Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

ΡΟΖΑ – Άλκης Αλκαίος



Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα
γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
και συ μου λες μας περιμένει η μπόρα
και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό.

Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο
μα τα κελιά μας είναι χωριστά
σε πολιτεία μαγική γυρνάμε
δε θέλω πια να μάθω τι ζητάμε
φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά.

Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις
σε ένα παραμύθι εφιαλτικό
φωνή εντόμου τώρα ειν’ η φωνή μου
φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου
με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό.

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί.

Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι
πώς σ’ έχει αλλάξει έτσι ο καιρός
περνάνε πάνω μας τα τροχοφόρα
και γω μέσ’ στην ομίχλη και τη μπόρα
κοιμάμαι στο πλευρό σου νηστικός.

ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ


Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεύει ο Δημήτρης Μητροπάνος

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γράφει για τον Μαγιακόφσκι


ΣΑΝ ΝΑ ΚΑΛΟΥΣΕ ΦΙΛΟΥΣ σε συμπόσιο, ο Μαγιακόφσκι έθεσε ο ίδιος τους όρους για την εκτίμηση του έργου του: μετριοπαθείς, ήρεμοι, συμβιβαστικοί χαρακτήρες αποκλείονται από τη γιορτή. Έξω κι οι καθηγητές της φιλολογίας, ιδιαίτερα εκείνοι με γενάκι και γυαλάκια – ποδήλατο• έξω οι διαχειριστές κι οι ανθοκόμοι της ποίησης, δουλοπάροικοι των σαλονιών• κι όλοι όσοι δεν παθιάζονται, δε γελάνε και δεν ωρύονται σαν τον Στέντορα με το ποιοτικό απρόοπτο και την υπερβολή.

Είχε ακράδαντη πεποίθηση από μιας αρχής πως η δική του ποίηση ήταν άλλη, κάθε σύνδεση με την κοινώς εννοούμενη ποίηση την έκοψε με το μαχαίρι.

[Ο Μαγιακόφσκι είναι ως το τέλος ποιητικό φαινόμενο]

Δεν είναι αλήθεια ότι ξεκίνησε από την ποιητική ανταρσία για να καταλήξει με την πολιτική επανάσταση. Ο Μαγιακόφσκι είναι ως το τέλος ποιητικό φαινόμενο, μια φωνή σαν τη δική του η ρωσική ποίηση εκείνης της εποχής θα την έβγαζε. Θ’ απορούσαμε, αν δεν ξέραμε την ατμόσφαιρα τότε στη Ρωσία, ατμόσφαιρα ενός γενικού παροξυσμού που εξέθρεψε τα πιο ακραία όνειρα ταυτίζοντας αισιοδοξίες και ουτοπίες. Αυτά στη γενική ιστορία περνάνε και φεύγουνε, αφήνοντας πίσω ό,τι μένει σε ζημιές και κέρδη. Στην τέχνη μένουν και διαιωνίζονται κι αυτή είναι η αθανασία του Μαγιακόφσκι. Πρέπει ν’ αντέξει κανείς την ποιητική του διάνοια με όλες τις υπερβολές της, αλλιώς δεν επικοινωνούμε μ’ αυτόν τον ποιητή και θα συνεχίζουμε σήμερα να τον ανεβάζουμε κι αύριο να τον κατεβάζουμε. Θα μένουμε με την αντίληψη ότι συνόδεψε με το έργο του μια ορισμένη ιστορική περιπέτεια που άλλους κάνει να χαίρονται κι άλλους ενοχλεί και πεισμώνει. Και θ’ αφήνεται να διαφεύγει ότι με τον Μαγιακόφσκι έχουμε σε ασυνήθιστα δυναμική έκφραση μια σκληρή – σκληρότατη ανθρώπινη δοκιμασία και μέσα σ’ αυτήν σπάνια ανθρώπινη έξαρση, διαποτισμένη από καταλυτικό χιούμορ.

Να σημειώσω ακόμα ότι το ποιητικό φαινόμενο Μαγιακόφσκι δεν ολοκληρώθηκε. Έμεινε κραυγή κομμένη στη μέση. Ίσως αν προσεχτούν καλύτερα μερικές λεπτομέρειες από τις τελευταίες μέρες της ζωής του κι από τους τελευταίους του στίχους, μπορεί να συλλάβουμε κάποιους έστω τόνους δημιουργικού αδιέξοδου, αυτό μάλλον συσπείρωσε ένα σωρό περιστατικά που εκείνες τις μέρες του 1930 έρχονταν το ένα πάνω στ’ άλλο και τον έκαναν να λάβει τη μοιραία απόφαση που δεν τη σκέφτηκε για πρώτη φορά.

[Για τον Μαγιακόφσκι σήμερα δεν μιλούν]

Τώρα για τον Μαγιακόφσκι δεν μιλούν και είναι πολύ φυσικό για τις μέρες που ζούμε.

Το τελευταίο που ξέρουμε είναι ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1980, «Η ανάσταση του Μαγιακόφσκι». Μπορούμε ν’ αναρωτηθούμε κατά πόσο ο τίτλος δηλώνει στα ίσια τις επιδιώξεις του συγγραφέα. Το βιβλίο αυτό ενσωματώνεται στην παλαιά παράδοση των ανταγωνιστών του Μαγιακόφσκι, των αντιπάλων του που τη συνοδεύει ένα κοινό γνώρισμα, μια πανομοιότυπη τακτική: επιστρατεύεται η λογική ν’ αντιβγεί στην ποίηση. Ο συγγραφέας Γιούρι Καραμπτσιέφσκι πρέπει να ήξερε καλά το έργο του Μαγιακόφσκι και την ατμόσφαιρα εκείνα τα χρόνια. Με τον Μαγιακόφσκι θα μεγάλωσε κι αυτός, όπως και πολλοί άλλοι της ηλικίας του. Διαβάζεται στο βιβλίο του η ψυχική κατάσταση των ανθρώπων που μπούχτισαν από τις υπερβολικές εκτιμήσεις και τη δημοτικότητα του Μαγιακόφσκι – πολιτική στην ουσία, για να ‘μαστε δίκαιοι- κι αισθάνονται την ανάγκη ν’ απελευθερωθούν. Με αυτό συνδέονται οι καλές πλευρές του έργου του και μπορούν σε κάτι να σημαίνουν και απελευθέρωση του ίδιου του Μαγιακόσφσκι από εκείνη τη μάστιγα.

Το βιβλίο αρχίζει έτσι:
«Σήμερα τον Μαγιακόφσκι, καλύτερα μην τον αγγίζουμε. Γιατί όλα είναι προσιτά, μα τίποτα δεν κατανοούμε. Ό,τι να πεις για τον Μαγιακόφσκι, ό,τι εκτιμήσεις να κάνεις, τον δοξάζεις, τον αρνιέσαι, τον βάζεις κάπου ανάμεσα, αισθάνεσαι ότι παραβιάζεις ανοιχτές πόρτες και μπαίνοντας μέσα δεν αγκαλιάζεις παρά τον αέρα. Μοιρασμένος χίλια κομμάτια είναι παντού μαζί μας, είτε έτσι τον πάρουμε είτε αλλιώς – πανταχού παρών. Αλλά η κάθε προσπάθεια να μιλήσεις ή ν’ αξιολογήσεις πέφτει στο κενό, πάντα θα μείνουμε με την αίσθηση ότι παραλείψαμε το πιο σπουδαίο.»

Αυτά θα είχαν ακόμα μεγαλύτερη αξία, αν ο συγγραφέας ολοκλήρωνε λέγοντας πως ο Μαγιακόφσκι είναι άπιαστος, αλλά στη λογική, και είτε τον δοξάζεις μ’ αυτήν είτε τον ξεδοξάζεις ο ποιητής κρατεί το προνόμιό του να ζει και να βασιλεύει πέραν της λογικής.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

"«Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα», έλεγε ο Βάρναλης…"



Από δεξιά: Τσίρκας, Βάρναλης, Παπαϊωάννου.

Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, έπρεπε να περάσουν τρεις, και, δεκαετίες  για να διαβάσω την τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα. Τρία μυθιστορήματα που, περιδιαβαίνοντας τις σελίδες τους, αισθάνεσαι να ζεις ανάμεσα στους ήρωες, να περιπλανάσαι, βυθισμένος σε μια αγκαλιά, στα πολύβουα σοκάκια της Αλεξάνδρειας, να μαγεύεσαι από το μενεξεδί της ερήμου όταν γέρνει ο ήλιος (της ερήμου που κάποτε διέσχισες με  πορεία μαρτυρική), ή να νιώθεις την υγρασία να σε αγκαλιάζει μαζί με τους αμανέδες των μαουνιέρηδων, πλάι στο μονότονο διάβα του Νείλου. Και γίνονται δικοί σου οι ήχοι και οι μυρουδιές (αλήθεια, πιο «ζωντανά» δεν θα μπορούσαν να περιγραφούν!) ενός μακρινού πολιτισμού που, όμως, τόσα σε συνέδεσαν μαζί του στα βάθη των αιώνων, και σκέφτεσαι πώς θα ήταν η ζωή ζωγραφισμένη με τα χρώματα της ανεμελιάς, του έρωτα και της χαράς, μόνο, χωρίς να αναγκάζεσαι να  υπερασπιστείς την τιμή της πατρίδας σου χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από αυτή, χωρίς την αίσθηση της έλλειψης, της απώλειας, της απογοήτευσης, χωρίς την πικρή γεύση της κατάληξης…όμως, και έτσι, ποιος μπορεί να σου εγγυηθεί πως θα’ χε νόημα να ζεις και σκοπό η περιπλάνηση;

"Κοιμηθήκαμε μ’ ανοιχτά παράθυρα. Ο Νείλος ήταν δίπλα και κατέβαζε δροσιά. Προς τα ξημερώματα ξεδιπλώσαμε το διπλόφαρδο πάπλωμα και κουκουλωθήκαμε, τη θέλαμε τη ζεστασιά του. Μας ξαναπήρε ο ύπνος. Αργότερα, γύρισα τ’ ανάσκελα κι ανασηκώθηκα· στήριξα τη ράχη μου στο κεφαλάρι του κρεβατιού που ήταν καπλαντισμένο με σατινέ. Στ’ αραβικά τ’ αηδόνια λέγονται μπόλμπολ! Γιατί το σκέφτηκα έτσι; απ’ έξω, μέσ’ από τον κήπο του πρίγκηπα, έρχονταν μελωδικές και κρυστάλλινες οι τρίλιες ενός πουλιού. Και μαζί, σαν ποταμίσια πάχνη, ανέβαινε πνιχτό, ένα σφύριγμα νυσταγμένης μαούνας. Τράβηξα το πάπλωμα για να σκεπάσω το στήθος μου· έφερα την άκρη του πάνω απ’ τα ρουθούνια: μυρίζαμε λεβάντα και πικραμύγδαλα. Η Νάνσυ κοιμόταν μπρούμυτα χωρίς προσκέφαλο. Άπλωσα και χούφτιασα τα μαλλιά της, μαύρα και γυαλιστερά. «Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα», έλεγε ο Βάρναλης. Να τον έβρισκαν άραγε και τώρα, μέσα στην κόλαση της κατοχής, τέτοιες στιγμές άμεσης αίσθησης;"[1]

Τσίρκας και Βάρναλης είχαν αναπτύξει μια πνευματική επικοινωνία, μέσα από τη σχέση δασκάλου και μαθητή, που άγγιζε τα όρια της φιλίας. Στις Ακυβέρνητες πολιτείες, στο τρίτο βιβλίο (Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ), ο Τσίρκας παραθέτει έναν στίχο από το ποίημα Ορέστης, του Κώστα Βάρναλη,  περιγράφοντας με τον εξαιρετικό αυτό τρόπο την ομορφιά μιας γυναίκας. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γράμματα Αλεξάνδρειας το 1914 και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο του Βάρναλη Ποιητικά.

Ορέστης

Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα

τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ’ ένα
χαμόγελον ιδές πως σ’ έφερ’ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.

Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια

και το έργο σου σα να ’ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
γιά το αίμα της μητρός σου γιά η ντροπή σου.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ


[1] Στρατής Τσίρκας: «ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ 3 – Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ, μυθιστόρημα». Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 302.

Από τα -λίγα- βιβλία που, όσο οι σελίδες τους λιγοστεύουν, δεν θέλεις να τελειώσουν, και όταν γυρίσεις και την τελευταία, αναρωτιέσαι..."και τώρα;"...

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ: Άνθρωπος της τέχνης και του αγώνα - 36 χρόνια από το θάνατό του


Ο Βασίλης Ρώτας, γιος φτωχής οικογένειας χωρίς σταθερό εισόδημα, γεννήθηκε στις 5 Μάη 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, το 1889 η οικογένειά του μετακομίζει στην Κόρινθο και το 1903 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα.

Ο Ρώτας τελείωσε με άριστα το Βαρβάκειο, έχοντας από νωρίς ξεχωρίσει ως ιδιαίτερη προσωπικότητα μεταξύ των συμμαθητών του, καθώς η μεγάλη του αγάπη για την ευρύτερη μελέτη αλλά και η αντισυμβατική του συμπεριφορά είχαν εκδηλωθεί από νωρίς. Το πρώτο του ποίημα το έγραψε στην Α´ Δημοτικού και το πρώτο του διήγημα στην Β´ Γυμνασίου.

Η επιθυμία του Βασίλη Ρώτα, παρά την απαγόρευση από τον πατέρα του, ήταν να σπουδάσει Ιατρική. Έτσι γράφτηκε κρυφά στην Ιατρική Σχολή και στην συνέχεια στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οποία φοίτησε ως το 1910. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τους Κώστα Βάρναλη και Μάρκο Αυγέρη.

Το 1910 μαζί με δημοτικιστές και προοδευτικούς συμφοιτητές του ιδρύουν την «Φοιτητική Συντροφιά», που αποτέλεσε ένα πυρήνα ζύμωσης του πιο προοδευτικού τμήματος της νεολαίας, ζύμωσης γύρω από μια σειρά καυτά ζητήματα της εποχής, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά.

Την ίδια χρονιά, κατετάγη στον στρατό ως έφεδρος, αποστρατεύθηκε την ίδια χρονιά, για να επιστρατευθεί εκ νέου το 1912, στους Βαλκανικούς Πολέμους και έκτοτε έμεινε μόνιμα στον στρατό ως τις 5 Αυγούστου 1926 οπότε και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη.

Το 1917 με το ψευδώνυμο «Βασίλης Κορίνθιος» κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Το τραγούδι των σκοτωμένων - κρυφός καημός» και το 1924 κυκλοφόρησε η πρώτη του μεταφραστική εργασία, η «Άννα Καρένινα» του Λέοντος Τολστόι.

Το 1921 ο Ρώτας παντρεύτηκε με την παιδική του φίλη και από την Κόρινθο, Κατερίνη Γιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον Ρένο-Παναγιώτη, την Μαρούλα και τον Νικηφόρο.

Το 1949 γνωρίστηκε με την λογοτέχνη Βούλα Δαμιανάκου με την οποία από το 1954 και μετά έζησε μαζί ως τον θάνατό του.

Οι πρώτες επιρροές του Βασίλη Ρώτα προέρχονταν από τα λαϊκά πανηγύρια, των οποίων τον κοινωνικό ρόλο διαπίστωσε από νωρίς, καθώς παρατήρησε ότι σε αυτά οι τσακισμένοι από την φτώχεια και τις δυσκολίες άνθρωποι, έστω σε εκείνες τις ώρες, με τον χορό και το τραγούδι σαν να έβγαζαν φτερά.

Ταυτόχρονα ο Ρώτας με τις μελέτες του για την λαϊκή παράδοση και το έργο του, στη συνέχεια, θωράκιζε την παράδοση, όχι για να την κλείσει σε κάποιο σεντούκι, αλλά βλέποντάς την ως την πρώτη πηγή δημιουργίας κοινωνικής συνείδησης καθώς σε αυτήν έβλεπε ένα θησαυρό αξιών του εργαζόμενου λαού.

Η δεύτερη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα ήταν το οικογενειακό του περιβάλλον το οποίο απέπνεε μια πνευματικότητα και δεν είναι τυχαίο ότι και τα πέντε παιδιά της οικογένειας ασχολήθηκαν με τα γράμματα και τις τέχνες.

Η τρίτη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα έρχεται από το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, από τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και από το ευρύτερο λογοτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον της εποχής του.

Ο Ρώτας λατρεύει το δημοτικό τραγούδι, την βυζαντινή και κλασική μουσική που έχει σπουδάσει, ψέλνει υπέροχα, αποδίδει θαυμάσια άριες των Μότσαρτ και Βάγκνερ, τραγουδά ξένα λαϊκά τραγούδια, μαθαίνει μόνος του ξένες γλώσσες και χορεύει, καθώς όπως είπε ο Μάνος Κατράκης «ο Ρώτας χορεύει σαν αητός».

Υπάρχει όμως και μια άλλη επίδραση στην προσωπικότητα του Βασίλη Ρώτα που έπαιξε τεράστιο ρόλο στην διαμόρφωσή του και αυτή ήταν το έργο του Άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ το οποίο μετέφρασε στο σύνολό του.

Πέρα από την μετάφραση του έργου του Σαίξπηρ, ο Ρώτας μετέφρασε και μια σειρά έργων άλλων μεγάλων δημιουργών, από τέσσερις γλώσσες.

Η θεατρική καριέρα του Βασίλη Ρώτα ξεκίνησε πριν ο 20ος αιώνας συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία του. Στα παιδικά του χρόνια, οι θεατρικές του εμπειρίες ήταν ελάχιστες. Υπήρχε όμως το Θέατρο Σκιών, ο Καραγκιόζης. Από μικρό παιδί άρχισε να φτιάχνει φιγούρες και να δίνει παραστάσεις. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο: Η απαγγελία ποιημάτων η οποία απαιτεί ορθοφωνία και κάποια θεατρικότητα. Ο Ρώτας είχε έμφυτο ταλέντο στην απαγγελία και μάλιστα «δίδασκε» και τους συμμαθητές του στο σχολείο.

Την περίοδο 1906-1910 ο Βασίλης Ρώτας σπουδάζει θέατρο στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στην Σχολή Καλησπέρη και στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Λόττνερ. Θαυμάζει πολύ τον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και ο θαυμασμός του γίνεται κίνητρο για να μάθει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά εντελώς μόνος του.

Από το 1926 και μετά διδάσκει στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στο Ωδείο Πειραιώς. Το 1930 ιδρύει και λειτουργεί στο Παγκράτι το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών. Αυτό το θέατρο ήταν το όνειρό του. Δημιούργησε μία σκηνή όπου οριοθέτησε την ιδεολογία του για το τι σημαίνει «λαϊκό». Πιστεύει πως το λαϊκό θέατρο είναι μια υπόθεση δημοκρατική που αφορά την πνευματική ανύψωση και εξέλιξη του λαού, των εργαζομένων και επιθυμεί να αναπτυχθεί μέσα στον λαό, για τον λαό με εθνικά και ταξικά χαρακτηριστικά, προβάλλοντας νέα θέματα συνδεδεμένα με την κοινωνική πράξη των απλών ανθρώπων και να αντιπαρατίθεται στην αστική δραματουργία και την θεματολογία της.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πενταμελής οικογένεια του Ρώτα μένει μέσα στο θέατρο και πρέπει να είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία του θεάτρου μας.

Το 1935 ο Βασίλης Ρώτας παραχώρησε το θέατρο στο ΚΚΕ για να πραγματοποιήσει την προεκλογική του συγκέντρωση. Από τότε άρχισε να τον παρακολουθεί η Ασφάλεια.
Με πρόσχημα την μη επαρκή πυρασφάλεια του κτιρίου, η δικτατορία του Μεταξά έκλεισε το θέατρο.

Στις 30 Οκτωβρίου 1940 ο Βασίλης Ρώτας πήρε πρωτοβουλία για την συγκρότηση πολεμικού θιάσου, η οποία όμως απέτυχε.

Στις 9 Νοεμβρίου 1940 με επιστολή του στο ΓΕΣ ζήτησε έγκριση και υποστήριξη για την δημιουργία ενός θιάσου που θα ήταν κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αλλά και στα χωριά, καθώς και στα νοσοκομεία. Η αίτηση απορρίφθηκε.

Το καλοκαίρι του 1942 με την σύμφωνη γνώμη του ΕΑΜ, ο Βασίλης Ρώτας ιδρύει το Θεατρικό Σπουδαστήριο με διοικητική επιτροπή που αποτελούν οι Μέμος Μακρής, Κώστας Ζαΐμης και Βασίλης Ρώτας. Το Σπουδαστήριο –πρώτη περίοδος λειτουργίας καλοκαίρι 1942-Μάρτιος 1944- στάθηκε σχολείο αγώνα, θέατρο, φυτώριο της ΕΠΟΝ και καταφύγιο της σκλαβωμένης νεολαίας.

Και μόνο η αναφορά στις δραστηριότητες του Θεατρικού Σπουδαστηρίου και στα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί θα αρκούσε για να γράψει κανείς ξεχωριστό βιβλίο.

Τον Μάρτιο του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μαζί με τον Νίκο Καρβούνη ανέβηκαν στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας.

Η πρόσκληση στον Ρώτα ερχόταν από την ΠΕΕΑ ώστε να συμβάλλει στην πολιτιστική ανόρθωση των κατοίκων των χωριών και στην εμψύχωση των αγωνιστών.
Το καλοκαίρι του 1944 συγκρότησε τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας.

Στην διάρκεια του Δεκέμβρη του ’44 ο Βασίλης Ρώτας βρίσκεται στην Αθήνα και παίρνει μέρος στον αγώνα. Το σπίτι του στο Παγκράτι λεηλατείται, ενώ Εγγλέζος αξιωματικός οδηγημένος από Έλληνες συνεργάτες του, κλέβει το προσωπικό του ημερολόγιο με πρόσωπα και γεγονότα από την δράση των ανταρτών στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Το 1945 ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη όπου εκδίδει και το περιοδικό «Λαοκρατία», ενώ το 1946 επαναλειτουργεί το Θεατρικό Σπουδαστήριο.

Το 1950 παραπέμπεται στο Στρατοδικείο με το αίτημα της αποτάξεως λόγω των ιδεών του, ενώ το 1951 αθωώνεται από το Στρατιωτικό Συμβούλιο.

Το 1959 το Θέατρο Τέχνης σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα ανεβάζει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν σε μια μόνο παράσταση στο Ηρώδειο, γιατί οι υπόλοιπες παραστάσεις απαγορεύθηκαν με εντολή του υπουργού Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Στην περίοδο 1961-1967 ο Βασίλης Ρώτας βοηθά με την εμπειρία του την προσπάθεια για το Παιδικό Θέατρο του Γιώργου Δήμου και της κόρης του Μαρούλας Ρώτα. Ιδρύεται και λειτουργεί η Παιδική Αυλαία την οποία αργότερα οργανώνει και λειτουργεί ο Γιάννης Καλαντζόπουλος.

Το 1963 στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τους εξόριστους και κρατούμενους αγωνιστές. Το 1964 του αποδίδεται το δίπλωμα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το 1967 συλλαμβάνεται από την χούντα και εξορίζεται στην Γυάρο. Επιστρέφοντας στη Νέα Μάκρη όπου μένει με την Βούλα Δαμιανάκου δίνει συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους και στέλνει δέματα και χρήματα στους κρατούμενους της Γυάρου.

Το 1974 ολοκληρώνει την μετάφραση όλων των θεατρικών και ποιητικών έργων του Σαίξπηρ, καρπός τεράστιας δουλειάς σε συνεργασία με την Δαμιανάκου. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε και εκδοτικά το 1985.

Μια επιπλέον πτυχή του έργου του Βασίλη Ρώτα αποτελεί η συγγραφή των κειμένων 47 τευχών από την περίφημη σειρά «Κλασσικά Εικονογραφημένα» με την οποία πραγματικά μεγάλωσαν παιδιά για δύο δεκαετίες περίπου, ενώ το εγχείρημα δεν επανελήφθη. Υπάρχουν μόνο οι επανεκδόσεις.

Ο κομμουνιστής θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, πεζογράφος Βασίλης Ρώτας, ήταν πάνω από όλα ένας αγωνιστής.

Το μεγάλο σχολείο για εκείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα. Υπήρχε επίσης η συνείδηση του ότι το «προζύμι» για αλλαγή του κόσμου ήταν μόνο ο λαϊκός αγώνας. Ένας αγώνας που εμπλουτίζεται καθημερινά από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού. Ο Ρώτας δεν ξέκοψε ποτέ από αυτό και μάλιστα θεωρούσε πως ο τελικός αποδέκτης και κριτής του έργου του είναι ο λαός.
«Έφυγε» στις 30 Μάη 1977.

--Τα στοιχεία προέρχονται από τη διδακτορική διατριβή του Δρ. Θανάση Ν. Καραγιάννη, για το έργο του Βασίλη Ρώτα, η οποία εκδόθηκε από τη Σύγχρονη Εποχή, 2007, σελ. 660.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - Ηλίας Ι. Προκοπίου



Ταβέρνα με αγωγιάτες στην Σκόπελο, του Ηλία Ι. Προκοπίου

 ΕΡΓΑΤΙΑ
Θέλω να μιλήσω για σας,
μα δεν υπάρχουν λέξεις
στο μπόι σας,
θέλω να μιλήσω
για το δίκιο σας,
μα δεν υπάρχουν λέξεις
στο μπόι του,
θέλω να δείξω το έργο σας,
μα πού να χωρέσει;
είναι όλος ο κόσμος.
Θέλω να σας υμνήσω,
μα δεν υπάρχει ύμνος
στο μπόι σας,
μα τούτο το μπόι
μη κ’ολορθέψει
τρέμουν οι οχτροί σας,
γιατί
δεν υπάρχουν δεσμά
να βαστάξουν
το ολόρθο το μπόι σας.

Ηλίας Ι. Προκοπίου


Ο Ηλίας Προκοπίου είναι ζωγράφος, έχει γεννηθεί στη Σκόπελο και ζει μόνιμα στο νησί του. Είναι το όγδοο από τα εννιά παιδιά μίας πολύτεκνης οικογένειας και όπως είναι επόμενο δούλεψε από μικρό παιδί για να μπορέσει να βοηθήσει τη φαμίλια του. Σε μικρή ηλικία και πριν ακόμη τελειώσει καλά καλά το σχολείο, ο Ηλίας δούλευε τα καλοκαίρια στη συγκομιδή των κορόμηλων και αργότερα σε ηλικία 13 ετών έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο τούβλων του Θανάση Καθηνιώτη. Αργότερα, όταν το εργοστάσιο έκλεισε, βρέθηκε στην Αθήνα, όπου δούλεψε σε διάφορες δουλειές, και τελικά στη βαριά δουλειά της οικοδομής. Στο διάστημα που έμεινε και δούλεψε στην Αθήνα και από το 1975 δραστηριοποιήθηκε στο σωματείο του κλάδου του, πολιτικοποιήθηκε, και μέσα από την πολιτικοποίηση και την σκληρή δουλειά ξύπνησε το ενδιαφέρον του για τα πολιτιστικά και φυσικά το μικρόβιο του καλλιτέχνη που ήταν ριζωμένο βαθιά μέσα του, αφυπνίστηκε.

Αρχίζει να διαβάζει, να παρακολουθεί την πορεία και τα έργα του χαράκτη Τασσου, του Σεμερτζίδη, του Βάλλια και άλλων έργα, που του ευαισθητοποιούν κάποιες χορδές και τον συγκινούν ιδιαίτερα. Το ταλέντο του αρχίζει να βγαίνει τυχαία όταν βρίσκει στο σπίτι του ένα κουτί νερομπογιές και δύο μικρά πινελάκια των παιδιών του κι αρχίζει να δοκιμάζει να αντιγράψει μία θαλασσογραφία. Στο τέλος τα καταφέρνει και αρχίζει να του γίνεται πάθος η ζωγραφική. Δεν αρκείται όμως στις αντιγραφές και στρέφεται με επιτυχία σε δικά του έργα. Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες τον κάνουν να στραφεί και στην γλυπτική όπου αρχίζει να σμιλεύει την πέτρα και το ξύλο. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργεί πολύ όμορφα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής.

(Τα βιογραφικά στοιχεία βρίσκονται στο βιβλίο της Αλέκας Μπουτζουβή «ΣΚΟΠΕΛΟΣ, οι λαϊκοί καλλιτέχνες αφηγούνται».)

Μπορείτε να συναντήσετε τον Ηλία Ι. Προκοπίου ΕΔΩ.

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

«…τα δάχτυλα των κτιστών» - Γ. ΡΙΤΣΟΣ



"Εργάτες", του Ηλία Προκοπίου

[…]Θυμάσαι, αλήθεια, τον παλιό κιθαρωδό; Τα δάχτυλά του
διάφανα, φωτεινά, μακριά, (μοιάζαν με τα δικά μου)
άγγιζαν τις χορδές, έφευγαν με τους ήχους,
όλα τα εγγίζαν κ’ έμεναν εκείνα ανέγγιχτα,
προσβλητικά, φρικιαστικά, σα να ΄γδυναν  εύκολα
μιαν υπεροπτική γυναίκα και την παρατούσαν έτσι
γυμνή, γονατισμένη, με τα μαλλιά της
χυμένα μαύρο ποτάμι στο χώμα. Ολότελα αντίθετα
τα δάχτυλα των κτιστών, όταν έχτιζαν
τη δεξιά πτέρυγα του σπιτιού ή αργότερα
όταν έχτιζαν τον τάφο του πατέρα ή της μητέρας ― είχαν μια δύναμη
τα δάχτυλά τους· ό,τι έπιαναν γινόταν δικό τους,
χτίζονταν οι ίδιοι με την πέτρα, ή μάλλον
ό,τι έχτιζαν χτιζόταν πάνω τους και μεγάλωνε ο όγκος τους ―
καθένας τους μια ολόκληρη πολιτεία οχυρωμένη
με τα κάστρα της ― ελεύθερη κι απόρθητη, λέω. Όταν σκολούσαν
και πλένονταν λιοκαμένοι, ανεπιτήδευτοι, άγριοι,
στο συντριβάνι του κήπου, αφουγκραζόμουν τα μαύρα μαλλιά τους
να στάζουν στο μάρμαρο, σα να κατάβρεχαν κάπου,
με το γέρμα μιας θερινής ημέρας, τους ζεστούς δρόμους
ενός απέραντου χώρου μιας εμποροπανήγυρης
με χιλιάδες άλογα, βόδια, σταμνιά, βιολιά, καλάθια,
χάρτινες σημαιούλες, λατέρνες, σταφύλια, λεμονάδες και ατσίγγανους…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Απόσπασμα από το ποίημα «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού».


Γιάννης Ρίτσος: ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ - Το τραγούδι του Δνείπερου




Το ποίημα «Το τραγούδι του Δνείπερου» πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 26-27, 9 Νοέμβρη 1945) και ανθολογήθηκε στον τόμο «Τραγούδια της Αντίστασης», με επιμέλεια της Φούλας Χατζηδάκη, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1951 από το εκδοτικό «Νέα Ελλάδα».

Άκου Δνείπερ τι θα πούμε.
Σου σκάψανε τα σωθικά τα παλληκάρια των Σοβιέτ.
Τα ψάρια σου σαστίσανε
οι λεύκες σου σκορπίσανε
τα σπουργιτάκια απολιθώθηκαν
μέσα στις καλαμιές σου και κοιτάζανε
και τα μικρά τους μάτια απόρησαν
και τα νερά σου εκόχλασαν
κι αρπάξανε τους γερανιούς
κύματα αφρίζανε βουνά
αψηλά τείχη τα μαντρώσανε
χρόνια βάστηξε ο μόχτος τους
ώσπου οι καρδιές λαχτάρησαν
όλοι οι άνθρωποι ζευγαρώθηκαν μες στη χαρά της γέννησης
δούλεψαν χέρια και ψυχές
τα μάτια είδαν θάματα που δεν είχανε δει ποτές,
κι εγίνηκε το Ντνιεπροστρόι.
20 χρόνια έδωκες φως.
Ώσπου σε βρήκε ο πόλεμος.

Τότε Δνείπερ ήρθε η ώρα.
Αίμα γίνανε οι αφροί σου.
Αίμα στάζανε οι όχτες σου
αίμα σούρωνε η κοίτη σου
πασαλείφτηκαν αίματα η γης, κι ο ουρανός σου.

Μιαν ώρα δεν κοιμήθηκες.
Μιαν ώρα δεν απόκαμες να κουβαλείς ψοφίμια
ψόφια άλογα, ψόφια κορμιά,
χέρια, ποδάρια, κεφαλές, σπασμένα σίδερα, κανόνια,
σημαίες όλων των λογιών καρφώθηκαν στις όχτες σου,
μα εσύ θυμόσουν μόνο μια: την Κόκκινη Σημαία.

Δόξα στις αντάρτισσες όχτες σου, στα ματωμένα σου νερά,
στην αφρισμένη κοίτη σου, στην πύρινή σου θέληση,
που βάστηξαν τον όλεθρο, που ξέσκισαν το σατανά,
που βόηθησαν τον άνθρωπο
να ξαγναντέψουν οι λαοί ξανά
την Κόκκινη Σημαία.

Κι έτσι Δνείπερ ήρθε η ώρα.
Άνοιξε τα φτερά σου πνίξε.
Πνίξε τους τελευταίους πνίξε
τους τελευταίους του δαίμονα
τον τελευταίο τους τρελλό
τον τελευταίο φασουλή
την τελευταία παρδαλή οχιά
που είναι ντυμένη άνθρωπος.

Δνείπερ, την ώρα τούτη που σου γράφομε
ένας ντουνιάς και κόσμος βαστά την ψυχή του
εσένα συλλογίζεται μες στα βαθιά του όνειρα,
Δνείπερ, κι αναρωτά:
―Θα τον περάσουνε οι σύντροφοι το Δνείπερο;
―Δε θα περάσουνε το Δνείπερο…
―Θα τον περάσομε το Δνείπερο!

Και τον πέρασαν το Δείπνερο!
Απάνω σε βαρέλια
απάνω σε κανόνια, απάνω σε ξυλάρμενα,
ένας ένας, δυο δυο, χιλιάδες, πολλοί,
με την ψυχή στο στόμα
αγκαλιά τα ντουφέκια, αγκαλιά τα κανόνια
αγκαλιά τις ελπίδες τους μισώντας αγαπώντας
κουβαλούσαν την πίστη τους
πίσω πήγαιναν οι ελπίδες,
πιο πίσω ακόμα οι αγωνίες, ο θάνατος, οι αγέρηδες,
και προχωρούσαν, πολεμούσαν
κόβονταν πόδια, κεφαλές, και δεν εγύριζαν να δούνε γύρω τους
και πολεμούσαν, προχωρούσαν
κι ανεμίζανε τα μαλλιά τους
και εφούσκωναν τα στήθια τους
και είχαν φτερά και πέταγαν
και κόβονταν η ανάσα τους
και τραγουδούσαν και λαχτάριζαν
και πολεμούσαν, πολεμούσαν…

Άκου Δνείπερ τώρα. Σου μιλούμε.
Σε χαιρετούνε οι φυλακές.
Σε χαιρετούνε οι νεκροί.
Σε χαιρετούνε οι ζωντανοί.
Σε χαιρετάει η εργατιά.
Σε χαιρετούνε τα παιδιά.
Σε χαιρετά όλη η ζωή,
σήμερα, αύριο, και στους αιώνες.
Δνείπερ, ποτάμι των Σοβιέτ,
εμείς οι άνθρωποι
σε χαιρετούμε.
Κι όσα δεν πρόλαβες
θα τα τελειώσομε,
μια νύχτα που θα λάμπει
ένας μεγάλος ήλιος.

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ


[Μέλπω Αξιώτη: ΠΟΙΗΜΑΤΑ  (Φιλολογική επιμέλεια ΜΑΙΡΗ ΜΙΚΕ). Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 2001]

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Ανοιχτό παράθυρο


Μακρόνησος

Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο μπαίνουν οι φωτεινές αχτίδες σου
κι ένας αναποφάσιστος αέρας
φέρνει αγκαλιές γεμάτες νυχτολούλουδα και ναφθαλίνη·
τις ακουμπάει στο ξέστρωτο κρεβάτι και
στην άκρη του ακατάστατου γραφείου μου,
δίπλα σε σωρούς λερωμένα σεντόνια, 
ανάμεσα σε χαρτιά σκισμένα και χυμένα μελάνια.
Ύστερα φεύγει  -από τον ίδιο δρόμο-
τραβώντας πίσω του την  κουρτίνα που τον ακολουθεί
μα δεν έχει τη δύναμη να παραδοθεί.
Κι ύστερα η ίδια διαδρομή του αέρα.
Κι ύστερα πάλι.

Πέρασε  μέσα φεγγάρι μου.
Δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω
παρά μόνο παλιές φωτογραφίες,
γεμάτες ανέμελα χαμόγελα και πολύχρωμα ρούχα.
Μπορείς να τις κρατήσεις αν θες.
Αν πάλι προτιμάς τις  καινούργιες,
φώτισε, σε παρακαλώ, τις σκοτεινές γωνιές τους
και πάνω στ’ ασπρόμαυρα σφιγμένα χαρακτηριστικά των προσώπων,
σκόρπισε με  τη χρυσή σκόνη σου άστρα
και χρυσαφένια χαμόγελα.

Κάθησε, όπου βρεις.
Συχώρα μου την ακαταστασία μα δεν περίμενα επισκέψεις.
Έχει χρόνια ν’ ανοίξει αυτή η πόρτα.
Οι μεντεσέδες της σκούριασαν.
Κιτρίνισε το λακαριστό λευκό της.
Οι χαραμάδες της πλήθυναν·
χάσκουν σαν αφυδατωμένοι γέρικοι κόλποι
προσμένοντας να βρέξει η ζωή.

Μόνο αυτό το παράθυρο μου απόμεινε πια.
Το κρέμασα σαν πολύτιμο κάδρο σ’ αυτόν τον τοίχο
και το κρατώ συνέχεια ανοιχτό,
παρατηρώντας την εναλλαγή των εποχών
στις ίδιες πάντα συντεταγμένες,
ανάμεσα στα ίδια μπαλκόνια των πολυκατοικιών,
πάνω απ’ τις πλάκες των ίδιων πεζοδρομίων.
Πάνω στις πλάτες των ίδιων περαστικών.

Απορίας άξιον πόσο γρήγορα αλλάζουν οι εποχές
μέσα στους ίδιους πάντα πολυχρησιμοποιημένους μήνες.
Όπως ανακυκλώνεται το νερό στο φωτισμένο
σιντριβάνι της πλατείας.
Ή, η άμμος στην έρημο της καθημερινότητάς μας.
Ή, καλύτερα, όπως οι άνθρωποι  ανακυκλώνουν τα όνειρα,
μήπως καταφέρουν και ζεστάνουν τις κρύες νύχτες τους
που αργούν να ξημερώσουν.

Ένας μεθυσμένος κάνει βόλτες γύρω από το ίδιο τετράγωνο
βάζοντας κάθε φορά ένα κλειδί σε μια πόρτα
που ποτέ δεν του ανήκε.

Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο της φυλακής μου
μπαίνουν οι φωτεινές αχτίδες σου,
φεγγάρι μου,
σαν το πικρό χαμόγελο μιας ζωής που γερνάει μέσα στο σκοτάδι.

Ιούνης 2013

Θ.Κ.Ν.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - Όταν αποχαιρέτησα




Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους
Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα
Κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες.

Πώς να μιλήσω; Το πλήθος δάμαζε
Τους δημεγέρτες και τους πλάνους. Με στιλέτα
Καρφώναν τα δικά μου λόγια. Πώς να μιλήσω
Όταν στηνόνταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Και τόσα πού να στοιβαχτούνε γεγονότα
Τόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Η 3η Μαΐου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ’ τις λέξεις
Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει
Αρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν τη βλέπει
Και δεν την υποψιάζεται ακόμα
Όμως έχει τρυπώσει μες στις ραφές της καρδιάς
Στα καφενεία και στα χρηματιστήρια
Στις βροχερές ώρες, στ’ άδεια πάρκα, στα μουσεία
Μέσα στα σπουδαστήρια και στα μαγαζιά
Αλλάζει τη σύνθεση της ατμοσφαίρας
Τη γεύση του φιλιού, την πολυτέλεια της αμαρτίας
Το χυμισμό του κυττάρου, την ορμή της μπόρας.
Έχει στηθεί η σκηνή μα δε φωτίζουν οι προβολείς
Κι όλα τα πρόσωπα είν’ εδώ —αντάξια του δράματος—
Γενεές γενεών υποκριτές: η θλιβερά ερωμένη
Ο άνθρωπος με το χαμόγελο, ο επίορκος
Τα κουδουνάκια του τρελού, κάθε κατώτερη ράτσα
Άρχοντες και πληβείοι και αυτοτιμωρούμενοι.

Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί
Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία
Χωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων
Χωρίς τη νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Σκίζοντας βίαια στα δυο το σάπιο μήλο
Να επιστρέψουν τ’ άγια στους σκύλους, τα βρέφη στις μήτρες

Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο.

                                          9η Θερμιδώρ 1955

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ


(Η Συνέχεια 2) - Τα ποιήματα 1941-1971, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2000.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε το 1925 και έφυγε από τη ζωή στις 23 του Ιούνη 2005.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Κάτω απ’ το φως του φεγγαριού



Winslow Homer
 Τρία τραγούδια κάτω απ’ το φως του φεγγαριού.
("κλικ" στους τίτλους των τραγουδιών για να τα ακούσετε.)
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης 
                  Ερμηνεύει ο Αντώνης Καλογιάννης                  

Έχεις μάτια το φεγγάρι
κι είναι η νύχτα σπιτικό σου
μα από αυτά που μου ’χεις πάρει
τίποτα δεν ειν’ δικό σου.

Έχεις δάκρυα την αγάπη
με φωτιά και με μαχαίρι
κι έχεις για κρασί φαρμάκι
και το χωρισμό στο χέρι.


Στίχοι: Νότης Περγιάλης-Γιώργος Εμιρζάς
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεύει η Φλέρυ Νταντωνάκη

Τρεις μέρες  χώρισα από σένα
τρεις νύχτες μένω μοναχή,
σαν τα βουνά που στέκουν τώρα δακρυσμένα
όταν τα βρέχουν οι ουρανοί.

Διώξε τη λύπη, παλικάρι
πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι.

Πώς να βγω και να περπατήσω
τα λόγια του να θυμηθώ;
με το φεγγάρι πώς, αχ πώς, να τραγουδήσω
με το φεγγάρι πώς να παρηγορηθώ;


Στίχοι – Μουσική - Ερμηνεία:  Μάρκος Βαμβακάρης

Χιλιάδες χρόνια στα ψηλά, συντρόφους έχεις τ’ άστρα,
απόφευγέ τηνε τη γη γιατί ΄ναι ξελογιάστρα,
ποτέ μη θες φεγγάρι μου ανθρώπους να γνωρίσεις,
γιατί τα βάσανα της γης και συ θα τ’ αποκτήσεις.

Ανθρώπου μάτι μη σε δει, φεγγάρι μου να ζήσεις,
γιατί αν είσαι λαμπερό, χωρίς να θες θα σβήσεις,
κάτσε στην ησυχία σου και μεσ’ στη μοναξιά σου,
όλοι της γης ζηλεύουνε να δούνε τα καλά σου.

Παρτίδες με τους άνθρωπους στο λέγω μην ανοίξεις,
γιατί σκληρά θα πληγωθείς και θα μετανοήσεις,
οι άνθρωποι είναι κακοί στη γήινη τη σφαίρα
κι από τη γη δεν πρόκειται να δεις μιαν άσπρη μέρα.

Πίκρες, καημούς και βάσανα θα έχεις,  πρώτοι φίλοι,
ποτέ δε θα γελάσουνε τα δυο γλυκά σου χείλη
κι αν είσαι τόσο πλούσιο μην έχεις εμπιστοσύνη,
οι άνθρωποι δε γνωρίζουνε ποτέ τους καλοσύνη.