Ποιος δε θυμάται τη Μάνα του Κριτσμή, που όταν μοιρολογούσε μακρόσυρτα
και γοερά αχολογούσε η άγρια χαράδρα του Τσιμόβου και το Σκλουπιώτικο
στενό; Ενα σύγκρυο διαπερνούσε τα κορμιά των στρατοκόπων, που
ανεβοκατέβαιναν τη σταχτόχρωμη ανηφόρα του Τσιμόβου και τις μενεξεδένιες
πλαγιές των Χουλιαράδων και του Πετροβουνιού. Οι αγωγιάτες της
Πράμαντας του Σιράκου, των Καλαριτών, του Μιχαλιτσιού και των
Μελισσουργών, όταν ανηφόριζαν το κακοτράχαλο Τσίμοβο βούλωναν τα κυπριά
των καραβανιών για ν' ακούνε το μοιρολόγι της Μάνας του Κριτσμή. Κι ήταν
τόσο θρηνητικό και σπαραχτικό το μοιρολόγι, που ριγούσε τα κορμιά, τη
χλόη και τα φύλλα των δέντρων.
Σου παραγγέλνω, μαύρης γης κι αραχνιασμένο χώμα,
αυτόν τον νιο που σου 'στειλα να μην τον αραχνιάσεις,
γιατί χαλάν τα νιάτα του, χαλάει η ομορφιά του.
Τα νιάτα χώμα γίνονται κι η ομορφιά χορτάρια
κι αυτά τα ζωγραφίσματα λουλούδια στα λιβάδια.
Ηταν
δεν ήταν δεκαοχτώ χρονών η Μάνα του Κριτσμή μ' ένα φύτρο στην κοιλιά
της όταν της έφεραν τον άντρα της, το Μητρο-Κιτσιο-Βασίλη, τσακισμένον
σ' όλο το κορμί και με το κεφάλι θρύψαλα τυλιγμένο σε δυο πετσέτες.
Είχαν τελειώσει τη λιθοδομή του τρίπατου σπιτιού του τσιορμπατζή της
Φαρκαδώνας και δούλευαν το σκελετό της στέγης για να τον καλύψουν με τις
σχιστόπλακες. Πατώντας ο Μητρο-Κιτσιο-Βασίλης σ' ένα σαρακοφαγωμένο
καδρόνι, που δεν έδειχνε σημάδι από σαράκι, βρέθηκε στο κενό. Το σώμα
του ανθρώπου είναι βαρύ απ' τη μέση και πάνω. Ετσι, ο
Μητρο-Κιτσιο-Βασίλης ήρθε με το κεφάλι κάτω και καρφώθηκε στ'
ασπρολίθαρα που 'χε κατεβάσει απ' τα νταμάρια του Κόζιακα ο τσιορμπατζής
για το χτίσιμο τ' αρχοντικού του...
Σαράντα μέρες που κρατάει η
«παρηγοριά» στα ηπειρωτικά χωριά η Μάνα του Κριτσμή δεν πάτησε το
κατώφλι του σπιτιού της για να βγει στην αυλή. Ο ήλιος δεν την είδε.
Ούτε και το λαμπερό αστέρι της αυγής. Μέσα στο σπίτι της σερνοκοπιούνταν
σαν πληγωμένη ελαφίνα. Ολα τα μοιρολόγια της Ηπείρου, που κάνουν να
κλαίνε τα βουνά και να ραγίζουν οι κάμποι τα 'πε μέσα απ' τα φυλλοκάρδια
της. Η μάνα της κι η πεθερά της τη συμβούλευαν να σκέφτεται και το
βλαστάρι, που μεγάλωνε μέσα της. Να μη βγει κανένα κακοσήμαδο, σιαπατηλό
και κακόγνωμο. Ο παπάς των Χουλιαράδων, ο πάπα - Σιόντης, που 'ταν και
ξομολόγος, προσπαθούσε κι αυτός με λόγια παραμυθίας να της καταπραΰνει
τον πόνο.
- Ο Θεός είναι μεγάλος παιδί μου, της έλεγε. Είναι μεγάλος. Κανέναν δεν έχει για χάσιμο.
-
Τον άντρα μου δεν τον έχασε, πάτερ; Απάντησε οργισμένα η Μάνα του
Κριτσμή. Πού 'ναι η μεγαλοσύνη του; Πώς θα μεγαλώσει αυτό το βομπίρικο;
Εννοώντας το βλαστάρι που 'χε μέσα της. Ποιον θα φωνάξει «πατέρα;».
-
Το ότι θα μεγαλώσει και θα γίνει άντρακλας, σαν τον άντρα σου, δε θέλει
κουβέντα, απάντησε ο πάπα - Σιόντης. Μόνο που δε θ' αρθρώσει τη λέξη
«πατέρας». Αυτό είναι το λυπηρό... Τι να κάνουμε όμως;... Πέρα απ' το
θέλημα του Θεού δεν μπορούμε να πάμε.
- Και το θέλημα του Θεού,
πάτερ, είναι να χηρεύει γυναίκες και να ορφανεύει τα παιδιά; Ρώτησε
αγανακτισμένη πάλι η Μάνα του Κριτσμή.
- Τέκνον μου, οι διαλογισμοί μας ας μην εμπεριέχουν το σπέρμα της αμφιβολίας. Ο Θεός είναι μεγάλος. Πολύ μεγάλος.
-
Πάτερ, είπε η Μάνα του Κριτσμή, εγώ, εγώ ο άνθρωπος είμαι ο μεγάλος κι
όχι ο Θεός. Εγώ είμαι ο μεγάλος, που θα μεγαλώσω ένα ορφανό παιδί. Και
πώς θα το μεγαλώσω εδώ πάνω στον ξερόβραχο, που λέγεται Χουλιαράδες;...
Το ριζικό μου ήταν αυτό. Να μεγαλώσω ένα ορφανό, θα το μεγαλώσω όμως και
θα το παραδώσω στην κοινωνία με τις πανανθρώπινες ιδέες που 'ναι η
Ισότητα, η Ειρήνη κι η Αδελφοσύνη.
Ο όρκος ήταν βαρύς κι η Μάνα
του Κριτσμή τον τήρησε μ' ευλάβεια και στο ακέραιο. Μεγάλωσε το ορφανό
και το παρέδωσε στην κοινωνία για να την υπηρετήσει. Το παρέδωσε ν'
αγωνιστεί για την Ισότητα, για την Ειρήνη και για την Αδερφοσύνη. Το
παράδωσε ν' αγωνιστεί για μια κοινωνία που να μην έχει την εκμετάλλευση
του ανθρώπου από άνθρωπο.
Ο Κριτσμής απόδειξε τα πιστεύω του. Αυτά
που του 'χε μάθει η χήρα μάνα του. Τα χρόνια της τριπλής Κατοχής ήταν η
δοκιμασία. Στα χρόνια της Κατοχής δοκιμάστηκαν οι χαρακτήρες κι οι
συνειδήσεις των ανθρώπων. Ο Κριτσμής δεν πήγε με τον Ζέρβα, που μοίραζε
τις λίρες των Εγγλέζων. Μ' ένα σακούλι λίρες τον θυμιάτιζε ο υπεύθυνος
της οργάνωσης του Ζέρβα στην πλατεία του χωριού για να τον δελεάσει. Ο
Κριτσμής όμως στεκόταν βράχος στις πεποιθήσεις του. Στο σχολειό είχε
μάθει απ' το δάσκαλό του, τον Βασίλη Σούλη που στη Μικρασιατική
Καταστροφή είδε κατάματα την προδοσία των Αγγλογαλλοϊταλών σε βάρος της
Ελλάδας, ότι το χρήμα πουλάει τον άνθρωπο. Τον εξευτελίζει, τον
ξεγυμνώνει και τον αφήνει χωρίς υπόληψη.
«Τριάντα αργύρια πούλησαν
και το Χριστό, έλεγε. Κι ο Ιούδας τι απόγινε; Χάθηκε από το πρόσωπο της
γης». Γι' αυτό κι ο Κριτσμής ακολούθησε την πρώτη ομάδα του ΕΛΑΣ που
'φτιαξε ο Κώστας Μίντζας απ' τους Καλαρίτες. Στην ομάδα αυτή ο Κριτσμής
διακρίθηκε για τις θυελλώδεις εξορμήσεις του κατά των Γερμανών. Γι' αυτό
τον είπαν και «θύελλα». Διακρίθηκε για την αφοβιά του. Γι' αυτό τον
είπαν κι «Αφοβο». Οι δε Γερμανοί που 'χαν μάθει τ' όνομά του τον φώναζαν
«Κριτσμ, Κριτσμ, Κριτσμ!».
Σαν Διγενής Ακρίτας φάνταζε πάνω στα
κοτρόνια του Τσιμόβου με τ' οπλοπολυβόλο στον ώμο ν' ανιχνεύει τις
δημοσιές του Κουτσελιού, του Χαροκόπου και των Κατσανοχωρίων, απ' όπου
θα μπορούσαν να ξεμυτίσουν οι Ναζίδες.
Στον τρίχρονο πόλεμο με
τους Γερμανούς φασίστες και στις συγκρούσεις με τον Ζέρβα, ο Κριτσμής
έδωσε τον καλύτερο εαυτό του. Ανάδειξε την παλικαριά του, την ευφυία
του, τη στρατηγική του. Για τις ανδραγαθίες του αυτές το Γενικό
Στρατηγείο του ΕΛΑΣ τον προήγαγε σ' ανθυπολοχαγό.
Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, που όριζε την παράδοση των όπλων, ο Κριτσμής δε συμφώνησε.
-
Μπορεί να συμφώνησαν αυτοί που συμφώνησαν, είπε, αλλ' ο Κριτσμής δε
συμφώνησε... Εσκασε ένα οπλοπολυβόλο στην πλάτη κι έγινε άφαντος μαζί με
τους Μιντζαίους. Οι αντάρτες έμειναν σαστισμένοι να τον κοιτάζουν....
Οι Μιντζαίοι κι ο Παλιούρας απ' τα Θοδώριανα συγκρότησαν την πρώτη ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού στα Τζουμέρκα....
Αύγουστος
αδελφοκτόνος, που τον επέβαλαν Αγγλοι, Αμερικανοί και βασιλιάς. Οι
μάχες στο Γράμμο έδιναν κι έπαιρναν. Σταματημό δεν είχαν. Τη μέρα ο
Γράμμος βούλιαζε στους καπνούς και στον κουρνιαχτό. Τη νύχτα λαμπάδιαζε
απ' τις φλόγες, που ξερνούσαν οι όλμοι και τα κανόνια. Νύχτα και μέρα
καίγονταν το πελεκούδι. Η κόλαση, που κόνεψε στην Ελλάδα, ωχριούσε
μπροστά σ' αυτό το καθημαγμένο τοπίο. Ενας τέτοιος Αύγουστος ρήμαξε πριν
από είκοσι εφτά χρόνια τη μενεξεδένια γη της ευφορίας, τη Μικρασία,
ύστερα απ' την προδοσία των Αγγλογαλλοϊταλών, που ύφαιναν μαστορικά
στους αργαλειούς της προδοσίας.
Η καυτή λάβα που ξερνούσαν τ' αμερικάνικα κανόνια, οι όλμοι, τα μυδράλια κι οι βόμβες ναπάλμ, λύγισαν το Γράμμο.
«Ο Γράμμος έπεσε. Επεσε ο Γράμμος».
Αυτή
τη θλιβερή είδηση την άπλωσαν πάνω σ' όλη τη χώρα τα σκιαγμένα πουλιά
της αυγής. Αυτό το βαρύ, τ' ασήκωτο πένθος δεν ταίριαζε στον ελληνικό
λαό. Το ταίριαξαν όμως οι πουλημένοι της χώρας μαζί με τους «συμμάχους».
Το ταίριαξαν αυτοί που πουλούν και την ψυχή τους.
Οι μαχητές του
Γράμμου μπαρουτοκαπνισμένοι, τσακισμένοι κι αλλόφρονες διάβηκαν τις
οριοθετημένες γραμμές των συνόρων και πέρασαν σε φιλόξενες χώρες
κοντινές και μακρινές.
Χρειάστηκαν χρόνια, ώσπου να 'ρθουν τα
πρώτα μηνύματα των Πολιτικών Προσφύγων; Το πρώτο μήνυμα, που 'φεραν οι
χιονισμένοι βοριάδες απ' τις στέπες της Ρωσίας ήταν για τους
Μιχαλιτσιώτες.
«Οι Λαγαίοι κι ο Μπουμπουγιάννης, έλεγε, είναι στη μακρινή Τασκέντη».
«Πού 'ναι η Τασκέντη; Πού 'ναι; Αναρωτιόνταν οι Μιχαλιτσιώτες».
Κανένας
όμως δεν ήξερε να πει. Ο δάσκαλος, ο Σωτήρης Παπαγεωργίου, ξεδίπλωσε
έναν παγκόσμιο χάρτη και ψάχνοντας μαζί με τον γραμματέα της κοινότητας
το Μήτσιο Γεώργαινα, όλο κατά τ' ανατολικά, βρήκαν στα βάθη της Ανατολής
την Τασκέντη.
- Μα αυτή ήταν κι η πορεία του Μέγα Αλέξαντρου, είπε ο Γιώργος Δ. Κοσμάς που 'χε απομνημονεύσει τη φυλλάδα του Μέγα Αλέξαντρου.
- Τα χνάρια δε σβήνουν ποτές κι οι νεότερες γενιές τα 'χουν για οδηγό, απάντησε ο δάσκαλος.
Δεύτερο μήνυμα, πάλι για το Μιχαλίτσι.
«Ο
Γιώργος Νίκο Κώστας, είναι στη βορινή Πολωνία. Αυτός, έλεγε το μήνυμα,
έχει το μέτωπο κομματιασμένο, από θραύσματα όλμου και συναρμολογημένο
ανάκατα απ' το μεγάλο χειρουργό, τον Πέτρο Κόκκαλη, που 'σωσε
εκατοντάδες μαχητές απ' το θάνατο της σηψαιμίας».
Το τρίτο μήνυμα ήταν για τους Καλαρίτες.
«Οι Μιντζαίοι, ο Μπελεβέντης, ο Περιστέρης κι άλλοι Καλαριτιώτες, έλεγε, είναι κι αυτοί στη μακρινή Τασκέντη».
Τέταρτο
μήνυμα, δέκατο μήνυμα, εκατοστό μήνυμα, χιλιοστό μήνυμα. Χιλιάδες
μηνύματα πέταξαν άλλα απ' τη Βουλγαρία, άλλα απ' τη Ρουμανία, άλλα απ'
την Ουγγαρία, άλλα απ' την Τσεχοσλοβακία, άλλα απ' την Πολωνία, άλλα απ'
τη Ρωσία και σα χελιδόνια γέμισαν τον ουρανό της Ελλάδας.
Ανακουφίστηκε ο κόσμος, αναθάρρησε κι απόθεσε την ελπίδα του στον επαναπατρισμό των μαχητών.
Στη
μάνα του Κριτσμή κανένα μήνυμα δε φέρνουν οι βοριάδες και τα χιόνια,
που κατεβαίνουν μ' ορμή πάνω απ' τις στέπες της Ρωσίας. Αυτή, όμως,
απαντέχει. Η απαντοχή της είναι ψηλό βουνό, σαν το Γράμμο. Οπου βρεθεί,
όπου σταθεί κι όπου συναντήσει τους στρατοκόπους και τους αγωγιάτες των
Τζουμέρκων, ρωτάει:
- Μην είδατε το γιο μου, τον Κριτσμή;
- Οχι. Δεν τον είδαμε, της απαντούν.
Αυτή τότε κατεβάζει το μαύρο τσεμπέρι στα μάτια της κι αρχίζει το κλάμα και το μοιρολόι. Οσοι ξέρουν το δράμα της της απαντούν:
- Οπου να 'ναι έρχεται.
Αμέσως σηκώνει το τσεμπέρι. Και με φωτεινό πρόσωπο και λαχταριστή φωνή ρωτάει:
- Αλήθεια;
- Ναι, ναι. Αλήθεια της απαντούν και ταχύνουν το βήμα τους για να την αποφύγουν.
Μια
μέρα Τρίτη, μέρα σημαδιακή και φαρμακερή ήρθε και σ' αυτήν το μήνυμα
απ' τη μακρινή Τασκέντη. Το 'στειλε ο Γιώργος Αναγνωστάκης, ο καπετάν
Καταχνιάς, σ' εφτασφράγιστο γράμμα του, στον πρόεδρο της Κοινότητας
Χουλιαράδων.
«Σύντροφε πρόεδρε:
Τον Κριτσμή να μην τον
ψάχνετε και να μην τον καρτερείτε. Τον είδαμε από 'να μετερίζι να τον
κλαδεύει μια ομάδα μαυροσκούφηδων, που 'χαν γι' αρχηγό τους έναν
ξανθόμαλλο Εγγλέζο, στην αυλή μιας σκύλας γριάς, κατά της Μεσοχώρας τα
μέρη. Η γριά που τον έκρυβε στο ταβάνι του σπιτιού της τον πρόδωσε για
πέντε λίρες. Πρώτα του κλάδεψαν τα χέρια στους αγκώνες. Υστερα στους
ώμους. Μετά του πριόνισαν τα πόδια στα γόνατα. Κι ύστερα άρχισαν να
κλοτσούν το κουφάρι του, που καθώς σφάδαζε πότιζε με το αίμα του την
πλακόστρωτη αυλή. Εμείς, πρόεδρε, θα γυρίσουμε στην πατρίδα. Προσωρινή
είναι η υπερορία μας. Οι ρίζες μας είναι αυτού, στη γλυκιά πατρίδα. Τα
δέοντα σ' όλους τους Τζουμερκιώτες. Καλή αντάμωση.
Συντροφικά
Γ. Καταχνιάς»
...
Η μάνα του Κριτσμή δεν άντεξε το μαρτύριο του γιου της, που 'φερε το
μήνυμα του καπετάν Καταχνιά. Σάλεψαν τα λογικά της. Μια νύχτα άναστρη,
με πηχτό σκοτάδι, σκαρφάλωσε στην κορφή του καμπαναριού της Αγια -
Παρασκευής, χωρίς να την πάρουν είδηση ούτε τα νυχτοπούλια. Εκεί
μαζεύτηκε κουβάρι. Κι όταν στο σκόλασμα της εκκλησιάς η πλατεία γέμισε
από χωριανούς η Μάνα του Κριτσμή όρθωσε τη μαύρη σιλουέτα της, άνοιξε
διάπλατα τα χέρια της, σαν το καπλάνι του Ολύμπου στα μεσούρανα και
φώναξε:
- Ε! Χωριανοί! Πάω να βρω το γιο μου, τον Κριτσμή. Καλή αντάμωση στον Κάτω Κόσμο...
Νίκος Κοσμάς
Ο Νίκος Β. Κοσμάς γεννήθηκε στο Μιχαλίτσι
Ιωαννίνων το 1920. Τελείωσε το Γυμνάσιο «Ζωσιμαία Σχολή» και τη
«Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία» Ιωαννίνων. Μαθητής δημοσίευσε ποιήματα
και φιλολογικές συνεργασίες στο Γιαννιώτικο Τύπο.
Από μαθητής στο
Γυμνάσιο προσχώρησε στο προοδευτικό κίνημα. Ελαβε μέρος στη μεγάλη
μαθητική απεργία της «Ζωσιμαίας Σχολής» το Μάρτη του 1936. Στην Κατοχή
πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Υπηρέτησε δάσκαλος στη Θεσσαλονίκη, στη Χίο, στον Πειραιά και στην Αθήνα.
Η αγάπη του για το λαό, απ' τον οποίο προέρχεται, τον έσπρωξε στη μελέτη του λαϊκού βίου.
Τα
βιβλία Λαογραφικά, Ιστορικά, Γλωσσικά και Λογοτεχνικά που εξέδωσαν
διάφοροι Εκδοτικοί Οίκοι ανέρχονται στον αριθμό 25. Οχτώ από το χώρο της
Ηπείρου, εννιά από το χώρο της Μακεδονίας και εννιά μελέτες του είναι
δημοσιευμένες σε διάφορα επιστημονικά περιοδικά.
Για την επίδοσή
του αυτή βραβεύτηκε το 1983 από την Ακαδημία Αθηνών. Είναι μέλος της
«Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας», της «Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών»
και της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών». (Ριζοσπάστης, 12/10/2003)
---Στη φωτογραφία η Βέρα Μπαρανόφσκαγια σε στιγμιότυπο από την ταινία του Β. Πουντόβκιν "Η Μάνα" (1926).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου