Επειδή δεν έπαψες νάχεις ελπίδες,
απ’
τον κόσμο, την πατρίδα και τον συνάνθρωπό σου,
μπορεί
να σε κρεμάσουν,
ή
να σε ρίξουνε μέσα
για
δέκα και δεκαπέντε χρόνια,
μπορεί
και παραπάνω…
«Μακάρι
να μ’ είχαν κρεμάσει στην άκρη του σχοινιού
σα
λάβαρο!»
δε
θα πεις ποτέ.
Θα
επιμένεις στη ζωή.
Ίσως
τούτο να μην είναι τύχη καλή για σε.
Υποχρέωσή
σου όμως είναι,
για
πείσμα του εχθρού,
να
ζεις έστω και μια μέρα παραπάνω.
Μεσ’
τη φυλακή μπορεί το μισό σου κομμάτι ν’ απομονωθεί
ωσάν
το λιθάρι στου πηγαδιού το βυθό.
Όμως
τ’ άλλο σου μισό μέσα στις μάζες
να
είναι, έτσι πως,
με
φύλλου λαφροκούνημα σαράντα μέρες πιο μακρυά,
σύγκορμα
να τρέμεις, συ, μέσα στο κελί σου.
Το
να περιμένεις γράμματα στη φυλακή,
και
να πεις τραγούδια λυπητερά,
να
ξημερώνεσαι με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι,
όμορφα
μα επικίνδυνα είναι.
Από
ξούρισμα σε ξούρισμα να κοιτάς στον καθρέφτη,
ξέχνα
την ηλικία σου,
φύλαγε
τον εαυτό σου από τις ψείρες
και
τις ανοιξιάτικες βραδυές.
Μη
ξεχνάς να τρως το ψωμί σου και το τελευταίο ψύχουλο
και
μη ξεχνάς να γελάς πάντα με την καρδιά σου.
Κάτι
ακόμα – ποιος ξέρει;
η
αγαπημένη σου ίσως έπαψε να σ’ αγαπά!
Μη
πεις «δε βαριέσαι!»
τούτο
για τον κατάδικο είναι
σα
να σπάει μέσα του ένα ολόκληρο κλωνάρι!
ΝΑΖΙΜ
ΧΙΚΜΕΤ
(Μετάφραση:
ΝΕΒΖΑΤ ΧΑΤΚΟ)
Αντιγραφή
από το περιοδικό ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, αρ. τ. 1, Σεπτ. 1950
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου