Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ, ο ποιητής των «συρμάτων» ζει στη Χίο...

Η σελίδα 2 του «Βιβλίου Κομμουνιστών» της Ασφάλειας Χίου, με πρώτο το όνομα του Φώτη Αγγουλέ και στήλες που περιέχουν βιογραφικά στοιχεία και τη δράση του ποιητή. Το βιβλίο ανακάλυψε ο Παντελής Στεφάνου.
Ο ποιητής των «συρμάτων». - Στο Δημοτικό Κήπο της Χίου βρίσκεται η προτομή του Φώτη Αγγουλέ. Λίγοι απ' τους επισκέπτες του αιγιοπελαγίτικου νησιού, μαζί δυστυχώς και λίγοι ντόπιοι, γνωρίζουν τη συμμετοχή του Φώτη Αγγουλέ στους πατριωτικούς και κοινωνικούς αγώνες, αλλά και την προσφορά του στα Ελληνικά Γράμματα. Το έργο του δεν προβλήθηκε - όχι τυχαία - ούτε στα σχολεία του νησιού. Τη «γνωριμία» όμως με τον Χιώτη ποιητή ανέλαβε να την κάνει στη νεολαία του ακριτικού νησιού, το Πολιτιστικό Τμήμα της Νομαρχιακής Επιτροπής Χίου του ΚΚΕ.

Ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε το 1910 στο Τσεσμέ της Μ. Ασίας και πέθανε στις 28 Μάρτη 1964. Εγκαταστάθηκε, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στη Χίο όπου ζούσε ως ψαράς. Στον πόλεμο κατέφυγε στη Μ. Ανατολή, όπου και κατατάχθηκε εθελοντής στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Οργανωμένος στην Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού (ΑΟΝ), γνώρισε διώξεις, φυλακές, στρατόπεδα, εξορίες, τόσο απ' τους Αγγλους όσο και από τις ελληνικές κυβερνήσεις, εξαιτίας της ένταξής του στο ΚΚΕ.

Ο «ποιητής των συρμάτων», κρατούμενος των Αγγλων στο στρατόπεδο Μπαρντίας της Μ. Ανατολής, μαζί με 15.000 Ελληνες δημοκρατικούς στρατιώτες και μέσα στο χαροπάλεμά του απ' την αρρώστια του άσθματος που τον βασάνιζε, γράφει αναπολώντας τη μορφή του Μπάιρον:
«Εμείς την εκτιμούμε τη φιλία / εμείς τη λευτεριά την αγαπούμε... / Μα τώρα που βάρβαροι οι δικοί σου / μας τυραννούν τι να τους πούμε;»
Ο Φώτης Αγγουλές αποφυλακίστηκε το 1956 μετά από οκτώ χρόνια. Γύρισε στη Χίο, που τη θεωρούσε του ξενιτεμού του «Πατρίδα». Με την υγεία του σοβαρά κλονισμένη από τις κακουχίες της φυλακής, κατατρεγμένος και βαθιά πληγωμένος, έβρισκε στέκι στο λιμάνι σε κάτι απόμερα ταβερνάκια και παρηγοριά στο πιοτό.
Ο Φώτης Αγγουλές (αρχείο Νίκης Κουτσουμπέκη -Καράλη)
Φίλοι παλιοί του συμπαραστάθηκαν, σύντροφοι στον αγώνα και τη ζωή. Ο εκδότης της εφημερίδας «Χιακός Λαός», το 1958, τον πήρε στο τυπογραφείο κι εκεί με τα ίδια του τα χέρια στοιχειοθέτησε τη συλλογή «Πορεία μέσα στη νύχτα» , που ήταν μια επιλογή από παλιά δημοσιευμένα και νέα ποιήματα. Τα μετέφερε και μετά τα τύπωσε στο τυπογραφείο του Ζήσιμου, όπου λίγα λίγα τα έδενε σε τόμους. Αλλα τα μοίραζε σε γνωστούς και φίλους, κι άλλα τα πούλαγε για χαρτζιλίκι. Ηταν η τελευταία ποιητική συλλογή που άφησε. Είχαν προηγηθεί, απ' το 1934 ακόμη, οι συλλογές «Αναβασιά», «Κραυγές στον ήλιο», «Μενεξέδες», «Εντελβάις», «Ο λαός της Πατρίδας μου», «Φλόγες του δάσους» και «Φωνές».

Απ' το 1964 που πέθανε, είχαν μείνει ξεχασμένα στο τυπογραφείο, για 39 ολόκληρα χρόνια, περίπου 1.000 αντίτυπα σε οχτασέλιδα. Από εκεί τα μάζεψαν οι σύντροφοι της ΝΕ της Χίου του ΚΚΕ και με την ευλάβεια που αρμόζει στο πνεύμα και στο στίχο του Φώτη Αγγουλέ, τα βάλανε σε τάξη κι αποτελειώσανε το έργο των χεριών του.

Το έργο του Αγγουλέ διαχρονικό, αγγίζει το σήμερα. Αν και στις πρώτες ποιητικές του δημιουργίες, διαφαίνεται ένας μελαγχολικός πεσιμισμός, στη φυλακή γράφει τα πιο αισιόδοξα ποιήματα, αφού μέσα στον αγώνα και στη στράτευση διαπιστώνει το πραγματικό νόημα της ζωής. Η φτώχεια, η ανεργία, η στέρηση, η ανασφάλεια, η βία, ο φόβος του πολέμου, ο θάνατος, που ήταν πηγές έμπνευσης του ποιητή, είναι τόσο επίκαιρα και καθημερινά σήμερα.
Γράφει στο ποίημά του με τίτλο «Το στίγμα», αφιερωμένο σ' ένα νεαρό φασίστα, που βρέθηκε σκοτωμένος σε μια ρούσικη χιονισμένη στέπα:

«Και μέσ' στα χιόνια, θησαυρούς το άρπαγο μάτι βλέπει;/ Ξανθέ φονιά, τι σ' έφερε σ' αυτήν εδώ τη στέπη;/ Μέσα στη νύχτα, φονικό ποιανού έστηνες καρτέρι;/ Ποιος σ' έβλαψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις; Ποιος σε ξέρει;».
«Νυχτερινέ διαγουμιστή, πώς θες να σε δικάση,/ το χέρι αυτό που του γρεμάς ό,τι από χρόνια χτίζει;/ Ποια καταδίκη στο φονιά και στο φασίστα αξίζει;..».
Αρρωστος μέσα απ' το νοσοκομείο - φυλακή, γράφει:
«Αλήθεια, πρέπει να μιλώ σιγά, να σεβαστώ/ την ησυχία των άρρωστων συντρόφων που κοιμούνται,/ να μην ξυπνούνε και θυμούνται,/ να μη θυμούνται και ξυπνούν οι βραδινές τους έννοιες,/ μέσα σ' αυτό το πρόχειρο Νοσοκομείο, το κλειστό/ με σερπαντίνες συρματένιες».

Το κοινό γνώρισμα των αγωνιστών - πίστη και ελπίδα για τη ζωή - ο Φώτης Αγγουλές το εκφράζει στο ποίημά του «Μην καρτεράτε»:
«Μην καρτεράτε να λυγίσωμε/ μήτε για μια στιγμή,/ μηδ' όσο στην κακοκαιριά/ λυγάει το κυπαρίσσι./ Εχουμε τη ζωή πολύ,/ πάρα πολύ, αγαπήσει».

Του Δημήτρη ΣΕΡΒΟΥ

Ο Φώτης Αγγουλές ζει στη Χίο. - Το Πολιτιστικό Τμήμα της Νομαρχιακής Επιτροπής Χίου του Κομμουνιστικού Κόμματος προχώρησε ενθουσιαστικά στην επανέκδοση της συλλογής του Φώτη Αγγουλέ «Πορεία μέσα στη νύχτα». Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για επανέκδοση, αλλά για το ίδιο το βιβλίο που είχε τυπωθεί το 1958 και ένα μέρος των αντιτύπων του παρέμεναν άδετα σε κάποια αποθήκη, αφού ο ποιητής δεν πρόλαβε να τα διαθέσει. Με αυτή την επαναστατική πράξη - που εύχομαι και προσεύχομαι να βρει μιμητές - οι σύντροφοι από τη Χίο καταργούν τη λησμονιά, που είναι ο τάφος του ποιητή. Στη σελίδα που έχουν επισυνάψει στην αρχή του βιβλίου, εξηγούν τους λόγους της έκδοσης:

Ο Φώτης Αγγουλές αποφυλακίστηκε το 1956 μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια. Ηρθε στη Χίο, που τη θεωρούσε του ξενιτεμού του πατρίδα. Με την υγεία του σοβαρά κλονισμένη από τις κακουχίες της φυλακής, κατατρεγμένος, περιφρονημένος και βαθιά πληγωμένος, έβρισκε στέκι στο λιμάνι σε κάτι απόμερα ταβερνάκια και παρηγοριά στο πιοτό. Φίλοι παλιοί τού συμπαραστάθηκαν, σύντροφοι στον αγώνα και τη ζωή. Ο εκδότης της εφημερίδας «Χιακός Λόγος» τον πήρε στο τυπογραφείο, εκεί με τα ίδια του τα χέρια στοιχειοθέτησε μια επιλογή από παλιά δημοσιευμένα και νέα ποιήματα. Τα μετέφερε μετά και τα τύπωσε στο Τυπογραφείο του Ζήσιμου, όπου λίγα λίγα τα έδενε σε τόμους. Αλλα τα μοίραζε σε γνωστούς και φίλους και άλλα τα πούλαγε για χαρτζιλίκι. Ηταν η τελευταία ποιητική συλλογή που μας άφησε.

Ο Φώτης πέθανε το Μάρτη του 1964, και τα οχτασέλιδα, στοίβες ολόκληρες, περίπου 1.000 τόμοι, μείνανε ξεχασμένα 39 ολόκληρα χρόνια στη σκοτεινή και υγρή φυλακή της ύλης. Από κει τα μαζέψαμε κι εμείς με ευλάβεια που αρμόζει στο πνεύμα και το στίχο του Φώτη, τα βάλαμε σε τάξη και αποτελειώσαμε το έργο των χεριών του. (...)
Το έργο του Αγγουλέ, διαχρονικό, αγγίζει το σήμερα. Η φτώχεια, η ανεργία, η στέρηση, η ανασφάλεια, η βία, ο φόβος του πολέμου, ο θάνατος, που ήταν πηγές έμπνευσης του ποιητή, είναι τόσο επίκαιρα σήμερα. Ας γίνει ο στίχος του Αγγουλέ φωτεινός οδηγός στη νέα δύσκολη πορεία μέσα στη νύχτα.

Ο ίδιος ο Αγγουλές έγραφε στον πρόλογο του βιβλίου του: «(...)Δεν το κάνω για να σας δείξω την τέχνη μου. Και μονάχοι σας θα δείτε πως μερικά απ' αυτά τα ποιήματα δεν αντέχουν. Σας βεβαιώνω όμως πως περισσότερο από την τέχνη τους αγαπώ τις στιγμές που τα δημιούργησαν, τη ζωή που υφάνθηκε μέσα τους, με τις χαρές και τις λύπες της, τις συμφορές της και τις ελπίδες. Η ζωή αυτή πέρασε. Η εποχή μας ήταν ταραγμένη. Σήμερα, συμμαζεύοντας τα ποιήματά μου, μου φαίνεται πως γυρίζω ανάμεσα σε χαλάσματα κάποιας έρημης χώρας και συμμαζεύω τα τελευταία απομεινάρια».

ΘΑ 'ΡΤΩ: «Στον ύπνο μου κάθε βραδιά / νιώθω σαν χάδι στην καρδιά / το στοργικό φιλί σου. / Αχ, του θανάτου την πληγή / ποιος θα τη γειάνει; Μαύρη γη / σκεπάζει το κορμί σου. / Θα 'ρτω μια νύχτα να σε βρω / κάτω απ' τον ξέθωρο σταυρό / Μάνα, που ζεις ακόμα / στη μνήμη μου, για να μου πεις / τον πόνο σου, με της σιωπής / τ' ασώπαστο το στόμα».
ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ (σ' έναν νεαρό φασίστα που βρέθηκε σκοτωμένος πάνω στη ρούσικη χιονισμένη στέπα): «Και μες στα χιόνια θησαυρούς το άρπαγο μάτι βλέπει; / Ξανθέ φονιά, τι σ' έφερε σ' αυτήν εδώ τη στέπη; / Μέσα στη νύχτα, φονικό ποιανού έστηνες καρτέρι; / Ποιος σ' έβλαψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις; Ποιος σε ξέρει / εδώ που χρόνια εμόχθησε το εργατικό το χέρι / να χτίσει την καλύβα του και μια ζωή να φτιάσει; / Νυχτερινέ διαγουμιστή, πώς θες να σε δικάσει / το χέρι αυτό που του γκρεμνάς ό,τι από χρόνια χτίζει; / Ποια καταδίκη στο φονιά και στο φασίστα αξίζει; / Τώρα φωλιάζουν στ' άσαρκο κρανίο σου σκοτάδια / κι απ' της φυλής σου τα όνειρα είναι τα στήθια σου άδεια. / Κι ίσως μια μάνα, ένα παιδί κάπου να σε προσμένει, / μα εσύ θα μένεις πάντοτε ξένος σε χώρα ξένη, / κι η μνήμη σου που της ζωής το νόημα θα λερώνει / θα 'ναι ένα στίγμα, ένας λεκές μες στο κατάσπρο χιόνι».

Του Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ
(Και τα δυο κείμενα δημοσιεύτηκαν στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη. Το πρώτο στις 8 Οχτώβρη 2000 και το δεύτερο στις 25 Νοέμβρη 2007.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: