Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Όλα έχουν αποδελτιωθεί ― Μαν. Αναγνωστάκης


"Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει
για την αγωνία της εποχής το αδιέξοδο
την απανθρωπία του αιώνα
τη χρεωκοπία των ιδεολογιών τη βαρβαρότητα της μηχανής
για δίκες για ρήγματα για φράγματα
για ενοχές για γρανάζια
όλα έχουν κωδικοποιηθεί
ταξινομηθεί
αποδελτιωθεί"...

Μανόλης Αναγνωστάκης

Επιμέλεια βίντεο: Οικοδόμος
 
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης "έφυγε" σαν σήμερα, στις 23 Ιούνη του 2005.


Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Μανιάτη «Η ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση»


Την Τετάρτη 24 Ιούνη 2015, στις 20:00, στη Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5 & Σταδίου), θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Μανιάτη, «Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ». Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:

Γεωργία Μαχαίρα, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών και Φίλων της Ε.Π.Ο.Ν. (Π.Ε.Α.Φ.Ε.)
Παύλος Χαραμής, Πρόεδρος του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της Ο.Λ.Μ.Ε.

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, ως το μεγαλύτερο γεγονός στον 20ό αιώνα, εγκαινίασε μια νέα εποχή όχι μόνο στον τομέα της πολιτικής και της οικονομίας, αλλά και στον τομέα του πολιτισμού. H πολιτιστική επανάσταση, ως αναπόσπαστο στοιχείο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, έδωσε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να γνωρίσουν τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού και να συμμετέχουν στην πολιτιστική ζωή. H ριζική εξάλειψη της τραγικής κληρονομιάς του αναλφαβητισμού μαζί με την άνοδο του γενικού επιπέδου μόρφωσης αποτελούν κάτι το πρωτόγνωρο στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας.


Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο μιας σειράς που πραγματεύεται το ζήτημα της σοβιετικής πρωτοπορίας στον τομέα της κουλτούρας και είναι το μοναδικό στην Ελλάδα που εμβαθύνει στον σχηματισμό και στην ανάπτυξη της σοβιετικής ποίησης από την προεπαναστατική στη μετεπαναστατική περίοδο και συγκεκριμένα μέχρι και τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πρωταγωνιστές, τα κινήματα, η διαπάλη καθώς και άγνωστες πτυχές της ποιητικής δημιουργίας ιστορούνται μέσα από ένα ταξίδι σε εκείνη την εποχή που η Ιστορία θα διατηρήσει ακέραια την εικόνα της. Επίσης, για την ανάδειξη του θέματος χρησιμοποιήθηκαν μεταφράσεις σοβιετικών ποιημάτων που ανακαλύφθηκαν έπειτα από έρευνα στις ελληνικές κομμουνιστικές, αριστερές και προοδευτικές πολιτιστικές εκδόσεις.

«Η θύελλα! Ας έρθει!» Αυτό φωνάζει
ο περήφανος, ο αντάρτης
Άλμπατρος που τριγυρνώντας
στ’ οργισμένο κύμα ανάμεσα
και στο μαύρο αστροπελέκι
για τη νίκη προμηνά:
«Ω θύελλα! Ξέσπασε πια!»*

*Γκόρκυ Μ., «Το τραγούδι του Άλμπατρου», απόσπασμα, μτφρ. Αγκύλου Γ., «Νέα Επιθεώρηση», αρ. 5, Μάης 1928, σελ. 147.

Σύντομο βιογραφικό συγγραφέα:

Ο Παναγιώτης Μανιάτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Γράφει ποίηση και ασχολείται με τη μετάφραση κειμένων πρωτοποριακών καλλιτεχνικών κινημάτων. Έχει πραγματοποιήσει σεμινάρια για τον σοβιετικό και τον μοντερνιστικό κινηματογράφο και έχει δώσει διαλέξεις σε μια σειρά εργατικών χώρων. Σε εξέλιξη βρίσκεται και το φωτογραφικό του project «Αναζητώντας τον Σοσιαλισμό» με υλικό από τις περιηγήσεις του σε χώρες όπως Ρωσία, Γερμανία, Κίνα, Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία ενώ συμμετείχε, ως μέλος του Ελληνοκουβανικού Συνδέσμου Φιλίας, στην Πρωτομαγιάτικη μπριγάδα αλληλεγγύης για την Κούβα το 2013. Από το 2011 διατηρεί το ιστολόγιο mauroflight.wordpress.com, ενώ από το 2015 αρθρογραφεί στο διαδικτυακό περιοδικό atexnos.gr.

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Χοσέ Μαρτί: «Θα πεθάνω με το πρόσωπο στον ήλιο!»


Στις 19 Μάη του 1895 έχασε τη ζωή του σε μάχη, στον πόλεμο κατά της ισπανικής αποικιοκρατίας, ο ποιητής, στοχαστής, πολιτικός, συγγραφέας, και δημοσιογράφος, ο Κουβανός επαναστάτης Χοσέ Μαρτί. Ο εθνικός ήρωας της Κούβας, ο Απόστολος της Κουβανικής Ανεξαρτησίας όπως τον αποκαλούν οι Κουβανοί, αφιέρωσε τη ζωή του στην πάλη για την ανεξαρτησία και την ενότητα όλων των λαών της Λατινικής Αμερικής κατά του ισπανικού και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

«Η αγάπη, μάνα, για την πατρίδα
δεν είναι η γελοία αγάπη για τη γη
ούτε για το χορτάρι που πατάνε τα πόδια μας
είναι το άσβεστο μίσος γι’ αυτόν που την καταπιέζει
είναι η αιώνια έχθρα γι’ αυτόν που της επιτίθεται…»
Χοσέ Μαρτί, Στίχοι Απλοί

Στα 42 χρόνια της ζωής του, ο Μαρτί περπάτησε στο δρόμο της ανθρωπιάς, της δικαιοσύνης, της τιμής, της αξιοπρέπειας, της φιλίας και της αλληλεγγύης. Οι αρχές της ιδεολογίας του συνοδεύουν την κουβανική επανάσταση σε όλη τη διαδρομή της, από το ξεκίνημά της μέχρι και σήμερα. Ο Φιντέλ, ο Τσε, ο Καμίλο, ο Ραούλ αναφέρονται στον Μαρτί ως πηγή έμπνευσης και φάρο φωτεινό της πορείας που οδήγησε την Κούβα στο δρόμο της πλήρους και οριστικής ανεξαρτησίας της.

marti18
«…Ήδη διατρέχω κάθε μέρα τον κίνδυνο να δώσω τη ζωή μου για την πατρίδα και για το καθήκον μου – δεδομένου ότι το καταλαβαίνω κι έχω το κουράγιο που χρειάζεται για να το κάνω – το καθήκον να εμποδίσω έγκαιρα για την ανεξαρτησία της Κούβας την επέκταση των Ηνωμένων Πολιτειών στις Αντίλες και το να ριχτούν μ’ αυτή την περίσσεια δύναμη στα εδάφη μας της Αμερικής. Όσα έκανα μέχρι τώρα, και όσα θα κάνω, γι’ αυτό το σκοπό είναι…»
[Απόσπασμα από επιστολή στον Μανουέλ Α. Μερκάντο ―«τον πιο αγαπημένο μου αδελφό»―, που έγραψε ο Μαρτί στις 18 Μάη του 1895, μια μέρα πριν πέσει νεκρός στη μάχη. Η επιστολή και άλλες επιστολές του Χοσέ Μαρτί ΕΔΩ]

Με την ομορφιά της σκέψης του και την αποφασιστικότητα της δράσης του ο Χοσέ Μαρτί ξεπέρασε την εποχή του και πρόσθεσε στην ιστορία της ανθρωπότητας το δικό του ανεξίτηλο σημάδι, σ’ αυτά που οι μελλοντικές γενιές πάντα θα αναζητούν ως πηγή έμπνευσης για να μπορέσουν να πετύχουν τους μεγάλους τους στόχους.


«Οι Απλοί Στίχοι, εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1891. Σε αυτούς ο Μαρτί μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, προσφέροντας μας όλες τις ενδόμυχες σκέψεις του και το πνευματικό του περίγραμμα, με τόση ειλικρίνεια που πολλές φορές αγγίζει την εκμυστηρίευση. Αυτοί συνθέτουν σε καλό μέτρο, μια αυτοβιογραφική καταγραφή, σε τέτοιο βαθμό που αποτελούν ένα ντοκουμέντο απαραίτητο για όποιον θελήσει να παρουσιάσει το πορτραίτο του ποιητή.


marti18c

«Βάσανα! Ποιος τολμά να πει
Πως έχω εγώ βάσανα; Αργότερα,
Μετά από τον κεραυνό και τη φωτιά
Θα έχω χρόνο για να υποφέρω.
Εγώ ξέρω για ένα μεγάλο πόνο
Ανάμεσα στα βάσανα τα ανείπωτα:
Η σκλαβιά των ανθρώπων
Είναι η μεγάλη δυστυχία του κόσμου!
Υπάρχουν βουνά και πρέπει να σκαρφαλώσεις
Στα ψηλά βουνά. Μετά
Θα δούμε, ψυχή, ποιος είναι
Αυτός που σε έχει καταδικάσει να μου πεθάνεις!»
Χοσέ Μαρτί, Στίχοι Απλοί

Στην εισαγωγή του βιβλίου των Απλών Στίχων, ο Μαρτί δηλώνει πως το δημοσιεύει «γιατί αγαπάει την ειλικρίνεια και πιστεύει στην αναγκαιότητα να εκφράζεται το συναίσθημα με τρόπο απλό και ειλικρινή». Με την απλότητα τους ο Μαρτί είχε την πρόθεση να έχει πρόσβαση στο ευρύτερο δυνατό ακροατήριο και να πλησιάσει τη φωνή του σε αυτή των καταπιεσμένων. Η σοφία των Απλών Στίχων, το μεγαλείο τους, δίνεται από τη χρήση της γλώσσας του λαού, του απλού ανθρώπου, για να του μεταδώσει με αυτή, ένα μήνυμα ωραιότητας.»*


marti18a

Σήμερα, 120 χρόνια από τον θάνατό του, η πατριωτική και αντιιμπεριαλιστική σκέψη του Χοσέ Μαρτί, εξακολουθεί να αποτελεί βασικό συστατικό της κουβανικής επανασταστικής ιδεολογίας ενάντια στις επιθετικές πολιτικές του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και στις πολιτικές αποκλεισμού, που για πάνω από πενήντα χρόνια ασκούνται ενάντια στη σοσιαλιστική Κούβα. Σήμερα που το αποκρουστικό πρόσωπο του ιμπεριαλισμού προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από μάσκες «φιλίας», η μνήμη του Χοσέ Μαρτί αποτελεί, ίσως περισσότερο από ποτέ, πηγή διαρκούς έμπνευσης στην ηρωική αντίσταση του κουβανικού λαού και στην υπεράσπιση της Επανάστασής του.


*Απόσπασμα από εισήγηση του χιλιανού ποιητή, Χάιμε Σβαρτ, σε εκδήλωση για την λατινοαμερικάνικη ποίηση. Ολόκληρη η εισήγηση ΕΔΩ.


Ο στίχος του τίτλου καθώς και όλοι οι στίχοι της ανάρτησης περιέχονται στην έκδοση «VERSOS SENCILLOS – ΣΤΙΧΟΙ ΑΠΛΟΙ, Χοσέ Μαρτί, Κούβα», (μετάφραση: Άννα Καράπα, Χάιμε Σβαρτ), Αθήνα 2010.

Τρίτη 19 Μάη 2015

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

«Τι έχουνε να κάμουνε οι άνθρωποι μπροστά στα άγια λείψανα;»… (Χαμένη ελπίδα, Κ. Παρορίτης)


Διήγημα του Κώστα Παρορίτη από τη συλλογή του «Οι νεκροί της ζωής» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή). Μας το έστειλε ο αναγνώστης μας Φάνης Πάρης, με αφορμή την πρόσφατη περιφορά «αγίων λειψάνων» σε δημόσια νοσοκομεία…

Χαμένη ελπίδα

Η γριά βγήκε από τη μικρή καμαρούλα πατώντας στα νύχια κι ήρθε και κάθισε σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι. Η φωτιά λαμποκοπούσε κι όξω ο αέρας σφύριζε· στα κεραμίδια δυο γάτες κυνηγιόντανε νιαουρίζοντας. Ο γέρος Κωσταντής έσκυβε το κεφάλι σταβρώνοντας τα χέρια στο στήθος του. Ανάμεσά τους καθότανε ο Γιάννης, τ’ όμορφο παληκάρι που τον είχανε πάρει από μικρό και θα τον κάνανε και γαμπρό στην κόρη τους, την Καλομοίρα.
– Τι κάνει; ρώτησε σιγαλά ο γερο-Κωσταντής.
– Ήσυχη είναι τώρα, αποκρίθηκε η γριά.
Η γριά ανασκάλεψε τη φωτιά· η αγωνία είτανε ζουγραφιστή στα πρόσωπα ολωνών. Όλοι σκυμμένοι κοιτάζανε τις σπίθες των ξύλων και τη στάχτη την ασημένια που λίγη-λίγη σωριαζότανε χάμω με άπειρα διαμαντάκια στη μέση. Άξαφνα ακούστηκε από τη μέσα κάμαρα ένα βογγητό. Η γριά σηκώθηκε σα να τηνε κούνησε μηχανή κι έτρεξε βιαστική μέσα. Τα βογγητά επαναληφτήκανε κι έπειτα πάψανε· η γριά ήρθε και ξανακάθισε στη θέση της αμίλητη.
– Δεν πάει καλά, μουρμούρισε ο Γιάννης.
– Χωρίς γιατρό τόσες μέρες…
Ο γέρος τονε κοίταξε μια στιγμή και πάλε ξανάσκυψε το κεφάλι· ο Γιάννης σώπασε· έπειτα ξανάρχισε.
– Χωρίς γιατρό… κι η κάψα να μην πέφτη… πού θα καταντήσει έτσι…
Ακούστηκε ένα τσιτσιριτό· ο γέρος ανασήκωσε τα μάτια του, είδε το καντήλι που ζύγωνε να σβήση κι είπε στη γριά:
– Το καντήλι τσιτσιρίζει. Δε σηκώνεσαι να του ρίξης λίγο λάδι;
Η γριά κατέβασε το καντήλι μπροστά από τη μαυροκαπνισμένη εικόνα, πέταξε την κάφτρα, έχυσε λάδι στο ποτήρι κι η φλόγα ξαναζωντάνεψε.
– Χωρίς γιατρό… –μουρμούρισε πάλε ο Γιάννης– κρίμα στο κορίτσι.
Ο γέρος πάλε δεν αποκρίθηκε.
– Δε λες τίποτα, πατέρα, και συ; Έτσι θα την αφήσουμε, χωρίς γιατρό; ξανάπε ο Γιάννης.
– Τι να πω; –μουρμούρισε ο γέρος– ό,τι είναι θέλημα Κυρίου να γίνη θα γίνη.
– Θέλημα Κυρίου, στέναξε ο Γιάννης και, αφού σηκώθηκε από χάμω, άρχισε να περπατάη μέσα στην κάμαρα.
Έπειτα στάθηκε στο παραθύρι και μέσα από το ραγισμένο τζάμι κοίταζε τον κατάμαυρο ουρανό. Έπειτα ζύγωσε στη διπλανή κάμαρα και αφουγκράστηκε προσεχτικά κάμποση ώρα.
– Δε μου ’πες, αλήθεια, τι θέλει ο παπα-Ηλίας που πάει κι έρχεται; ρώτησε ο Γιάννης.
– Από τη μέρα που ’πεσε χάμω η Καλομοίρα μας δεν πέρασε μέρα που να μη μας επισκεφτή.
Ο γερο-Κωσταντής τον κοίταξε στα μάτια.
– Ο παπα-Ηλίας είναι άγιος άνθρωπος, παιδί μου. Κι αν έρχεται στο σπίτι μας, για καλό μας έρχεται.
– Δε λέω όχι, πατέρα. Μα θα ’θελα να ξέρω τι λέτε. Συχνά σας βλέπω να κρυφωκουβεντιάζετε. Τρέχει τίποτα;
– Τι άλλο θες να τρέχη; Η Καλομοίρα μας είναι άρρωστη.
– Γι’ αυτήν, το λοιπό, λέτε;
– Για ποιόνε θέλεις να λέμε, παιδί μου; Ο παπα-Ηλίας είναι αληθινά άγιος. Αν είναι να γιάνη η Καλομοίρα μας, μόνο ο παπα-Ηλίας μπορεί να τηνε γιάνη. Από γιατρούς δεν είναι προκοπή. Ο Θεός άμα θέλει… και τη μακαρίτισα την αδερφή μου οι γιατροί την φάγανε… Μα ανάθεμα τη φτώχεια, παιδί μου!
Ο Γιάννης σκέφτηκε λίγο.
– Αν είναι για την Καλομοίρα, πατέρα, να σκίσω τη γις να βρω τα λεφτά που χρειάζουνται. Μα πες μου, τι τρέχει; Έχει τίποτις γιατρικά ο παπα-Ηλίας που κουστίζουνε;
Τη στιγμή κείνη, οι γάτες που μαλλώνανε στα κεραμίδια ουρλιάξανε άγρια. Κομματάκια ασβέστι πέσανε από το νταβάνι στο κεφάλι του γέρου. Ο αέρας που κατέβαινε από την καμινάδα σκορπίζανε τον καπνό μέσα στην κάμαρα. Τα μάτια ολωνών είτανε δακρυσμένα. Η γριά κουνούσε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά σαν απελπισμένη.
– Έχει, παιδί μου. Γιατρικά που είναι ένα κι ένα. Έχει άγια λείψανα, τίμιο ξύλο από τον Άγιο Τάφο και σταυρολούλουδα από τον τάφο του Χριστού. Μα χρειάζουνται παράδες για όλα αυτά και πού να βρεθούνε.
Ο γέρος αναστέναξε.
– Για διακόσιες δραχμές χάνω το παιδί μου, μουρμούρισε και τα μάτια του βουρκώσανε.
Ο Γιάννης σωπούσε.
– Δεν είναι καλίτερα, πατέρα, να τις δώσουμε στους γιατρούς αυτές τις δραχμές, αν έδινε ο Θεός και τις οικονομούσαμε;
Ο γέρος τονε κοίταξε με έκπληξη.
– Κουνήσου από τη θέση σου, παιδί μου! Κάνε το σταυρό σου! Αυτό που λες είναι βλαστήμια! Τι έχουνε να κάμουνε οι άνθρωποι μπροστά στα άγια λείψανα;
Και λέγοντας αυτά, ο γερο-Κωσταντής σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια.
Η γριά έρριξε λίγα κλήματα στη φωτιά. Έκανε κρύο μέσα στην κάμαρα. Ένα τζάμι είτανε σπασμένο κι ο αέρας έμπαινε σφυριχτά· η γριά σηκώθηκε, πήρε ένα ρούχο και στούπωσε με αυτό την τρύπα για να μην μπαίνη το κρύο. Ο Γιάννης σηκώθηκε από χάμω.

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Ο Θάνος Μικρούτσικος γράφει για τον Ναζίμ Χικμέτ


«Για πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με το έργο του Χικμέτ ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1966. Φοιτητής στο Πανεπιστήμιο είχα γυρίσει το βράδυ στο σπίτι μου εξαντλημένος από μία διαδήλωση από τις πολλές που γίνονταν τότε καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας. Μας είχαν επιτεθεί οι ακροδεξιοί της ΕΚΟΦ με καδρόνια, σίδερα και ξύλα στα Προπύλαια με τη συμπαράσταση της αστυνομίας. Κάποιος αστυνομικός με έβαλε στο μάτι και άρχισε να με κυνηγάει. 

Μπροστά εγώ, πίσω αυτός περάσαμε την Ακαδημίας, στρίψαμε στην Πατησίων και μετά από 2 χιλιόμετρα στο ύψος της οδού Κεφαλληνίας με πλησίασε επικίνδυνα αλλά γλίστρησε και έφαγε το ξύλο της χρονιάς του από διερχόμενους δημοκρατικούς πολίτες. Κατέληξα στο σπίτι μου στην Κυψέλη. Ψόφιος απ' την κούραση, έπεσα στο κρεβάτι για να κοιμηθώ. Πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο για να το ξεφυλλίσω και να κλείσουν τα μάτια μου. Ολη τη νύχτα διάβαζα. Με είχε συνταράξει. Ηταν "Οι Ρομαντικοί" του Ναζίμ Χικμέτ. Στις 7 το πρωί το είχα τελειώσει και από τότε παρέμεινα αιώνιος θαυμαστής του.



Το 1970, στην πιο σκληρή περίοδο της χούντας αρχίζω να μελοποιώ ποιήματά του. Τελείωσα σχεδόν αμέσως την "Πιο όμορφη θάλασσα", το "Αυτό είναι" και τη "Μαδρίτη" στη μετάφραση του Γιώργου Παπαλεονάρδου και συνέχισα με τις μεταφράσεις του Ρίτσου.

Τα τραγούδια μου στην ποίηση του Χικμέτ ήταν αδύνατο να κυκλοφορήσουν στην περίοδο της δικτατορίας. Κομμουνιστής ποιητής, κομμουνιστής μεταφραστής, αναρχοκομμουνιστής ο νεαρός συνθέτης.

Ηρθε η μεταπολίτευση το καλοκαίρι του 1974. Ενα πρωί άρχισα να μελοποιώ το τελευταίο ποίημα του Ναζίμ που μέχρι τότε μου αντιστεκόταν. Ηταν το "Αν η μισή μου καρδιά". Και έφτιαξα την πιο ωραία μελωδία απ' όσα τραγούδια είχα συνθέσει μέχρι τότε. Απλή, κυκλική, άμεση. Ημουνα πολύ χαρούμενος, ευτυχισμένος θα έλεγα. Το απόγευμα πήρα το λεωφορείο για να πάω στο Σύνταγμα, τόπος συνάντησης όλων μας με καθημερινές συναυλίες, διαδηλώσεις και έντονες συζητήσεις.

Οταν πλησίασα ακούω ένα τραγούδι από μια άγνωστη σε μένα γυναικεία φωνή που με άλλη, πιο περίπλοκη μελωδία τραγουδούσε το "Αν η μισή μου καρδιά". Βιάστηκα να πάω στην εξέδρα και είδα όρθιο τον Μάνο Λοΐζο να διευθύνει το τραγούδι. Σοκαρίστηκα! Ο Μάνος - καλός μου φίλος - ήταν πολύ γνωστός συνθέτης και σίγουρα είχε προτεραιότητα στην έκδοση του τραγουδιού σε δίσκο. Σιχτίριζα την τύχη μου που ενώ είχα γράψει το πιο ωραίο μου τραγούδι έπεφτα πάνω στον Λοΐζο, που είχε όλες τις δυνατότητες στα χέρια του.

Πέρασαν κάμποσοι μήνες και ο Λοΐζος δεν εξέδιδε τον Χικμέτ. Η Μαρία Δημητριάδη με παρακάλεσε να κάνουμε ένα δίσκο 45 στροφών με το "Αν η μισή μου καρδιά" και το "Αυτό είναι". Οταν τελειώσαμε την ηχογράφηση πήγε τη δουλειά στον Αλέκο Πατσιφά, ο οποίος ενθουσιάστηκε και μου πρότεινε ένα μεγάλο ολοκληρωμένο δίσκο με τα τραγούδια του Χικμέτ αλλά και του Μπίρμαν, που είχα εν τω μεταξύ μελοποιήσει. Τα "Πολιτικά Τραγούδια" πήραν το δρόμο τους.

Λίγα χρόνια μετά η φιλία μου με τον Λοΐζο δυνάμωσε και οι συναντήσεις μας ήταν καθημερινές και πολύωρες. Μια μέρα μου εξομολογήθηκε ότι ήμουν η αιτία που δεν ξαναδούλεψε και δεν ολοκλήρωσε τη δουλειά του στον Χικμέτ. "Μπήκες στο μεδούλι του", μου είπε, "ενώ εγώ έμεινα στην αρχή της διαδρομής". Ο πιο σπουδαίος μελωδός της γενιάς μου ήταν γενναιόδωρος, χωρίς κόμπλεξ και μικροκακίες. Είναι, λοιπόν, χρέος μου να παρουσιάσω μερικά από τα τραγούδια του που επί της ουσίας μείνανε στο συρτάρι.

Τον Χικμέτ μπορείς να τον γνωρίσεις από τα τραγούδια του γιατί αν και το έργο του είναι απέραντο σε έκταση και ποικιλία - ποίηση, θέατρο, κοινωνικοπολιτικές μπροσούρες, άρθρα, δημοσιογραφία - πρώτα απ' όλα είναι το τραγούδι. Τραγούδι επικολυρικό σε μια κατευθείαν ανταπόκριση με τα γεγονότα της εποχής του.

Η ποίησή του είναι βαθιά λαϊκή όχι μόνο γιατί ακουμπάει τις λαϊκές πηγές, τις λαϊκές καλλιτεχνικές παραδόσεις αλλά γιατί ανανεώνει την παράδοση προτείνοντας καινούργια στοιχεία. Δεν είναι αντιγραφή και μίμηση της λαϊκής τέχνης αλλά συμπορεύεται με τις λαϊκές δυνάμεις, που τις εκφράζει δυναμικά και όχι στατικά με τυποποιημένες μορφές. Και ακριβώς γι' αυτό η Τέχνη του είναι πρωτοποριακή και μοντέρνα. Δεν παρακολουθεί το λαό - όπως αναφέρει ο Ρίτσος - σε μια σταματημένη ιστορική στιγμή αλλά στη διαρκή του κίνηση. Η ποίηση του Χικμέτ περιέχει ταυτοχρόνως και το ΟΛΟΝ και τον ΑΛΛΟ. Βαθιά κοινωνική, βαθιά ανθρώπινη, απέριττη και δίδαγμα ευθύνης του καλλιτέχνη μπροστά στην εποχή του και μπροστά στον κόσμο.

Και κάτι τελευταίο προσωπικό. Κάλεσαν την Μαρία Δημητριάδη κι εμένα στην Κωνσταντινούπολη το 1978 σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Ναζίμ Χικμέτ για τα 15 χρόνια από το θάνατό του. Στο θέατρο "Ταξίμ" 8 χιλιάδες θεατές άρχισαν να τραγουδάνε στα ελληνικά το "Αν η μισή μου καρδιά". Ηταν η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής μου που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Και αυτή η στιγμή, που για μένα κρατάει 37 χρόνια, αποδεικνύει ότι δεν γίνεται να μην έρθει κάποτε εκείνη η κοινωνία στην οποία ο Ποιητής θα ψαρεύει και ο Ψαράς θα γράφει ποιήματα. Στο χέρι μας είναι».

Θάνος Μικρούτσικος

(Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη συναυλία του Θ. Μικρούτσικου στην αίθουσα συνεδρίων του ΚΚΕ το Σάββατο 16 Μάη. Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη της  10/2/2015)

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ - ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ: Δύο ανέκδοτα ποιήματα από το αρχείο του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα

Ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909 Ηπειρος - 1956 Αθήνα) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους Ελληνες δημιουργούς. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας. Το έργο του, σημαντικό και πληθωρικό, παραμένει σε μεγάλο τμήμα του ανέκδοτο. Δύο ανέκδοτα ποιήματα από το αρχείο του παρουσιάζονται σήμερα. Αναφέρονται στην εργατική Πρωτομαγιά και στην εκτέλεση των διακοσίων κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή. Το πρώτο γράφτηκε στις 30 Απρίλη του 1944, δηλαδή μια μέρα πριν απ' την εκτέλεση των διακοσίων, κι έχει τίτλο «Πρωτομαγιά». Το δεύτερο μια βδομάδα αργότερα, στις 7-5-1944, με τίτλο «Θυσιαστήριο». Είναι γραμμένα στην Ηπειρο, όπου ο Κοτζιούλας βρισκόταν με τους αντάρτες του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Το «Θυσιαστήριο» έχει μελοποιηθεί (όπως και άλλα 5 ποιήματα του Κοτζιούλα) από τον Αλέκο Ξένο, γνωστό συνθέτη - και της Εθνικής Αντίστασης. Τα παραθέτουμε κρατώντας την ορθογραφία του ποιητή:

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Χέρια ξαμώνουν αλύγιστα, μύριες φωνές στον αέρα,
τα πεζοδρόμια φλογίζουνται πάλι με ράντισμα αχνό,
πέφτουν, πεθαίνουν στυλώνοντας βλέμμα πυρό στην παντιέρα.
Βόγγοι, κατάρες, ανάθεμα φτάσαν ως τον ουρανό.
Α πούθ' αυτή η ανθρωποθάλασσα νάχει η βαρειά ξεκινήσει;
Ποιος θ' αντισκόψει τη φόρα σου κατεβασιά της οργής;
Ηρθε του χρόνου το πλήρωμα, ζύγωσ' η αλύπητη κρίση,
κι ω τέρας που μας δυνάστευες, στο αίμα σου πια θα πνιγείς.
Πούν' η δροσιά, η κοκινάδα σας κλώστρες, μοδίστρες, υφάντρες;
Ρέβουνε μέσα στις φάμπρικες κι οι καπνεργάτριες, αυτές
που τα σκυλιά τα λυσσάρικα σύραν αδέρφια τους, άντρες
μες σε κελλιά πεντασκότεινα, σ' αφορεσμένες αχτές.
Μα όσοι γλυτώσαν, απόμειναν, μ' ατσαλωμένη τη γνώμη,
τόσον καιρό που το θρέφανε το μίσος θέριεψε πια
και καταλύτες εγίνηκαν, ψηλά η γροθιά, οι οικοδόμοι
π' ως τώρα κοψομεσιάζονταν όλο σε ξένα γιαπιά.
Αλλοι που κοίτα! μουντζούρηδες βγήκαν από τα καζάνια
με μαυρισμένο το βλέμμα τους τραβούν κι αυτοί στη σειρά
κι έρχονται πίσω τους, έρχονται, πείνα κι ανέχεια κι ορφάνια,
χιλιάδες πλάσματα αγλύκαντα π' όλοι διψούν για χαρά.
Οσο κι αυτοί που δεν έβλεπαν ήλιο στης γης τα λαγούμια
πέταξαν σήμερα ομόγνωμοι σύνεργα π' άλλους πλουτούν,
να τους ιδεί απ' το μπαλκόνι του να σκάσει ο αφέντης, η μούμια,
με τις κοκόνες του που έγνια τους είχαν το πώς να σιαχτούν.
Πιότερο εγώ αναλογίζουμαι, πάνω κι απ' όλους κι απ' όλα,
τους προλετάριους τους άτρομους, την ψυχωμένη αργατιά,
που διόλου μη λογαριάζοντας των δήμιων τα πολυβόλα
βάδιζαν σα νεομάρτυρες ίσια και μες στη φωτιά.
Για το ψωμί τους παλεύοντας και για τα δίκια του εργάτη
πιάστηκαν, δάρθηκαν, έπαθαν από χαφιέδες φριχτούς/
κάθε γενίτσαρος άτιμος νόμο παράνομο εκράτει
κι οι πληρωμένοι θρασύδειλοι κράζαν τους ήρωες βαλτούς.
Ω Αθήνα, αρχή του κινήματος, Θεσσαλονίκη, Καβάλλα,
Σέρρες και Βόλος κι Αγρίνιο, Καισαριανή, Κοκκινιά,
σφηκοφωλιές, προμαχώνες μας, κάστρα μικρά και μεγάλα,
να τα πρωιμάδια του αγώνα μας, σύντροφοι, η πρώτη γενιά.
Τώρα που φούντωσαν, άστραψαν γλώσσες ολούθε φλογάτες
κι όλα τα σάπια απορίχνονται σ' ευλογητή πυρκαγιά,
το δάκρι, αδέρφια, στεγνώνοντας για τους νεαρούς πρωτοστάτες απ' άκρη σ' άκρη ας γιορτάσουμε δική μας Πρωτομαγιά.

ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ

Κάθε σου πέτρα και βωμός.
Κάθε σου χούφτα χώμα
ποτίστηκε αίμα ελληνικό.
Χρόνια και χρόνια στεναγμός
θα φτερουγίζει ακόμα
στο χώρο σου το φτωχικό.
Χρόνια και χρόνια οι ψυχές
θα τριγυρνούν στον τόπο
π' άφησαν σφριγηλά κορμιά.
Κι όμως δε θα 'ναι μοναχές!
Χίλιες ευχές ανθρώπων
θα υψώνονται για κάθε μια.

Η «Πρωτομαγιά», γραμμένη σε δέκα στροφές, αποτελεί έναν ύμνο στην ελληνική εργατική Πρωτομαγιά. Ο ποιητής χρησιμοποιεί ως ποιητικό μέτρο το δακτυλικό εξάμετρο. Η επιλογή αυτή ίσως να μην είναι τυχαία, αφού πρόκειται για το μέτρο των ομηρικών επών και ύμνων. Επος και ύμνο της εργατιάς στιχουργεί κι ο Κοτζιούλας. Εξάλλου, αυτός ο ρυθμός (-υυ, -υυ, -υυ κλπ.) τού επιτρέπει να δώσει στο ποίημα εύρος, ταχύτητα κι ορμή, που ταιριάζουν στο θέμα του: τη δυναμική κίνηση των διαδηλωτών. Οι εναλλασσόμενοι δεκαεξασύλλαβοι και δεκαεφτασύλλαβοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι ενισχύουν την ένταση και την αρμονία του τραγουδιού. Θεματικά το ποίημα χωρίζεται σε τρία μέρη: παραστατική εικόνα της εργατικής πρωτομαγιάτικης διαδήλωσης (στροφές 1-6), αδρή αλλά εμφαντική αναφορά στο εργατικό κίνημα (στροφές 7-9) κι επιστροφή στο χρέος του παρόντος (στροφή 10).

Ο ποιητής ξεκινά απ' τη μέση των πραγμάτων, τη διαδήλωση στο κορύφωμά της: τα χέρια τεντωμένα («ξαμώνουν») με οργή προς το δυνάστη, οι βόγκοι κι οι κραυγές των εργατών στους δρόμους, οι πρώτοι νεκροί και τ' ανάθεμα. Ακολουθεί η «ανθρωποκατεβασιά» που θα παρασύρει στο διάβα της κάθε δυνάστη. Με ρητορικές ερωτήσεις και μ' έναν υποθετικό διάλογο, τόσο με το πλήθος όσο και με τον αναγνώστη, ο ποιητής σκιτσάρει την κοινωνική ανθρωπογραφία: κλώστρες, μοδίστρες, υφάντρες, καπνεργάτριες, σύζυγοι, αδέρφια, φυλακισμένοι, εξόριστοι, θερμαστές κι οικοδόμοι, ο αδικημένος και καταπιεσμένος λαός, στο δρόμο για να «σπάσει το χαλκά», απέναντι στον εκμεταλλευτή του, που παριστάνεται σχηματικά μαζί με τις «μυρωδάτες κυρίες» του.

Με το ρήμα «αναλογίζουμαι» γίνεται η μετατόπιση στην ιστορική αναφορά: πάνω απ' όλους οι προλετάριοι, πρωτοστάτες με τις θυσίες τους, όπως έγινε το Μάη του 1936, κατόπι η περιγραφή του κατατρεγμού τους κι η κατασυκοφάντηση του εργατικού κινήματος και τέλος το σφυρηλάτημα της εργατικής πάλης στις πρωτοπόρες εργατουπόλεις της πατρίδας μας.
Η επαναφορά στο παρόν - το δικό του παρόν του 1944 - αλλά και στο διηνεκές γίνεται με μια προτροπή: τιμή στους νεκρούς και συνέχιση του αγώνα.

Παρόλο που το ποίημα είναι γραμμένο το 1944, μέσα στην κατοχή του ξένου δυνάστη και μετά από τη δικτατορία του Μεταξά, παραμένει επίκαιρο, γιατί συναιρούνται, συγχωνεύονται σ' αυτό όλα τα πάθη, οι αγώνες κι οι προσδοκίες των εργατικών και λαϊκών κινημάτων σε κάθε ιστορική στιγμή. Δεν είναι έπος μνημοσύνης αλλά παιάνας εγερτήριος. Είναι ο ελληνικός ύμνος της εργατικής Πρωτομαγιάς.

Στο επόμενο ποίημα, το «Θυσιαστήριο», ο Κοτζιούλας από ραψωδός - υμνητής μεταβάλλεται σε προσκυνητή - υμνωδό. Μαχόμενος με τους άλλους στα Τζουμέρκα τον καταχτητή, πληροφορείται την εκτέλεση των διακοσίων. Χρησιμοποιεί τον τίτλο - όρο «Θυσιαστήριο» παρομοιώνοντας το «Σκοπευτήριο» και τους εκτελεσμένους με βωμό αρχαίων θυσιών, που ποτίζεται με το αίμα αθώων και ιερών αμνών. Στέκεται με δέος στην ιερότητα του χώρου και των νεκρών. Το φτερούγισμα των ψυχών ολόγυρα υποβάλλει αυτή τη μυστηριακή επικοινωνία με τους ζωντανούς. Αυτές οι ψυχές είναι που δεν αφήνουν το χώρο να νεκρώσει και τη μνήμη να ατονήσει, να σβηστεί. Οι ευχές - υποσχέσεις των μελλούμενων γενιών για συνέχιση των αγώνων και των θυσιών των ηρώων θα είναι πολλαπλάσιες. «Θυσιαστήριο», για τον Κοτζιούλα, δεν είναι μόνο το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, αλλά και κάθε τόπος, όπου πατριώτες έπεσαν για τις ιδέες τους.

Ο Κοτζιούλας παραμένει επίκαιρος και προφητικός ποιητής:

«Σύρματα αγκαθερά
μπηγμένα μια φορά
μένουν ακόμα.
Δεν άλλαξε παρά
τυράννων η φρουρά
σ' αυτό το χώμα».

(«Συρματοπλέγματα», 1947 - μελοποίηση Α. Ξένου)

Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Ω, κόκκινη σημαία μας!


Ω, κόκκινη σημαία μας!
χρώμα αγάπης και τιμής
πόσες φορές εσκέπασες
τους μάρτυρές μας καταγής.

Μας ενθυμίζεις νίκες μας
αγώνες και καταδρομές
κι ανάβεις μες στα στήθια μας
λαμπρές ελπίδες φλογερές…

Κι αν πέσω θύμα φασιστών
μ’ αυτή σκεπάστε με νεκρό
ψηλά κρατάτε σύντροφοι
το λάβαρο το ερυθρό.

[«Το αντάρτικο και το επαναστατικό τραγούδι», εκδόσεις ΜΝΗΜΗ]

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Γ. Ρίτσος – Θ. Κορνάρος, Ένα ποίημα και ένα γράμμα από την εξορία



ΚΟΥΜΠΑΡΕ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ

                                                               Στον Θέμο ΚΟΡΝΑΡΟ
Κουμπάρε,
σου γράφω σ' ένα φαρδύ πλατανόφυλλο της Κρήτης,
ζωγραφίζω με γαλάζιο και κόκκινο το θυμό και το έλεος των χεριών σου
πάνω στα πήλινα κανάτια που ανασαίνουν στα παράθυρα των χωριατόσπιτων.
Όλοι ρωτάνε για σένα, κουμπάρε.
Οι ελιές ανθίζουν και σε χαιρετάνε.
Οι πορτοκαλιές φυλάνε τα πιο καλά φεγγάρια τους να φέγγουνε τη θύμησή σου.
Όλος ο λαός κρατάει μ' ευλάβεια μες στα δυο φύλλα της καρδιάς του το όνομα σου
όπως εσύ κρατάς στα δυνατά σου χέρια το Ευαγγέλιο τις Πατρίδας.
Μη μας συνεριστείς, κουμπάρε, που δε σου γράφουμε συχνά.
Εσύ ξέρεις τη σωστή ηλικία των αισθημάτων μας. Δύσκολες μέρες περνάμε.
Πολύ θα το ' θελα να σεργιανούσαμε μαζί την έναστρη ποίηση
μ' ένα μαντιλάκι ειρήνη στην τσέπη μας για να σκουπίζουμε τα μέτωπά μας
που ιδρώνουν στοχασμό και θαυμασμό στο καλοκαίρι της αδελφοσύνης μας.
Πολύ θα το' θελα να σεργιανάμε λεύτεροι τον κόσμο
χωρίς να γδέρνονται τα γόνατά μας στα συρματοπλέγματα
χωρίς να σκοντάφτουμε στα πεσμένα δοκάρια των ίσκιων.
Κουμπάρε των βουνών και των πουλιών και των απλών ανθρώπων,
τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό
απ' το Χαϊδάρι στα μπουντρούμια του Μεσολογγιού
απ' τη Μακρόνησο στον Άη - Στράτη
δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου
με δυο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου.
Πολλά αντίσκηνα τρύπησαν απ' τις βροχές και τους ήλιους
πολλές ψυχές τρύπησαν απ' τις σφαίρες
πολλές στέγες γκρεμίστηκαν στη λύπη.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Για το κάθαρμα ή… Περί σκουπιδιών (Βλ. Μαγιακόφσκι)


Στις 14 Απρίλη του 1930 έβαλε τέλος στη ζωή του ο μεγάλος Σοβιετικός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και λογοτέχνης Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι. Άνθρωπος της δράσης, ανυπόταχτος και παθιασμένος υπερασπιστής της επανάστασης και των οραμάτων του φωτεινού μέλλοντος, πολέμησε με ολιγωρίες και αδυναμίες ασκώντας κριτική και με το έργο του χτύπησε ό,τι επέμενε να κρατά τον άνθρωπο δεμένο με το παλιό. Έζησε μια σύντομη μα γεμάτη ζωή και άφησε έργο πλούσιο και ζωντανό, παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές.

Παραθέτουμε κατά χρονολογική σειρά όπως δημοσιεύτηκαν, δυο μεταφράσεις του ίδιου ποιήματος που έγραψε ο Μαγιακόφσκι την άνοιξη του 1921.

ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΘΑΡΜΑ  
(Μετάφραση Χρήστος Τρικαλινός)

Δόξα, Δόξα, Δόξα στους ήρωες!!!

Όμως,
αρκετό
φόρο τιμής τους αποτίσαμε.
Τώρα
για το κάθαρμα
ας μιλήσουμε.


Πάψανε οι θύελλες των επαναστατικών λίκνων.
Σκεπάστηκε με βρύα ο σοβιετικός αναβρασμός.
Και ξετρύπωσε
πίσω απ’ τις πλάτες της ΡΣΟΣΔ
σαν σκιάχτρο
ο μικροαστισμός.


(Μην προσπαθείτε από τις λέξεις να πιαστείτε,
δεν είμαι καθόλου ενάντια στο μικροαστικό στρώμα.
Στους μικροαστούς
ανεξάρτητα από τάξεις και στρώματα
το δοξαστικό μου).


Απ’ όλες τις απέραντες ρούσικες πεδιάδες
από της σοβιετικής γέννησης την πρώτη μέρα
ξεχύθηκαν αυτοί,
γοργά αλλάζοντας το πτέρωμα,
σε όλα τα ιδρύματα μπήκαν με αέρα.
Γεμίζοντας με ρόζους τους πισινούς απ’ το πεντάχρονο καθισιό,
γεροί, σαν νεροχύτες,
ζουν μέχρι τώρα –
πιο ήσυχοι κι απ’ το νερό.
Έστησαν βολικά γραφεία και κρεβατοκαμαρούλες.


Και το βράδυ
το ένα ή το άλλο ερπετό,
τη γυναίκα του,
που μαθαίνει πιάνο, κοιτάζοντας,
λέει
από το σαμοβάρι κοκκινωπό:
«Συντρόφισσα Νάντια!
στη γιορτή θα πάρω αύξηση –
24 χιλιάρικα.
Ταρίφα.
Εχ,
και θ’ αγοράσω για τον εαυτό μου
βρακιά απ’ τον Ειρηνικό Ωκεανό,
έτσι που απ’ το παντελόνι
να βγαίνω
σαν κοραλλοειδής ύφαλος!»
Κι η Νάντια:
«Και για μένα φορέματα μ’ εμβλήματα.
Χωρίς σφυροδρέπανο δεν μπορείς να βγεις στον κόσμο!
Με τι
θα κάνω
σήμερα φιγούρα
στο χορό του Επαναστατικού Συμβουλίου;»


Στον τοίχο ο Μαρξ.
Σε κάδρο πορφυρό.
Στην «Ιζβέστια» ξαπλωμένο, το γατάκι κοιμάται.
Και κάτω από την οροφούλα
τιτιβίζει
ξετρελαμένο το καναρίνι.


Ο Μαρξ από τον τοίχο κοίταζε, κοίταζε…
Και ξαφνικά
άνοιξε το στόμα,
κι αρχίζει να φωνάζει:
«Τυλίξατε την επανάσταση στα νήματα του μικροαστισμού.
Πιο φοβερή κι από τον Βράνγκελ η μικροαστική ζωή.
Γρήγορα
στρίψτε το λαιμό κάθε καναρινιού –
ώστε ο κομμουνισμός
από τα καναρίνια να μη νικηθεί!»


ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
[Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ», αρ.τ. 36-38, Οκτ./Δεκ. 1986]


magiak2

ΠΕΡΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ  
(Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)

Δόξα, δόξα, δόξα στους ήρωες!!!

Εδώ που τα λέμε
αρκετά τους τιμήσαμε.
Ας πούμε
τώρα
και κάτι περί σκουπιδιών.


Πάνε, περάσανε των επαναστάσεων οι μπόρες.
Μούχλες πετάει ο σοβιετικός αναβρασμός.
Πίσω από τις πλάτες της Ερ-Εσ-Εφε-Σερ*
πάνω-πάνω βγήκε
του μικροαστού n μούρη


(Όχι, μην το πάρετ’ έτσι –
με την τάξη δεν τα έχω των μικρών αστών.
Σ’ αυτούς
δίχως διάκριση τάξεις, στρώματα
«Εύγε!» απ’ όλα τα στόματα.)


Στης Ρωσίας τις απέραντες εκτάσεις
απ’ τη μέρα που η σοβιετική
γεννήθηκε υφήλιος
βγήκανε στους δρόμους
κι αλλάζοντας ενδύματα
σ’ όλα μέσα χώθηκαν τα ιδρύματα.
Πέντε χρόνια στην καρέκλα ρόζους βγάλανε
τα πισινά τους,
βασταγερά σαν τις λεκάνες του νιφτήρα
ζουν ως τα σήμερα και βασιλεύουν.
Μουλωχτοί σαν το νερό
ζεστούτσικες χτίσανε φωλιές
σε γραφεία σε κρεβατοκάμαρες.


Το βράδυ
τούτος ή ο άλλος τενεκές
έφαγ’ ήπιε
την κυρά του τώρα κάθεται και καμαρώνει
στο πιάνο να γυμνάζεται.
Μια λιγούρα
του “φερε το σαμοβάρι:
«Συντρόφισσα Νάντια!
Τώρα με την ευκαιρία των γιορτώνε
αυξήσεις πρέπει να μας κάμουνε στα μιστά
χιλιαδούλες
κάπου 24
η δική μου αναλογία.
Εχ!
Περισκελίδες απωανατολίτικες
θα πάω ν’ αγοράσω
έτσι που μέσ’ από το παντελόνι
σπόγγος να φαίνομαι
από κοράλλι».
Η Νάντια:
«Κι ένα φόρεμα για μένα
με τα εμβλήματα απάνω σταμπωμένα.
Χωρίς δρεπάνι και χωρίς σφυρί
στον κόσμο πώς κανείς να παρουσιαστεί;
Απόψε κιόλας
να βγω με τι
στον μπάλο που οργανώνει η Επαναστατική
Επιτροπή!»


Στον τοίχο ο Μαρξ.
Κάδρο άλικο.
Στο φύλλο πάνω της «Ιζβέστια»
ένα γατσούλι ζεσταίνεται
κι από το ταβάνι ψηλά
στα μεράκια της η καναρίνα
τσιρίζει.
Από τον τοίχο του κοιτάει και κοιτάει ο Μαρξ…
Ώσπου το στόμα του
ανοίγει ξαφνικά
και μπήγει τις φωνές:
«Τυλίξανε την επανάσταση στων μικροαστών τα
δίχτυα
Χειρότερος κι από τον Βράνγκελ ο μικροαστός.
Εμπρός,
τα καναρινάκια ευθύς στραμπουλήχτε,
των καναρινιών
να μην πέσει θύμα ο κομμουνισμός».


ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

*Τα αρχικά του ρωσικού σοβιετικού κράτους.

[Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ, ΤΑ ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2011]

Πρώτη δημοσίευση ανάρτησης 14/4/2015 στο Ατέχνως

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Ένα ποίημα του Ερνστ Σουμάχερ για τον Νίκο Μπελογιάννη


Ο Ερνστ Σουμάχερ (1921-2012) γεννήθηκε στη Βαυαρία. Υπήρξε καθηγητής της Θεατρολογίας  στο πανεπιστήμιο Χούμπολτ (Βερολίνο) της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (πρώην Ανατολική Γερμανία). Θεωρείται ο σημαντικότερος μαρξιστής μελετητής του Μπρεχτ. Η βιογραφία του για τον Μπρεχτ αποτελεί βασικό βοήθημα κάθε ερευνητή. Υπήρξε μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου της ΓΛΔ. Έγραψε πέρα από πολυάριθμες μελέτες και δοκίμια, μια σειρά από αφηγήματα, ποιήματα και θεατρικά έργα. Το ποίημά του «Μπελογιάννης» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πολιτιστική» (αρ.τ. 21) τον Ιούλη του 1985.

Μπελογιάννης (1952)

Όταν ο Δίας στη Δήμητρα δίνει
ό,τι η καρδιά και ο κόλπος της κλει
σένα σε τρύπησαν οι μαύρες σφαίρες·
σταμάτα, καρδιά μου, και γνώρισε:
ανθεί η Περσεφόνη!

Σκύψε μονάχος, ω Άδη, στη θολή σου σπηλιά
και τρόμαξε: να, ο Ήφαιστος, ο κόκκινος, άναψε!
Με σφυρί και δρεπάνι σου στέκει φρουρός.
Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός. Κι όμως
ανθεί η Περσεφόνη!

Χοροπήδησε, ω Κύκλωπα, στη χώρα της Ηπείρου
τόσο που οι έγκυες να χάσουν τον καρπό της κοιλιάς τους·
με γροθιά ματωμένη γράφεις στον τοίχο
Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός, κι όμως
ανθεί η Περσεφόνη!

Η δρυς της Δωδώνης θροΐζει στον άνεμο,
το αίμα του νεκρού γίνεται ανθός.
Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός, για να ζήσει
αύριο ειρηνικά το λιοντάρι δίπλα στο αρνί, για να
ανθεί η Περσεφόνη!

Κι όπως στ’ αρχαία τα χρόνια, θροΐζουν στον άνεμο
τα περιστέρια από κορφή σε κορφή, αναγγέλλοντας:
Τολμήστε, τολμήστε και σεις, μιμηθείτε το θάρρος του
για ν’ ανθεί η περσεφόνη!

Ernst Schumacher

(Μετάφραση: Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος)

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

«Η ζωή μου όλη»…


Μάρτης 1990. Στο στούντιο του 2ου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ο Στέλιος Καζαντζίδης φιλοξενούμενος του αξέχαστου Πάνου Γεραμάνη σε μια συνέντευξη που μεταδόθηκε σε 10 εκπομπές, εγκαινιάζοντας τη θρυλική εκπομπή του Πάνου «Λαϊκοί Βάρδοι». Η συνέντευξη φτάνει στο τέλος, και ο Πάνος ρωτά τον Στέλιο:

«ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ: (…) θα θέλαμε να σε ρωτήσουμε ποιο είναι το πιο αγαπημένο σου τραγούδι και ποιο αφιερώνεις αυτή τη στιγμή, στο κλείσιμο της σειράς αυτών των εκπομπών (…) Και να αφιερώσεις δυο απ’ τα τραγούδια σου στα εκατομμύρια των θαυμαστών σου και των ακροατών μας.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ: Ε, αυτό, Παναγιώτη, είναι γνωστό, το ’χω πει εκατοντάδες φορές και θα το ξαναπώ. «Η ζωή μου όλη» είναι το τραγούδι που αγάπησα περισσότερο. Του Άκη Πάνου. Αυτού του μεγάλου συνθέτη. Στον οποίο εύχομαι να μην παραδώσει και αυτός τα όπλα όπως εγώ, κι αν μπορεί να συνεχίσει.
Π.Γ.: Κι ένα άλλο τραγούδι σου;
Σ.Κ.: Όλα τ’ άλλα μαζί κάνουν το τραγούδι αυτό…»

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΟΛΗ
(Στίχοι-μουσική: ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ)

Η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη
όλα μου τα παίρνει τίποτα δε δίνει
η ζωή μου όλη είναι ένα καμίνι
που 'χω πέσει μέσα και με σιγοψήνει

Η ζωή μου όλη μια ανοησία
κι η μοναδική μου η περιουσία
η ζωή μου όλη είναι μια θυσία
που σκοπό δεν έχει ούτε σημασία

Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο
που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω
κι όταν γίνει η γόπα κέρασμα στο χάρο
όταν έρθει η ώρα και τόνε τρακάρω


―Απόσπασμα συνέντευξης: Από το βιβλίο του Βασίλη Καρδάση «ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ, σε δρόμους λαϊκούς», εκδόσεις Άγκυρα, 2010.

―Φωτογραφία (Τ. Πανανανίδη): Ο Άκης Πάνου με το Στέλιο Καζαντζίδη (λεπτομέρεια). Από το βιβλίο-λεύκωμα του Πάνου Γεραμάνη «ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ, όταν η φωνή φτάνει το θρύλο», εκδόσεις Άγκυρα, 2001.

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

«Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ…»


«Ήταν λίγο μετά τη γερμανική κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ήμουν τότε στη Θεσσαλονίκη. Και ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων… Αυτό ήταν! Έτσι γράφτηκε το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι". Όμως οι στίχοι ήταν διαφορετικοί από αυτούς που ξέρουμε τώρα. Λέγανε: "Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ… άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί…" και όχι το "κερί" όπως το έβαλε η λογοκρισία. Και παρακάτω: "Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει μα διπλό είναι το κλειδί τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή;" Γιατί βέβαια τότε μόνο οι αριστεροί γέμιζαν τα κελιά των φυλακών.

Μ' αυτούς τους τρόπους περνάγαμε τότε τα τραγούδια μας. Ακόμα και πολλά τραγούδια που με την πρώτη ματιά φαίνονται ερωτηματικά, κατά βάθος εκφράζουν βαθύτερα κοινωνικά νοήματα…».(1)

Ο Απόστολος Καλδάρας, όταν τον ρωτούσαν ποιο τραγούδι ξεχωρίζει από όλα τα «παιδιά» του, αναφερόταν πάντα με συγκίνηση στο "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι".

«Αυτό το αγαπώ γιατί είναι ζωντανό. Δε μου έδωσε κάποιος το στίχο, να βάλω τη μελωδία εγώ. Το έζησα, τότε με τις συλλήψεις του 1945, μετά τους Γερμανούς, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος. (…) Θέλω να πω ότι αυτό το τραγούδι το αγαπώ πολύ, γιατί είναι ζωντανό για μένα».(2)

 
ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ (1948)

(Νύχτωσε και στο Γεντί)
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλληκάρι
δεν μπορεί να κοιμηθεί

Άραγε τι περιμένει
απ’ το βράδυ ως το πρωί
στο στενό το παραθύρι
(που φωτίζει το κελί)
που φωτίζει με κερί

Πόρτα ανοίγει πόρτα κλείνει
(μα διπλό είναι το κλειδί
τι έχει κάνει και το ρίξαν
το παιδί στη φυλακή;)
με βαρύ αναστεναγμό
ας μπορούσα να μαντέψω
της καρδιάς του τον καημό

(Σε παρένθεση οι στίχοι πριν λογοκριθούν).

Κορυφαία μορφή του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, ο μουσικοσυνθέτης και στιχουργός Απόστολος Καλδάρας γεννήθηκε στις 7 Απρίλη του 1922 και έφυγε από τη ζωή στις 8 του ίδιου μήνα του 1990. Τα τραγούδια του ξεχωρίζουν για την αυθεντικότητά τους και την αμεσότητα με την οποία αγγίζουν τις ψυχές των λαϊκών ανθρώπων μέχρι τις μέρες μας. Ο ίδιος εξάλλου συνήθιζε να λέει: «Όσο υπάρχει λαός θα υπάρχει λαϊκό τραγούδι. Το στίχο που έχει το λαϊκό τραγούδι δεν θα το βρείτε πουθενά».(3)

Ο με έντιμη, περήφανη διαδρομή και αγωνιστική δράση σπουδαίος δημιουργός ξεχώριζε ένα ακόμα από τα τραγούδια του: «Ένα αυτό ("Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι") και ένα το "Σ' ένα βράχο φαγωμένο/ από κύμα αγριωπό". Έχω και άλλα τραγούδια που αγαπώ, αλλά αυτά τα δυο τα ξεχωρίζω, λόγω αναμνήσεων».(4)

«Θυμάμαι τώρα που είχα πάρει συγχαρητήρια από το μεγάλο δάσκαλο τον Κ. Βάρναλη, και είναι τιμή αυτό για μένα, για το τραγούδι μου "Σε ένα βράχο φαγωμένο": "Σ' ένα βράχο φαγωμένο από κύμα αγριωπό ένα σούρουπο είχα κάτσει λίγο να ξεκουραστώ…" Και εδώ ο τελευταίος στίχος έλεγε "Έτσι μ' έχει καταντήσει των ανθρώπων η οργή" και όχι "μιας γυναίκας η οργή" που το ξέρετε σήμερα. Ο κόσμος όμως το τραγουδούσε στην αρχική του μορφή και έτσι διασώθηκε ο στίχος μέχρι σήμερα…».(5)


Σ’ ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ ΦΑΓΩΜΕΝΟ (1948)

Σ' ένα βράχο φαγωμένο
από κύμα αγριωπό
ένα σούρουπο είχα κάτσει
(λίγο να ξεκουραστώ)
λίγο να συλλογιστώ.

Κάθε βήμα στη ζωή μου
είναι πόνος και συμφορά,
θέλω ο δόλιος να πετάξω
μα δεν έχω τα φτερά.

Έτσι μ' έχει καταντήσει
(των ανθρώπων η οργή)
μιας γυναίκας η οργή,
στρώμα να 'χω τα χορτάρια
και προσκέφαλο τη γη.

(Σε παρένθεση οι στίχοι πριν λογοκριθούν).

Σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε το 1986,(6) βλέποντας προς τα που πήγαινε η κατάσταση, ο Απόστολος Καλδάρας θα προβλέψει:

«Εύχομαι να διαψευστώ αλλά φοβάμαι ότι θα φτάσει μια μέρα που το Ελληνόπουλο θα ακούει ξένο τραγούδι που θα του σερβίρουν οι αμερικάνικες εταιρίες και θα το νομίζει ελληνικό… Πρέπει η νεολαία να διαμορφώσει μια άλλη σχέση με το λαϊκό τραγούδι. Να γνωρίσει τους δημιουργούς. Είναι αξιέπαινη κάθε προσπάθεια που συμβάλλει σ' αυτή την κατεύθυνση… Όταν η πολιτεία αφήνει από το πρωί μέχρι το βράδυ να ακούγονται από το ράδιο και την τηλεόραση όλα αυτά τα ξενόφερτα και από την άλλη πλευρά τα "καψουροτράγουδα" τι περιμένεις;…».

Ο αναγνώστης είναι αυτός που θα απαντήσει αν η παραπάνω πρόβλεψη βγήκε αληθινή…

[1,3,5,6: «Για το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι», έκδοση του 12ου Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, Αθήνα 1986
2,4: Από αφιέρωμα της Σοφίας Αδαμίδου στο Ριζοσπάστη, 18/4/2010]