Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος: «Εικόνες» καλοκαιριού

Diego Rivera, Sunflowers, 1943
1

«(…) Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα
να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα
δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε
τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα — μια μικρή τριήρης
σε μια πάγχρυση θάλασσα· — μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε
για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε.

Ώρες - ώρες, μου φαίνεται πως είμαι ένας ήσυχος νεκρός που κοιτάζει εμένα τον ίδιο να υπάρχω (…)»

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, Δεκέμβρης 1966 – Οχτώβρης 1970


2

«(…) Οι αγρότες θα κοιμήθηκαν με τα μεγάλα χέρια τους πάνω στην κοιλιά τους
και τα πουλιά με τα μικρά τους χέρια ελαφρά γαντζωμένα απ’ τα κλαδιά μες στον ύπνο τους
σα να μην προσπαθούν να κρατηθούν, σα να μην είναι τίποτα η προσπάθεια,
σα να μην έγινε τίποτα, σα να μην πρόκειται τίποτα να γίνει —
ανάλαφρα - ανάλαφρα, σα νάχει εισδύσει ο ουρανός στα φτερά τους,
σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ’ ένα λύχνο στο χέρι
κ’ είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά κ’ έξω στο ύπαιθρο ακούγονται
τα ζώα ν’ αναμηρυκάζουν γαληνιαία σαν μέσα στην αιωνιότητα.

Μ’ αρέσει αυτή ή νωπή ησυχία. Κάπου εδώ κοντά, σ’ ένα χαγιάτι,
μια νέα γυναίκα θα χτενίζει τα μακριά μαλλιά της
και πλάι της θ’ ανασαίνουν τ’ απλωμένα εσώρρουχα στο φεγγαρόφωτο. Όλα ρευστά, γλυστερά, ευτυχισμένα. Μεγάλες υδρίες μες στους λουτήρες
θαρρώ πως χύνουνε νερό στων κοριτσιών τους αυχένες και τα στήθη,
γλυστράνε τα μικρά, αρωματικά σαπούνια στα πλακάκια,
οι φυσαλίδες διασχίζουν τους θορύβους των νερών και των γέλιων,
μια γυναίκα γλύστρησε κ’ έπεσε,
γλύστρησε το φεγγάρι απ’ το φεγγίτη,
όλα γλυστρουν απ’ το σαπούνι — δεν μπορείς να τα κρατήσεις
ούτε μπορείς να κρατηθείς· — αυτό το γλύστρημα
είναι ο επανερχόμενος ρυθμός της ζωής· οί γυναίκες γελάνε
τραντάζοντας λευκούς, πανάλαφρους πυργίσκους σαπουνάδας
επάνω στο δασάκι του εφηβαίου τους. Έτσι νάναι ή ευτυχία; (…)»

ΟΡΕΣΤΗΣ, Ιούνης 1962 – Ιούλης 1966


3

«(…) Άλλοτε πάλι, τα μεγάλα μεσημέρια, σ’ ένα διάλειμμα της μάχης,
ή σ’ ώρα πορείας, σ’ ένα σταμάτημα, νιώθαμε μονομιάς πώς διψούσαμε —
τίποτ’ άλλο: διψούσαμε. Δεν ονομάζαμε το νερό και τη δίψα μας·
σκύβαμε μόνο αμήχανοι να δέσουμε τάχα τα σαντάλια μας,
κ’ έτσι, σκυμμένοι, κοιτούσαμε πέρα, κρατώντας
μια εικόνα αντεστραμμένη από τοπία, ανθρώπους κι από μας τούς ίδιους, μια εικόνα απατηλή, συγγνωστική, διαυγή, τεθλασμένη,
σάμπως καθρεφτισμένη σε νερό. Και νερό δεν υπήρχε. Διψούσαμε.

Κείνος ο δρόμος ερημώθη ως τό βάθος. Απ’ τις δυο πλευρές του
πηγάδια σκεπασμένα, μολυσμένα απ’ τους νεκρούς. Ράγιζε ή πέτρα
απ’ τη μεγάλη ζέστη. Τα τζιτζίκια ξεφώνιζαν. Ο ορίζοντας
είταν ασβέστης και γλώσσες φωτιάς. Μέσα στην ανελέητη λιακάδα
σπίθιζαν στα σαμάρια των τειχών, όρθια, σπασμένα τζάμια,
χωρίζοντας συντρόφους, φίλους, συμπολεμιστές. Πάρ’ όλη
την αιχμηρή, δοξαστική ακτινοβολία, δεν κρυβόταν τίποτα. Είδα άντρες
γενναίους
να ρίχνουν στάχτη στα μαλλιά τους· κ’ είδα τη στάχτη
ν’ ανακατεύεται με τα δάκρυά τους· μαύρα αυλάκια
χώνονταν μες στα γένεια τους, ως κάτω στα σαγόνια τους.

Αυτοί που πλέναν τ’ άλογά τους άλλοτε στ’ ακροθαλάσσι ολόγυμνοι
κι αλείβανε τις χαίτες με λάδι ξανθό, λάμποντας όλοι
άνθρωποι κι άλογα σε μεγαλόφωτα πρωινά· αυτοί οι ίδιοι
που χόρευαν τα βράδια πάνω απ’ τις φωτιές κι αστράφτανε
τα γυμνά πέλματά τους ολοπόρφυρα, — τώρα ζαρώνουνε
ανάμεσα στα βράχια, χολώνουν, γκρινιάζουν, βάζουν την παλάμη
μπροστά στα σκέλια τους, ντρέπονται, κρύβονται,
σα νάχουν φταίξει, σα να τους έχουν όλοι φταίξει. Κ’ ίσως να φθονούν
τους νέους πολεμιστές για την ωραία ανυποψία τους, για την τόλμη τους, για την ενθουσιαστική, αποστηθισμένη ευφράδειά τους, κ’ ίσως πιότερο
απ’  όλα
για τα βαριά, στιλπνά μαλλιά τους, τα ογκωμένα από υγεία και έρωτα.

Κι όμως κι αυτοί ξεκίνησαν κάποτε με τη χαριτωμένη αφέλεια
και την κρυφή ματαιοδοξία ν’ αναμορφώσουν τον κόσμο. Ξεκίνησαν
όλοι μαζί, καθένας χώρια, και τόδαν και τόβλεπαν: καθένας
για ένα δικό του λόγο, μια ξεχωριστή φιλοδοξία, στεγασμένη
κάτω από μια μεγάλη ιδέα, έναν κοινό σκοπό, — διάφανη στέγη
που κάτω της διακρίνονταν καλύτερα του καθενός το κομμάτιασμα,
η δυστυχία κ’ η μικροπρέπεια όλων. Πώς νάβαζες, φίλε μου, τάξη
σ’ αυτό το χάος; Πώς να σταθείς κοντά τους; Τώρα καταλαβαίνω.(…)»

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ, Μάης 1963 – Οχτώβρης 1965


4

«(…) Το καλοκαίρι πάλι,
έκαιγε ακέριο το βουνό σαν καμίνι,
άχνιζε με τα πέτρινα ρουθούνια του, σαν παράξενο τέρας,
το καυτερό του χνώτο καταπρόσωπο στο σπίτι μας· διατηρούσε τη ζέστα
πιο πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, ως τις 2 ή τις 3. Και τα τζιτζίκια
ανόητα, ματαιόσχολα, όλη μέρα (και τη νύχτα ακόμη)
χτυπούσαν στα μικρά ταμπούρλα τους το σύνθημα
ενός φωτεινού συναργεμού, χωρίς αιτία ή κίνδυνο
ή τουλάχιστον κίνδυνο ορατό — τα συνηθίσαμε κι αυτά· σχεδόν πια δεν ακούγαμε
αυτούς τους φλύαρους νάνους στρατιώτες των ζεστών μεσημεριών
μέσα σε καλοκαίρια τόσο απέραντα και φωτεινά σαν πεθαμένα
όταν η λιγοστή δροσιά κατέφευγε στις σκεπασμένες στέρνες
ή στις στοές των νεκρών όπου λιώναν τα ρούχα τους
και σκούριαζαν απ’ την υγρασία οι χρυσές υδρίες που αποθέσαμε πλάι τους.

Τότε το μόνο που σου θύμιζε πως είσαι ζωντανός
είταν ο ιδρώς στο μέτωπό σου που μούσκευε το μαξιλάρι
και προπάντων ο ιδρώς στο λαιμό σου
μ’ αυτήν την ταπεινωτικήν ενόχληση και την επίγνωση
για τη μικρότητα αυτής της ενόχλησης που επεκτεινόταν
σε μιαν απέραντη, διεισδυτική δυσφορία ως τις ρίζες του κόσμου
που πάνω της επέπλεαν μονάχα οι  μύγες,
κάτι μεγάλες, μαύρες μύγες, βουερές κι αναίσχυντες.

Ίσως γι’ αυτό οι δικοί μας ξενητεύτηκαν,
κατέβηκαν στα παράλια, ετοίμασαν καράβια,
έκαναν εκστρατείες και ναυμαχίες, λέει,
μόχθησαν κ’ ίδρωσαν αλλιώς, ίσως μονάχα
για να ξεπλύνουν τον ιδρώτα του βουνού μέσα στη θάλασσα,
να ξεπλυθούν, να πνιγούν μες στο νερό, να γλυτώσουν
από τούτον τον κάθετο βράχο· — δεν ξέρω
να ορίσω το τι και το πώς — όλα μπλέκονται:
εκείνες οι ζεστές, στυφές μυρουδιές της φτέρης, του σκίνου,
της πέτρας, της μούχλας, του ασβέστη, στα φλογερά μεσημέρια,
ο ιδρώτας, τα τζιτζίκια, το βουνό, τα καράβια,
οι σκοτωμένοι στη στεριά κ’ οι πνιγμένοι
όταν τους ξέβραζε η θάλασσα σ’ ένα στρωτό ακρογιάλι
μια νύχτα, μ’ ένα κίτρινο φεγγάρι καρφωμένο σ’ ένα ακόντιο,
κι ούτε είχαν μια λαβωματιά οι πνιγμένοι στο σώμα τους —
πώς πέθαναν λοιπόν; — ποτέ μου δεν είδα πνιγμένους.
Και τ’ ασημένιο φάσμα μιας σφαγμένης κόρης
να κυματίζει ανάερο πάνω απ’ τους πνιγμένους
μ’ ένα μακρύ κρίνο στα χέρια, — άχραντη, απείραχτη
απ’ τον ιδρώτα κι απ’ τους άσημους, τους τρωκτικούς δικούς μας πόνους.

Μπορεί και να μην ενοχλούνται οι άντρες απ’ αυτά
τα εξευτελιστικά ρυάκια του ιδρώτα
που σε χρησιμοποιούν αυθαίρετα για κοίτη τους
σα νάσουν πέτρα ή χώμα ή καμένο χορτάρι. Δεν ξέρω.
Αυτοί, τα μεσημέρια, κατέφευγαν στα δημόσια λουτρά
παίζοντας ίσως και γελώντας γυμνοί, κυνηγώντας
ο ένας τον άλλον, καταβρέχοντας
ο ένας τον άλλον, με μεγάλα λαγήνια, — πώς μπορεί
να τρέχει ή να γελάει κανένας
όταν είναι γυμνός; — ποτέ δεν το κατάλαβα. Όταν έβγαιναν
απ’ τα λουτρά (τους συνάντησα κάποτε) είταν πιο όμορφοι,
πιο ευγενικοί, σαν αόριστα ένοχοι· — τα πρόσωπά τους,
δροσερά τότε και ρόδινα, υπογράμμιζαν
μια παράξενη, παρθενική συστολή, και τότε μόνο αισθάνθηκα πώς και οι άντρες μπορεί νάναι μονάχοι και μπορεί να πεθάνουν.(…)»

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ, Μάης 1960

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ (27η)

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Πασκάλ Πασκαλέφσκι: ΜΗΡΚΑ (ποίημα για την Ειρήνη Γκίνη)



Η Ειρήνη Γκίνη (Μίρκα Γκίνοβα), ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε με απόφαση Έκτακτου Στρατοδικείου. Γεννήθηκε το 1923 στο χωριό Ξανθόγεια (Ρουσίλοβο) του νομού Πέλλας. Ήταν νηπιαγωγός και καταγόταν από φτωχή οικογένεια. Το 1942 οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και συνέβαλλε στην οργάνωση ανταρτών στον ΕΛΑΣ. Το καλοκαίρι του 1946 μαζί με έξι συντρόφους της πέφτουν στα χέρια χωροφυλάκων. Βασανίζεται φριχτά χωρίς να λυγίσει. Στις 25 Ιούλη του 1946 περνά στρατοδικείο και καταδικάζεται σε θάνατο. Στις 27 Ιούλη εκτελείται μαζί με τους έξι συντρόφους της στα Γιαννιτσά.

Κατά τη μεταφορά της στον τόπο της εκτέλεσης τραγουδούσε τη Διεθνή  και άλλα επαναστατικά μακεδόνικα τραγούδια. Μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα δεν δέχτηκε να της δέσουν της μάτια. Την επόμενη της εκτέλεσης το ανακοινωθέν του Υπουργείου «Δημοσίας Τάξεως» αναφέρει: «…Οι επτά εκτελεσθέντες αντίκρισαν ψυχραίμως το εκτελεστικόν απόσπασμα και δεν εδέχθησαν να δεθούν οι οφθαλμοί των. Περισσοτέραν ψυχραιμίαν επέδειξεν η νηπιαγωγός Ειρήνη Γκίνη η οποία έψαλλε τον ύμνον της Διεθνούς και εκραύγαζεν υπέρ του ΚΚΕ»…
Μεταφέρουμε στο διαδίκτυο ποίημα του Πασκάλ Πασκαλέφσκι για την ηρωίδα Ειρήνη Γκίνη. Περιλαμβάνεται σ’ ένα βιβλιαράκι λίγων σελίδων, που είναι τυπωμένο στα μακεδόνικα (έκδοση του 1949), που ανακαλύψαμε στην πολύτιμη βιβλιοθήκη των ΑΣΚΙ. Επίσης κάναμε μια μικρή έρευνα για να βρούμε στοιχεία για τον ―μάλλον άγνωστο σήμερα, όπως συμπεραίνουμε― ποιητή και μεταφραστή Πασκάλ Πασκαλέφσκι. Όμως ας διαβάσουμε πρώτα το ποίημα.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Μπροστά στο νεκρό φοιτητή που έπεσε για τη Δημοκρατία


ΛΟΓΟΣ    ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Μπροστά στο νεκρό φοιτητή που έπεσε για τη Δημοκρατία

Όταν ένας γελωτοποιός κυβερνά,
χρέος έχει ένας ποιητής αληθινός να μιλήσει.
Δικαίωμα έχει από ψηλά δοσμένο να ραπίσει
τους δήμιους, να   παραμερίσει την κουστωδία, εκείνους,
πού όπως στ’ αρχαία χρόνια οι Βάρβαροι
δικαίωμα δεν έχουν κανένα στο χώμα μας,
και να πετάξει στον νεκρόν αυτόν ένα τριαντάφυλλο
σαν έναν όρκο στην  Ελλάδα.

Γιατί αν ένας ποιητής
δεν έχει έργο του την αλήθεια, έργο δεν έχει τότε, ούτε
θέση κάτω από τον ήλιο, τον λαμπρό πατέρα,
πού τροφοδότησε και στέγασε το  Ελληνικό Πνεύμα· εκπίπτει τότε
και γίνεται ένα με τους εισβολείς Βαρβάρους, τους τυράννους,
ένα με τους ανεύθυνους, τους προδότες
της πατρικής μας γης, που ό,τι φυτρώνει,
απ’ το χορτάρι ως το έλατο πάνω της, μεγαλώνει
θηλάζοντας κόκαλα.

Εκείνοι που δώσαν
τη διαταγή ανοιχτή να σε δολοφονήσουν,
αξίζουν όλοι τους μαζί πιο λίγο απ’ όσο αξίζει
μια τρίχα απ’ το κεφάλι σου. Δεν αντιπροσωπεύουν
ούτε μια στάλα ελληνικού αίματος. Δεν γνωρίζουν
πατριωτική γραφή να διαβάσουν τα αισθήματά σου.

Παράσιτα είναι δίχως ρίζες. Στον πάνλαμπρο ανάμεσα
ήλιο μας, είναι: το σκότος κι ο φόνος.
Ξεναγοί των Ες-Ες στις ιερές μας λειψανοθήκες.
Εγκάθετοι του Πρυτανείου. Μόνιμοι λογχοφόροι
του Εσταυρωμένου. Κατάσκοποι της Ανάστασης.

Σε στραγγάλισαν όπως την όμορφη
στραγγαλίζουνε μοίρα της χώρας μας ― άρπαγες
που η παρουσία τους προσβάλλει ακόμη και τα ζώα μας
και μας μολύνει τον αέρα. Όμως, ανδρείε, εμείς,
γνωρίζουμε πόσο πιάνεις ξαπλωμένος στο χώμα.
Γνωρίζουμε τι στοίχισες για να γίνεις.
Γνωρίζουμε από ποιους αιώνες μακρινούς ήρθες, μας από ποια
διαδοχικά μαρτύρια πέρασες. Είσαι το Έθνος.
Η Ελλάδα είσαι. Μέσα στην καρδιά σου,
σαν από δέντρο κάτω κάθεται ο Καραϊσκάκης,
ο Διάκος και τα παλικάρια τους και τραγουδάει ο Σολωμός,
ενώ περιίπταται
του Ανδρέα Κάλβου ο αετός, αστραφτερός, απάνω τους.

Συ είσαι η Ελλάδα που σηκώνεται
να πατήσει στο βάθρο του πεπρωμένου της
με «ελευθερία» και «γλώσσα» και αξιοπρέπεια.
Συ είσαι η Ελλάδα που δολοφονούν
κάθε χρόνο, κάθε άνοιξη, κάθε Πάσχα.
Η Ελλάδα που είναι ολόκληρη ένα ιερό
που οι πέτρες της όλες είναι εξαπτέρυγα.

Συ είσαι η Ελλάδα που δημοπρατούν
το αίμα της και το μέλλον της.
Που με τα μπουκωμένα τους στόματα, ασεβείς
κι αναίσχυντοι συλητές της, της βρωμίζουν
τ’ όνομα, το λευκόν ως άνθος. Εσύ είσαι!

Σε σένα οι δάφνες και τα δάκρυά μου κι οι στίχοι μου κι η ζωή μου.
Ό,τι πιο ωραίο στη χώρα μας υπάρχει, τα βουνά μας,
ας γινούν μνημείο και άγαλμα, γιατί,
δολοφονώντας κάθε μέρα το παρόν, δεν άφησαν
να γεννηθεί κανείς Φειδίας· γιατί το φως
το σκοτώνουν από βρέφος ακόμη,
βάζοντας χοίρους να θηλάζουν το βυζί της πατρίδας.

Τρέμουν τα λόγια μου σαν τον ήλιο και σαν τον αγέρα της.
Γιομάτοι από αγανάχτηση οι στίχοι μου κι από ελπίδα,
είναι, σαν της μάνας τα δάκρυα, δίχως ειρμό,
γιομάτοι αστραπές που συγκρούονται μέσα τους να φωτίσουν
τ’ ωραίο πρόσωπό σου. Γιατί όταν
ένας ποιητής μιλά, είναι η Πατρίδα ολόκληρη.
Ο Όλυμπος και ο Ταΰγετο μέσα μου συνοριάζουν·
το Ιόνιο και το Κρητικό πέλαγος και το Αιγαίο·
ο Περικλής και ο Μακρυγιάννης. Τα κοράκια κρώζουν
όσο ποτέ τους αιμοβόρα, όμως, εγώ, η Πατρίδα,
με μια φωνή, που όταν αυτοί θα ’χουν χαθεί στη σκόνη,
θ’ ακούγεται, μες στους αιώνες ίδια, σου το λέω:
Για ό,τι έπεσες, ήταν αλήθεια.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Στις 21 Ιούλη του 1965, εν μέσω λαϊκών κινητοποιήσεων κατά των ανακτόρων («Ιουλιανά») δολοφονείται από την αστυνομία ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας, ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης τον ίδιο μήνα.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Γ. Κοτζιούλας: Τρία ποιήματα στον “Ρίζο της Δευτέρας”


Οι περισσότεροι γνωρίσαμε τον Γιώργο Κοτζιούλα από τα ποιήματά του. Αγνοούμε το μεγαλύτερο μέρος του πολυδιάστατου έργου του και ο κυριότερος λόγος είναι γιατί αυτό παραμένει ανέκδοτο (αξιοσημείωτο είναι πάντως πως τον τελευταίο καιρό επανακυκλοφορούν με ενθαρρυντικό ρυθμό παλαιότερα έργα του και κάποια άλλα κυκλοφορούν για πρώτη φορά). Μια πτυχή αυτού του έργου είναι η αρθρογραφία στον τύπο. Σε εφημερίδες και περιοδικά έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς πολλά άρθρα του Κοτζιούλα για λογοτεχνικά ζητήματα, κριτικές, χρονογραφήματα και θεωρητικά κείμενα.

Ένα από τα έντυπα που φιλοξένησαν κείμενα του Γ. Κοτζιούλα είναι η εφημερίδα «Ρίζος της Δευτέρας» που έφερε ως υπότιτλο: «Εβδομαδιαία δημοκρατική εφημερίδα του λαού - Πολιτική, οικονομική, φιλολογική, σατιρική». Την έβγαζε το ΚΚΕ αυτή την συγκεκριμένη μέρα της βδομάδας που ο Ριζοσπάστης, ως πρωινό φύλλο, δεν κυκλοφορούσε. Η εφημερίδα βγήκε σε 62 μόλις φύλλα, μέχρι την απαγόρευσή της, την περίοδο από 21/10/1946 έως 22/12/1947. Στο διάστημα αυτό στον «Ρίζο της Δευτέρας» δημοσιεύτηκαν 12 άρθρα και 3 ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα (την ίδια περίοδο ο Κοτζιούλας έχει και τη στήλη «Γλωσσοφιλολογικά» στον Ριζοσπάστη της Πέμπτης).

Στην προσπάθειά μας να συμβάλλουμε στην ανάδειξη της λιγότερο γνωστής πλευράς  του έργου του, συγκεντρώσαμε και μεταφέρουμε στο διαδίκτυο, σταδιακά από τη στηθάγχη, τα άρθρα του Γιώργου Κοτζιούλα. Μέχρι στιγμής  έχουμε δημοσιεύσει έξι από αυτά, και μπορείτε να τα βρείτε εδώ.

Σήμερα αναρτούμε τα τρία ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα, που δημοσιεύτηκαν στο Ρίζο της Δευτέρας. Τα παρουσιάζουμε με τη χρονολογική σειρά δημοσίευσης.


ΣΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΜΑΣ ΤΟ ΞΟΔΙ
(στίχοι 56, όσα και τα χρόνια του)

Στου Γέρου μας το ξόδι έπρεπε νάναι πίσω
―Μούσα, για βόηθα με κι’ εσύ να τους μετρήσω:
βοσκοί απ’ τα Χάσια του με τις μακριές αγκλίτσες,
γελαδαραίοι με τις πλατύγυρές τους ντρίτσες,
ζευγίτες απ’ τον κάμπο έχει στη Θεσσαλία
με της δουλιάς τους όλο χώμα τα εργαλεία,
προβάλλοντας από λασπόχτιστα κονάκια
σαν τις γουστέρες που γλιστράνε στα ρουπάκια,
και καραγκούνες, ω, των βάλτων πεταλούδες,
χαμοπετούμενες του τόπου καλιακούδες,
λαός λασπιάδων που του αφέντη το κουρμπάτσι
τον ζόριζε ως τα χτες πιο φρόνιμα να κάτσει,
μα αρμόζει ξέχωρη μέσα στους άλλους θέση
(γιατί και του ιδιανού πολύ θα τούχε αρέσει)
για τους όμοιούς του απού και της καρδιάς τα φύλλα
καμμένα του καπνού θα τάχε η φαρμακίλα,
σα δε σηκώνονταν αυτός ανάμεσά τους,
πολέμαρχο να ιδείς καπνιάδων απ’ τους πρώτους,
που κάνοντας κομμάτια άτιμες αλυσίδες
καθώς τον φύλαγαν δεμένο, οι σταυρωτήδες,
μ’ όλο πρωτοπαλήκαρα απ’ τα ξερονήσια
που δίψα λευτεριάς τους φλόγιζε περίσσια,
μ’ απόφαση για νίκη ή ο ίδιος να πεθάνει
βγήκε μ’ αδρασκελιές μεγάλες στο μεïντάνι,
βγήκε σα Διγενής Ακρίτας να παλέψει,
με την παλάμη σκέπη ισιώνοντας τη βλέψη
για να ζυγιάσει τον αντίμαχο, στα χέρια
πριν έρθουνε κι’ η γης ανατρομάξει ακέρια,
γιατ’ ήτανε και το στοιχιό φωτιά μονάχη,
που φούντωνε, άψιωνε, πεισμάτωνε η αμάχη,
τόσο που τρέξανε να ιδούν κι’ οι ξωμερίτες
τα πράτα αφήνοντας να πίνουν στις κουρίτες
κι άλλοι απαράτησαν μεμιάς τη χερολάβα
να φτάσουν γλήγορα, και στων ωρών το διάβα,
καθώς αχολογούσαν γύρω τα ρουμάνια
τώρα που του ραγιά ξανάρθε η περηφάνια,
φερμένοι απ’ τα χωριά κι από τις πολιτείες
φορώντας άλλοι κοντοκάπια, άλλες μαντύες,
έρχονταν, έρχονταν, από ψηλά, από κάτω,
τόσοι που γίνηκαν ολάκερο φουσάτο,
κι είχαν απάνω τους ό,τι κι αν βάλει ο νους σου
στο πλάι κι αχώριστα ο πεντάφτωχος του πλούσιου,
τα ξύλα κούτσουρα μαζί με σπουδαγμένους,
έτσι που οι ντόπιοι δείχναν ένα με τους ξένους,
κι ήταν γυναίκες στα σουλούπια αυτά τα χίλια
που απ’ τους παπούληδες κρατάγαν καριοφίλια,
κι όλοι τους τούτοι, σαν αργάτες μέσ’ στο θέρο,
φώναζαν κι έδιναν κουράγιο! «Βάστα, Γέρο!
Μην τον αφήνεις τον οχτρό να ξανασάνει!»
και τέτιο αγώνα με παρόμοιον μπεχλιβάνη
δεν είχε κουρνιαχτός  ελληνικός κυκλώσει,
Γιατί στον έναν πλάι παράστεκαν οι τόσοι.
― Τι απόγινε;  Ρωτάει μια μάνα τον υγιό της.
― βαρύς σωριάστηκε κι’ ο δέντρος ο Αγραφιώτης,
αλλά στο πέσιμό του είδα, θαρρώ, συντρόφοι,
σαν άψυχο είδα, οργιές του μάκρου, και τον Όφη.
22-5-47                    

(Δημοσιεύτηκε στις 23/6/1947)

***

Ανθρωπομάζωμα

Σαν εκείνους τους σκασμένους που γενήκαν άρατοι
κι άλλοι τους, θροφή των όρνιων, μείναν στις λακκούβες,
μας σηκώσαν απ’ το στρώμα νύχτα οι τρισκάρατοι
και μας σάκιασαν οι μπόηδες τσούρμο μεσ’ στις κλούβες.

Άιντε, μωρέ παιδιά δεν είναι τίποτα·
ποιος θα σκιαχτεί από μας μούτρα ξετσίπωτα!

Δίχως φταίξη, δίχως κρίση (βρε τους αλειτούργητους!)
μεσ’ στις φυλακές  μας ρίχνουν και στα ξερονήσια,
καταπώς τους ορμηνεύουν οι τρανοί οι κακούργοι τους
που κοπιάσαν στην Ελλάδα φορτωμένοι αλύσια.

Μωρ’ ξένα αφεντικά πότε μας άρεσαν;
Όσοι άπλωσαν εδώ, μας εμαγάρισαν!

Έρχεται καιρός, αδέρφια, κι όλοι τον ξανοίγουνε,
που στην άφοβη γροθιά μας μπρος την οργισμένη
κι’ οι αλλόφερτοι ένας – ένας παν καπνός ―θ α  φ ύ γ ο υ ν ε―
κι ούτε για σπορά δικός μας τύραννος δε μένει.
           
Μ’ ανασυρμένα, βάι, μαχαιροθήκαρα,
τραβάμε το χορό πρωτοπαλήκαρα!

(Δημοσιεύτηκε στις 18/8/1947)

***

Απολογία μελλοθανάτων

«Όποιο κι αν έχουμε όνομα, λεγόμαστε Ελληνίδες,
φύτρα της γης που δόξασαν Τζαβέλαινες και Διάκοι.
Τέτιαν αντρίκια απόφαση, πες μας πού αλλού την είδες,
χλωμέ κριτή, που στάζουνε τα λόγια σου φαρμάκι;

»Και τι μας έφερες εδώ, για τι να μας δικάσεις;
Κοίτα πώς λάμπουν ξάστερα τα μέτωπά μας, κοίτα.
Για των λαών την άνοιξη γίναμε ανθός της πλάσης,
τόση δροσιά ούτε το πρωί δεν έχει η μαργαρίτα.

»Ποιος, Λευτεριά, το πίστευε πώς σάβανο μας θάσουν;
Αμάλαγο· αν δεν πρόφτασαν τα στήθη τα παρθένα
με γάλα αγνό της σάρκας μας παιδιά να προστηλάσουν,
μα όπου θα πέσουμε θα βγει των αντρειωμένων η γέννα».

(Δημοσιεύτηκε στη 1/9/1947)