Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Τρία ποιήματα από τις “Παραλογαίς” του Μίλτου Σαχτούρη


Η πόρτα

Στον Γιώργο Λίκο

Η πόρτα που άνοιξες με τόσο πάθος
άνοιξε στο θάνατο
και δε μπορούν να τον σκεπάσουν τρία λουλούδια
και δε μπορούν να τον ξορκίσουν
τα ζαχαρένια μάγουλα του κοριτσιού
πίσω απ’ την πόρτα
πίσω απ’ την πόρτα το κορίτσι γδύνεται στον άνεμο
τα κυπαρίσσια ψιθυρίζουνε μια προσευχή χιονιού
βογκάει λυγάει τα κλαδιά ο βοριάς ο μαύρος
οι ξυλοκόποι χάθηκαν στη θάλασσα
χλωμά καΐκια κατεβάσαν τις σημαίες τους
σάλπιγγες στο βυθό σημάνανε το τέλος
ενώ στο λιμάνι βγαίνουν κυριακάτικο περίπατο
γυναίκες μες στα μαύρα σέρνουν τ’ αγόρια τους
πεταλωτές παιδεύουνε τ’ άμοιρα τ’ άλογά τους
άγριες λατέρνες μαχαιρώνουνε τα ντέφια τους
παιδιά πουλάνε κοκοράκια κόκκινα σα χιόνι
καράβια και πουλιά σφυρίζουν φεύγουνε
κατάρτια ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από τ’ άστρα
η πόρτα που άνοιξες με προσοχή
έχει άλλες χίλιες πόρτες πίσω της
πίσω από κάθε μια και μια κραυγή
πίσω από κάθε μια κι ένα στητό κορίτσι


Το σύνθημα

Η κιθάρα παίζει μόνη μες στη βάρκα
ενώ η σκιά του βαρκάρη βηματίζει στην ταράτσα
φώτα προδοτικά θ’ ανάψουνε σε λίγο
πνίξανε τις τρουμπέτες μες στα φύκια
η άγρια γυναίκα ξεπροβάλλει απ’ τα νερά
λάμπουνε τ’ άσπρα σκέλια της
δίνεται στο φεγγάρι και στο ναύτη μες στα βράχια

Οι άλλοι ναύτες προχωρούνε δύο δυο
είναι χλωμοί και παγωμένοι στον ιδρώτα
σε λίγο θ’ αντηχήσουν πυροβολισμοί
μία δυο τρεις τρεις
πρέπει να πηδήξουνε ταράτσες
τρεις πρέπει να σφυρίξουνε φορές
για να βρεθούν στην ώρα

Αν ένας άνθρωπος ριχτεί μες στο νερό
οι ναύτες θα τονε χτυπήσουν
τ’ άστρα θα του τσακίσουνε το μέτωπο
τα ψάρια θα τον αγαπήσουν
τα πρόβατα θα πέσουν αποπίσω του

Θα γεννηθεί και θα πεθάνει μες στους πόνους


Ο θάνατος

Αυτό τον άνθρωπο κανείς δε τον εσκότωσε
δεν ήταν φύλακας του λιμανιού
δεν ήτανε πολεμιστής στη μάχη
μέσα σε τρένα έφερνε θηρία σιδερόφραχτα
κι απάνω στα ψηλά βουνά φώλιαζεν η καρδιά του
κάποτε το αίμα του θα μιλήσει
και τότε μαύρα σκοτεινά πουλιά θα πνίξουνε τα σύννεφα
γενάτοι μαύροι αγέρηδες θα ζώσουνε τον κάμπο
θα τραγουδήσουν οι αχλαδιές την ιστορία του
μέσα στο σπίτι της φωτιάς με τ’ άγρια θεριά
τα φλιτζάνια του θανάτου πάνω στα τραπέζια
κουρτίνες δίχως ήλιο λυχνάρι και κρύα λόγια
λυχνάρι και κρύα φιλιά δίχως αγάπη
με τα αισχρά κορίτσια της σιωπής
που κάθε βράδυ κλείναν τα παράθυρα
που κάθε βράδυ σταύρωναν τον Ύπνο
που κάθε βράδυ σκίζαν τρώγαν τα φουστάνια τους
πέφταν ανάσκελα και φτύναν τα όνειρά τους

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

(Παραλογαίς, 1948)

―Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε σαν σήμερα, στις  29 Ιούλη του 1919.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

―Το ρήγμα ψάχνω να βρω σ’ αυτό το μπετόν― το ρήγμα… Μιχάλης Κατσαρός


IV

Μπήκα με άδεια τα χέρια στη σκήτη μου.
Τους καρπούς τώρα τους γεύεσαι γη ― εγώ δεν υπάρχω.
Δεν ακούς πια τη φωνή μου ― δεν ακούς
έχεις δικιά σου φωνή ― δικά σου τα τείχη.
Φυτεύεις τα δέντρα ― το στάρι ανθεί σε πελάγη.
Πάνω στο δικό μου το σώμα χτίζεις τις πόλεις.
Οι πόλεις έχουν δικό τους πια σώμα.
Καμιά σιωπή ― λάμψη καμιά.
Περπατάς στους μεγάλους σου δρόμους
ζεύεις τους ποταμούς ― τα βουνά
τρέχεις στα δάση
ανασταίνεις τους ήχους τους αυλούς τα νερά σε τραγούδια.

Τη νύχτα βγαίνω ― κοιτάζω μακριά στο γιαλό
κοιτάζω βαθιά μες στα δάση
ανάβω μια μικρή φλόγα στη γη ― ακούω τους ήχους
αυτούς που δεν θ’ ακούσει πια κανείς ― ακούω και τρέμω.
Ματώνω τα χέρια στους λόγγους ― ματώνω τα γόνατα
―Το ρήγμα ψάχνω να βρω σ’ αυτό το μπετόν―
το ρήγμα. ― Στο σκουλήκι της γης την φλόγα υψώνω.

Τρέχω μέσα στη νύχτα
τρέχω με τ’ άλογο μου
βάζω πασσάλους πάνω στα όρη ― σημαδεύω τους δρόμους
ακούω ούρλιασμα λύκων ―ακούω φωνές― ακούω βουή καταρράχτες βιάζομαι
βιάζομαι
Πριν αλέκτωρ λαλήσει
η νύχτα είναι μικρή ― μεγαλώνει
ο άνεμος ετοιμάζει την έφοδο ― οι φωνές
«κοίτα» ― «τώρα» ― «το άλλο βράδυ» ―
πρέπει πάλι να σας μιλήσω.

Μη με κοιτάτε παράξενα.
Κανένας δεν με γνωρίζει;


V

Δεν ήρθα να ξαφνιάσω τις μέρες σας ― δεν κρατώ τη ρομφαία.
Κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στο πλήθος σας
μαζεύοντας σκόρπιους σπόρους.

Δεν ήρθα να σταματήσω τους ποταμούς τα νερά
τους καρπούς ― δεν ήρθα.
Κυκλοφορούσα μέσα στους ήχους σας ― τόσους αιώνες.

Ανέμιζα μαύρα λάβαρα στις αρτηρίες των δρόμων
με την καρδιά μου καρφωμένη στο φοβερό πάσσαλο σας καλούσα ―
Δεν ήρθα να καταργήσω το νόμο.

Ανεβαίνω εδώ σ’ αυτή την αγχόνη ― αυτή τη στιγμή
σας δίνω το σχήμα σας ― σας καλώ.
Δεν ήρθα σαν ξένος ― δεν ήρθα.

Είμαι ο άνεμος η βροχή τα έρημα δάση
είμαι ο καταρράχτης το νερό το πουλί
αυτή η πόλη και η άλλη ―
είμαι ο δρόμος η αυγή το τελευταίο λιμάνι
η καρδιά μου
το πρόσωπο μου και το δικό σας
είμαι εδώ και αλλού και παντού
μέσα στ’ αγέρι ― μέσα στις παλιές ημερομηνίες
μέσα στα πλοία ―στους ήχους― στους αγρούς
στα εργοστάσια είμαι ― στις σκοτεινές αίθουσες
στ’ άδεια δωμάτια ―στους εραστές― στα ερείπια
στις καμπάνες
μόνος μόνος μόνος
απ’ την αρχή μέχρι το τέλος του κόσμου.

Και τώρα εδώ πάνω σ’ αυτό το οροπέδιο σας καλώ
τώρα που θα βυθίσω το μαχαίρι στο στήθος
να σας δώσω το αίμα μου ―
άνθη τεράστιες πόρτες ουρανοί τρέμουν κυλάνε
μπροστά στα πόδια σας στα όνειρά σας στο ψωμί
κρότοι καταστροφή και νέα αυγή κατεβαίνει.

Ο άνεμός μου κάθε νύχτα με παγώνει.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ

«Οροπέδιο», ένα ποίημα σε επτά μέρη (απόσπασμα)
(Α΄ έκδοση 1956)
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες...


Γιάννη Γαΐτη, Άνθρωποι

Χωρίς σχόλιο. (Δύο ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη)

Ο ΣΤΟΧΟΣ
Το θέμα είναι τ ώ ρ α  τι λες
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας

Το θέμα είναι τ ώ ρ α  τι λες.

H ΑΠΟΦΑΣΗ

Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή
Παιδιά γυναίκες έντομα
Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φιλμ. Κι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς.
Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε
Τις ασχολίες σας να διακόψετε τη ζωή σας
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις
Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω

 
Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα (1941 -1971), Νεφέλη, Αθήνα 2000
 
Επιμέλεια: ofisofi
ΑΤΕΧΝΩΣ

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Ναζίμ Χικμέτ: ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΣΕ ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΚΑΤΑΔΙΚΟ


Επειδή δεν έπαψες νάχεις ελπίδες,
απ’ τον κόσμο, την πατρίδα και τον συνάνθρωπό σου,
μπορεί να σε κρεμάσουν,
ή να σε ρίξουνε μέσα
για δέκα και δεκαπέντε χρόνια,
μπορεί και παραπάνω…
«Μακάρι να μ’ είχαν κρεμάσει στην άκρη του σχοινιού
σα λάβαρο!»
δε θα πεις ποτέ.
Θα επιμένεις στη ζωή.
Ίσως τούτο να μην είναι τύχη καλή για σε.
Υποχρέωσή σου όμως είναι,
για πείσμα του εχθρού,
να ζεις έστω και μια μέρα παραπάνω.
Μεσ’ τη φυλακή μπορεί το μισό σου κομμάτι ν’ απομονωθεί
ωσάν το λιθάρι στου πηγαδιού το βυθό.
Όμως τ’ άλλο σου μισό μέσα στις μάζες
να είναι, έτσι πως,
με φύλλου λαφροκούνημα σαράντα μέρες πιο μακρυά,
σύγκορμα να τρέμεις, συ, μέσα στο κελί σου.
Το να περιμένεις γράμματα στη φυλακή,
και να πεις τραγούδια λυπητερά,
να ξημερώνεσαι με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι,
όμορφα μα επικίνδυνα είναι.
Από ξούρισμα σε ξούρισμα να κοιτάς στον καθρέφτη,
ξέχνα την ηλικία σου,
φύλαγε τον εαυτό σου από τις ψείρες
και τις ανοιξιάτικες βραδυές.
Μη ξεχνάς να τρως το ψωμί σου και το τελευταίο ψύχουλο
και μη ξεχνάς να γελάς πάντα με την καρδιά σου.
Κάτι ακόμα – ποιος ξέρει;
η αγαπημένη σου ίσως έπαψε να σ’ αγαπά!
Μη πεις «δε βαριέσαι!»
τούτο για τον κατάδικο είναι
σα να σπάει μέσα του ένα ολόκληρο κλωνάρι!

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

(Μετάφραση: ΝΕΒΖΑΤ ΧΑΤΚΟ)

Αντιγραφή από το περιοδικό ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, αρ. τ. 1, Σεπτ. 1950