«Τόσο
τα ποιήματά μου όσο και τα πεζά μου είναι όντως χτισμένα με τα πιο παράταιρα
δομικά υλικά. Ωστόσο, πιστεύω ή, αν θέλετε, ελπίζω ότι το τελικό αποτέλεσμα, το
έργο, τα έχει τόσο καλά εντάξει, ενσωματώσει στην πρόθεσή του, στον στόχο του,
ώστε αυτά να μην είναι πλέον διακριτά. Είμαι της άποψης ότι στην ποίηση, αλλά
και σε όλα τα άλλα λογοτεχνικά είδη, δεν πρέπει να είναι ανιχνεύσιμα τα δομικά
υλικά. Το ίδιο αόρατος πρέπει να είναι και ο καταβληθείς μόχθος. Θέλω να πω, το
κείμενο, που έχει υποστεί πλήθος επεξεργασιών και έχει κοστίσει στον δημιουργό
του πολλές νύχτες αγρύπνιας, όταν φτάνει με την τυπωμένη μορφή του στα χέρια
του αναγνώστη, πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι ξεπήδησε και ρέει τόσο φυσικά
και αυθόρμητα όπως το νερό της πηγής. Πρόκειται, σας διαβεβαιώ, για μια πολύ
επίπονη διαδικασία, αλλά μόνον έτσι επιτυγχάνεται η συγκίνηση, η απρόσκοπτη
επικοινωνία με τον αναγνώστη».*
Ανήμερα
των Χριστουγέννων, ένα χρόνο πριν, έφυγε από ανακοπή καρδιάς ο ποιητής ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ. Πρόλαβε να ζήσει 68 χρόνια. Ζούσε απομονωμένος
τα τελευταία είκοσι περίπου στο Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας. Ο θάνατος
τον βρήκε στην Αθήνα όπου είχε ανέβει για να περάσει τις μέρες των γιορτών με
τους δικούς του ανθρώπους. Με καταγωγή από την Κρήτη, γεννήθηκε στην Αθήνα.
Άρχισε να γράφει ποιήματα από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε Ιταλική
φιλολογία και για ένα διάστημα εργάστηκε ως μεταφραστής στο Συμβούλιο των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το 1992 δήλωσε παραίτηση, επέστρεψε στην Ελλάδα και
εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό Θροφαρί. Εκεί έγραφε και καλλιεργούσε τη γη
μέχρι το τέλος. Εκτός από τη ποίηση, ασχολήθηκε με την πεζογραφία και την μετάφραση έργων ξένων συγγραφέων.
Δυο
ποιήματά του:
ΣΚΑΒΩ
ΤΗ ΓΗ, κι όπως την τσάπα κατεβάζω,”Χά!” κραυγάζω, δύναμη στο χτύπημά μου για να
δώσω, στα κουρασμένα μπράτσα μου κουράγιο.
Η
γη με ένα “άχ!” μου αποκρίνεται, μ' έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης, καθώς
την λευτερώνω από την πετσιασμένη κρούστα της.
Και
χά το χά και άχ το άχ με χί μπροστά ή με χί πίσω, με πόνο κι ανακούφιση, σιγά
σιγά, η γη κι εγώ την άνοιξη στον πάνω κόσμο ξαναφέρνουμε.
(Στο
υπόγειο. Αθήνα, Νεφέλη, 2004)
Χέρια
Οι
άνθρωποι το πιο συχνά
δεν
ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα
δίνουν - τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους
Τ'
αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή
- το χειρότερο - τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και
τα ξεχνούνε
Στο
μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα
σωρό ποιήματα άγραφα.
(Λεκτικά
τοπία. Αθήνα, Καστανιώτης 1983)
- * Ο Αργύρης Χιόνης σε συνέντευξή του στην Αυγή, εδώ.
- Τα ποιήματα βρήκα στον Τσαλαπετεινό, που διαθέτει και μερικές χρήσιμες παραπομπές για τον ποιητή.
- Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία και αναλυτική αναφορά στο έργο του Αργύρη Χιόνη στη Βικιπαίδεια, εδώ.
1 σχόλιο:
Πολύ όμορφη ανάρτηση για έναν σεμνό άνθρωπο και καλό συγγραφέα, που δυστυχώς έφυγε πολύ γρήγορα.
Σχολιάζοντας ο ίδιος την ευχή της Ζυράννας Ζατέλη " Να είσαι πάντα καλά και να γράφεις στα χώματα" και κυρίως το υστερόγραφο που ακολουθούσε " Την ευχή μου και να γράφεις στα χώματα , είσαι αρκετά ευφυής και σερπετός για να μην την παρερμηνεύσεις" γράφει:
" Πώς φαντάστηκε, αλήθεια , ότι θα μπορούσα να την παρερμηνεύσω, αφού πάντα έγραφα, γράφω και θα γράφω παραμυθίες στα χώματα γι΄αυτούς που είναι πλέον κάτω απ΄αυτά και για όσους βαδίζουν ακόμη πάνω τους, ενώνοντας έτσι το θάνατο με τη ζωή, το υποθετικό τέλος με την υποθετική διάρκεια, αυτά τα, φαινομενικά, δυο άκρα αντίθετα που είναι, στην ουσία, το ίδιο ακριβώς πράγμα , δηλαδή ένα όνειρο."
Από τον πρόλογο του Αργύρη Χιόνη στο βιβλίο του:" Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες."
Καλησπέρα
Δημοσίευση σχολίου