Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - Σονάτα του Σεληνόφωτος




(αποσπάσματα)

Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, -δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια -δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.

Άφησε με να έρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,
ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
δεν είναι τούτο η λύπη μου -η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.

…………………………………………………………….

Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, -όχι, όχι το φεγγάρι-
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της,
την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που μας αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας,
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματα σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα.
Καληνύχτα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ - Ένας γέρος




Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Ένα άγνωστο ποίημα του ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ


Φίλε, που σε συνάντησα σε μιαν οδοιπορία
-του θανάτου που ζήσαμε ή της ζωής που θα’ ρθει-
είχες στα μάτια τη φωτιά σμιχτή με μια απορία
από τα νιόβγαλτα φτερά, γιατί ο αέρας πάρθει.

Μας ένωσε σφιχτά σφιχτά του ανθρώπου ο μέγας πόνος
και της ιδέας ο άνεμος μας φούσκωσε τα στήθη.
Κάποιου καινούργιου, που έρχεται, μας συνεπήρε ο τόνος.
Ορίζοντες Μαγιάπριλου μας φέρνουνε τα πλήθη.

Κι εμείς, δεσμώτες της ζωής, προς τις κορφές τραβάμε
-του Ολύμπου ή του Γολγοθά- στη μέθη ενός ονείρου
το θάνατο και τη ζωή αλέγκρα χαιρετάμε
με τ’ άξια νιάτα, πορφυρά, στο δρόμο του απείρου.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ 

(Πότε γράφτηκε αυτό το ποίημα; Που και για ποιον; Πως διασώθηκε και από ποιον δόθηκε στη δημοσιότητα; Διαβάστε  στον Οικοδόμο)

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Μαν. Αναγνωστάκης – ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ



Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ


Μελοποίησε και ερμηνεύει ο Μίκης Θεοδωράκης:


Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ



Όταν ο ήλιος θ' ανατείλει
σαν καλοθρεμμένος κάπρος
σ' ένα μέλλον δίχως αναπήρους και ζητιάνους
εγώ θα 'χω πεθάνει στην ψάθα
μαζί μ' άλλους δυο τρεις του σιναφιού μου.
Συντάξτε από τώρα
τον μεταθανάτιο ισολογισμό μου!
Το βεβαιώνω και ξέρω πώς δεν πέφτω έξω:
απ' όλους αυτούς
τους σημερνούς καταφερτζήδες
αυτούς που γλείφουνε ποδιές και πλένε στα λεπτά
μονάχα ‘γω θα μείνω βουτηγμένος μες στα χρέη.

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

(μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου)

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ – Το σακί



Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Διαβάζοντας αυτό το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου ήταν σαν να άκουγα μια από τις διηγήσεις του πατέρα μου από το 1946 στο Σταυρό της Β. Χαλκιδικής. Είχαν αρχίσει ήδη μάχες στα γύρω βουνά  ανάμεσα σε αντάρτικες ομάδες και το στρατό, και το χωριό μας η Ολυμπιάδα είχε εκκενωθεί. Ζούσαν πια στο Σταυρό φιλοξενούμενοι σε συγγενικά σπίτια εδώ κι εκεί μέχρι νεωτέρας. Κάποιες φορές έβλεπαν στο δρόμο να περνάει να περναει και να σταματάει ένα κάρο της χωροφυλακής γεμάτο με εκείνα τα χαρτόκουτα. Άρχιζε κουβέντα, ψίθυροι, άνθρωποι έβαζαν το χέρι στο στόμα. Και τότε κάποιος χωροφύλακας έσπρωχνε κατά λάθος ένα χαρτοκούτι κι από μέσα κυλούσε ένα κεφάλι αντάρτη. Δε θυμάμαι πόσο μου είχε πεί ότι ήταν η επικήρυξη. Μπορεί 500 δρχ. το κεφάλι, μπορεί και όχι. Δεν τους έκανε και τρομερή εντύπωση μου έλεγε. Έτσι κι αλλιώς ο Στρυμώνας κάθε μέρα ξέβραζε πτώματα επί χρόνια. Ο θάνατος ήταν το πιο συνηθισμένο θέαμα για εκείνη τη γενιά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΡΗΣ 

(Η φωτογραφία είναι του Κώστα Μπαλάφα)


Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ - Θα πεθάνω ένα πένθιμο… (Διάφανα Κρίνα)



Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινoπώρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...».
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ' αυτός έχει πεθάνει!».

Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.

Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψη
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».

Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι
και μια Καίτη, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίσει...

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ



Αμφιβάλω αν ο Ουράνης σκέφτηκε ποτέ πως η ποίησή του μπορεί να γίνει τραγούδι. Ας με συγχωρήσει γι’ αυτό που θα πω, αλλά, αυτή η μουσική και η ερμηνεία πρόσθεσαν «κάτι» σε αυτό το υπέροχο ποίημα…

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ – Τραγωδία



Κανείς δεν σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα
κανείς δεν σκέφτηκε τον άνεμο που θα ‘ρχονταν σε λίγο
κανείς δεν σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια
που θα ‘διναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.
Θέλω να σ’ αγαπήσω μα δε γίνεται έχω αργήσει
θέλω να σ’ αγαπήσω όσο δε μ’ αγάπησε κανένας
να σκιστώ για σένα ν’ αλλάξω γειτονιά ν’ αλλάξω στέκια.
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μου έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά τραγούδια λαϊκά βαραίνουν τον αέρα…
Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω που θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες το τελευταίο σκοτάδι…
Και θα ‘χω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά;

ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Τάκης Σινόπουλος - Ο καιόμενος



Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Ρώμος Φιλύρας - Η ΣΕΛΗΝΗ


Ως πότε θα γυρνάς στ’ ουρανού τα πλάτη αργυρή,
πασίφαη, πλησίφαη, γεμάτη, μισή σα δρεπάνι,
σα μαγεία φωτεινή, δέσμη φώτων, σφυρί
που αργάζει, χρυσή, μια φεγγόρροη στεφάνη;

Προαιώνια, πρόκοσμη, προκατακλυσμιαία,
νύμφη ωραία, τροπικών μαγεμένη φροντίδα,
κεκαυμένων ζωνών αφοσίωση ακμαία,
φλογερών, μαύρων πλασμάτων αχτίδα.

Βεδουίνων, Αφρικάνων θρησκεία
και λατρεία υψωμένων καρδιών και τραχήλων
στο ανέσπερο φέγγος που πλέει σα σχεδία
στα ωκεάνεια πλάτη και στα μήκη των θρύλων.

Έκπαγλη, θεία, γλυκιά και καλή, φωτισμένη
σα μετέωρο θέλγητρο, σα μέγα μπαλόνι,
φάρε, κόσμημα και τιάρα γλυμμένη
σ’ ένα πρότυπο λίθων, ερώτων ακόνι.

Οπτασία, φευγαλέα ομορφιά, Οφηλία,
γοητεία των άστρων, Σαλώμη, κραιπάλη,
των ηρώων μυθική ερωμένη, ομιλία,
Ήρα, Λήδα, Σεμέλη, Κλεοπάτρα, Ομφάλη.

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ – Mal du depart



Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρισμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ' Αλγέρι, και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κ’ η μάννα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει…"

Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ,
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ


Στο πιάνο ο συνθέτης του τραγουδιού Γιάννης Σπανός, συνοδεύει στην ερμηνεία τον αγαπημένο Κώστα Καράλη:


Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - Μαζεύω τα πεσμένα στάχια



Μαζεύω τα πεσμένα στάχια να σου στείλω λίγo ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ό,τι έμεινε απ’ τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ’ άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ’ η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις
Μ’ ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ’ ακούς;… Να ΄ρθείς!

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΡΗΣ - Κάποιος κάποια μέρα...



Kάποιος κάποια μέρα
θα δείξει το δρόμο
Το μέλλον θα ανάψει ένα φως
και θα ασημώσει τη θάλασσα
Ξέρεις, οι πόλεις ειν’ ακόμα γεμάτες ανάσες,
τα βράδια φορτωμένα χαμόγελα
κι οι ονειροπόλοι ιχνηλατούν αδοκίμαστες διαδρομές
κι ετοιμάζουν την έξοδο
Κι εγώ μέσα από μάσκες
διακρίνω σιγά-σιγά
το βαθύ και το άσπιλο

Κι αν μιλάω με σιωπές η με χρώματα
δεν είναι που δεν έχω κάτι να πώ
αλλά που ακόμα δεν υπάρχουν λόγια.
Αφού το αληθινό και το απέραντο
δε χωράνε σε ρούχα στενά

Πρέπει μια στάλα να μεγαλώσω
Δεν είμαι αυτό που μου λένε
Είμαι από βροχή και κεραυνό
που σαρώνει το χάος
Είμαι από πέτρα και άνεμο
που αφουγκράζεται αστροπέλαγα να επιστρέφουν,

που με ένα τίποτα μπορεί ξανά να γεννηθεί
και να ξαφνιάσει το αναμφίβολο!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΡΗΣ


Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Dylan M. Thomas - Χωρίς να είμαστε τίποτε άλλο παρά μόνο άνθρωποι



Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι,
περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα
φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές
από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,
από φόβο μήπως έρθουμε
αθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών.

Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε.
Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται,
και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,
και μετά το μαλακό ανέβασμα,
θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά
για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.

Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,
και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,
πέρα απ’ το χάος θα ΄ρχόταν η μακαριότητα.

Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε.
Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,
είναι ο σκοπός και το τέλος.

Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι,
περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα.

Dylan M. Thomas

(μετάφραση: Βίλκη Τσελεμέγκου-Αντωνιάδου)

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - Η κακή εικόνα



Σκάζανε αυγά
κι έβγαιναν στον κόσμο
άρρωστα παιδιά
σα σπασμένα άστρα
μαύρα περιστέρια
διώχνανε τον ήλιο
με κακές πετσέτες
μ’ άχαρες στριγκλιές
έβραζε η θάλασσα
καίγαν τα πουλιά της
τα διωγμένα ψάρια
κλαίγαν στο βουνό
κι ένα λυσσασμένο
κόκκινο φεγγάρι
ούρλιαζε δεμένο
σα σφαγμένο βόδι.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Τάσος Λειβαδίτης - Αλλά τα βράδια


Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.

Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι, που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου…

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Η μουσική είναι του  Γιώργου Τσαγκάρη. Ερμηνεύει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και διαβάζει ο ηθοποιός Γιώργος Μιχαλακόπουλος:

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Edgar Allan Poe – ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ



Ήταν ξαπλωμένη, ακίνητη, στη μεγάλη κατάλευκη έκταση
ήρεμη και με τα μάτια κλειστά.
Ούτε καν μάντευε τον κίνδυνο που την απειλούσε.
Αργά, σιωπηλά, σταθερά το νερό ερχόταν προς το μέρος της.
Όμως εκείνη εξακολουθούσε μα μένει ακίνητη.
Μονάχα όταν το νερό άγγιξε τα πόδια της,
τότε μονάχα πετάχτηκε τρομαγμένη και
είδη το χάρο να έρχεται κατά πάνω της.
Γύρισε γρήγορα στο πλευρό κι άρχισε ν’ αγωνίζεται
για να ξεφύγει.
Μα το νερό όλο και πιο γρήγορα ανέβαινε
κι εκείνη μάταια πάλευε να πιαστεί από τη γλιστερή όχθη…
Ένα μεγάλο κύμα την πέταξε βάναυσα μακριά.
Τώρα στριφογύριζε μέσα σε μια τρομερή ρουφήχτρα
που σε μια στιγμή την κατάπιε.
Έβαλε όλες τις δυνάμεις τις σε μιαν απελπισμένη,
τελευταία προσπάθεια να βγει στην επιφάνεια.
Μα η ρουφήχτρα την άρπαξε πάλι
και όλο τη στριφογύριζε.
Χτυπιόταν, αγωνιζότανε να πάρει ανάσα,
όμως ο στρόβιλος δυνάμωνε, δυνάμωνε, δυνάμωνε.
Μέχρι που την κατάπιε πια για πάντα…
Και σε όλο αυτό το διάστημα κάποιος στεκόταν ατάραχος,
πλάι στην όχθη και κοίταζε ασυγκίνητος
την απελπισμένη της μάχη με το θάνατο.
Και σαν η δίνη του νερού την κατάπιε για πάντα,
εκείνος είπε:
«Τώρα μπορώ να μπω στην μπανιέρα.
Το νερό την τραβάει πια στην καταβόθρα».
Κι αλήθεια, εκείνη τη στιγμή, χανόταν στο σιφόνι
η πνιγμένη αράχνη…

Edgar Allan Poe

(Μετάφραση: Μαρία Χατζηγιάννη)

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ - Κανείς δεν θα γλιτώσει



Κανείς δεν θα γλιτώσει.
Κι αυτό το μακέλεμα δε θα 'χει
ούτε μισό μισοσβησμένο όχι.
Θα βουλιάζουμε -βουλιάζουμε-
κατακόρυφα με 300 και βάλε
σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος
με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι
από διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων
γλείφοντας
υπογράφοντας
ικετεύοντας
και ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Μαν. Αναγνωστάκης – ΤΟ ΣΚΑΚΙ



Έλα να παίξουμε...
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη

Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει από καιρό
πριν από μένα

Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει

δρασκελώντας την μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις

Έλα να παίξουμε...

Ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω!
Τραβάνε μπρος σκυφτοί δίχως καν όνειρα

Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει

δρασκελώντας την μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις

Έλα να παίξουμε...
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα...

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ


Τους στίχους του ποιητή μελοποίησε μοναδικά ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ερμήνευσε θαυμάσια ο Γεράσιμος Ανδρεάτος. Στο βίντεο που ακολουθεί ο τραγουδιστής ερμηνεύει με μόνη συντροφιά τις νότες από το πιάνο του συνθέτη: 


Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ - Ενδεχόμενα



Κομμάτι αργά, μα κάποτε θαρθούν
οι κριτικοί, των τωρινών τα εγγόνια,
στης παγερής ανυπαρξίας τα χρόνια
στη σκόνη μου την τύχη τους να βρουν.

Τον κόσμο το στενό θαρθούν να ιδούν
όπου η καρδιά η πλατειά χτυπούσε αιώνια
και σα δεντρό πετούσε ανθούς και κλώνια.
Βαθιά στου βίου μου τ’ άδυτα θα μπουν.

Θα ψάξουν τα βιβλία μου, τα χαρτιά μου,
τη μούχλα απ’ τα παλιά μου ημερολόγια
κάθε λογής πηγές θα βάλουν χάμου,

τον άνθρωπο και το έργο για να κρίνουν.
Θα πουν, θα γράψουν λόγια, λόγια, λόγια,
μα βέβαια, τ’ άδυτα, άδυτα θα μείνουν.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - Σταυροί



Τόσοι σταυροί που στήθηκαν,
τόσοι σταυροί που θα στηθούνε,
εμάς μονάχα με σταυρούς
μπορούν να μας μετρούνε.

Σταυροί, παντού σταυροί.

Είμαστ’ «οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι».
Δεν κλαίμε, ούτε γελούμε,
τα σπίτια μας καπνίζουνε,
πεινούνε τα παιδιά μας, δεν λυγούμε,
ήρθαμε να χαράξομε του πόνου μας τα σύνορα
και στήνομε σημάδια και περνούμε.
Σταυροί, παντού σταυροί.

ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ