«Είχα
τη χαρά ν’ ακούσω για πρώτη φορά το ωραίο ποίημα του φίλου Βούλγαρου ποιητή
Λιουμπομίρ Λέβτσεφ, με τον τίτλο «Οι Έλληνες που φεύγουν», πρώτα στα βουλγάρικα
από τον ίδιο τον ποιητή και ελληνικά μετά, σε μετάφραση του συνεργάτη της
ελληνικής εκπομπής του ραδιοφωνικού σταθμού της Σόφιας, επίσης εκλεκτού φίλου
Μίλκο Τσόνεφ.
Αυτά
έγιναν πρόσφατα σε μια επίσκεψη της ελληνικής αντιπροσωπείας της Εταιρίας
Ελλήνων Λογοτεχνών, για την υπογραφή μορφωτικής συμφωνίας ανάμεσα στις δυο
εταιρίες.
Είμαστε
στο Πλόβντιβ (Φιλιππούπολη) φιλοξενούμενοι στο γνωστό θαυμάσιο σπίτι του
Λαμαρτίνου, ιδιοκτησίας τώρα των Βουλγάρων συγγραφέων, στην παραπάνω πόλη.
Μου
έκανε εντύπωση πρώτα αυτό το ποίημα, γιατί έδειχνε τη βαθιά γνώση του Ελληνα
γενικά, δηλαδή της ψυχοβιολογίας του, από το γειτονικό μας λαό, και ειδικά από
τον ποιητή του έργου, τον έγκριτο πρόεδρο της Ένωσης Βουλγάρων συγγραφέων και
υφυπουργό Πολιτισμού της φίλης Βουλγαρίας Λιουμπομίρ Λέβτσεφ.
Μετά
με χαρά μου επίσης διαπίστωσα, τη σπουδαιότητα της γραφής του φίλου ποιητή,
σημαντικού κι από τους πρώτους δημιουργούς στο χώρο της ποίησης στη Βουλγαρία,
που και από τη σύνθεσή του αυτή, αποκαλύπτεται το δυνατό του ταλέντο. Βέβαια
είχα διαβάσει κι άλλοτε ωραίους
στίχους του Λέβτσεφ, σε ελληνικές μεταφράσεις κι είχα
εκτιμήσει την ποιητική του γραφή. Ωστόσο το ποίημα «Οι Έλληνες που φεύγουν»,
μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί αναφέρεται στη φυλή μας, στον ιστορικό
ρόλο της στη Βαλκανική, στα
προτερήματα, αλλά και τα ελαττώματά της, ακόμα στις παλιές πνευματικές
διασυνδέσεις, αλλά και αντιθέσεις πολιτικές, στα Βαλκάνια, των δύο λαών μας. Ευτυχώς
επικράτησε η λογική και η ειρηνική αγάπη και φιλία, ασφαλιστική δικλείδα για
τους δυο λαούς μας σε όλη τη Βαλκανική.
Το
ποίημα αναφέρεται σε πρόσωπα, Ελληνες, που έζησαν το δράμα της φυγής, μετά τον
ανταρτοπόλεμο στην Ελλάδα κι ιδιαίτερα σ’ έναν Έλληνα αντάρτη, τον Κωστάκη, που
έχασε την ηρωική μάνα του, αντάρτισσα στο Γράμμο. Από αυτό το πρόσωπο παίρνει
αφορμή ο ποιητής για να συνθέσει την ποιητική του αυτή σύνθεση και να
αναφερθεί, όπως είπαμε, γενικά στην πορεία του Έλληνα.
Θα
σημειώσει ακόμα τις εντυπώσεις του ο ποιητής από τον ιστορικό και αισθητικό
χώρο των Δελφών και θα τον διασυνδέσει με τον αρχαίο και σύγχρονο Έλληνα. Μα η
ποίηση του Λέβτσεφ θα περάσει πιο πέρα, θα εισχωρήσει σε πολλές απόψεις και
επόψεις του θέματός του και θα μας δώσει ποιητικά και μεθοδικά πολλά ελληνικά
στοιχεία, που κάνουν εντύπωση στον Έλληνα.
Η
εντύπωση προκαλείται από τη δυνατή πένα του Λιουμπομίρ Λέβτσεφ, από το βάθος
των σκέψεών του, από τη σπουδαία αρχιτεκτονική της γραφής του, από τη γνώση και
την αγάπη που έχει ο ποιητής για τους Έλληνες.
Αλλά
η ανάγνωση του ποιήματος θα δώσει με ενάργεια την αλήθεια των όσων παραπάνω
σημειώνουμε».
Οι
Έλληνες που φεύγουν
Όταν
τον είδα για τελευταία φορά
ήταν
ξαπλωμένος, καταληστεμένος από τον ίδιο τον εαυτό του, φυγάδας.
Μάτια
γεμάτος να φλογίζουν ξεχασμένα
σα
φάροι μακριά στο αρχιπέλαγο.
Ήπιαμε
για το χωρισμό χωρίς μελαγχολία.
Ε,
καλά — ήρθε λοιπόν ο χάρος — και τι μ’ αυτό!...
Για
θυμητάρι θα σου βάλω ένα καθήκον.
Να
σκέφτεσαι — αντί για μένα — τον Μιχάλη Γαρούδη.
Ο
Κωστάκης, ο αντάρτης, δεν ήταν αισθηματίας.
Γνώριζε
να πυροβολεί, να κλαίει δεν ήξερε.
Κι
απλά σα σύνθημα την τελευταίαν ώρα
μου
εμπιστεύτηκε τη μοίρα του ορφανού.
Η
μάνα του χάθηκε στο Βίτσι - Γράμμο.
Δεν τη θυμάται ο γιος της. Δεν έχει
φωτογραφία της.
Ήταν
όμορφη και καλή, την αγαπούσε η λευτεριά
καθώς
η λάσπη νεκρή στο χαντάκι τη φιλούσε.
Αυτοί
είναι οι Έλληνες, ξενιτεύονται, μάχονται
και
σκληρά αλληλοτρώγονται.
Μπροστά
στο θάνατο και για τη λευτεριά όμως ενώνονται
όπως
οι δυο κόψεις του σπαθιού.
Και
τον θυμάμαι!... Μα πώς να σκέφτομαι το Μιχάλη,
τον
σκέφτεται κι ο κουτσός εκεί στον Όλυμπο.
Ο
Μιχάλης ζωγράφος έγινε. Αυτοπυρπολήθηκε,
και
καίγεται τώρα βουλγάρικα κι ελληνικά.
Και
σ’ αυτό το κράμα το πανανθρώπινο υπάρχει
το
αγαθό σαν την ελπίδα και τον ορίζοντα.
Μακάρι
πιο ισχυρό να ’ναι απ τις βαριές κατάρες
για
το φοβερό χάνο Κρούμο και το Βασίλειο το Β'.
Γιατί
οι Βούλγαροι κι οι Έλληνες πέρα από τις σφαγές,
τα
Γράμματα διέδωσαν κι έκαναν ειρήνη.
Και
για Ελληνίδες έκαναν προπόσεις, και για Βουλγάρες
ψαλμωδούσαν
τα αγγελόφωνα εγκώμια του Ιωάννη.
Αν
αυτό δεν είναι Ποίηση, αλλά πολιτική
θα
προσευχόμουνα όλη τη ζωή μου έτσι να ήταν.
Και
θέλω αθόρυβα, χωρίς κανένας να με βλέπει
να
δω λίγο το Μιχάλη πώς ζωγραφίζει.
Όμως
αυτά δεν είναι πίνακες, παγίδες
είναι
για τον εφιάλτη του αισθήματος. Μωσαϊκά μαγικά.
Αχτίνες
από δίχτυα που το πνεύμα θα παγιδέψουν.
Κι
ο Μιχάλης όλο ζωγραφίζει τη μάνα του που δε γνώρισε.
Σαν
αντάρτισσα τη ζωγραφίζει, σα νεράιδα κι αμαζόνα.
Μα
χωρίς πρόσωπο, πάντα το κορμί της είναι φτερωτό.
Κι
ενώ του λέγανε πως πράγματι της μοιάζει
ζωγραφίζει
τα μάτια της, κοιτώντας τα δικά του στον καθρέφτη…
Μην
απορείτε έτσι κάνουμε όλοι
τους
χαμένους κόσμους ανασταίνουμε.
Πάντοτε
μ’ αυτή την ελπίδα είμαστε ίδιοι.
Και
μοιάζουμε σε θεούς αγράμματους.
Το
πορτρέτο της εποχής μας δεν μπορούμε να συλλάβουμε
χωρίς
τα χαρακτηριστικά εκείνων που μια έστω φωτογραφία δεν άφησαν.
Κι
είναι αυτοί εκατομμύρια. Ζούνε μέσα στα όνειρά μας
με
τις αόρατες τραγιάσκες τους στο κεφάλι.
Στο
Μουσείο - άδειες κορνίζες. Στις
σκέψεις μας τα ίδια.
Πιες
φλόγα αιώνια γι’ ανώνυμους κι αγνοούμενους.
Ο
θάνατος όμως δεν επιστρέφει τα χαμένα πρόσωπα,
για
να μας δελεάζει σε μυστικούς κόσμους τα παρασέρνει.
Κοιτάζουμε
όλοι το φωτεινό καθρέφτη των κοινών ιδανικών
και
ζωγραφίζουμε χωρίς επιστροφή σαν τον Γαρούδη.
Ομοιότητα
ιερή. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή
που
λέγεται το θαύμα της ζωής.
Γιατί
εμείς διακρινόμαστε κι από τον ίδιο εαυτό μας.
Απ’
αυτή τη διάκριση ξεκινούν οι δρόμοι κι οι μοίρες.
Αυτές
της ωρίμανσής μας είναι οι πληγές.
Αυτά
είναι τα μάτια των προφητών…
Ήμουνα
στους Δελφούς. Κάτω από τον Παρνασσό. Μαγεύτηκα,
απ’
την απλότητα του κόσμου που ζούμε.
Τα
ερωτήματά μας μόνο είναι μπλεγμένα:
Ποιος
είναι ο αληθινός δρόμος, η ευτυχία μας πού
είναι.
Πού;
Την
τελευταία την πιο ασυγχώρητη
προφητεία
της Πυθίας διαβάζουμε στον κατάλογο:
«Στέρεψε
η πηγή κι είχε να πει
τόσα
πολλά ακόμα».
Αιχμηρά
τα κυπαρίσσια, αρχαία, πολυδιάστατα
σαν
καρφιά υψώνονται στην άπλα του θάμπους.
Προτού
χωριστούν ο ουρανός κι η γη
ήταν
καθηλωμένοι στο κυπαρίσσι.
Τώρα
οι Δελφοί πουλάνε σουβενίρ.
Και
μετά πίνουν λευκό κρασί στις ταράτσες.
Χαιρετιούνται
με το Λόρδο Βύρωνα και
αγναντεύουν
στο άπειρο τις ανταύγειες του Αιγαίου.
Τα
πάντα γνωρίζουν. Γι' αυτό τίποτε δεν λένε
το
ίδιο όπως δεν προφητεύουν πια τα πουλιά.
Στοιχηματίζουν
μονάχα στα γήπεδα.
Λησμονήθηκαν
της φλόγας οι γλώσσες.
Ο
ήλιος μόνο δεν έπαψε να προφητεύει
μαντεύει
σε αίμα και σε αϋπνίες.
Αγάπη
έρχεται, ή μίσος πάλι
είτε
στη χλιδή θα βουλιάζουμε αδιάφορα.
Συγνώμη,
υποτιμώντας την ποίηση
άρχισα
να εξηγώ, θέλω να με καταλάβουν.
Γιατί
μου μένει πολύ λίγος χρόνος.
Κι
έχω τόσο πολύ δρόμο μπροστά μου!
Λιουμπομίρ Λέβτσεβ - Любомир
Левчев - Lyubomir Levchev
Μετάφραση: Μίλκο
Τσόνεφ
Παρουσίαση - λογοτεχνική απόδοση: Πάνος Ν. Παναγιωτούνης
(Πολιτιστική,
Μάρτης 1985)
Μεγάλος
ποιητής, από τους σημαντικότερους της Βουλγαρίας και με φήμη που δραπετεύει απ’
τα σύνορα της γειτονικής σε μας πατρίδα του, πολυδιαβασμένος (σύμφωνα με τη
βουλγαρική Βικιπαίδεια συνολικά 58 από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 36
χώρες) και πολυβραβευμένος, ο Λιουμπομίρ Λέβτσεφ γεννήθηκε το 1935 στο Τρογιάν.
«Παρόλο
που χαρακτηρίζεται σαν αντιλυρικός ποιητής, εντούτοις το λυρικό στοιχείο δεν
λείπει από την ποίησή του, κοντά στην αγάπη του και την αγωνία του για τον
άνθρωπο. Με το έργο του ανανέωσε τα σύγχρονα εκφραστικά μέσα της βουλγάρικης
ποίησης. Είναι φίλος της Ελλάδας και της ελληνικής λογοτεχνίας γνώστης»,
σημειώνει το 1985 ο Πάνος Παναγιωτούνης. Ο Λ. Λέβτσεφ εκείνη την περίοδο είναι πρόεδρος
της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και υφυπουργός Πολιτισμού της Λαϊκής
Δημοκρατίας Βουλγαρίας.
Και
ο Άρης Δικταίος γράφει στην «Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως» του (εκδ. Δωδώνη,
1971): «Ο φίλος μου Lioubomir Levtchev είναι ο
ποιητής που εξέφρασε πληρέστερα τον νέο που ανδρώθηκε μέσα στον σοσιαλισμό,
―που η σοσιαλιστική πίστη του έγινε η δεύτερη φύση του―, γι’ αυτό κι ό,τι πει
έχει πάντα αποκαλυπτική σημασία, για
έναν ξένο, αναφορικά με την ψυχολογία του πολίτη της σημερινής Βουλγαρίας.
Εκπρόσωπος της γενιάς του, η ποίησή του έχει έναν έντονα διαλεκτικό χαρακτήρα,
σα να συζητά με αόρατα πρόσωπα, ―ένας, άλλου είδους, Kafka, μέσα στην περιοχή της ποίησης και του
μαρξισμού».