Όταν έπεσε η νύχτα ― μαζεύτηκες.
Κ' ήρθες τόσο κοντά, που δεν άφησες χώρο
ν' απλώνω τα χέρια μου. (Πλάθω πέτρες να φτιάξω
κεριά της ανάστασης). Μα δεν βλέπεις λοιπόν
πως η ώρα περνά, πως ο Θεός μου μετρά
τις μέρες, και βιάζομαι;
Πότε νάβγει ο ήλιος,
να σε στείλω, στο σύμπαν να μαζεύεις λουλούδια.
Να σε στείλω στην άνοιξη να μου φέρεις νερό.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου