Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Στη θλιβερή επέτειο του Λόρκα




Θλιβερή επέτειος η σημερινή. Στις 19 Αυγούστου του 1936, τουφεκίστηκε στο Βιθνάρ στα περίχωρα της Γρανάδα, στα 38 του χρόνια, από τα όργανα  του φασίστα δικτάτορα Φράνκο ο Ισπανός ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, για να περάσει στην Αθανασία δίπλα σ’  αυτούς που με τη  ζωή και το έργο τους προσπάθησαν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο και να «μερέψουν» τον άνθρωπο. Ισπανός στην καταγωγή ο Λόρκα, μα δεν άργησε να "γίνει" και Αμερικανός, Ρώσος, Αφρικανός, πανανθρώπινος. Ο ίδιος και το έργο του αγαπήθηκαν με πάθος και μισήθηκαν θανάσιμα, σαν όλους τους αληθινά μεγάλους. Στη γλώσσα  μας το έργο του αποδόθηκε από σπουδαίους ποιητές μας και μελοποιήθηκε από μεγάλους και καταξιωμένους συνθέτες. Τραγουδήθηκε απ’ τα χείλη του λαού μας σε στιγμές ανάτασης, έρωτα, χαράς ή μελαγχολίας, τόσο που να τον νιώθουμε Έλληνα, έναν απ' τους δικούς μας μεγάλους, κλείνοντάς  τον για πάντα στην καρδιά μας.

Στη μνήμη του, τρία αγαπημένα μου τραγούδια, σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη, μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνευμένα μαγικά από την Αρλέτα. Περιέχονται στον δίσκο της «ROMANCERO GITANO του FEDERICO GARCIA LORKA και τέσσερα άλλα τραγούδια», που κυκλοφόρησε το 1978.

(«Πατήστε» πάνω στους τίτλους των τραγουδιών για να τα ακούσετε.)



Εκεί στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς
και στη Σεβίλλια πάει

τα κατσαρά του γυαλλιστά
πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαψός
από του φεγγαριού το φως

Κάποτε λίγο σταματά
κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει του νερού να στρωσει
και να το χρυσαφώσει

εκεί στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι να τον φτάνουν
κάτω απ τα κλώνια μιας φτελιάς
χωροφυλάκοι και τον πιάνουν

Από βραδύς η ώρα οκτώ
τον σέρνουν σε κελί μικρό
απόξω κάθονται φυλάνε
πίνουν ρακί και βλαστημάνε

Κάποτε λίγο σταματά
κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει του νερού να στρωσει
και να το χρυσαφώσει



Εικοσιτρείς του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν, πάνε και λένε:
«Αν το μπορείς δυστυχισμένε,
στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε.

Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλε από κάτω τ' όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες.

Πάρε κεριά, πάρε λαμπάδες
μάθε τα χέρια να σταυρώνεις
κι απάνω από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά
τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στο σάβανο».

Στους ουρανούς ταχιά προβαίνει
ο ταξιάρχης και πηγαίνει
πού 'χει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δεν μιλεί.

Εικοσιτρείς του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
κι εικοσιτρείς τ' Αυγούστου
γέρνει και τα πικροσφαλεί.



Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη,
έρχεται μες στις ερημιές
από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη.

Ως τη θωρεί πετιέται πάνου
ο Άνεμος ο ακοίμιστος,
Πουνέντες άντρας πονηρός
κοιτάει τη μικρή κοιτάει
κι ολόγλυκα της τραγουδάει:

Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ειδώ
άσε με λίγο να σ' αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό.

Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η Παινεμένη,
ξοπίσω της ακολουθεί
Άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή.

Άχου το κύμα πώς χλωμιάζει
ο κάμπος άκου πώς στενάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινό αγέρα:

Τρέχα Παινεμένη τρέχα
κι όπου να ναι θα προφτάσει
ο Άνεμος και θα σ αρπάξει,
να τος χιμάει από ψηλά
γλείφεται γλώσσες τις εννιά.

Στο πρώτο σπίτι η Παινεμένη
χώνεται μέσα αλαφιασμένη
την αρωτάνε να τους πει
και κείνη λέει κι ανιστορεί.

Ενώ απ τη λύσσα του θερίο,
ο Άνεμος γυρνάει στο κρύο
παίρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει.

Federico Garcia Lorca

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013.

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

"Κώστας Βιδάλης" – Μοιρολόγι του Βασίλη Ρώτα




Εικόνα χαμογελαστή, λείψανο φτωχικό μας
το θώρι σου σαν όνειρο και το χαμόγελο ίσκιος
κι η σύναξή μας, σύντροφε, του κάκου σε προσμένει
να μπεις με τον αγέρα σου και την απλοκαρδιά σου
΄πως μπαίνει στο λιμάνι της φρεγάδα αρματωμένη
που σέρνει στη σημαία της τα τρία καλά του κόσμου
το θάρρος, την αγνότητα και την αδελφοσύνη.
Δάκρυα βουβά στα μάγουλα, παράπονα στα χείλια,
λυγμοί πνιμμένοι στους λαιμούς του κάκου σε καλούνε,
του κάκου λιτανεύουνε το λαμπερό σου θώρι
να βγει σαν ολοφέγγαρο στο θέρο βράδυ βράδυ
τούτη τη νύχτα παίρνει λάλημα και μας μιλάει και λέει:
Σύντροφοι, μην πικραίνεστε και μη μοιρολογάτε,
τι εμένα με σταυρώσανε καθώς σταυρώνουνε όλους
τους δικαιοκρίτες οι άνομοι τους ήρωες οι προδότες.
Καθώς του πύργου τα σκυλιά που τάμαθε αιμοβόρα
με νήστεια και με γύμναση μαυρόψυχος αφέντης
φτωχόν διαβάτη ρίχνονται και τον κατασπαράζουν
έτσι με κατασπάραξαν όχλος οι σταυρωτήδες.
Νύχτα, χωστά σε αγριότοπον με τράβηξαν σφαχτάρι
και την ψυχή κομματιαστά μου βγάλαν κόμπους, κόμπους
και σκέπασαν τους βόγγους μου και τα σπαράγματά μου
να μην ακούσει ο ουρανός, να μην ιδούν τ’ αστέρια.
Μ’ αν δεν ακούει ο ουρανός, τ’ αστέρια κι αν δεν βλέπουν
νιώθει ο λαός τις μαχαιριές ως τα βαθόριζά του
κι όσο βαθιά τόνε πονούν τόσο τόνε θεριεύουν
καθώς ο κλάδος την ελιά, το σκάψιμο το αμπέλι
και τόσο σφιχτοδένεται κι απλώνει η δύναμή του.
Το ματωμένο μου όνομα χαράχτε στις καρδιές σας
σε τόσα πλάι ονόματα με πόνους χαραγμένα
να τα διαβάζουν τα παιδιά να γίνονται αντρειωμένοι
να τα διαβάζουν κι οι λαοί να καλλουργούν τον κόσμο
με το τραγούδι της δουλειάς, το σάλπισμα του αγώνα.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

(Δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη στις 10/9/1946)

Από το βιβλίο: «ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ: Ήρωας, Μάρτυρας, Κομμουνιστής, Δημοσιογράφος», έκδοση της Συντακτικής Επιτροπής του Ριζοσπάστη, της ΚΟΒ του Ριζοσπάστη και της ΚΟ Τυποεκδοτικής, 1989.

Για τον Κώστα Βιδάλη, τη σύντομη ζωή και το έργο του, καθώς και το φριχτό του τέλος, μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ.

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Αντώνης Σαμαράκης – ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ




Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 16 Αυγούστου του 1919. Τα βιβλία αυτού του σημαντικού συγγραφέα και ανθρώπου, ήταν από τα πρώτα που έκαναν να ανοίξουν (θέλω να πιστεύω) τους ορίζοντές μου από την  εφηβική μου ηλικία. Από τότε έγιναν καλοί μου σύντροφοι και δεν αποχωριστήκαμε ποτέ. Πολλά  χρόνια πέρασαν από τότε, βάρυναν την πλάτη μου, «γέρασαν» τα εξώφυλλά τους και «κουράστηκαν οι σελίδες τους, όμως κάθε φορά που τις ανοίγω ξεπηδούν από μέσα με την ίδια ορμή σπίθες ανθρωπιάς, αγάπης, φιλίας, δικαιοσύνης και ειρήνης. Και δεν πρόκειται να σβήσουν ποτέ.(Οικ.)


     Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
     Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.
     Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
     Tρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
     Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
     Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
     Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
     Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
     Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
     Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
     Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
     Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...

     ― Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
     Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
     Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
     Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι. Ύστερα το ποτάμι μεταμορφώθηκε σε γυναίκα. Μια νέα γυναίκα, μελαχρινή, με σφιχτοδεμένο κορμί. Γυμνή, ξαπλωμένη στο γρασίδι, τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός μπροστά της, δεν έπεφτε πάνω της. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι.
     Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει...

     Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
     Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
     Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
     Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
     Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...
     Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
     Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
     Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
     Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
     Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
     Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
     Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.
     Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
     Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
     Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
     Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
     Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
     Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
     Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε  τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ

Από το βιβλίο του Αντώνη Σαμαράκη: ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ (Διηγήματα), εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ (20η έκδοση)

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

ΒΟΛΦ ΜΠΙΡΜΑΝ - Αυτούς τους έχω βαρεθεί (ΤΟΥΣ ΕΧΩ Σ Ι Χ Α Θ Ε Ι !)



Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ' τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ' αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.

Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.

Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.

Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.

Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ' όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα 'χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα 'χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.

Wolf Biermann

Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ - Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεύει η αγαπημένη Μαρία Δημητριάδη, που η απουσία της είναι τόσο «βροντερή» σήμερα… 

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

ΜΠ. ΜΠΡΕΧΤ – «Οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο…» (Εγκώμιο στη διαλεκτική)




«Εγκώμιο στη διαλεκτική»

Lob der Dialektik

Το άδικο προχωράει σήμερα με βήμα όλο σιγουριά.
Οι καταπιεστές προετοιμάζονται για δεκάδες χιλιάδες χρόνια.
Η βία εξασφαλίζει: Όπως ακριβώς είναι, έτσι θα μείνει.
Καμιά φωνή δεν αντηχεί έξω από τη φωνή των κυρίαρχων
και στις αγορές λέει η εκμετάλλευση αδιάντροπα: Τώρα
εγώ πρώτη ξεκινάω.
Μα κι από τους καταπιεσμένους λένε τώρα πολλοί:
Αυτό που θέλουμε, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει.

Όποιος ακόμα ζει, δε λέει: Ποτέ!
Το σίγουρο δεν είναι σίγουρο.
Όπως ακριβώς είναι, έτσι δεν μένει.
Όταν πουν ό,τι είχανε  οι κυρίαρχοι να πούνε
θα μιλήσουνε οι κυριαρχούμενοι.
Ποιος τολμάει να πει: Ποτέ;
Ποιος φταίει, σαν η καταπίεση παραμένει; Εμείς.
Ποιος θα φταίει σαν η καταπίεση συντιβεί; Εμείς πάλι.
Όποιος γονατισμένος είναι, όρθιος να σηκωθεί!
Όποιος χαμένος είναι, να παλέψει!
Όποιος την κατάστασή του έχει αναγνωρίσει, πώς να εμποδιστεί;
Γιατί οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο
Και το Ποτέ γίνεται: Σήμερα ακόμα!

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ


ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ (μετάφραση: Νάντια – Όλγα Βαλαβάνη), εκδόσεις ΟΔΗΓΗΤΗΣ, Αθήνα 1984.

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Παντέρμη


Ένα συγκλονιστικό τραγούδι-ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα,  ελεύθερη απόδοση Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Ερμηνεύει η Μαρία Φαραντούρη. Από τον κύκλο τραγουδιών  ROMANCERO GITANO, την τελευταία σύνθεση (Μάρτης - Απρίλης του 1967) του Μίκη πριν τη δικτατορία. Η ηχογράφηση έγινε το 1971 στο Παρίσι και περιλαμβάνεται στον δίσκο «Θεοδωράκης διευθύνει Θεοδωράκη Vο2».

Παντέρμη

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.

Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.

―Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;

―Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πες μου, σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.

―Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;

―Ποιός ο καημός μου; Μαύρη πίσσα
εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.

―Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ' το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
άσ τη και να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι όλο κρυφές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.

Federico Garcia Lorca

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Τάσος Λειβαδίτης - ΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ


Pragya's Palette

Δεν είναι που έχασες τα πιο ωραία σου όνειρα.
Δεν είναι που φύγανε τα πιο ακριβά σου χρόνια.
Δεν είναι που είδες, όχι, τους τελευταίους σου φίλους
να σε προδίνουν ή να λιποταχτούν. Ετούτη η τρύπα είναι φριχτή
στον τοίχο που με κόπο είχες σηκώσει, νύχτες άγρυπνος,
ρημάζοντας τα χέρια και τα χρόνια σου
στις πέτρες―τοίχο, για να σε κρύβει απ’ την αμείλιχτη αδιαφορία του κενού.
Και τώρα μια μικρή τρύπα, σχεδόν αόρατη, απ’ όπου μπαίνει αθόρυβα κι ανέκκλητα
όλο το ψύχος της μεγάλης ματαιότητας.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


ΠΟΙΗΣΗ [ΤΟΜΟΣ 1], εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Απ. Σ. Σπήλιος – ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (Αύγουστος 1944)

Ο Απόστολος Σπήλιος (Απόστολος Κολτσιδόπουλος) γεννήθηκε στη Λάρισα το 1909. Προπολεμικά ήταν τραπεζικός υπάλληλος. Στα Γράμματα εμφανίστηκε από τον ΕΑΜικό Τύπο. Έγραψε χρονογραφήματα, ποιήματα και σατιρικά κείμενα. Μετά την απελευθέρωση έγραφε το χρονογράφημα στο «Ρίζο της Δευτέρας», υπό τη βινιέτα «σφυριές». Μετά την απαγόρευση του «Ριζοσπάστη» (Οκτώβριος 1947) βγήκε στο ΔΣΕ, για έντυπα του οποίου («Δελτίο Ειδήσεων», «Εξόρμηση», «Προς τη Νίκη») έγραφε πολεμικές ανταποκρίσεις, ποιήματα και «σφυριές». Δούλεψε στο «Ραδιοφωνικό Σταθμό» του ΔΣΕ, στο Βελιγράδι και από την άνοιξη του 1949 στο Βουκουρέστι, στη ραδιοφωνική «Ελεύθερη Ελλάδα», μετέπειτα «Η φωνή της αλήθειας». Ο Α. Σπήλιος δούλευε στο σταθμό μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, οπότε επαναπατρίστηκε. Στην πολιτική προσφυγιά εξέδωσε τα βιβλία «Σατιρικοί πολιτικοί στίχοι» (1953), «Ταξίδια στην Ελλάδα» και «Στου δρόμου τη στροφή» (μυθιστόρημα). Το πρώτο του βιβλίο που εκδόθηκε στην προσφυγιά (1950), εικονογραφημένο από τον αγωνιστή ζωγράφο -χαράκτη, πρόσφυγα στο Βουκουρέστι, Γιώργη Δήμου, ήταν η συλλογή «σφυριές», όπου περιλαμβάνονται πολλά διηγηματικά χρονογραφήματα, που ο Α. Σπήλιος «έγραψε από τις αρχές του 1945 ως το τέλος του 1949», όπως αναφέρει το σημείωμα του εκδοτικού και μεταδόθηκαν «για πρώτη φορά από το ραδιοφωνικό σταθμό "Ελεύθερη Ελλάδα"». Πέθανε από ανακοπή στις 5/2/1976. Πηγή

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Σε χαιρετούν του Παρισιού, της Βιέννας, της Καντώνας
και της Μαδρίτης τα οδοφράγματα, τα λαοματωμένα!
Οι φωτεινές κολώνες σου―φράγμα στο μαύρο κύμα
στέκουν ολόρθο κι’ άπαρτο, αγέρωχο ταμπούρι
μες της Ελλάδας τ’ αγριοπάλαιμα, μες των Μπαλκανιών την αντάρα..
Αδούλωτη, ανειρήνευτη, τρικυμισμένη,
σαν το πνεύμα που επέτρωσε στα μάρμαρά σου
―αρχαίο, συγκαιρινό και πάντα νέο―
πάνω στο δοξασμένο μέτωπό σου
αχτινωτά φεγγοβολάει της ματωμένης
κορώνας σου το ακάνθινο στεφάνι!
Ω! Αθήν’ Αθήνα..
Κάθε σου σπίτι, κάθε δρόμος,
τα σταυροδρόμια των συνοικιών σου
μιλάν για τα σεμνά τα παλληκάρια
της φτωχομάννας σου καρδιάς τα φύτρα
που ρίχνονται αλογάριαστα στη μάχη
φλόγ’ αξεδίψαστη νιώθοντας στα στήθεια
για λευτεριάν ακέρια―που κανένας
δικός ή ξένος δεν μπορεί να δώσει
αν δεν την πάρεις μόνος σου, με το σπαθί σου.
Τούτη την ώρα
μες τη βαρειά που σε τυλίγει νύχτα,
(του σκοταδιού το πιο βαθύ λίγο πριν ξημερώσει)
αστροβολάς σα φάρος στη φουρτούνα
σκορπώντας γύρω σου το φως που καίει
κι’ ανέσπερο φωτίζει όλη τη χώρα.
Τούτη την ώρα
που πολεμάς με τη ψυχή στο στόμα
μες των αφρών τη λύσσα που σε πνίγει
των ματωμένων όργιων τη λύσσα
κάθε παλμός μας
και σκέψη μας για σένα
ω Αθήνα, Αθήνα
σύμβολο αιώνιο λεύτερων Ανθρώπων!

Αύγουστος 1944

ΑΠ. Σ. ΣΠΗΛΙΟΣ

Από τη μπροσούρα «ΕΑΜ - Ανατολικές συνοικίες Αθήνας 1941-1945», έκδοση 6ου τομέα του ΕΑΜ Αθήνας, 1945.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

"Παιδικισμός ή το παραμύθι της άσπρης αρκούδας" - Ένα διαχρονικά επίκαιρο δοκίμιο του Κώστα Βάρναλη


Μια φορά κ' έναν καιρό ανέβηκε ένας χωριάτης σ' ένα ψηλό και μακρινό βουνό να συμβουλευτεί κάποιο μάγο, πώς θα μπορέσει να γίνει πλούσιος. Ο μάγος του είπε: άμα γυρίσεις στο σπίτι σου, να πάρεις μια χύτρα με νερό, να τη βάλεις απάνου στη φωτιά και την ώρα που θ'  αρχίσ'  η βράση να ρίξεις μέσα μια φούχτα αλάτι.

Καθώς ο χωριάτης κατέβαινε το βουνό με την πολύτιμη συνταγή, συλλογιζότανε, πως η συνταγή αυτή είτανε πολύ απλή. Κι άρχισε να πονηρεύεται. Στάθηκε λοιπόν μια στιγμή και γυρίζοντας το κεφάλι του προς την κορφή, όπου στεκότανε ο μάγος, τόνε ρώτησε με όλη τη δύναμη της φωνής του :

-Μήπως έχει κι άλλο τίποτα να κάνω;

-Αφού επιμένεις, σου το λέω. Την ώρα που θα ρίχνεις τ' αλάτι, να μη βάλεις στο νου σου την... άσπρη αρκούδα.

Όσο λοιπόν μπόρεσε ο χωριάτης να μη θυμάται την άσπρη αρκούδα κάθε φορά, που έκαμνε και ξανάκαμνε τα μάγια του, άλλο τόσο θα μπορέσει ένας λογικός και μορφωμένος άνθρωπος να ξεχάσει τη λογική του, τις γνώσεις του και την πείρα του και να γίνει μωρό την ώρα που δημιουργεί. Αλλ' ένας από γεννησιμιό του μωρός είναι πολύ εύκολο να μείνει «τοιούτος» σε όλη του τη ζωή.

Με αυτό το παραμύθι και αυτό το ηθικό δίδαγμα, ο Κώστας Βάρναλης ολοκληρώνει το δοκίμιο με τίτλο «Παιδικισμός ή το παραμύθι της άσπρης αρκούδας», το οποίο αποτελεί μέρος των «Αισθητικών-Κριτικών», όπως συγκεντρώθηκαν αργότερα. Σύμφωνα με τον Τάσο Βουρνά δημοσιεύθηκε ως χρονογράφημα στην εφημερίδα «Πρωΐα» τον Ιούνιο του 1941[1, 2].

Ακολουθεί το δοκίμιο το οποίο επιβεβαιώνει ακόμη και σήμερα τον ποιητή για την αναγκαιότητα να βρεθεί επιστημονική εξήγηση (βλ. σημ. 1) τουλάχιστον για το θέμα του  «παλιμπαιδισμού», ως νοσηρό αποτέλεσμα του χρόνιου ξεπεσμού μας.

 
Όταν οι λαοί χάνουν τα νερά τους (σε περιόδους χρόνιου ξεπεσμού ή ξαφνικών ανατροπών) ζητούνε συνήθως τη σωτηρία τους με τη «φυγή» από την πραγματικότητα. Το σύνθημα της φυγής το δίνουνε οι κατώτεροι των περιστάσεων πνευματικοί ηγέτες, που με την λιγοψυχία τους και την ανεπάρκειά τους αυξάνουν τη σύγχυση και τον πανικό του κοινού.

Η «φυγή» αυτή κατευθύνεται ή προς τα «καλά περασμένα» ή προς το «Εγώ» του καθενός. Η πρώτη φυγή είναι ένα είδος Ψυχοσάββατου : ομαδική έξοδο των ζωντανών προς τους τάφους. Οι λογιότατοι, που πιάνουνε το Έθνος από το λαρύγγι και του χώνουνε το κεφάλι μέσα στο παχνί της αττικής διαλέκτου για να γίνει άνθρωπος∙  οι Κάτωνες, που θέλουνε να ξαναχυθεί η ζωή στα καλούπια των απλών ηθών και του πατριαρχικού βίου των προγόνων οι Αρνητάδες (Αποστολάκης [3] κλπ.) που ζητούνε να ξαναγίνουμε παιδιά για να ξαναβρούμε το σωστό μας δρόμο, είναι όλοι αντιπροσωπευτικοί τύποι της...ψυχοσαββατιάτικης «φυγής». Είναι οι κλασικοί τύποι του «κοσμοδιορθωτού» στις εποχές του χρονίου ξεπεσμού.

Η φυγή προς το «Εγώ» είναι φυγή, φυσικά, εγωιστική. Το κάθε άτομο κοιτάει να σωθεί μοναχό του αδιαφορώντας για τους άλλους. Προσπαθεί και κατορθώνει να κλείσει τη ζωή του μέσα στον ελεφάντινο πύργο του, μακριά από κάθε γείτονα, όσο το δυνατό ακινδυνότερα και χωρίς ευθύνες. Ο διανοούμενος, που αφοσιώνεται στην εκστατική θεώρηση των αιωνίων και απολύτων ουσιών∙ ο ποιητής, που σιχαίνεται το ανίερο πλήθος και παραληρεί «αινιγματώδη έπη», όπως λέγει ο Αισχύλος∙ ο υλοζωιστής, που ρίχνεται με τα μούτρα στην άκρατη απόλαυση των αισθησιακών ηδονών, είναι οι κυριότεροι αντιπροσωπευτικοί τύποι της εγωιστικής φυγής.

Το κήρυγμα του «εκπαιδικισμού» (αυτό, που θα μας απασχολήσει εδώ) είναι κυρίως αισθητικό. Αποτείνεται στους συγγραφείς και στους καλλιτέχνες και τους... εξορκίζει να γίνουνε παιδιά για να μπορέσουν έπειτα να «εκπαιδικοποιήσουν» πνευματικά το Έθνος! Η «επιστροφή» στην παιδική ηλικία σημαίνει: «Να γίνετε αγνοί, απλοϊκοί, φρέσκοι σαν τα βρέφη και σαν τα νήπια. Να τα βρίσκετε όλα καινούργια, πρωτόφαντα, πρωτόπλαστα. Να ζείτε τον μέσα σας και τον έξω κόσμο όχι με το μυαλό σας σαν πράγματα, που δέχονται εξήγηση, παρά με τα ένστιχτά σας σαν θαύματα, που είναι μυστήρια, και που τα κρατάτε παντοτινά κάτου από το κατώφλι της συνείδησης. Κι αφού θ' αποκαθαρθείτ΄ εσείς και θα εξαγνισθείτε, τότε θα οδηγήσετε και την ψυχή του Συνόλου με δεμένα τα μάτια κατ' ευθείαν στον παράδεισο του... «Νάνι-νάνι» !

Το σύνθημα αυτό του θεληματικού αγνωστικισμού δεν είναι ντόπιο. Το είχε βγάλει «εις περίπατον» πριν από 170 χρόνια ο Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ και οι οπαδοί του θεωρούσανε τον καλλιτέχνη για άνθρωπο, που παραμένει σ' όλη του τη ζωή παιδί∙  που διατηρεί τη φρεσκάδα και τον αυθορμητισμό των πρώτων του εντυπώσεων. Αυτός δεν γίνεται ποτές μπλαζέ και δεν προσαρμόζεται με το περιβάλλον του. Περιφέρει ακατάπαυτα απάνω στον κόσμο τ' αθώα του μάτια και την απλοϊκή του περιέργεια, πάντα θαυμάζοντας και πάντα ξαφνισμένος. Και με το πνεύμα του το μυθομανικό, το εξωλογικό και εξωηθικό δε σκέφτεται, αλλά προφητεύει.

Το περίεργο όμως είναι, πως κανείς μεγάλος δημιουργός δεν παρουσίασε την κλινικήν αυτήν εικόνα. Όλοι τουλάχιστον οι μεγάλοι τα μυαλά τους τα είχανε πεντακόσια από το Σοφοκλή ίσαμε τον Γκαίτε, από τον Τολστόη ίσαμε τον Ίψεν και το δικό μας το Σολωμό, που τον προβάλλουνε τάχα για υπόδειγμα μεγάλου παιδιού. Κανένας απ' αυτούς δεν είχε στη ζωή του και στο έργο του τον παιδιάτικο ενορμητισμό. Όλοι τους δουλεύανε με όλες τους τις γνώσεις και όλη τους την πείρα και όλες τους τις ψυχικές δυνάμεις «με καιρό και με κόπο» για να πετύχουν το «νόημα της τέχνης».

Κανείς φυσιολογικός άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει από μέσα του τις γνώσεις και την πείρα του για να ξαναγίνει παιδί. Υπάρχουν όμως και αρρώστειες, που έναν ώριμο άνθρωπο τον κάνουνε πραγματικά παιδί. Είναι ή αρρώστεια του εκπαιδικισμού» (καθυστερημένη σωματική και διανοητική ανάπτυξη, φυσιολογική ανικανότητα) και η αρρώστεια του «παλιμπαιδισμού», τα ξαναμωράματα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Κώστας Βάρναλης σε προλογικό του σημείωμα για τα «Αισθητικά» γράφει:
«Η σειρά των αισθητικών αυτών άρθρων (τα περισσότερα) δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρωία» επί Διχτατορίας. Φυσικό είταν ό,τι απαγορευότανε να λεχτεί, να λέγεται με τρόπο.
Τα ξανακοίταξα –όσο είτανε μπορετό.
Στον καιρό τους κινήσανε το ενδιαφέρο των ανθρώπων της Τέχνης και του Λόγου. Ελπίζω πως τα θέματα που θίγω, εξακολουθούνε να κινούνε το ενδιαφέρο των σκεπτομένων και τη σκέψη των ενδιαφερομένων. Πάντως σ΄ όλα τα θέματα τούτα ζητιέται εξήγηση επιστημονική (κοινωνιολογική) με μέθοδο επιστημονική (διαλεχτικός υλισμός).»
[2] Η εφημερίδα «Πρωία» (1925-1941) ιδρύθηκε από τους γιους του Ιωάννη Πεσμαζόγλου, Στέφανο και Τζόνη και στεγαζόταν στην ομώνυμη στοά της Αθήνας. Παρά τις καλές σχέσεις των οικογενειών Μεταξά και Πεσμαζόγλου, η εφημερίδα δυσαρέστησε τον δικτάτορα, καθώς η στάση της εξελίχθηκε, προϊούσης της λογοκρισίας, σε εχθρική προς το καθεστώς. Ο Μεταξάς αντέδρασε, βάζοντας τον Μανιαδάκη να βιαιοπραγεί συχνά κατά των εκδοτών –κυρίως του Στέφανου.
Οι σχέσεις φαίνεται να αποκαταστάθηκαν με την κήρυξη του πολέμου, οπότε ο Στέφανος Πεσμαζόγλου θεώρησε ότι το «ΟΧΙ» πλάσθηκε παράλληλα από το λαό και τον δικτάτορα, αναγνωρίζοντας τον πατριωτισμό του Μεταξά.
Οι συντάκτες της εφημερίδας, μεταξύ αυτών και ο Κώστας Βάρναλης, χαρακτηρίζονταν από αγωνιστικότητα, ήθος και όραμα.
[3] Προφανώς ο Βάρναλης αναφέρεται στον Γιάννη Αποστολάκη, ενός εκ των εκδοτών του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα» (1927-1930), το οποίο δημιουργήθηκε ως αντίβαρο προς τις μαρξιστικές απόψεις των περισσότερων λογοτεχνών της εποχής. Ο Γιάννης Αποστολάκης ήταν και γνωστός πολέμιος του Κωστή Παλαμά.
ΠΗΓΕΣ
-Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά-Κριτικά-Σολωμικά, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 188-190.
-Κώστας Χατζηπατέρας-Μαρία Φαφαλιού, Μαρτυρίες ΄40-΄41, Κέδρος, Αθήνα, 1988, σελ. 45.
-Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τ. Γ΄, Πατάκης, Αθήνα, 1999, σελ. 209-225.

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: «Εύχομαι για την καλήν αντάμωση όλου του κόσμου»


«Και μόνο που υπάρχω, έχω περίσσευμα. Υπάρχουνε πλούσιοι ενδεείς κι ενδεείς πολύ πλούσιοι, όπως εγώ. Το σώμα μου έτυχε να 'ναι γεμάτο παράθυρα χύθηκε μέσα μου ήλιος πολύς κι ο χρυσός μου περίσσεψε» (ανέκδοτο Νικηφόρου Βρεττάκου).

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1/1/1912 - 4/8/1991) αφιέρωσε τη ζωή και τη δημιουργία του στην αλήθεια, στην αγάπη, στο φως και τον αγώνα του ανθρώπου για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Η ποίησή του, πλημμυρισμένη από βαθύ ανθρωπισμό, συνδυάζει το ρεαλισμό με τη λυρική έξαρση και τη βαθυστόχαστη κριτική ματιά, με την απόλυτη συναίσθηση ότι ασκεί υπεύθυνα ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό λειτούργημα, το λειτούργημα του πνευματικού δημιουργού. Το φως που πλημμυρίζει το έργο του δεν ήταν για εκείνον μόνο το φως του ήλιου, αλλά και «το φως κάθε δίκαιας πράξης». Ο ίδιος πίστευε πως «ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο... Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις παραστάσεις της. Είτε το θέλει είτε όχι είναι φτιαγμένος από τη "μοίρα" του να είναι ο ευαίσθητος δέκτης τους». Και αυτό το αποδεικνύει μέσα από το μεγάλο έργο του.

Γράμμα στον άνθρωπο
της πατρίδας μου

...Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ' εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!

Ποτέ δεν λείπεις

«Νικηφόρε, όσα τραγούδησες σε τραγουδάνε/ Ποτέ δε λείπεις/ Πάντα παρών στο πόστο σου/ στη μέσα πύλη της Ελλάδας, ορθός/ με τη λόγχη του στίχου σου/ ευγενικός δακρυσμένος φρουρός της Ποίησης και της Ελευθερίας». Μ' αυτούς τους στίχους τελειώνει το ποίημα που έγραψε στις 25 Ιούνη 1974 ο Γιάννης Ρίτσος για να τιμήσει τον «μόνιμο συνομιλητή με τον ήλιο» ποιητή, φίλο και συναγωνιστή του Νικηφόρο Βρεττάκο.

Σε όλο σχεδόν το έργο του Λάκωνα ποιητή δεν διαφαίνεται μόνον η απαράμιλλη ποιητική δεξιοτεχνία του, αλλά αποτυπώνονται ολοκάθαρα οι σκέψεις και οι επιθυμίες του για μιαν ιδανική ανθρώπινη κοινωνία και κυρίως καθρεφτίζεται ολοζώντανα ο κόσμος της ψυχής του, ένας κόσμος απέραντος, κατακλυσμένος από ευγένεια, ευαισθησία, τρυφερότητα, θλίψη «Επιστρατέψετε την αιωνιότητα, ανάβοντας τ' άστρο: "Αγάπη". Επιστρατέψετε την αιωνιότητα, ανάβοντας ψηλότερα απ' όλα, πάνω από το έτοιμο βάραθρο, το άστρο: "Ανθρώπινο μέτωπο!"... ...Σας παρακαλούμε: Αφήστε μας τα πράγματα. Μη μας τα καίτε. Αφήστε τα έντομα να βρίσκουνε τα Ανθη τους», αλλά και ταυτόχρονα πλημμυρισμένος από αγάπη... «Εν Αρχή ην η Αγάπη... μελωδούσε γιομίζοντας το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη Αρπα καθώς σ' έπαιρνε ο ύπνος» και κυρίως αισιοδοξία... «Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι»...

Οπως εκείνος ξέρει, μέσα από την ποιητική του πένα και με οδηγό τη μεγάλη ευαισθησία του, παίρνει θέση απέναντι σε όσα συντελούνται γύρω του. Στα δύσκολα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης στάθηκε στο πλευρό του μαχόμενου λαού. Η ένοπλη ιμπεριαλιστική επέμβαση το Δεκέμβρη του 1944 και ο αγώνας του λαού της Αθήνας να διαφεντέψει τη μοίρα του τόπου γίνεται η πηγή έμπνευσης της μεγάλης ποιητικής του σύνθεσης «33 μέρες» - γραμμένη σε πεζό - που αποτελεί ύμνο στους αγώνες του θρυλικού λόχου φοιτητών «Λόρδος Βύρων».

-- Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας! Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας!
Αδέρφια μας όλου του κόσμου.
Η σημαία μας κυματίζει ακόμα.
-- Ελευθερία ή θάνατος!

Η δεύτερη αυτή περίοδος της συγγραφικής δραστηριότητας του Νικηφόρου Βρεττάκου (1939-1950) χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία, πνεύμα αγωνιστικότητας και επίτευξη συμφιλίωσης με το θάνατο. Ο ποιητής, δεχόμενος έντονη επίδραση από τα σημαντικά ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εποποιία του Αλβανικού Μετώπου, Κατοχή, Εμφύλιος), εμπνέεται και συνθέτει εξαιρετικούς στίχους. Θεωρεί την Εθνική Αντίσταση, στην οποία έλαβε μέρος και ο ίδιος, ως συνέχιση των Αγώνων του 1821, η δε αυτοθυσία των νεαρών αγωνιστών προκαλεί βαθύτατη συγκίνηση στην ψυχή του.

Ελεγείο πάνω στον τάφο
ενός μικρού αγωνιστή

Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ' όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους
και τις πολιτείες μας
Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Εχουμε πατρίδα.
Εχω κρατήσει μέσα μου τη ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου.
Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε,
κ' έρχονται στο μυαλό μου
κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα
που μοιάζουνε
σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο
- έτσι μας μίλησε η καρδιά σου.

Ενα άλλο σημαντικό έργο του Ν. Βρεττάκου, πεζό αυτή τη φορά «Το αγρίμι» γράφτηκε στη διάρκεια της Κατοχής σ' ένα είδος ημερολογιακών σημειώσεων: Αυτοψυχογραφία και ταυτοχρόνως χρονικό, εκφράζει τόσο την υποκειμενική όσο και την αντικειμενική πραγματικότητα που έζησε και είδε ο Νικηφόρος Βρεττάκος εκείνα τα χρόνια, χωρίς καμία μυθιστορηματική προέκταση ή ανάπλαση. Το κείμενο έχει διατηρήσει την πιστότητα ενός προσωπικού ημερολογίου στο οποίο καταγράφονταν από τη μία οι αντιδράσεις και τα συναισθήματα του συγγραφέα κι από την άλλη τα γεγονότα που διαδραματίζονταν γύρω του.

«Μπροστά στο ίδιο ποτάμι» είναι ο τίτλος του βιβλίου στο οποίο ο Νικηφόρος Βρεττάκος εξιστορεί δραματικές περιπτώσεις παιδιών, θυμάτων πολέμου και κοινωνικών θυμάτων που ο ποιητής γνώρισε από κοντά, ζώντας σε μια διεθνή παιδούπολη επί τρία ολόκληρα χρόνια. Γράφτηκαν το 1972 όταν πλέον ο Ν.Β. ζούσε στο Παλέρμο. Ενα από τα διηγήματα της συλλογής, το "Πήλινο πουλί" επί πολλά χρόνια περιλαμβανόταν στο "Αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού" στη Γερμανία.

«Ευχαριστώ τη ζωή για την καλή μας αντάμωση. Εύχομαι για την καλήν αντάμωση όλου του κόσμου» (Νικηφόρος Βρεττάκος, «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου»).

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ - Ριζοσπάστης

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ, ο ποιητής των «συρμάτων» ζει στη Χίο...

Η σελίδα 2 του «Βιβλίου Κομμουνιστών» της Ασφάλειας Χίου, με πρώτο το όνομα του Φώτη Αγγουλέ και στήλες που περιέχουν βιογραφικά στοιχεία και τη δράση του ποιητή. Το βιβλίο ανακάλυψε ο Παντελής Στεφάνου.
Ο ποιητής των «συρμάτων». - Στο Δημοτικό Κήπο της Χίου βρίσκεται η προτομή του Φώτη Αγγουλέ. Λίγοι απ' τους επισκέπτες του αιγιοπελαγίτικου νησιού, μαζί δυστυχώς και λίγοι ντόπιοι, γνωρίζουν τη συμμετοχή του Φώτη Αγγουλέ στους πατριωτικούς και κοινωνικούς αγώνες, αλλά και την προσφορά του στα Ελληνικά Γράμματα. Το έργο του δεν προβλήθηκε - όχι τυχαία - ούτε στα σχολεία του νησιού. Τη «γνωριμία» όμως με τον Χιώτη ποιητή ανέλαβε να την κάνει στη νεολαία του ακριτικού νησιού, το Πολιτιστικό Τμήμα της Νομαρχιακής Επιτροπής Χίου του ΚΚΕ.

Ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε το 1910 στο Τσεσμέ της Μ. Ασίας και πέθανε στις 28 Μάρτη 1964. Εγκαταστάθηκε, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στη Χίο όπου ζούσε ως ψαράς. Στον πόλεμο κατέφυγε στη Μ. Ανατολή, όπου και κατατάχθηκε εθελοντής στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Οργανωμένος στην Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού (ΑΟΝ), γνώρισε διώξεις, φυλακές, στρατόπεδα, εξορίες, τόσο απ' τους Αγγλους όσο και από τις ελληνικές κυβερνήσεις, εξαιτίας της ένταξής του στο ΚΚΕ.

Ο «ποιητής των συρμάτων», κρατούμενος των Αγγλων στο στρατόπεδο Μπαρντίας της Μ. Ανατολής, μαζί με 15.000 Ελληνες δημοκρατικούς στρατιώτες και μέσα στο χαροπάλεμά του απ' την αρρώστια του άσθματος που τον βασάνιζε, γράφει αναπολώντας τη μορφή του Μπάιρον:
«Εμείς την εκτιμούμε τη φιλία / εμείς τη λευτεριά την αγαπούμε... / Μα τώρα που βάρβαροι οι δικοί σου / μας τυραννούν τι να τους πούμε;»
Ο Φώτης Αγγουλές αποφυλακίστηκε το 1956 μετά από οκτώ χρόνια. Γύρισε στη Χίο, που τη θεωρούσε του ξενιτεμού του «Πατρίδα». Με την υγεία του σοβαρά κλονισμένη από τις κακουχίες της φυλακής, κατατρεγμένος και βαθιά πληγωμένος, έβρισκε στέκι στο λιμάνι σε κάτι απόμερα ταβερνάκια και παρηγοριά στο πιοτό.
Ο Φώτης Αγγουλές (αρχείο Νίκης Κουτσουμπέκη -Καράλη)
Φίλοι παλιοί του συμπαραστάθηκαν, σύντροφοι στον αγώνα και τη ζωή. Ο εκδότης της εφημερίδας «Χιακός Λαός», το 1958, τον πήρε στο τυπογραφείο κι εκεί με τα ίδια του τα χέρια στοιχειοθέτησε τη συλλογή «Πορεία μέσα στη νύχτα» , που ήταν μια επιλογή από παλιά δημοσιευμένα και νέα ποιήματα. Τα μετέφερε και μετά τα τύπωσε στο τυπογραφείο του Ζήσιμου, όπου λίγα λίγα τα έδενε σε τόμους. Αλλα τα μοίραζε σε γνωστούς και φίλους, κι άλλα τα πούλαγε για χαρτζιλίκι. Ηταν η τελευταία ποιητική συλλογή που άφησε. Είχαν προηγηθεί, απ' το 1934 ακόμη, οι συλλογές «Αναβασιά», «Κραυγές στον ήλιο», «Μενεξέδες», «Εντελβάις», «Ο λαός της Πατρίδας μου», «Φλόγες του δάσους» και «Φωνές».

Απ' το 1964 που πέθανε, είχαν μείνει ξεχασμένα στο τυπογραφείο, για 39 ολόκληρα χρόνια, περίπου 1.000 αντίτυπα σε οχτασέλιδα. Από εκεί τα μάζεψαν οι σύντροφοι της ΝΕ της Χίου του ΚΚΕ και με την ευλάβεια που αρμόζει στο πνεύμα και στο στίχο του Φώτη Αγγουλέ, τα βάλανε σε τάξη κι αποτελειώσανε το έργο των χεριών του.

Το έργο του Αγγουλέ διαχρονικό, αγγίζει το σήμερα. Αν και στις πρώτες ποιητικές του δημιουργίες, διαφαίνεται ένας μελαγχολικός πεσιμισμός, στη φυλακή γράφει τα πιο αισιόδοξα ποιήματα, αφού μέσα στον αγώνα και στη στράτευση διαπιστώνει το πραγματικό νόημα της ζωής. Η φτώχεια, η ανεργία, η στέρηση, η ανασφάλεια, η βία, ο φόβος του πολέμου, ο θάνατος, που ήταν πηγές έμπνευσης του ποιητή, είναι τόσο επίκαιρα και καθημερινά σήμερα.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Νάρκισσος Ναπολέων Λαπαθιώτης




«Νάρκισσος», ένα πολύ όμορφο ερωτικό τραγούδι σε  ποίηση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και μουσική του Δημήτρη Μαραμή, ερμηνευμένο από τον τενόρο Κωνσταντίνο Κληρονόμο.

Απόψε αγάπησα τα μάτια μου
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη:
να 'ταν το φως, που μες στην κάμαρα,
τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει.

Να 'ταν το ρόδο τ' απριλιάτικο,
που τό 'xα βάλει στη γωνία
να μην το δω να παραδίνεται
στη βραδυνή την αγωνία;

Nα 'ταν αλήθεια το τριαντάφυλλο
που ξεψυxούσε στο ποτήρι
- ή κάποιοι πόθοι που με παίδευαν
και που είxαν απομείνει στείροι;...

το ρόδo που 'σβηνε, το πάθος μου,
το παραθύρι, που δεν κλείνω,
ή μήπως επειδή σε κοίταξαν
τόσο πολύ το βράδυ εκείνο;...

(Από το ένθετο cd του Τετράδιου Ανθολογίας "Κυριακές μες στο χειμώνα, Ρομαντικοί ποιητές του μεσοπολέμου" - σε ανθολόγηση Σωτήρη Τριβιζά).

Βίντεο και στίχοι από: kokkinos7gr