Ο ποιητής Παύλος Ρούφας
Μπορεί η ποίηση σε περιόδους βαθειάς καταχνιάς, απόγνωσης ,απόλυτης
παράδοσης να ενσταλάξει την απαντοχή; Την ελπίδα;Τη δράση; Να
ξανακουρδίσει το χαλασμένο ρολόι της ύπαρξης; Να ξαναμαζέψει τα ατάκτως
ειρημένα και στη ματωμένη μνήμη, να ξαναχτίσει η εμπειρία μια «όρθια»
ξανά παρουσία, μια ρωμαλέα κραυγή απόφασης, ένα ξέφωτο γαλήνης, μια
φωλιά ;Μπορεί η ποίηση να «επανασυνθέσει» ,να «επανασυνδέσει», να
«επιστρέψει» ό,τι έκλεψε χιονοστιβάδα στον κατήφορο της η ζωή ;
Μπορεί να ξαναγεμίσει το καρδάρι της υπομονής; Η παλάμη που άδειασε, η μνήμη που σκοντάφτει στη μυρωδιά «νεκροτομείου», στο μονότονο θόρυβο μιας φυλακής, στη παγωνιά ενός γκρεμίσματος, στην άβυσσο μιας εγνωσμένης ενοχής ;
Χαϊδεύει η ποίηση ή τιμωρεί; Κλέβει ή δωρίζει; Γλείφει πληγές ή μεγενθύνει, επιτρέπει το φως ή ελλοχεύει στις χαραμάδες κοροϊδεύοντας το σεργιάνι της χαράς;
Τι είναι η ποίηση ; Μια πείνα ή μια μπουκιά σε αδειανό στομάχι; Κι ο ποιητής;
Μπορεί να ξαναγεμίσει το καρδάρι της υπομονής; Η παλάμη που άδειασε, η μνήμη που σκοντάφτει στη μυρωδιά «νεκροτομείου», στο μονότονο θόρυβο μιας φυλακής, στη παγωνιά ενός γκρεμίσματος, στην άβυσσο μιας εγνωσμένης ενοχής ;
Χαϊδεύει η ποίηση ή τιμωρεί; Κλέβει ή δωρίζει; Γλείφει πληγές ή μεγενθύνει, επιτρέπει το φως ή ελλοχεύει στις χαραμάδες κοροϊδεύοντας το σεργιάνι της χαράς;
Τι είναι η ποίηση ; Μια πείνα ή μια μπουκιά σε αδειανό στομάχι; Κι ο ποιητής;
Πληγιασμένος πεζοπόρος, τραυματισμένος πολεμιστής,λεηλατημένος εξόριστος …
Δυο μάτια γεμάτα φως, κρόταφοι – χάρτες αποτύπωσης της μνήμης των γεννητόρων, χέρια λεπτά, μακρυά, ζεστά με μικρές πληγούλες – φλούδες, που θυμίζουν τις μάχες, την τιμωρία ,την ταπείνωση, το έρεβος, τα χάδια σ’αγαπημένα σώματα, τα αγγίγματα των χειλιών της ευγνωμοσύνης, τα βότσαλα πριν τα πάρει η θάλασσα, το κοσκίνισμα της άμμου που μεταμορφώθηκε σε θέα…Έτσι γνώρισα τον ποιητή σε μια φωτιά, έτσι τον άκουσα σε μια ανάγκη, έτσι τον ένοιωσα σ ένα λυγμό, ετσι τον λάτρεψα σ’ένα σπαραγμό, έτσι τον κράτησα ένρινο γέλιο, λαρυγγική έκταση, χάδι ολόκληρο, μετουσίωση του πόνου σε μουρμουρητό κραυγής….
Είναι μεγάλος όπως οι ταπεινοί, ντροπαλός σαν σκόνη στον ήλιο, ευάλωτος σαν μυρμήγκι στο τοίχο λαμπερός σαν ξόδεμα άλικου αίματος, μια λέξη -«ξόδεμα», μια διακριτική παρουσία ζωης σε ερώτημα, μια τρυφερότητα σε διάρκεια, ένα άγγιγμα διαμαντένιο στ’αμπάρι της αναζήτησης, της απορίας, ένα δάκρυ και μια ζεστασιά αμνιακού υγρού, αυτό! Μια γυναικεία ζέστη κυοφορούσα κοιλιά, σε ανδρικό αγαπημένο σώμα!
Ένας ΜΗ παραδομένος, ένας μοναδικός φυγάς, ένας δραπέτης, ένας εξωγήινος θεός, ένας αγαπημένος χωμάτινος άνθρωπος, ένας ληστής της ζωής του, ένας φυλακισμένος που αγάπησε την φυλακή του έως θανάτου κι όμως κουρσάρος που χωρίς την άδεια του –εθισμένος στις ληστείες της σάρκας-αποφασίσαμε να απαγάγουμε και σιγά –σιγά μην μας τρομάξει, περικυκλωμένος απ την αγάπη μας ονειρευόμαστε μ’επιμονή να φέρουμε το φως μιας μικρής λάμψης… Να μας τον προσέχετε, αγγίξτε με προσοχή, αλλά νοιώστε τη κραυγή του με το βάθος μιας βουλιμίας…
Δυο μάτια γεμάτα φως, κρόταφοι – χάρτες αποτύπωσης της μνήμης των γεννητόρων, χέρια λεπτά, μακρυά, ζεστά με μικρές πληγούλες – φλούδες, που θυμίζουν τις μάχες, την τιμωρία ,την ταπείνωση, το έρεβος, τα χάδια σ’αγαπημένα σώματα, τα αγγίγματα των χειλιών της ευγνωμοσύνης, τα βότσαλα πριν τα πάρει η θάλασσα, το κοσκίνισμα της άμμου που μεταμορφώθηκε σε θέα…Έτσι γνώρισα τον ποιητή σε μια φωτιά, έτσι τον άκουσα σε μια ανάγκη, έτσι τον ένοιωσα σ ένα λυγμό, ετσι τον λάτρεψα σ’ένα σπαραγμό, έτσι τον κράτησα ένρινο γέλιο, λαρυγγική έκταση, χάδι ολόκληρο, μετουσίωση του πόνου σε μουρμουρητό κραυγής….
Είναι μεγάλος όπως οι ταπεινοί, ντροπαλός σαν σκόνη στον ήλιο, ευάλωτος σαν μυρμήγκι στο τοίχο λαμπερός σαν ξόδεμα άλικου αίματος, μια λέξη -«ξόδεμα», μια διακριτική παρουσία ζωης σε ερώτημα, μια τρυφερότητα σε διάρκεια, ένα άγγιγμα διαμαντένιο στ’αμπάρι της αναζήτησης, της απορίας, ένα δάκρυ και μια ζεστασιά αμνιακού υγρού, αυτό! Μια γυναικεία ζέστη κυοφορούσα κοιλιά, σε ανδρικό αγαπημένο σώμα!
Ένας ΜΗ παραδομένος, ένας μοναδικός φυγάς, ένας δραπέτης, ένας εξωγήινος θεός, ένας αγαπημένος χωμάτινος άνθρωπος, ένας ληστής της ζωής του, ένας φυλακισμένος που αγάπησε την φυλακή του έως θανάτου κι όμως κουρσάρος που χωρίς την άδεια του –εθισμένος στις ληστείες της σάρκας-αποφασίσαμε να απαγάγουμε και σιγά –σιγά μην μας τρομάξει, περικυκλωμένος απ την αγάπη μας ονειρευόμαστε μ’επιμονή να φέρουμε το φως μιας μικρής λάμψης… Να μας τον προσέχετε, αγγίξτε με προσοχή, αλλά νοιώστε τη κραυγή του με το βάθος μιας βουλιμίας…
1 . ΡΩΓΜΗ
Ήταν το απόβραδο
Κυριακή αγιασμένη μνήμη
Οσμή φιλιού
Πέφταν οι γαλαξίες στον ορίζοντα
Βροχή φανάρια
Και η σελήνη στοργική
μάννα στοργική
με την κυκλική της καλοσύνη
Κλείνω το παράθυρο
Ανάβω το φως
Κι όπως το σκοτάδι καταρρέει
νέες λέξεις –κάρβουνο
με τη μυρωδιά της πείνας
ορμητική διαδήλωση
σπάει το μπλόκο της γαλήνης
Στους γαλαξίες βάζω χιαστί
με κιμωλία βγαλμένη απ των παιδιών την ωχρότητα
Οσμή βενζίνης παντού
σκιά απειλής
λίγο να χαμηλώσει ο γαλαξίας θα βάλει φωτιά στη πόλη
Το πλήθος υποσιτισμένο υπακούει στο μαστίγιο της πείνας
σκίζει τον πνιγερό αέρα
τσαρλατάνοι και φαρμακοτρίφτες φωνάζουν
μαχαίρια ακονίζουν οι αληταράδες της μεταφυσικής
Ο κόσμος μαζεύεται στο πραιτόριο
κραυγάζει ωσαννά
δάφνες σείει για να περάσει ο Βαραββάς
με έλκη σύφιλης στο σώμα
μια αιματώματα
υποσχέσεις φέρνοντας
καθρεφτάκια και υποσχέσεις
Γύρω οι σταχτόχρωμοι με τη πληγή στο μπράτσο
Νύχτα από κάρβουνο και αίμα
από χρέη και συσσωρευμένα εμπορεύματα
χάος και αταξία
κηλίδες μαυροκόκκινο αίμα σε λευκό πουκάμισο
ώρα του σχοινιού και του μαστιγώματος
ώρα του θρήνου
Χρόνους πολλούς μέσα στην ολοστρόγγυλη ανωνυμία
άσπορες γέννες
χωρίς απαντήσεις ,χωρίς ερωτήσεις
μ’ένα φόβο αγνώριστο αόρατο
Χρόνους πολλούς στο κελί το χτισμένο στο κέντρο της ψυχής
ανώνυμοι κι αόρατοι
στο όργωμα αμείλικτων χρόνων
σπέρναμε ελπίδα θερίζαμε πέτρα
και περιμέναμε ήσυχα τον αφανισμό
μετρώντας τα έχειν μας για να πληρώσουμε με δάυτα στο θάνατο
τα λύτρα της ζωής
να διορθώσουμε τη στέγη, τη στέγη της ασφάλειας που κάθε νύχτα έσταζε
Το άπειρο σαν απειλή
όπως απ’τα ακροδάχτυλα στάζει το αίμα απ την πληγή στο μπράτσο
Είχαμε τους ιδιαίτερους ίσκιους μας
τους μυστικούς μας τρόμους
Κρατούσε η λύπη παράδοξα πολύ
που συνεχίζαμε ν’ακούμε τους τυφλούς να μας μιλούν για διέξοδο
και συνεχίζαμε να γυρνάμε τη πλάτη σ’εκείνους που όπως λέγαν οι παλιοί
θα καούν στο φως
Σκόρπιες ακούγαμε τις φωνές τους
Λέξεις παράξενες
Σχέσεις παράγωγης
Ιδιοποίηση
Υπερσυγκέντρωση
Πόλεμος
Και ήταν τα μάτια τους σιδερένια
σαν κλείστρα γεμάτα σφαίρες
Είχαν μάθει εδώ και χρόνια να είναι λίγοι
Είχαν μάθει πώς να εμφανίζονται ξαφνικά
Πώς να σφίγγουν μέσα τους τη νομοτέλεια
Τα χρόνια που στον θρόνο του βασίλευε το εφήμερο
και παιάνιζε ότι η γη θα σταματήσει
και των υδάτων η ροή
Ότι για χίλια χρόνια ήρθε
και ο φτωχός λαός εκράυγαζε στο αίθριο
«ζήτω» και πάλι «ζήτω»
κι ας μη μάθουμε ποτέ τις συνάφειες με τους ωκεανούς
Γιούχα και πάλι γιούχα
σ’αυτούς που μας ζητάνε των πραιτόρων τις πόρτες
και να βγάλουμε τη μοίρα μας στους δρόμους
Μα ήταν συνήθεια της σιωπής
καθώς πάνω μας έπεσε ένας μεγάλος φόβος
και ήμασταν κουρασμένοι με την δική μας ζωή
και με τη ζωή εκείνων που έφυγαν
και όλων αυτών που έρχονταν πίσω μας
Όμως να που τα πράγματα δυσκόλεψαν ραγδαία
Από παντού μουγκρίζουν μηχανές
λένε πως άνοιξαν οι χάρτες
πως μεταφέρουν κιόλας τα κανόνια
Λένε πάλι πως το λίκνο ταρακουνιέται
και δέκα μονόφθαλμοι προβολείς
με φθοριούχο φως λούζουν την κουρελαρία
που μοιάζει με λάσπη αιώνων να κύλησε στους δρόμους
και κοχλάζει αγωνιζόμενη συνείδηση να αποκτήσει για τον εαυτό της
Και τότε σάλπιγγες εφτά σαν από του σύμπαντος τα φυλλοκάρδια
σάλπισαν το τέλος κάθε βεβαιότητας
και κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει
και κανείς δεν ξέρει που η ζωή
και που ο θάνατος
μόνο η φωνή στο ραδιόφωνο που μαντάτα επαναλαμβάνει
«είναι όλοι τους για πεθαμό»
Ακόμα και ο Θεός μας ξέχασε μέσα στους βάλτους της οχιάς και της ομίχλης
Ολόγυρα φάσματα τρομερά τιτανικών οροσειρών
και μια βροχή σα πίσσα σκεπάζει τον τόπο
Αστραπές κατασπαράζουν την ατμόσφαιρα
φωτίζουν για μια στιγμή τα τρομαγμένα μάτια
και σκάνε υπόκωφες στα σπήλαια των καρδιών
Και λένε αυτοί που ξέρουν
πως του λίκνου οι μέρες μετρήθηκαν πια
πως η έσχατη αντίδραση είναι τα κανόνια
λίγο μετά τη ναζιστική οχλαγωγία σκυλιά που τρώγονται ουρλιάζοντας πάνω απ το πεταμένο κρέας
και βουτάει η φωνή αφρίζοντας
«είναι όλοι τους για πεθαμό»
Και ξαφνικά ξημέρωσε
Η κάτι άλλο συνέβη
Μα μοιαζει μια ριπή να χτύπησε στον κρόταφο το βράδυ
μια πύρινη σφραγίδα
Γιατί να ζήσουμε αφού πια δεν αγαπάμε τίποτα ;
Νομίζεις πως θα δικαιωθεί η σιωπή και η δειλία
Νομίζεις ότι και αύριο την ίδια ώρα θα βγεις από το σπίτι σου ;
Ότι τον ιδιο δρόμο θα κατηφορίσεις μες την ομίχλη και τα ξερά φύλλα
σε αβέβαια πραγματα ελπίζοντας
και πάντα πιστεύοντας ότι ο κόσμος ,είναι ο πολύπλοκος μηχανισμός
του οριστικά αιώνιου
2. ΓΑΛΗΜΕΝΗ ΩΡΑ
Η ώρα ετούτη γαλανή
και σιωπηλή
σαν ένα κορίτσι που κοιμάται
και κρεμιούνται οι ανάσες του
κούνιες λουλουδιασμένες
στον κήπο που ησυχάζει
καθώς βαθαίνει το απόγευμα.
Τικ τακ, τικ τακ
οι δείχτες του ρολογιού
κινούνται κατά τη θάλασσα,
για να σημάνουν την όγδοη ώρα και το απόβραδο,
και να γλιστρήσει η σελήνη,
τ’ ακρόπρωρο των ουρανών,
μέσα από το θάμπος των νεφών
σαν φανός θυέλλης
σε γέρου χωρικού τα χωμάτινα χέρια
που σέρνει το βήμα του κατάκοπος
ανάμεσα σε φάσματα βουνών τρομερά
και ποταμούς σκοτεινούς και ταραγμένους
κρινολούλουδο θαμπερό
που σβήνει ολόγυρα διαγράφοντας κύκλους φωτός
που αφήνουν
μικρά ανθάκια στο υγρό χώμα.
είναι ετούτη η ώρα, γαλανή
που χαϊδεύει τις σκεπές
μάγμα μαβή των σύννεφων που ξεπροβάλλουν
σαν τ’ απογεύματος ανάσες τελευταίες
και των άστρων των παγωμένων τρεμούλιασμα
ματιού παιχνίδισμα μ’ ένα δάκρυ
που γεμίζει με θάλασσα ορμητική
όπως το πλοίο απ’ ένα ρήγμα στο πλευρό του
και μπατάρει στη ρέμβη του βυθού
κάτι στα βύθια τα άγρια πλανάται ορφανό
σαν κήτους φάσμα, απειλητικό
των κυμάτων ο ρόχθος
μακριά μακριά
σ’ ανείδωτη ακτή.
3.
Τι κι αν φυτεύω τις λέξεις
κι αν τις κάνω φράουλες και κεράσια
που ροδοφαίνονται πάνω στα χείλη.
Που πνέω δειλινά
Τίποτα.
Από ένα τίποτα έστω και πορφυρό
μόνο τίποτα μπορείς να αποστάξεις
ή ένα ποίημα από το τίποτα
που μόλις τελειώσει,
ένα τίποτα θ’ αφήσει
μια αντήχηση
ένα κουδούνισμα χειμωνανθών
και μια μικρή αναστάτωση.
Και ύστερα πάλι το τίποτα
των αδιάφορων βλεμμάτων
των ψεύτικων συγκατανεύσεων
ένα θρυμματισμένο σε λάμψεις κενό
στη θέση της καρδιάς
που πήδησε μέσα από το σώμα
στο τίποτα να σκοτωθεί.
κι αν τις κάνω φράουλες και κεράσια
που ροδοφαίνονται πάνω στα χείλη.
Που πνέω δειλινά
Τίποτα.
Από ένα τίποτα έστω και πορφυρό
μόνο τίποτα μπορείς να αποστάξεις
ή ένα ποίημα από το τίποτα
που μόλις τελειώσει,
ένα τίποτα θ’ αφήσει
μια αντήχηση
ένα κουδούνισμα χειμωνανθών
και μια μικρή αναστάτωση.
Και ύστερα πάλι το τίποτα
των αδιάφορων βλεμμάτων
των ψεύτικων συγκατανεύσεων
ένα θρυμματισμένο σε λάμψεις κενό
στη θέση της καρδιάς
που πήδησε μέσα από το σώμα
στο τίποτα να σκοτωθεί.
4. ΚΙ ΟΜΩΣ
Έχεις την ανταμοιβήόσων προσπάθησαν
να μας πουν για τη θλίψη
αφήνοντας κόκκινα τριαντάφυλλα τα λόγια
ανάμεσα σ’ άδεια ποτήρια
και βλέμματα, κεντηματιές στους καπνούς των τσιγάρων.
Μας είπες για τους χαμένους θεούς
μας είπες ότι μας οδηγούν σε σφαγή
και ήθελες να μας δώσεις καινούργιες κατευθύνσεις
για να προσανατολιστούμε στο φως.
Εδώ που τα λέμε
από το να μιλάς για θάλασσες στους υποσιτισμένους
προτίμησες να καείς στην αιωνιότητα
Τις συνέπειες πληρώνω της ποιήσεως
Υφίσταμαι το ζόφο
αφού καταρτίζομαι με σάρκα
μαθαίνοντας μάλιστα και πώς να πεθαίνω.
5.
Βλαστημώ τη μοίρα μου την αμετάτρεπτη
για τις θάλασσες που άφησα.
Οι μακρινοί μου οι ποιητές μου τάλεγαν
γέροντες σ’ ένα άστρο Φθινόπωρο.
Τι αναζητάς χωρίς ελπίδες αποδείξεων;
Πόσες αδικίες μπορεί να αποκαλύψει μια τεθλασμένη σεληνόφως;
Τι νομίζεις ότι θα συμβεί αν δεν υπάρχουν ποιητές;
6.
Μου έλεγες ψιθυριστά….μη κάνεις ενέσεις
Τα καράβια σου θα μείνουν άδεια στο λιμάνι
Όλα τα Χριστούγεννα θα είναι θλιμμένα
Όλες οι Κυριακές παγωμένες στα πεζοδρόμια
Τη νύχτα δεν θα υπάρχει νερό
Ούτε τσιγάρο να καπνίσεις και να φωτίσεις μια μικρή περίμετρο ελπίδας
Το φεγγάρι θα σέρνεται πάνω σου όπως το πιάτο του κατάδικου στα κάγκελα του κελιού
Οσμή υγρού κτήνους και μαριχουάνας
Το κεφάλι περήφανο παλεύει να βγει από το νερό
Τα μάτια γεμάτα αγωνία
Μέσα σε λάμψεις λευκές και στατικούς συνεχόμενους ήχους θα παρασυρθείς
Θα είσαι ξένος πια μέσα στη βροχή παλιών σιδηροδρομικών σταθμών ακούγοντας την αντήχηση του κόσμου που απομακρύνεται συζητώντας τραβώντας την ανείπωτη σιωπή και το τέλος.
Redflecteur
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου