις, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, το σχολείο, το δάσκαλο,
τους
παιδικούς φόβους, τις πονηριές που ο Κοτζιούλας σκύβει και μαζεύει.
« Σκόρπια, ασύνδετα κομμάτια συγκροτούν την
παιδική μας ηλικία. Είναι χάντρες πεσμένες μια εδώ και μια εκεί, που πρέπει να
τις αναζητήσεις υπομονετικά και να τις αρμαθιάσεις κατόπι στην κλωστή. Α, όλα
στο ύστερο καταντούν ένα παιγνίδι. Όταν τα ζεις όμως , είναι αλλιώτικα, είναι
βαριά»
Το
1949 στο « Λογοτεχνικό ημερολόγιο 1949» των εκδόσεων « Λογοτεχνική Γωνιά» δημοσιεύτηκαν δυο
πεζοτράγουδα, δηλαδή ποιήματα σε πεζό λόγο με ρυθμό και αρμονία. Έχουν μορφή
ύμνου – θρήνου. Το πρώτο είναι θρηνητικό τραγούδι για τον Ταχυδρόμο που χάθηκε
στις στράτες και αναφέρεται στο θάνατο του Κωνσταντή Κοτζιούλα , πατέρα του
συγγραφέα. Το δεύτερο ένα Ηπειρώτικο μοιρολόι για το ξεκοίλιασμα ενός
γερόγυφτου στο οποίο ο συγγραφέας αφηγείται τη ζωή και το θάνατο ενός γέρου
γύφτου μέσα σε ένα άγριο περιβάλλον που το συνθέτουν η πείνα και η φτώχεια.
Τα
διηγήματα που ακολουθούν γράφτηκαν σε διάφορους χρόνους από το 1931 έως και
μεταπολεμικά ορισμένα. Αρκετά από αυτά
δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά , ανάμεσά τους η Νέα Εστία και τα Νεοελληνικά Γράμματα.
Τα
θέματά τους ποικίλλουν. Κυριαρχούν η
φτώχια , η δύσκολη ζωή των ανθρώπων που προσπαθούν να ζήσουν μέσα σε άθλιες
συνθήκες. Άνθρωποι απλοί που αναγκάζονται πολλές φορές να καταφύγουν στη
ζητιανιά για να επιβιώσουν. Ο Κοτζιούλας άλλωστε αντιμετώπισε τέτοια προβλήματα
για μεγάλο χρονικό διάστημα , ίσως και για όλη του τη ζωή. Ήρθε στην Αθήνα το
1926 και πέρασε τη ζωή του ανάμεσα σε παράγκες, χαμόσπιτα , στους προσφυγικούς
συνοικισμούς ακόμα και στην ύπαιθρο.
Όταν περιγράφει την καθημερινή ζωή των απλών και φτωχών ανθρώπων χρησιμοποιεί
πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και αρκετές φορές αυτοσαρκάζεται.
Ο
Κοτζιούλας όμως δεν ήταν μόνο φτωχός αλλά και φυματικός. Νοσηλεύτηκε σε
νοσοκομεία και σανατόρια, αλλά έζησε και σε παράγκες στην Πάρνηθα και στην
Πεντέλη έως ότου αναρρώσει. Η περιδιάβαση του σε αυτούς τους χώρους τον έφερε
σε επαφή με έναν κόσμο διαφορετικό, που ζούσε στο περιθώριο της κοινωνίας. Σε
αρκετά διηγήματα εστιάζει στη ζωή των φυματικών που η κοινωνία έχει
αποβάλει εξ αιτίας της αρρώστιας.
Συγχρόνως αναδεικνύει τις δυσκολίες, τις ταλαιπωρίες αλλά και τα συναισθήματά
τους χωρίς να παραλείπει να παρουσιάσει και όλους τους άλλους που τους
περιτριγυρίζουν και τους επηρεάζουν αρνητικά ή θετικά.
Αυτούς
τους ανθρώπους και τη σκληρή ζωή τους περιγράφει ακολουθώντας διάφορες
αφηγηματικές τεχνικές και παρουσιάζει επιπλέον ανθρώπινες συμπεριφορές και τις
ψυχολογικές τους μεταπτώσεις στην προσπάθειά τους να κρατηθούν όρθιοι και
ζωντανοί.
Τα
σχόλια και οι σκέψεις του για διάφορα πρόσωπα και πρακτικές άλλοτε δίνονται με
χιούμορ , άλλοτε με ειρωνεία και σαρκασμό και άλλοτε με φωνή καταγγελτική χωρίς
να λείπει η ευαισθησία και η τρυφερότητα ακόμη και εκεί που η μαυρίλα καλύπτει
τα πάντα.
«
Πρόσωπα του κύκλου μου, δικοί μου ανθρώποι!
Μέσα
σε τρεις μέρες που ξαναήρθα στα λημέρια σας, περάσατε όλοι από μπρος μου,
δώσατε ο καθένας το «παρών» του. Γελούμενοι και σκυθρωποί, ανοιχτόκαρδοι και
προφυλαχτικοί, κακοντυμένοι, μισονηστικοί, όλο βάσανα και πίκρες, εύθυμοι όμως
στο βάθος, οντότητες σχηματισμένες , αναλλοίωτα καλούπια, φανερωθήκατε πάλι σ’
εμένα , που μ’ όρισε η μοίρα θιασάρχη σας.
Ήρθατε
νούμερα περίφημα, καθένας με το ρόλο του, να παίξετε στο θέατρό μου, το θέατρο
τ’ αληθινό, χωρίς να φορέστε προσωπίδες , χωρίς ν’ αλλάξετε τον τόνο της φωνής
σας, επειδή κι έτσι όπως είστε μπορείτε να συγκινήσετε το κοινό. Ο λαός θα σας
ακούσει, αυτός θα σας ιδεί, κι όπως είναι διψασμένος για τύπους δικούς του,
βγαλμένους απ’ τις περιπέτειές του, η τέχνη σας μπορεί να του αρέσει.
Εγώ,
να ξέρετε, είμαι μαζί σας ως το τέλος. Εσάς μονάχα μελετώ κι από σας παίρνω την
έμπνευσή μου . Ο αγώνας σας είναι και δικός μου, η τύχη μας κοινή. Ξεκινούμε
από τη λάσπη , που είναι ουσία γλιστερή και τραβάει σαν το χταπόδι. Μα
θέλει κοντά της να μην ξεκολλήσουμε, σαν
τις αμέτρητες γενιές των αδερφιών μας που έχει καταπιεί. Μα εμείς έχουμε το
πείσμα βοηθό μας αυτή τη φορά.
Όργανα
της μοίρας, ξέρουμε πια τη δύναμή μας»
Εκτός
από τα διηγήματα όμως διαβάζουμε ένα
χρονογράφημα από το Αλβανικό μέτωπο που δίνει κυρίως τη λαχτάρα των συγγενών να
πάρουν και να διαβάσουν τα γράμματα των αγαπημένων τους που πολεμούν για την
πατρίδα.
«
Τα λόγια πέφτουν ένα-ένα, φορτωμένα νόημα, ηλεκτρισμένα μες απ’ το διάστημα. «
Αγαπητή σύζοιγή μου Παναγιώτα, χαίρε. Πρότων ερωτό δια την καλήν σας υγίαν ,
καθός και εγό μέχρη όρας υγιένο καλός.»Ποτέ η καθαρεύουσα δε χρησιμοποιήθηκε ,
από τους αδέξιους αυτούς ανθρώπους , για ιερώτερο σκοπό . Και οι ανορθογραφίες
δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο εξαγνισμένες . Γράφει και υπαγορεύει ο λαός , ο
αμόρφωτος, ο νοσταλγικός, ο μεγαλόψυχος, ο αποφασισμένος να σκοτωθεί για την
ιδέα της πατρίδας, απλά και δίχως απορίες»
Ένα
λογοτεχνικό – ιστορικό χρονικό μαρτυρεί την πρώτη εμφάνιση των ανταρτών του
ΕΛΑΣ στο χωριό του συγγραφέα, την Πλατανούσα, το 1943 και τις αντιδράσεις τις
δικές του καθώς και των συγχωριανών του.
Στη
συνέχεια ένα μεγάλο ταξιδιωτικό αφήγημα για την περιδιάβαση του στο Άγιον Όρος αλλάζει το κλίμα. Πρωταγωνιστικό
ρόλο έχουν οι μοναχοί και οι επισκέπτες. Αυτούς κυρίως μας σκιαγραφεί.
Δημοσιεύτηκε σε 16 συνέχειες στα Νεοελληνικά Γράμματα από τις 25 – 11- 1939 έως
τις 13- 4- 1940 και διακόπηκε απότομα. Μετά το τέλος του αφηγήματος παρατίθεται
σχετική αλληλογραφία με την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας σχολιάζει τα γραφτά του
ύστερα από τη δημοσίευσή τους και επισημαίνει λάθη, παραλείψεις και
παρερμηνείες.
Μια
περιήγηση στο Άργος και στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων που αρχίζει με
μια ιδιαίτερα όμορφη περιγραφή δείχνει την συγγραφική του δεινότητα και
αποτελεί ύμνο στη ζωή:
«
Για τον ταξιδιώτη που αφήνει την πρωτεύουσα με σιδηρόδρομο, η Αττική είναι
πεύκο, ο Μωριάς αμπέλια κι ελιές. Όσο ακολουθάς τα παράλια του Σαρωνικού, έχεις
από τη μια μεριά το χρυσοπράσινο των βελονωτών φύλλων κι από την άλλη το
λουλακία ή το ζαφειρένιο της θάλασσας. Άμα μπεις στην περιοχή της Κορίνθου,
όπου και να γυρίσεις το μάτι σου δε βλέπεις άλλο απ’ τα ξεράδια των κλημάτων,
που βγαίνουν σαν παλούκια από το χώμα, κι απ’ τους στριμμένους , τους
παιδεμένους κορμούς με τις σκούρες ή ασημένιες φυλλωσιές που τρεμοπαίζουν , σαν
άλλη θάλασσα, στον ήλιο. Ευλογημένες ρίζες και τα τρία. Τα πρώτα ξεκουράζουνε
το βλέμμα και σε κάνουν να παίρνεις όσο μπορείς βαθύτερες ανάσες. Τ’ άλλα
δίνουνε δουλιά και πόρεψη σε τόσες φαμιλιές, σε χιλιάδες άξια χέρια που έχουν
να κάμουν με τον κάμπο.»
Ένα
ταξίδι στην Λευκάδα – Πρέβεζα – Βόνιτσα το 1930 του δίνει την αφορμή να
καταγράψει τις εντυπώσεις του αλλά και να περιγράψει τους ανθρώπους και τις
συνήθειες τους.
Εδώ
αρχίζει σαρκαστικά
«
Όταν πρόκειται να γράψει κανείς ταξιδιωτικές εντυπώσεις , έχει επικρατήσει η
συνήθεια να ταξιδεύει τουλάχιστον ως τις
Άλπεις. Μπορούν κατά συγκατάβαση να συμπεριληφθούν στο δρομολόγιο και μερικά ελληνικά μέρη, αλλ’
αυτά τα δεύτερα πρέπει να έχουν ιστορία και ποίηση απαραίτητη. Οι κριτικοί μας – οι ταλαντούχοι φυσικά – αν και ανήκουν
και στα δύο φύλα, είναι σπάνιοι κι οι ενθουσιασμοί τους ακόμη σπανιώτεροι`
θάταν λοιπόν άδικο , για την τέχνη, να εξαντληθούν στις ασημότητες. Ύστερ’ απ’
αυτά, τι θα μας έδινε ένα ταξίδι απ’ τον Πειραιά ως την Πρέβεζα;»
Το
οδοιπορικό στα ξωκλήσια και κονίσματα φανερώνει μια φύση ευαίσθητη , γιατί τι
άλλο μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που έλκεται από αυτά τα μικρά και παράμερα
κτίσματα τα κτισμένα και τοποθετημένα στις πιο απόμερες περιοχές , φύλακες των
ταπεινών και ανίσχυρων ανθρώπων, των στρατοκόπων και των ορειβατών, των βοσκών
και των ξωμάχων.
«
Τάβρισκα πάνω στη μεγάλη στράτα, στο ντερβένι, σε κάνα γύρισμα του δρόμου,
και μ’ ανακούφιζαν, μ’ εγκαρδίωναν
καλύτερα απ’ ανθρώπους. Μου τόνωναν την πεποίθηση , μούδιναν θάρρος και για
παραπέρα. Έχοντας αυτά στο νου μου , περνούσα άφοβα τα λαγκάδια με τη βουή των
νερών και τις σκοτεινές σπηλιές τους, ούτε φοβόμουν πια να μη μου κόψει το
λαιμό κανένας γενάτος κουμουράς...Εγώ ο ευλαβικός, ή φοβιτσιάρης!»
Το βιβλίο άρχισε με την Πικρή ζωή και στο
σύνολό του σχεδόν κυριαρχούν τα μαύρα χρώματα της άθλιας ζωής των φτωχών, των
καταφρονεμένων, των απόκληρων. Αυτή η καταχνιά διαπερνάται πολλές φορές από τα
χρώματα της φύσης που αποκαλύπτεται μέσα από
λεπτοδουλεμένες περιγραφές και τονίζεται έντονα η αντίθεση της σκληρής
ανθρώπινης ζωής και του φυσικού τοπίου. Αυτή τη φύση επιλέγει να ζωγραφίσει με όλα τα
χρώματα και να την παρουσιάσει την στιγμή που αναδύεται ξαναγεννημένη από τα
ψυχρά σπλάχνα του χειμώνα. Στην αποθέωση της ελληνικής άνοιξης αναφέρεται το
αφήγημα με το οποίο κλείνει το βιβλίο. Ένα αφήγημα με λαογραφικές αναφορές,
λογοτεχνικές περιγραφές, γεμάτο χρώμα και ζωή , αλλά ενδεχομένως και με
συμβολικές διαστάσεις, γιατί μέσα από τη νεκρή γη γεννιέται πάντα η άνοιξη
«
Η άνοιξη είναι το πανηγύρι της γης, η αποθέωση του υπαίθρου. Πού έκλεινε τόσον
καιρό το ξερό έδαφος, η άχαρη πλαγιά, η γυμνή λάκα τέτια πλουμίδια και
κεντήματα, χάρμα των ματιών! Στολίζονται με τα γιορτινά τους ακόμα κι οι βάτοι.
Κάθε ταπεινό, ανώνυμο χορτάρι θα βγάλει το λουλούδι του, για να το κρατήσει σα
λαμπάδα στο Πάσχα των φυτών. Πού βρέθηκαν τόσα χρώματα μεμιάς! Κυριαρχεί το
κόκκινο, από το άλικο της παπαρούνας ως το γλυκύ ανοιχτό της κουτσουπιάς, που
βρίσκεται στις δόξες της αυτή την εποχή. Αλλά και το κίτρινο δεν πάει πίσω ,
παράδειγμα οι σφελαχτοί. Τρίτο έρχεται το γαλάζιο, που σε σταματάει με κάτι
αστρουλάκια σε χαμόχορτα των χωραφιών. Αμ το ροδάμι; Τι διακριτικός συγκερασμός
στην πρασινάδα του πουρναριού!»
Ένα
εξαιρετικό βιβλίο, μια έκδοση λιτή και όμορφη. Το εξώφυλλο του έχει
φιλοτεχνήσει ο Αλέκος Φασιανός . Φωτογραφίες και αποσπάσματα χειρογράφων
εμπλουτίζουν το βιβλίο.
Αξιέπαινη
η προσπάθεια της Σωτηρίας Μελετίου και εξαιρετικές οι επιλογές της από το
μεγάλο όγκο του αρχείου Κοτζιούλα , αλλά και το «στήσιμο» τους στις σελίδες του
βιβλίου.
Γνώρισα
έναν συγγραφέα που ουσιαστικά αγνοούσα. Τέτοιες προσπάθειες συμβάλλουν με τον
καλύτερο τρόπο όχι μόνο στην επαφή μας και στη γνωριμία με την γραφή του
Κοτζιούλα αλλά και στην τοποθέτησή του εκεί που ανήκει, δηλαδή ανάμεσα στους
μεγάλους πεζογράφους της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Γιώργος
Κοτζιούλας, Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα( Επιλογή από το έργο του),
Εισαγωγή - Επιμέλεια - Σχόλια Σωτηρία Μελετίου, Εκδόσεις Νηρέας, Αθήνα
2014
[1]
Γιώργος Κοτζιούλας, μια παρουσίαση από το Σωτήρη Τριβιζά, εκδόσεις Γαβριηλίδης,
2009
Οι φωτογραφίες από το βιβλίο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου