Ο
Κωνσταντίνος Θεοτόκης έγινε γνωστός από το πεζογραφικό του έργο, έγραψε όμως και ποιήματα. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά το θάνατο του (1 Ιούλη του 1923), ο Ορέστης
Αλεξάκης συγκέντρωσε τα μέχρι τότε γνωστά ποιήματά του (69 σονέτα) και
επιμελήθηκε την έκδοσή τους σε έναν τόμο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.
Στην εκτενή εισαγωγή του βιβλίου γίνεται αναφορά στο ιστορικό και σχολιασμός των
σονέτων, ενώ παρουσιάζονται και εργοβιογραφικά στοιχεία φωτογραφίες και χειρόγραφα του Κ.
Θεοτόκη. Παραθέτουμε μια μικρή επιλογή από τα σονέτα.
3
Si je tenais un pied en Paradis
si j’avais l’ autre au chậteau de Naisil
tu retrairais celui du Paradis
et le maitrais arriere dans Naisil.
Του πελάγου τ’
αφριά άφοβα σκίζει
Και την πατρίδα
λησμονεί για χρόνια
Στους θησαυρούς
εκείνους πού νομίζει
Την ευτυχία! Κι
άλλος ερμιές και χιόνια
Με κίνδυνο, για
δόξα τριγυρίζει.
Άλλος ποθεί να ιδεί
παιδιά κι αγγόνια
Άλλος ζωή παλύχρονη
πασχίζει
Ν’ απολάψει: ένας
άλλος την αιώνια.
Ό νούς αλλού τού
καθενoύ ζητώντας
Γλυκειά καρδιά! Εγώ
ορέγομαι με ζήλο
Της γης μιαν αγκωνή
που κάθε ξύλο
Και κάθε πέτρα και
δεντρό θωρώντας
Ταράζομαι από
αγάπη. Κάποιος λίγο
Θα σ’ αγαπήσει αν
απ’ τον κόσμο φύγω;
10 Φεβρ. 1898
20
Δόξες, πλούτη ω
Ζωή, τιμές και χρόνια
Δε σου ζητώ!
Μυστήριο σε τυλίγει,
Κι όλα σου τ’ αγαθά
με καταφρόνια
Τα βλέπω, είναι
άλλη η δίψα που με φρύγει
Στο μάραμά μου είπα
θα βρω συμπόνια
Μες στα παλιά
χαρτιά η δροσούλα λίγη
Χαλδαίοι κι Ινδοί
κρυφή είναι λεν η αιώνια
Ιδέα κι η γνώση
δρόμους δεν ανοίγει
Κι αχ! Κάπου κάπου
μου ’φερνε ένα αέρι
Του ξωτικού του βάλσαμου
τα μύρα
Και μου ’λεγε η
ψυχή πως θα με φέρει
Στα κρουσταλλένια
νάματά σου η Μοίρα.
Για τι εδιψούσα το ’χω
μάθει μόνος. ―
Μα όπου γεννιέται
αγάπη εκεί και πόνος.
Κέρκυρα 29 Ιουν.
1915
28
Σα χάρβαλο η ψυχή
μου είναι ρημάδι
Που σε μια του
γωνιά φτωχό καλύβι
Έστησε χερομάχος σε
λιβάδι
Xέρσο: μα ο
χαλασμός ω πώς με θλίβει!
Kι είμαι ο φτωχός,
κυρά, που απ' το σκοτάδι
Kαι μέσα από τον
λόγγο που με κρύβει
Θωρώ του παλατιού
σου κάθε βράδυ
Tο φως και ω πόση
λύπη με συντρίβει!
Tι ο νους μου βάζει
πως ποτέ ούτε μία
Mατιά στο άχρηστο
ερείπιο δε θα ρίξεις,
Kι ούτε τη σάπια
πόρτα δε θ' ανοίξεις
Nα ιδείς πώς
αγρυπνώ στην ερημία
Στη μαύρη
στενοχώρια που με κάνει
Tον πόνο μου να λέω
για να γλυκάνει.
1 Νοεμβρ. 1915
32
Βάφει τη μάνα γη
ποτάμι το αίμα
Κι απ’ άκρη σ’ άκρη
τ’ Άρη η οργή μανίζει,
Καίονται οι
στεριές, η θάλασσα καπνίζει
Και βασιλεύει ο
φόνος και το ψέμα.
Του Τεύτονα ρηγάρχη
το άγριο βλέμμα
Πάνω στα ερείπια
ακοίμητο βιγλίζει
Και λάβρα πιθυμιά
τον κατακλύζει
Της Οικουμένης
λαχταρά το στέμμα.
Η θέλησή του
προσταγή και νόμος!
Κι αχ! Το λαό μου
ξευτελίζει ο τρόμος
Την καταφρόνια δεν
ψηφά του κόσμου
Πολέμου μόνο ας μην
ακούσει σάλο
Και είναι τόσο
βαρύς γι’ αυτό ο καημός μου,
Που άλλα τραγούδια
δεν μπορώ να ψάλω.
45
Σηκώθη τ’ άγιο
δίκιο της να λάβει
Όλη η αργατιά με
φρόνημα γενναίο
Ισονομίας κηρύχνει
νόμο νέο
Και τα δεσμά του
πλούτου η ορμή της θραύει
Η σκληρή φτώχεια, η
γύμνια, η πείνα παύει
Και με καλούν
μύριες φωνές να λέω
Θούριο τραγούδι: σ’
ένα πέλαο πλέω
Χαράς λεύτεροι ανθρώποι
είναι όλοι οι σκλάβοι.
Μα για να σκίσω τις
ανάερες ρούγες
Που θα με βγάλουν
στον ψηλό Ελικώνα
Πρέπει γοργά
αργυρόχρυσες φτερούγες
Αγάπη αρμονική να
μου χαρίσει.
Τι δεν μπορεί ψυχής
βαριάς εικόνα
Της Κασταλίας να
καθρεφτίσει η βρύση.
1917
53
Του κάρου η ρόδα
εκεί όπου συχνοτρέξει,
Της πολιτείας η
ρούγα βαθουλώνει
Κι ευθύς ο λάκκος
πλημμυρά όταν βρέξει
Κι άπαστρη λάσπη το
νερό θολώνει.
Κι όταν πάλι στερνά
ο καιρός ξεφέξει
Κι αποβροχάρης, των
σπιτιών χρυσώνει
Τη στέγη ο ήλιος,
έρχεται να παίξει
Η αχτίδα στο λιμνί
και σε θαμπώνει.
Κι αντιφωτά στον
ήλιο ο δρόμος όλος,
Τα χτίρια τα ψηλά,
ο γαλάζιος θόλος,
Τα γνέφη
ροδοκόκκινα και βάθος
Άμετρο βλέπεις μες
της γης. Θε να ’ναι
Περίσσιες οι ψυχές
που όμοια πλανάνε.
Μα κι άλλες μαύρες
κι άγριες απ ’το πάθος.
68
Eίναι στιγμές που
την καρδιά μού ανοίγει
Πικρό, βαρύ,
θανατερό μαράζι
Mεσάνυχτου σκοτάδι
την αδράζει
Kι η ζοφερή μαυρίλα
λέω την πνίγει
Kι όξω ευλογία
Θεού! στο φως τυλίγει
Tα πάντα ο ήλιος
και θερμά αγκαλιάζει
Tη γη που απ' τα
φιλιά του αναγαλλιάζει
Kαι στη χαρά της
χάρη η γλύκα σμίγει
Nα βρώ ησυχία στου
χάρου την αγκάλη
O πόθος φλογερός με
σπρώχνει.
Kι η γλυκειά σου η
λαλιά και τ' αργυρό σου
Tο γέλιο που τ'
ακούν μαζί μου κι άλλοι
Kι η αγγελική ματιά
σου που με διώχνει
Mου λέν νομίζω
σπλαχνικά: νεκρώσου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΘΕΟΤΟΚΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ, Εισαγωγή-επιμέλεια: Ορέστης Αλεξάκης – Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ,
Αθήνα 1999.
Ο
Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872 στην Κέρκυρα και το 1889 εγγράφηκε στη
Σορβόνη για σπουδές φυσικομαθηματικών. Το 1895 παντρεύτηκε τη βαρόνη φον
Μάλοβιτς με την οποία απέκτησε μια κόρη την οποία έχασαν το 1900 σε ηλικία 5
ετών. Ο Κ. Θεοτόκης πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και τον πόλεμο του 1897,
ενώ στη συνέχεια έφυγε για το Γκρατς της Αυστρίας και αργότερα για το Μόναχο
όπου και στράφηκε στο μαρξισμό, διατηρώντας ταυτόχρονα επαφή με τον Κωνσταντίνο
Χατζόπουλο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και κατόπιν
του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας, ενώ η στροφή του στα
σοσιαλιστικά ιδανικά τον οδήγησαν στη ρεαλιστική γραφή. Τα έργα του «Η Τιμή και
το Χρήμα», «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» και η «Ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα»
τον έφεραν στην πρωτοπορία της λογοτεχνίας μας. Γνώστης δέκα γλωσσών, ο
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, επιμελήθηκε επίσης εξαιρετικές μεταφράσεις. Στη διάρκεια
του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Θεοτόκης συνεργάστηκε με το Κόμμα των
Φιλελευθέρων, ενώ το 1917 η πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας επέφερε την
οικονομική κατάρρευση της οικογένειάς του και τον κλονισμό της υγείας του.
Εργάστηκε ως διευθυντής λογοκρισίας για δύο μέρες, και ως υπάλληλος της Εθνικής
Βιβλιοθήκης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα, λόγω της
άθλιας οικονομικής του κατάστασης. Αφησε την τελευταία του πνοή στην Κέρκυρα
την 1η Ιούλη 1923.
Πηγή
βιογραφικών στοιχείων: Ριζοσπάστης
Πηγή
φωτογραφίας: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου