Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Προς υπουργούς και ηγήτορας, εφοπλιστάς και ρήτορας… (Πρωτοχρονιάτικα δώρα)

Ιούλης 1960. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τον Γάλλο
πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ. Αριστερά ο Ευάγγελος Αβέρωφ.
Πηγή φωτογραφίας: Η Καθημερινή

Αν και είναι πολύ συνηθισμένο διαβάζοντας κείμενα ή ειδήσεις του παρελθόντος να τονίζουμε πόσο «ταιριάζουν» στην εποχή μας και σε αυτούς τους στίχους δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό και να μη σημειώσουμε πόσο δεν έχει αλλάξει η Ελλάδα από τότε. Η Ελλάδα που βολεύει, κάποιους, τότε και τώρα, να παραμένει Ελλαδίτσα. Μεταφέρουμε στο διαδίκτυο σατιρικό ποίημα του Ασημάκη Γιαλαμά που δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη στήλη «Επιθεώρησις της ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ» της εφημερίδας «Η ΑΥΓΗ»,  την Πρωτοχρονιά του 1961 (η εικονογράφηση  είναι από την ίδια στήλη).

Πριν τους στίχους μερικές σύντομες επεξηγήσεις για πρόσωπα και καταστάσεις στα οποία αναφέρεται ο Ασ. Γιαλαμάς, χρήσιμες κυρίως στους νεώτερους σε ηλικία αναγνώστες:

Ο «Κωνσταντής» δεν είναι άλλος από τον πρωθυπουργό εκείνη την εποχή Κωνσταντίνο Καραμανλή, ιδρυτή και αρχηγό της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης – ΕΡΕ (ιδρύθηκε το 1956 και ήταν το δεξιό κόμμα που προηγήθηκε της Νέας Δημοκρατίας) που βρισκόταν στην κυβέρνηση. Τον χειμώνα του 1960 δεν ήταν λίγα τα σκάνδαλα που ταλάνιζαν την κυβερνητική πλειοψηφία. Ένα από αυτά ήταν τα «βραχώδη οικόπεδα» του Καραμανλή στη Φιλοθέη, για τον τρόπο και το σκανδαλώδες τίμημα που αποκτήθηκαν. Η Σπετσοπούλα είναι το γνωστό νησί, ιδιοκτησίας Σταύρου Νιάρχου, τότε, των απογόνων του σήμερα. Ο «ρήτωρ Παπαντρέας» είναι φυσικά ο Γεώργιος Παπανδρέου, πατέρας του Ανδρέα Παπανδρέου και παππούς του γνωστού… και μη εξαιρετέου ΓΑΠ, συναρχηγός με τον Σοφοκλή Βενιζέλο του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο Γεώργιος Θεμελής «εμφανίζεται» στους στίχους  με την ιδιότητα του υφυπουργού Εθνικής Άμυνας. Πριν ασχοληθεί με την πολιτική ήταν αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, μέλος της δωσιλογικής οργάνωσης ΠΑΟ και την περίοδο της Κατοχής διορίστηκε από την δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου νομάρχης Πέλλας. Ο Γεώργιος Γρίβας (ψευδώνυμο Διγενής) στην Κατοχή ήταν συνεργάτης των Γερμανών, υπήρξε ο αρχηγός της προδοτικής ναζιστικής οργάνωσης "Χ" και στη συνέχεια συνεργάτης των Άγγλων. Ως αρχηγός της ΕΟΚΑ (και ΕΟΚΑ Β΄) στην Κύπρο, τορπίλισε τους αγώνες του κυπριακού λαού για την ανεξαρτησία του νησιού (πογκρόμ της ΕΟΚΑ εναντίον των στελεχών, των μελών, των φίλων και των οπαδών του ΑΚΕΛ κλπ.) από τους Άγγλους καταχτητές. «Μαντέκα», το...  «τζελ» της παλιάς εποχής. Καλλυντικό με μορφή αλοιφής που το χρησιμοποιούσαν παλιά για να δίνει σχήμα και να γυαλίζει το μουστάκι. Ο «Ευάγγελος» Αβέρωφ - Τοσίτσας ήταν ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης της ΕΡΕ (και μετέπειτα πρόεδρος του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας), ενώ ο Φατίν Ρουστού Ζορλού ο Τούρκος ομόλογός του, που μερικούς μήνες αργότερα θα εκτελεστεί δια απαγχονισμού μετά το πραξικόπημα του 1960 στην Τουρκία μαζί με δύο ακόμα Τούρκους πολιτικούς. «Ουλεμάς» είναι ο μουσουλμάνος λόγιος, κάτι σαν μουλάς, ερμηνευτής των νόμων και «καλέμι» το γνωστό εργαλείο, χρησιμοποιείται εδώ μεταφορικά ως γραφίδα.


Πρωτοχρονιάτικα δώρα
Προς υπουργούς και ηγήτορας, εφοπλιστάς και ρήτορας

Λεπτά δεν έχω βέβαια και σας το βεβαιώνω,
με δήλωσι γραπτή,
να, βλέπετε, η θέσις μου, με τον καινούργιο χρόνο,
καθίσταται λεπτή.
Καινούργιος χρόνος έρχεται κι’ ως ποιητής οφείλω,
τα δώρα μου να στείλω,
προς υπουργούς και ηγήτορας και σ’ όσους ζουν ανέτως,
γιατ’ όλοι αυτοί μου δίνουνε… τροφήν όλο το έτος!

***
Χωρίς αυτούς, τι θάγραφα; Αυτοί μου δίνουν ύλη,
πλουσία και ποικίλη.
Αυτοί, με τις κομπίνες τους και με τα νταβαντούρια.
Ε, μη φερθούμε, διάβολε, κι’ εμείς σαν τα γαϊδούρια.
Ας τους καλοκαρδίσουμε, αυτή τη μέρα μόνο,
αφού τους φαρμακώνουμε ολόκληρο το χρόνο.
Λοιπόν, ιδού, τι δώρα,
θα στείλω σ’ όσους έχουνε μια «φήμη» μεσ’ στη χώρα.

***



Στον Κωνσταντή, τον άρχοντα και της ΕΡΕ το στύλο,
ως δώρο θ’ αποστείλω
ένα ζευγάρι άρβυλα, με φτιάξη θαυμασία,
πολύ γερά, κατάλληλα και για ορειβασία,
για να μπορή ν’ ανέρχεται ο Κώστας με το πόδι,
σ’ εκείνα τα οικόπεδα, που πήρε, τα… βραχώδη!

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Χριστούγεννα 2012

Francisco de Goya: La Romería de san Isidro

Ο βαρύς χειμώνας σαν άγριο θηρίο
δείχνει απειλητικά τα δόντια του.
Παγώνει τους τοίχους των σπιτιών,
τα κορμιά,
παγώνει τις ψυχές.
Ο καπνός από τις ξυλόσομπες των φτωχών
σκαρφαλώνει στις γκρίζες ταράτσες,
μπλέκεται με τα σύννεφα,
κρύβει όσο  ουρανό απόμεινε,
κάνει την ατμόσφαιρα πιο μουντή
και  τα πολύχρωμα φώτα των Χριστουγέννων θαμπά.
Γδέρνει τα ρουθούνια
καθώς τρυπώνει στις δαιδαλώδεις κρύπτες  του νου,
ανακαλύπτει τις θύμησες κι αρχίζει σκάβοντας
να ξεθάβει παππούδες και  γιαγιάδες
δίπλα σ’ αναμμένα τζάκια,
να σπάνε καρύδια ή να ψήνουν κάστανα
και να διηγούνται ιστορίες από χρόνους δίσεχτους.
Η ψυχή του άνεργου δε γιορτάζει.
Δεν έχει σπίτι μ’  αναμμένο τζάκι.
Δεν έχει γιαγιά και παππού
ν’ απλώσουν τα γεμάτα με καλούδια χέρια τους
και να διηγηθούν παλιές ιστορίες.
Οι τσέπες της είναι άδειες από κέρματα
και ηλιόλουστες μέρες
και  τα παπούτσια της τρύπησαν απ’ τα μακρινά ταξίδια
της αναζήτησης.
Τα πόδια της μάτωσαν 
καθώς περιπλανιέται μαυροντυμένη
στους στολισμένους δρόμους
σαν μια μικρή κινούμενη μαύρη κουκίδα,
-ανάμεσα στις χιλιάδες-
πάνω στον καμβά της επίπλαστης χαράς.
Στις φλέβες της χοχλάζει χαρμάνι από αίμα κι  οργή.
Γίνεται χείμαρρος που παρασύρει τα «πρέπει»
και πνίγει την «λόγω ημέρας» -κενή- αισιοδοξία. 
Κρύβει μέσα της  γκρεμούς με κοφτερά βράχια
που πάνω της κομματιάζονται οι λέξεις συμπόνιας
και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη.
Είναι ηφαίστειο
που σκεπάζει με  τη στάχτη του
τα γυαλιστερά χαμόγελα
και τα λευκά καλοσιδερωμένα πουκάμισα 
της παρακμής,
και λιώνει στη λάβα του τις κέρινες μούμιες της «φιλανθρωπίας».
Κλείνει τ’ αυτιά της στους χαρμόσυνους ύμνους
και τα μηνύματα «αγάπης» των αρχόντων
που δονούν τα μεγάφωνα της  εικονικής πραγματικότητας.
Σκύβει  για ν’ ακούσει την σάπια ανάσα του κολασμένου,
που μυρίζει απόγνωση,
και ακουμπάει στη μυρωδιά της.
Δεν την μαγεύουν  τα πολύχρωμα λαμπιόνια στα δέντρα
και οι Σειρήνες στις βιτρίνες των καταστημάτων.
Το βλέμμα της πέφτει στις άκρες των βρώμικων πεζοδρομίων,
στ’ απλωμένα χέρια των φτωχοδιάβολων
που εκλιπαρούν για μια φέτα γιορτινό ψωμί,
ένα τσιγάρο ή δυο γουλιές θάνατο.
Γονατίζει και τα φιλάει,
τα σφίγγει στα δικά της
αφήνοντας στις παγωμένες χούφτες  τους
δυο ζεστές σφαίρες ελπίδας.
Όλα τα φώτα της πόλης  δεν φτάνουν 
για να τη φωτίσουν.
Θα παραμένει σκοτεινή
σαν τα κρύα νερά του Αχέροντα
μέχρι  οι χιλιάδες μαύρες κουκίδες να γίνουν ποτάμια φωτιάς
και να κάψουν τα ξύλινα τείχη της στωικότητας
και στις φλόγες τους να λάμψει
η εκδίκηση των δικών της Χριστουγέννων.

Θ.Κ.Ν.

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

«Λυπήσου εκείνους που δεν ονειρεύονται» - 40 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καββαδία

Σεμνός, πολύ συνεσταλμένος, καλοσυνάτος, εσωστρεφής, παραμυθάς... Είναι λίγοι από τους χαρακτηρισμούς που του απέδωσαν οι οικείοι του. Ο Νίκος Καββαδίας όμως, άφησε το στίγμα του σαν ο ποιητής της θάλασσας. Ο ίδιος, δεν έλεγε ότι ήταν ποιητής, αλλά: «Νίκος Καββαδίας, ναυτικός». Το μεγαλείο της ποίησής του ίσως έγκειται ακριβώς σε αυτή την απλότητά του, την αγάπη του για το έργο των χεριών των βιοπαλαιστών. «Αρτος. Οχι για όλα τα στόματα», γράφει το 1971, δείχνοντας με απλά λόγια πως ο πλούτος στον καπιταλισμό δεν μοιράζεται στους παραγωγούς του, παρά γίνεται λεία μιας ισχνής μειοψηφίας.

Γεννήθηκε στις 11 Γενάρη του 1910 στο Νικόλσκι - Ουσουρίσκι του Χαρμπίν (στην Μαντζουρία της Κίνας), δεύτερο παιδί του μεγαλέμπορου του τσάρου Χαρίλαου Καββαδία. Το 1914, στις απαρχές του παγκοσμίου πολέμου, οι αναταραχές στη Μαντζουρία οδηγούν τον Χαρίλαο να στείλει με τον υπερσιβηρικό την οικογένειά του στην Ελλάδα, που εγκαθίσταται αρχικά στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Το 1920 επιστρέφει και ο ίδιος, κατεστραμμένος οικονομικά, και μετακομίζουν στον Πειραιά.

Από το σχολείο ήδη δείχνει το συγγραφικό του ταλέντο, εκδίδοντας το φυλλάδιο «Σχολικός Σάτυρος» («με ύψιλον από άγνοια», λέει η αδερφή του Τζένια). Συνεργάζεται και με τη «Διάπλαση των Παίδων», με το ψευδώνυμο «ο μικρός ποιητής». Αφού τελείωσε το γυμνάσιο, γράφεται στην Ιατρική Σχολή. Ο πατέρας του δουλεύει στα καράβια του κουνιάδου του, και έπειτα ανοίγει μπακάλικο - το οποίο όμως χρεοκοπεί και κλείνει. Το 1929 πεθαίνει. Ο μικρότερος αδερφός του Αργύρης έχει ήδη μπαρκάρει τότε. Θα τον ακολουθήσει και ο ίδιος, αφήνοντας οριστικά πίσω του την Ιατρική.

Το διάστημα της παραμονής του στον Πειραιά εισρέουν πρόσφυγες, κύρια από τη Μικρά Ασία, μετά και την καταστροφή του '22. Το ΚΚΕ, πάντα παρόν, στέκεται στο πλευρό τους, τους βοηθάει να ορθοποδήσουν, να οργανώσουν την πάλη τους για ένα καλύτερο αύριο. Ο Καββαδίας, πρόσφυγας κι αυτός, τους αντιμετωπίζει με σεβασμό, εμπνέεται από τη νεοσύστατη ΕΣΣΔ. Από τότε, εκφράζει την συμπόνια του και τη συμπάθειά του για τους λαϊκούς ανθρώπους και τους ναυτικούς. Στα πρώτα ποιήματά του (υπογράφει σαν Πέτρος Βαλχάλας).

Το 1933 δημοσιεύει το «Μαραμπού», που τον καθιερώνει στο ποιητικό γίγνεσθαι της χώρας. Λαμβάνει θετικές κριτικές για το έργο του, ενώ γίνεται δεκτός στην Ενωση Ελλήνων Λογοτεχνών, και μάλιστα χωρίς να έχει συμπληρώσει το προαπαιτούμενο των τριών βιβλίων. Αυτά τα χρόνια γνωρίζεται με πολλούς προοδευτικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής (Γ. Ρίτσο, Κ. Βάρναλη, Μ. Αναγνωστάκη, Μ. Αξιώτη, Β. Σεμερτζίδη κ.ά.). Αργότερα, θα πει: «Μου αρέσουν από τους γνωστούς μας ποιητές ο Σαχτούρης και ο Αναγνωστάκης, ο Ρίτσος που είναι παλικάρι, και ο Ελύτης».

Ολο αυτόν τον καιρό δε σταματά να μπαρκάρει, να ταξιδεύει και να γράφει για τις εντυπώσεις του σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, ώσπου τον πετυχαίνει «ξέμπαρκο» ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Συμμετέχει στο αλβανικό μέτωπο.

«Μουσκεμένος, νηστικός και ατσίγαρος. (...) Βλέπω ένα φαντάρο να μου κόβει το δρόμο. (...) Ανοιξε το σακίδιο και μου 'δωσε ένα κομμάτι κουραμάνα. Κίνησε να φύγει, μα ξαναγύρισε. Ανοιξ' ένα πακέτο νούμερο δέκα και μου 'δωσε ένα τσιγάρο. (...)
-- Πώς σε λένε; του φώναξα. Στάσου...
-- Φαντάρο με λένε (...)»
(Βάρδια)

Στην κατοχή «έμεινε στην Αθήνα και πήρε μέρος στην Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ», θυμάται η Τζένια. Εντάσσεται στο ΕΑΜ, γράφει στους «Πρωτοπόρους», στα «Ελεύθερα Γράμματα», συνεργάζεται με τη «Νέα Γενιά» της ΕΠΟΝ, συμμετέχει ενεργά στην οργάνωση της πάλης των λογοτεχνών και του λαού. Εμπνέεται από την ηρωική στάση των αγωνιστών και των κομμουνιστών. Γράφει τα ποιήματα «Αθήνα 1943», «Αντίσταση», «Στον Τάφο του ΕΠΟΝίτη»,«Federico Garcia Lorca». Ο Κώστας Βάρναλης θα γράψει αργότερα στο «Ρίζο της Δευτέρας» για το ποίημα «Federico Garcia Lorca»: «...Ο ποιητής παίρνει φανερά και συνειδητά στάση υπέρ εκείνων (σ' όποια γης!) που πολεμάνε για τη λευτεριά, υπέρ των τίμιων αγωνιστών του Λαού (...) φανερώνει ποιος είναι ο Αίτιος (...), ο ίδιος διεθνικός Μινώταυρος, ο καπιταλισμός...»

Το 1945 αναδεικνύεται γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών. Σύντομα όμως θα ξαναμπαρκάρει, με περιοριστικούς όρους, λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι» εκδίδεται το 1947. Επειτα από λίγα χρόνια, ακολουθεί η μνημειώδης «Βάρδια» (1954), το πρώτο και τελευταίο του μυθιστόρημα. Στη «Βάρδια» η γραφή του ξεγυμνώνει τις κακουχίες της ζωής των ναυτεργατών, τις αρρώστιες, τις άθλιες συνθήκες εργασίας, την ανεργία, τον πόλεμο:

«Το πόρτο του τόπου μας... Το χειρότερο του κόσμου (...) Από τον προλιμένα σε γυρεύει ο υπάλληλος. Στα λέει μασημένα.
Δηλαδή... να ξεμπαρκάρω;
Ναι.
Δένουμε;
Οχι
Τότε, θα 'ρθει άλλος;
Ναι
(...) Δε μου λες, έκαμα τίποτα και με βγάνουνε;
Ξέρω 'γω; Εντολή του γραφείου. Ο,τι μου λένε. Υπάλληλος είμαι».

Μετά την αυτοκτονία του αδερφού του Αργύρη στο καράβι, γράφει ελάχιστα και σταματάει να δημοσιεύει. «Το '57 η θάλασσα μου πήρε τον αδερφό μου. Δεν έγραψα ούτε στίχο», λέει. «Αφού δεν έγραψα για αυτή την αγάπη, για τι να γράψω;» Παρ' όλα αυτά, δεν σταματά εντελώς το γράψιμο. Εκείνο το διάστημα γράφει διάσπαρτα ποιήματα, όπως το «Guevara». Πολλά από αυτά αργότερα θα στοιχειοθετήσουν το «Τραβέρσο».

Δίνει συνέντευξη στην «Πανσπουδαστική», λίγες μέρες πριν τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Στη διάρκεια της δικτατορίας λειτουργεί σαν σύνδεσμος των αντιδικτατορικών της Ελλάδας με το εξωτερικό. Μετά τη δικτατορία ετοιμάζει για εκδοσή την τελευταία του ποιητική συλλογή «Τραβέρσο», καθώς και μια αυτοβιογραφία. Στις 10 Φλεβάρη 1975 πεθαίνει και μάλιστα στη στεριά, όπως πάντα φοβόταν.

Τα επόμενα χρόνια εκδίδεται μεγάλο μέρος του ανέκδοτου έργου του: «Λι» (1987), «Του πόλεμου/Στο άλογό μου» (1987) και άλλες συλλογές. Γίνεται ευρέως γνωστός, ιδιαίτερα μετά τη μελοποίηση του από το Θάνο Μικρούτσικο. Οπως λέει και ο συνθέτης «η επιτυχία που είχε ο Σταυρός του Νότου οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην αξία της ποίησης του ίδιου του Καββαδία». Το έργο του μελοποιείται επίσης και από πολλούς άλλους μουσικούς (Μαρίζα Κωχ, Ξέμπαρκοι, Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, Γιάννη Σπανό κ.λπ.). Μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες, ενώ στη μεγάλη οθόνη μεταφέρονται και τα μικρά αφηγήματα «Λι» (Between the devil and the deep blue sea, 1995) και «Του Πολέμου».

Βιβλιογραφία:
1. Φ. Φιλίππου: «Ο Πολιτικός Νίκος Καββαδίας» (1996), εκδ. «Αγρα» 2004.
2. Μ. Κασόλας: Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα - Θάλασσα - Ζωή (2004), εκδ. «Καστανιώτης» 2006.
3. Ν. Καββαδία: «Βάρδια» (1957), εκδ. «Κέδρος» 1975.

Δημήτρης Ανδρονιάδης
Ριζοσπάστης, 15 Φλεβάρη 2015

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

ΑΛΥΣΙΔΑ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ


Άλλος ένας φίλος απολύθηκε εχτές
η αλυσίδα αβεβαιότητας όσο πάει και μακραίνει
στων ημερών ετούτων τις ώρες τις καφτές
το ένα ξεπούλημα το άλλο δεν προφταίνει.

Πνίγηκαν αντίκρι το πρωί, άλλα εφτά μωρά
τις ζωές τσακίζει το άτιμο το χρήμα
με υποτέλεια ραντίζουν και την νέα την σπορά
μη φυτρώσει επανάσταση και πνίξει αυτό το κρίμα.

Αύριο μεσημέρι φεύγει κι άλλος ξάδελφος στην ξενιτιά
τού 'ριξε η ανάγκη δόλωμα και “ τσίμπησε ” ο καημένος
εδώ του γέμισαν στις τσέπες του φωτιά
και φεύγει μακριά χαιρετώντας μας θλιμένος.

Τριγύρω ακούγονται ταξικές φωνές
αδύναμη η πάλη μα επιμένει
γέμισε ήδη του αιώνα ο καμπινές...
εργατικός ξεσηκωμός, άλλο τίποτα δεν μένει.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΧΡΗΣΤΟΥ ΔΗΜΟΥΛΑ

Γέννηση: 14-1-1977 από πατέρα μανάβη λαϊκών αγορών και μάνα νοικοκυρά.
ΠΑΝΤΕΙΟΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ&ΙΣΤΟΡΙΑ) & ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.
1η ΛΟΓΟΤ. ΕΜΦΑΝΙΣΗ: "ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ", πεζό στον ΠΑΛΜΟ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, κλαδικό εφημεριδάκι που εξέδιδαν οι πατέρας και θείος του. Δεκέμβρης 2001.
Έπαινος στον πανελ. διαγωνισμό του φιλολ. συλλόγου "Παρνασσός" το 2010 για την ως τώρα ανέκδοτη ποιητ. συλλογή ΠΟΘΗΤΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ.
2010: Στίχοι των 5 απ' τα 6 τραγούδια του cd της Τάνιας Ροζάκη: ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΣΚΕΠΑΖΕΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ.
Γενάρης 2011:  Επιμέλεια χρονολογίου στο κλασσικό φιλειρηνικό περιοδικό ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ.
2012: Συμμετοχή στο ιντερν. περιοδικό <<0+1>> των νέων λογοτεχνών Φώντα Μακρόπουλου & Ιάκωβου Γερακόπουλου.
2013: Ξεκινά δημοσιεύσεις απ' το πρώτο τεύχος της ΦΩΝΗΣ ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ και συνεχίζει.
Δεκέμβρης 2013: Εκδίδει την ποιητ. συλλογή ΜΕ ΛΑΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙΝΕ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΝΤΗΛΙΑ, εκδόσεις ΕΝΤΟΣ.
Αύγουστος 2014: Ποιήμα & άρθρο του στο περιοδικό ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΔΩΡΙΔΟΣ.
Νοέμβρης 2014: 2η ποιητ. συλλογή με τίτλο: ΟΙ ΛΑΪΚΑΤΖΗΔΕΣ, εκδόσεις ΕΝΤΟΣ.
Φλεβάρης 2015: Παρουσίαση ποιητ. συλλογών του και συνέντευξη στο HIGH CHANNEL, στην εκπομπή ΟΠΕΡ ΕΔΕΙ ΠΟΙΗΣΑΙ.
Απρίλης 2015: Παρουσίαση ποιητ. συλλογών και συνέντευξη στο λογοτ. περιοδικό ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.
Ιούλης 2015: 3η ποιητ. συλλογή: ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, εκδόσεις ΕΝΤΥΠΟΙΣ.
Αύγουστος 2015: Παρουσίαση της 3ης ποιητ. συλλογής στο ιντερν. περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ.
Οκτώβρης 2015: Ποίημα στο ιντερν. περιοδικό Fractal.
Ενδιαφέροντά του: Λογοτεχνία, θέατρο, εικαστικά, κοινωνικές δραστηριότητες, γυμναστική, ταξίδια.

-Ευχαριστούμε τον Χρήστο Δημούλα για την αποστολή του ποιήματος και του βιογραφικού.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ του Jaime Svart


Ευχαριστούμε τον Χιλιανό ποιητή Χάιμε Σβαρτ για το ποίημα που μας έστειλε:

ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ

Στο Αιγαίο τα καράβια εξοκείλουν
ανάμεσα στους υφάλους της ακτής της νήσου Τήνου…
όλα τα σκεπάζει η καταχνιά…
περνούν οι αιώνες
και η αγάπη μας ποτέ δεν θα τελειώσει έτσι…
«εμείς, αυτοί του τότε… δεν είμαστε πια οι ίδιοι» έλεγε
ο Ποιητής…
Περιδιαβαίνοντας σε άγνωστα μονοπάτια, διασχίσαμε κοιλάδες
και βουνά…
στο νησί της Χίου…
δέντρα που αιμορραγούσαν, πληγωμένα θανάσιμα
όλη η Ελλάδα στις φλόγες…
καίγονται τα πιο όμορφα δάση της Δημιουργίας…
Ο Υμηττός, ο Παρνασσός.. καίγονται τελείως
μια τεράστια πίκρα με πνίγει…
όπως και η αγάπη σου που έφυγε…
τα αγκάθια και τα κρίνα δε θα γυρίσουν πια στους κατεστραμμένους
κήπους μας…
οι θάλασσες θα γίνουν ο τάφος χιλιάδων ξεπατρισμένων απ’ τους πολέμους..
από αυτό το εφήμερο ζεστό καλοκαίρι μόνο εσύ μου απόμεινες…
στο βάθος φαίνεται η Καστέλα και ο ήλιος που φεύγει φλεγόμενος…
το λιμάνι του Πειραιά κρύβει τις τελευταίες καλοκαιρινές ακτίνες του ήλιου…
πού θα πάει ο ήλιος;

Χάιμε Σβαρτ
Οκτώβρης 2015  

(Μετάφραση:  ΑΝΝΑ ΚΑΡΑΠΑ)


MAR  EGEO

En el mar Egeo las naves encallan
entre los arrecifes costeros de la isla de Tino...
la neblina todo lo cubre...
pasan los siglos
y nuestro amor nunca terminara asi...
'nosotros los de entonces ..ya no somos los mismos” decia el Poeta...
recorriendo por senderos desconocidos,atravesamos valles y montañas..
en la isla de Xios..
arboles desangrandose,heridos de muerte
todo Grecia arde...
se queman los mas hermosos bosques de la creacion..

el Monte Imitos,el PARNASO...arden completamente-
una enorme amargura me embarga..
lo mismo que tu amor que se fue...
los cardos y las azucenas ya no regresaran a nuestros jardines destriudos..
los mares seran la tumba de miles de desterrados por las guerras …
de este fugaz verano estival solo me quedas tu...
al fondo se ve Castella y el sol que ardientemente se va...
el Puerto del Pireo esconde los ultimos rayos estivales del sol..
donde ira el sol?

Ο Χάιμε Σβαρτ είναι Χιλιανός ποιητής που ζει στην Ελλάδα. Περισσότερα για τον ίδιο και το έργο του μπορείτε να δείτε εδώ. Και εδώ ένα ακόμα όμορφο ποίημά του.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Μαντινάδες του Δεκέμβρη και άλλα αντάρτικα


Ο λαός μας συνήθιζε πάντα να κάνει τραγούδι τις αγωνίες, τα βάσανα και τα όνειρά του, τους αγώνες του, τις ηρωικές του στιγμές. Το αντάρτικο τραγούδι, το τραγούδι της ένδοξης Εθνικής Αντίστασης,  ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του παλλαϊκού αγώνα για λευτεριά και κοινωνική προκοπή. Εκατοντάδες τραγούδια ανώνυμων ή καταξιωμένων δημιουργών τραγουδήθηκαν και «πέταξαν» από στόμα σε στόμα, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας που πολεμούσε. «Πολεμάμε και τραγουδάμε» ήταν το σύνθημα των νεολαίων της ΕΠΟΝ, των ανταρτών του ΕΛΑΣ, κάθε αγωνιστή που «δε βολευόταν με λιγότερο ουρανό».

Στο σημερινό μας αφιέρωμα στον Δεκέμβρη του 1944 παρουσιάζουμε αντάρτικα τραγούδια που γράφτηκαν μετά την απελευθέρωση· τότε που το θριαμβευτικό παρόν προμήνυε ένα κατάμαυρο μέλλον για τις προσδοκίες του πολυβασανισμένου λαού μας και την τύχη των αγωνιστών της ένδοξης ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης που διώχτηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν ή έπεσαν από τις σφαίρες των εκτελεστικών αποσπασμάτων του ξενόδουλου ελληνικού κράτους.

Τον Δεκέμβρη του 1944, με μια ωμή στρατιωτική επέμβαση οι «σύμμαχοι» Άγγλοι έπνιξαν στο αίμα τον ηρωικό λαό της Αθήνας και ισοπέδωσαν με τις βόμβες τους ολόκληρες συνοικίες.  Δίπλα τους είχαν τις προδοτικές-δοσιλογικές οργανώσεις και κάθε λογής Έλληνες «κομμουνιστοφάγους» αποβράσματα και κοινούς εγκληματίες, που συναγωνίζονταν στην αγριότητα και το εύρος των εγκλημάτων. Κατά τη διάρκεια των 33 ημερών της μάχης του Δεκέμβρη ηι ηρωικές σελίδες που έγραψαν οι λαογέννητες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, άνθρωποι κάθε ηλικίας, γυναίκες και νεολαία, θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες, με αίμα, στην ιστορική μνήμη, σαν τα γράμματα του πανό που κρατούσαν οι μαυροφορεμένες επονίτισες στην ιστορική φωτογραφία από την πλατεία Συντάγματος, «ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ Της ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ Ή ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Ή ΤΑ ΟΠΛΑ»: αιώνια δόξα και τιμή στους ήρωες, αιώνιο φως που φωτίζει τους δρόμους της ταξικής πάλης και της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Τα τραγούδια που παρουσιάζουμε προέρχονται από το βιβλίο «Τα αντάρτικα τραγούδια», έκδοση του περιοδικού «τετράδιο» - Αθήνα 1975, που διατίθεται στο διαδίκτυο από την e-βιβλιοθήκη Οικοδόμος και μπορείτε να διαβάσετε-«κατεβάσετε» πατώντας εδώ.

Το τραγούδι της αμνηστείας

Καισαριανή το Στάλινγκραντ
η Καλλιθέα η Μόσχα
κι οι συνοικίες του λαού (δις)
μας οδηγούν στη δόξα.

Μ’ ανδρειωμένη καρδιά του ΕΛΑΣ τα παιδιά
θα βαδίσουμε εμπρός, πάντα εμπρός, πάντα εμπρός.

Η Καλογρέζα, η Κοκκινιά
που στον αγώνα πρώτες
συνθήματα ερίξαμε
θάνατος στους προδότες.

Στα Τουρκοβούνια εκεί ψηλά
στο δοξασμένο Γκύζη
χαφιές, προδότης Μπουραντάς
ποτέ δε θα πατήσει.

Μαλιχέρια τρομπλόν
χειρομβοβίδες Λεμπέλ
και στη δόξα αυτά
μας οδηγούν, μας οδηγούν.


Τίνος είναι βρε γυναίκα, τα παιδιά

Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;
τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;
Τόνα μου φωνάζει: «γιες» - τ’ άλλο μου φωνάζει: «για»,
τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;
Τα κορίτσια που είχαν πρώτα ιταλούς,
τα κορίτσια που είχαν πρώτα γερμανούς
τώρα έχουν εγγλεζάκια – με κοντά παντελονάκια
κι από πίσω ένα σύνταγμα ινδούς.


Ήρθανε πάλι τύραννοι

Μοιρολογούνε τα βουνά και σιγοκλαίν οι κάμποι.
Ο Κιθαιρώνας έγειρε, στον Ελικώνα λέει:
- Πες μου, μεγάλε μου αδερφέ, μην άκουσες, μην είδες,
πού πήγε ο καπετάνιος μας, ο αρχηγός μας Άρης,
με τη γενειάδα τη δασειά και τ’ αετού το μάτι,
που τόνομά του τρέμανε ναζήδες και φρατέλοι
κι οι Ράλληδες λουφάζανε στις τρύπες σαν ποντίκια;
Πες του να κάνει γρήγορα καθόλου μην αργήσει
κι ήρτανε πάλι τύραννοι, οι γερμανοτσολιάδες,
με τους Εγγλέζους συντροφιά και με τους Αραπάδες.
Κλέβουν, ρημάζουν τα χωριά, σκοτώνουν, σκλάβους παίρνουν.


Το τραγούδι του Γκύζη

Στις φυλακές δεκαοχτώ χιλιάδες
αντιφασίστες κρατούνται στα δεσμά
όλοι μαζί πατέρες και μανάδες
να λευτερώσουνε τα ένδοξα παιδιά.

Απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλη την Ελλάδα
ας ακουστεί η δίκαιη φωνή,
ας το βροντήξει της Λευτεριάς καμπάνα
κι ας το φωνάξει το θρυλικό χωνί.

Θέλει ο Λαός να δώσουν αμνηστεία
σ’ αγωνιστές μ’ ατρόμητη καρδιά
που πολεμήσαν για την ελευθερία
μέσα στις πόλεις κι απάνω στα βουνά.

Για να χτιστεί καινούργια η πατρίδα
απ’ τα συντρίμμια κι απ’ το χαλασμό
πρέπει να σπάσει η μαύρη αλυσίδα
να θανατώσουμε το Ν έ ο  φ α σ ι σ μ ό.


Μας πήραν την Αθήνα

Μας πήραν την Αθήνα
μόνο για ένα μήνα.

Του Σκόμπυ τα κανόνια
γκρεμίσαν τα Κουπόνια.

Μπόμπες βροχή στου Γκύζη
και μεις στο Μετερίζι.

Κι η τελευταία ελπίδα
τ’ οδόφραγμα, πατρίδα!

Μαύροι πατούν τη γη μας,
βάστα Καισαριανή μας!

Μάχονται σαν λιοντάρια
στα Εξάρχεια παλληκάρια

του Πανεπιστημίου
και του Πολυτεχνείου.

Τρέξτε καπετανέοι
απ’ τα βουνά, γενναίοι

Μας πήραν την Αθήνα
μόνο για ένα μήνα.

Οι Άγγλοι θα νικήσουν
όταν οι μαύροι ασπρίσουν.


Μαντινάδες του Δεκέμβρη

Γεια σου, χαρά σου, αγωνιστή, λεβέντη Ελασίτη,
που έχεις κάνει Στάλινγκραντ εσύ το κάθε σπίτι.

Παίρνει τους όλμους ο ΕΛΑΣ και μια παλιά αραβίδα
και κανονίζει δύο τανκς με μια χειροβομβίδα.

Ο Σκόμπυ νάνους έφερε, μα τίποτα δεν κάνει,
γιατί κι αυτός κι οι νάνοι του είναι μπροστά μας… νάνοι.

Η συνοικία του Ψυρρή ξεπέρασε τ’ Αρκάδι
και Άγγλους με τη σέσουλα ξαπόστειλε στον Άδη.

Τώρα τους μάθαμε καλά τους Άγγλους μας συμμάχους
που με τ’ αεροπλάνα τους χτυπάνε τους αμάχους.

Από τ’ αεροπλάνα του το σήμα ο Σκόμπυ σβύνει,
μα κι αν το σήμα έσβυσε, το στίγμα θα του μείνει.

Γεια σου λεβέντη μου ΕΛΑΣ, εσύ τη νίκη δος μου,
εσένα καμαρώνουνε όλοι οι λαοί του κόσμου.


Αθήνα και πάλι Αθήνα

Αθήνα και πάλι Αθήνα
θάνατος ή λευτεριά
στη βία ορθώνεται κάστρο
συντρίβει η γροθιά σου τα ξένα θεριά.

Με μπόρα ή με λιακάδα
μ’ ορμή ο λαός προχωρεί
έτοιμη όλη η Ελλάδα
στο πλάι σου Αθήνα μας ν’ αγωνιστεί.

Αθήνα και πάλι Αθήνα
θάνατος ή λευτεριά
με φτυάρια, με πέτρες, με ξύλα
παλεύομε γέροι, γρηές και παιδιά.

Αθήνα, πολέμα, Αθήνα
πιστός ο ΕΛΑΣ ο φρουρός,
χτυπάτε συντρίψτε το Σκόμπυ,
στα όπλα, πολίτες, στη νίκη, εμπρός!

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Μανόλης Αναγνωστάκης, Χάρης 1944


Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας 
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ’ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα
Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές 
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι 
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Μια μέρα μάς σφύριξε κάποιος στ’ αυτί: «Πέθανε ο Χάρης»
«Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα 
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας
Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει.
…Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν
Τράβηξεν ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Χάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι
Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες
Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Αν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη
Ξεχώρισες μια: Είν’ η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας
Είν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος
Π’ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος
Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες
Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως.

(ΕΠΟΧΕΣ)

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Archibald MacLeish (Άρτσιμπαλντ Μακλίς): Οι νεκροί της Ισπανίας

Σημαντικός και πολυβραβευμένος ποιητής και συγγραφέας, ο Άρτσιμπαλντ Μακλίς (Archibald MacLeish) γεννήθηκε στο Γκλίνκο της Πολιτείας του Ιλλινόις στα 1892. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Σκωτία. Σπούδασε νομικά και υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εγκατέλειψε το δικηγορικό επάγγελμα για ν’ αφοσιωθεί στη φιλολογία. Αρθρογράφος κατά διαστήματα σε εφημερίδες και περιοδικά. Στα 1937 δημοσίευσε έναν «Λόγο στους καλαμαράδες» καλώντας όλους τους συγγραφείς και τους ποιητές να πολεμήσουν τον φασισμό. Στα 1939 διορίστηκε επιμελητής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Αναγνωρίζεται σαν ένας από τους κυριότερους Αμερικανούς ποιητές. Για το έργο του βραβεύτηκε αρκετές φορές (τρία βραβεία Πούλιτζερ, ένα Τόνι κ.ά.). Έφυγε από τη ζωή το 1982.

Το ποίημα που παρουσιάζουμε δημοσιεύτηκε στις 3 Οκτώβρη του 1946 στον Ριζοσπάστη, σε μετάφραση του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Απόστολου Σπήλιου.

Φρ. Μασερέλ: Εκτέλεση αγωνιστή (ξυλογραφία)
(Ριζοσπάστης, 3 Οκτώβρη 1946)

Οι νεκροί της Ισπανίας

Όλα ετούτα δω ― θα πληρωθούν!
Δεν πληρωθήκανε τα δάκρυα―
μα όλα τούτα δω θα πληρωθούνε!

Τα δάκρυα της Μαδρίτης, της Βαρκελώνας, της Βαλένθια
―απλήρωτα δάκρυα έμειναν
Το αίμα της Γκερνίκα, του Μπανταγόθ και της Αλμέρια
απλήρωτο έμεινε το αίμα

Πάνω στα πρόσωπα ξεράθηκαν τα δάκρυα
πάνω στην άμμο ξεράθηκε το αίμα.
Το αίμα και τα δάκρυα έμειναν απλήρωτα
Μα όλα ετούτα εδώ θα πληρωθούνε!
Κι αν οι άντρες της Γκερνίκα δε μιλούν
Κι αν τα παιδιά της Αλμερία βουβαθήκαν
Κι αν η φωνή των γυναικών του Μπαταχόθ
στόμωσε στο λαρύγγι τους απ’ το αίμα
και δε μιλούν ― ποτές δε θα μιλήσουν…
Κι αν τα παιδιά της Αλμερία σιωπούν
και δε σαλεύουν, ούτε θα ξανασαλέψουν
αυτά τα τσακισμένα τα κορμιά
και κείνα κει τα κόκκαλα τα τσακισμένα
κι αν όλα τώρα εσώπασαν, πεθάνανε και σβήσαν
―Μη νομίζετε
μη νομίζετε
πως όλα ετούτα δε θα πληρωθούνε!

Μη νομίζετε
πως αν το αίμα έμεινε απλήρωτο
πως και το ψέμμ’ απλήρωτο θα μείνει.

Μη νομίζετε
πως αν τα δάκρυα έμειναν απλήρωτα
πως και το ψέμμ’ απλήρωτο θα μείνει.

Όχι ― μην το νομίσετε αυτό
πληρωμή θα υπάρξει
η πληρωμή θα ’ρθει
με τον καιρό
― Κι ο καιρός είναι μαζί μας!

Ο καιρός είναι μαζί με τους νεκρούς
του Μπανταγόθ, της Αλμερία, της Γκερνίκα
Αυτοί μπορούν να περιμένουν―
έχουν τον καιρό
Ναι ―έχουν τον καιρό
Μπορούν να περιμένουν!

Archibald MacLeish

(Μετάφραση: Απόστολος Σπήλιος)

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

ΛΕΝΙΩ ΜΟΥ, Σ’ ΑΓΑΠΩ


Το ποίημα που παρουσιάζουμε σήμερα γράφτηκε από τον Γιάννη Παλαβό το 1957 στις Φυλακές Αίγινας, όπου ο κομμουνιστής αγωνιστής βρισκόταν έγκλειστος, για «αντεθνική δράση». Περιλαμβάνεται στην «ανά χείρας έκδοση» (ανατύπωση, 2015) της Σύγχρονης Εποχής ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ. Πρόκειται για έκκληση των πολιτικών κρατουμένων εκείνης της εποχής που τυπώθηκε το 1962 από την ΕΔΑ. Στη συνέχεια, συμπληρωμένη με γαλλική μετάφραση τυπώθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία Γερμανίας για την ενημέρωση στο εξωτερικό και την κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης και αλληλεγγύης.

ΛΕΝΙΩ ΜΟΥ, Σ’  ΑΓΑΠΩ

Είναι δυο λόγια από την προσευχή μου
που κάνω κάθε πρωί
και κάθε βράδυ
μπροστά στο Λαό μας.
«Κάποιος που θα γνωρίσεις αργότερα»,
έτσι άρχισε η Αγάπη μας
που μεγάλωσε με του Λαού μας
τα όνειρα.
Αυτό όμως είναι άλλος λόγος,
τώρα είναι για τα λουλούδια
που μου ’στειλες.

Εδώ στη φυλακή είναι κακό πράγμα
να μπαίνουν λουλούδια.
Τα ’χουν κι αυτά στο «απαγορεύεται»
για να μη δοκιμάσουμε λίγη χαρά!
Τα λουλούδια σου όμως πέρασαν.
Τα κατάφεραν.

Δεν μπόρεσαν να τα πιάσουν.
Είναι λουλούδια της Αγάπης
και η Αγάπη περνάει παντού.
Δεν την εμποδίζουν οι ψηλοί
μαντρότοιχοι που κρύβουν τον ήλιο.
Δεν την εμποδίζουν οι εφτά
σιδερόπορτες ώσπου να φτάσεις
στο σκοτεινό και υγρό κελί σου.
Δεν την φοβίζουν τα ντουφέκια
των σκοπών που φράσσουν
την πόρτα της φυλακής.
Στην καρδιά της μάνας
που λαχταράει να δει το παιδί της.

Δεν μπορούν να φοβίσουν την Αγάπη.
Δεν μπορούν να σκοτώσουν την Αγάπη.
Δεν μπόρεσαν να την σκοτώσουν
ούτε όταν περασμένα τα μεσάνυχτα
άρπαζαν το παιδί από την
αγκαλιά της Μάνας,
ούτε όταν έκοβαν το γάλα
από το βυζανιάρικο
κι άφηναν το μωρό
μονάχο του στην κούνια,
ούτε όταν από την αυλή
του σπιτιού άρπαζαν τον αγαπημένο
και σώριαζαν την καλή του
στο κατώφλι της πόρτας.
Ούτε όταν άρπαζαν τον άντρα
από τη δουλειά
κι άφηναν τη γυναίκα
να περιμένει 22 ολόκληρα χρόνια!
Ούτε όταν οι κάννες
των ντουφεκιών
έχασκαν αχόρταγες.

Πήρα τα λουλούδια σου στα χέρια μου.
Τι θα πει αυτό εδώ,
σ’ αυτήν την άβυσσο,
που δε φυτρώνουν
ούτε μούσκλια.
Τα χάιδεψα.
Μιλιά δεν μπόρεσα να βγάλω
κι έσκυψα και τα φίλησα.


Τι να γράψω στην Αγαπημένη μου;
Πάνε πάνω από τριάντα χρόνια
που σταυρώσαμε τα σπαθιά
της ζωής σε όρκο
και νιώθουμε τώρα
πως είμαστε νεότεροι!

Ψάχνω και δεν μπορώ,
πολυαγαπημένη μου, πώς αλλιώς
να στο πω,
παρά με δυο λόγια από την
προσευχή μου, που κάνω κάθε
πρωί και βράδυ, μπροστά στο Λαό μας.
Λενιώ μου, σ’ αγαπώ.


Φυλακές Αίγινας 1957

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΒΟΣ