Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Μίκης Θεοδωράκης: «Αφιερωμένο στο 80% του ελληνικού λαού»...


Το ποίημα αυτό το έγραψα το 1969, όταν εγώ και η οικογένειά μου βρισκόμασταν εξορία στην Ζάτουνα. Όπως βλέπετε, είχα χάσει κάθε ελπίδα ότι μπορώ να περιμένω κάτι από τους ζωντανούς Έλληνες και γι’ αυτό ζήτησα βοήθεια από τους νεκρούς Ποιητές μας.

Στο τέλος απευθύνομαι στον Άγνωστο Ποιητή και τον παρακαλώ να μας σώσει. Είναι φανερό, ύστερα από τόσα χρόνια αναμονής, ότι το 80% του ελληνικού λαού  δεν θέλει να σωθεί.

Έτσι, ο Άγνωστος Ποιητής μπορεί να περιμένει για πολλά χρόνια ακόμα…

Στον άγνωστο ποιητή

(Από την «Αρκαδία VI»
  Ζάτουνα, 1969)

Ρήγα Φεραίε, σε σέ κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από την Γερμανία στην Τασκένδη
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά
διασκορπισμένοι οι Έλληνες.

Διονύσιε Σολωμέ, σε σέ κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες
δέροντες και δερόμενοι
διατάσσοντες και διατασσόμενοι
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι
κατέχοντες και κατεχόμενοι
διηρημένοι οι Έλληνες.

Ανδρέα Κάλβε, σε σέ κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί
απορούν τα βουνά και τα έλατα
οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου
σήμερα τόπος θανάτου.

Κωστή Παλαμά, σε σέ κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος
τόση ανδρεία φόβος
τόση αδυναμία η δύναμη
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου
σήμερα χώρα υποτελών.

Νίκο Καζαντζάκη, σε σέ κράζω.
Όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα
και τις σκοπιές.
Η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια,
φωλιάζει μες στα κίτρινα φύλλα
που σκεπάζουν το κορμί σου, Ελλάδα.

Άγγελε Σικελιανέ, σε σέ κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσαι συ
πολύμορφο ποτάμι
τυφλό από το αίμα
κουφό από το βόγκο
ανήμπορο από το μέγα μίσος
και τη μεγάλη αγάπη
που εξ ίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι δυο χειροπέδες
σφιγμένες σε δυο ποτάμια
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας.
Ο Αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσαι συ μάνα, γυναίκα, κόρη
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφά βάφεις μ’ αίμα
τα κόκκινα αυγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.

Άμποτες νά ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου
Πάσχα Ελλήνων.

Άγνωστε Ποιητή, σε σέ κράζω.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Τα δικά μας φεγγάρια

Moon II, Anna Wojtczak

Τα δικά μας φεγγάρια
δεν είναι ανιαρές ρομαντικές εικόνες.
Στάζουν απ’ τον ιδρώτα του εργάτη,
αντηχούν τους πόνους του,
ομορφαίνουν απ’ τον έρωτά του.
Τα δικά μας φεγγάρια φέγγουν εκεί που βλασταίνει η ελπίδα,
λάμπουν εκεί που γεννιέται η νέα ζωή...

Θ.Κ.Ν. 

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Νικηφόρος Βρεττάκος: Νύχτα στο ίδιο τραπέζι


Όταν έπεσε η νύχτα ― μαζεύτηκες.
Κ' ήρθες τόσο κοντά, που δεν άφησες χώρο
ν' απλώνω τα χέρια μου. (Πλάθω πέτρες να φτιάξω
κεριά της ανάστασης). Μα δεν βλέπεις λοιπόν
πως η ώρα περνά, πως ο Θεός μου μετρά
τις μέρες, και βιάζομαι;
Πότε νάβγει ο ήλιος,
να σε στείλω, στο σύμπαν να μαζεύεις λουλούδια.


Να σε στείλω στην άνοιξη να μου φέρεις νερό.

Νικηφόρος Βρεττάκος 

 

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Μενέλαος Λουντέμης: Απ’ τη Μακρόνησο στον Αη Στράτη


Το ποίημα αναφέρεται στη μεταφορά των πολιτικών εξορίστων από τη Μακρόνησο στον Αη Στράτη. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας – ΑΣΚΙ) στις 31 του Μάη 1953.

ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ

Χτες την αυγή φουντάραμε
στο νέο Πετρονήσι μας.
Ο «Αλφειός» («Μεταγωγόν ο Αλφειός»),
εσύρθηκε νωθρά στ’ ακροθαλάσσι,
άνοιξε τις μασέλες του. Και ξέρασε-
μιαν αμπαριά καινούργιους Ιωνάδες.

Βαρύ ήταν το ταξίδι μας. Ενάντιο.
Κι’ η θάλασσα ένα πέλαγο χολή.
Το πλοίο οκνό, π’ ολονυχτίς μάς εσεργιάνιζε
στα βορινά σοκάκια του Αιγαίου.
― μεταλλικό κιβούρι ―
που έψαχνε για το νεκροταφείο μας.

Είμαστ’ ένα φορτίο αγύριστα μυαλά,
παραδομένα με το μέτρο.
Ένα φορτίο αντίγνωμοι,
φερέοικοι Ροβινσώνες του Αιγαίου,
που ζαλωθήκαμε στην πλάτη την τιμή μας,
και πάμε στης θυσίας το Μαραθώνιο.

… Πίσω στο βράχο του Μακρονησιού
ακόμη κυματίζει
η διψασμένη ανάσα μας.
Και στο γιαλό απ’ την πέτρινη εξέδρα της
μ’ ένα γυμνό κλαρί,
μας ξεπροβόδισε ξεσκούφωτη η Ιστορία.
Είχαμε κάτι μάτια θεονήστικα για πράσινο.
Κάτι χείλια ραγισμένα για νερό.
Και κάτι χέρια κόκαλα…

Και χτες αυγή φουντάραμε στον Κ ό σ μ ο μας
σε νέο καταστρωμένο ανθρωποστάσι,
νησί μικρό, χαμένο στα νερά
(«κλωβός επικινδύνων»).
Μα ο Κόσμος ήταν πάλι χωροφύλακες…
Αμπαρωμένα σπίτια και τουφέκια.
Σπίτια τεφρά. Και βράχοι κυματόδαρτοι.
Βράχοι ξανά. Όλο βράχοι. Και βοριάδες.
(Η Μακρόνησο μας πήρε το κατόπι…)

Μα σαν επήραμε σιγά τη ρεματιά,
πατώντας στο εμβατήριο που μας έψελναν
οι ραψωδοί της ζέστης, τα τζιτζίκια…
Σαν πήραμε το ρέμα για το πλάτωμα,
εκεί που βούιζε το πάνινο χωριό μας.
Εκεί που πρασινίζαν και μας πρόσμεναν
κάτι γριούλες μυγδαλιές ― ζητιάνες του νερού…
Σαν πήραμε το ρέμα-ρέμα για το πλάτωμα…
Μια λυγαριά καταμεσίς στη στράτα,
(προσκυνητάρι της Πανώριας Άνοιξης)
αγκάλιασε τη μέση μας σαν αδερφή
και μας θυμιάτισε με τη μοσχοβολιά της…

Κι’ εκεί… Αυτή η ψυχή,
αυτή η ψυχή που ελύγισε τα σίδερα.
Αυτή η ψυχή η ορθή, αυτή η ψυχή μας,
(μπροστά στο τέμπλο της Πανώριας Άνοιξης).
Ανάσανε βαθιά. Βαθιά πολύ.
Ανάσανε για όλες τις ανάσες.
Και π ρ ο σ κ ύ ν η σ ε.
Ήταν η πρώτη φορά.

Μενέλαος Λουντέμης

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

"... καρπό δε δένει της ζωής το δέντρο ρίζες στο χώμα της οδύνης αν δεν πιάσει..."

Άρια Κομιανού

Είδα μια νύχτα το Χριστό
μέσα σ' αιφνίδια λάμψη κι απροσδόκητη.
Αν ήταν στ' όνειρο μου που τον είδα
ή στης αγρύπνιας μου το βύθος,
δύσκολο μού είναι τώρα να ορκιστώ.
Τον είδα όμως μια νύχτα το Χριστό.
Σα να' χε αποκαθηλωθεί λίγο πρωτύτερα,
έσταζε ακόμα το αίμα απ' τις πληγές του.
Τον είδα και τον άκουσα μια νύχτα.
Αν ήταν η φωνή του που μου μίλησε
κι όχι του γείτονά μου ο πνιχτός θρήνος
που τρία μερόνυχτα τον πόνο του άλεθε
για το μοναχογιό του που εκτελέστηκε,
δύσκολο μου είναι πάλι να ορκιστώ.
Τον άκουσα όμως το Χριστό που μούπε:
" Κι αν έπαψες να με πιστεύεις καθώς άλλοτε,
ακόμα αστράφτω σαν κοχύλι μαγικό
στης παιδικής σου μνήμης το ακρογιάλι.
Μα εγώ δε σου ζητώ την ώρα ετούτη
να ξαναφέρεις την ξενιτεμένη σου ψυχή
στα πράσινα λειβάδια των οχτώ σου  χρόνων
όπου σαν άυλο Χερουβίμ πάντα σου μ' έβλεπες
κάτασπρα αρνάκια και σγουρά να βόσκω.

Έτσι όπως τώρα σου ζητώ να με κοιτάς,
άντρα θλιμμένο, με σφιγμένα δόντια,
με τρυπημένα χέρια απ' τα καρφιά του σταυρωμού,
με λογχισμένα τα πλευρά μου,
με πληγιασμένο μέτωπο απ' τ' αγκάθια.
Το ξέρω , ναι το ξέρω πως πονείς
και συ κι ο γείτονας σου που του σκότωσαν το γυιο του
( Πριν έρθω εδώ, στο σπίτι του σταμάτησα).
Ακούω τις μάνες που παρακαλούνε
να ξεψυχήσουν πριν από τα βρέφη τους.
Βλέπω τον κόσμο που ζητώντας λυτρωμό,
είτε θερίζεται απ' το σίδερο,
είτε σα λύχνος δίχως λάδι αργοπεθαίνει.
Μα όλοι όπως είμαι τώρα όταν με βλέπετε,
χνούδι θα νιώθετε το βάρος του σταυρού σας.
Γιατί του μύθου μου το νόημα είναι τούτο:
πως δίχως σκότος δεν υπάρχει φως
και πως καρπό δε δένει της ζωής το δέντρο
ρίζες στο χώμα της οδύνης αν δεν πιάσει".

Έτσι θαρρώ μου μίλησε ο Χριστός.
Έτσι τον είδα και τον άκουσα μια νύχτα.
Κι όταν σαν ίσκιος πάλι χάθηκε άπιαστος,
άνθισε ξάφνου μέσα μου ένας κρίνος.
Βαριά της νύχτας γύρω μου έγινε σιωπή,
βαριά από προσδοκία,
κι έπαψε πια του γείτονα ο πνιχτός θρήνος.

Λέων Κουκούλας
Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στην Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας 1941 - 1944, τ.2 Ποίηση , EDITEX Geneve 1970, επιμέλεια Έλλη Αλεξίου.

Ο Λέων Κουκούλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Πραγματοποίησε θεατρικές και φιλοσοφικές σπουδές, αλλά και σπουδές καλών τεχνών στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου, της Λειψίας, του Μονάχου και του Παρισιού. Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε από τις σελίδες του Νουμά. Το 1915 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Της ζωής και του θανάτου και το 1923 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του Ένας – ένας. Ακολούθησαν κι άλλες ποιητικές συλλογές του, γνωστός ωστόσο στο λογοτεχνικό χώρο έγινε κυρίως για το μεταφραστικό έργο του, κυρίως θεατρικό, από έργα των Ίψεν, Στρίντμπεργκ, Σίλλερ, Μολιέρου και άλλων σημαντικών συγγραφέων. Δημοσίευσε κριτικά δοκίμια και άρθρα σε διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες και δίδαξε δραματολογία στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου διετέλεσε και καλλιτεχνικός διευθυντής την περίοδο 1937-1946, και άλλες δραματικές σχολές. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στην Αθήνα( 17 Οκτωβρίου 1967) ( ΕΚΕΒΙ )
 Ο Λέων Κουκούλας πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ 
" Τι τεράστια δύναμη, αλήθεια, η ποίηση! Όταν γράφονταν και δημοσιεύονταν τα ποιήματα του Λέοντα Κουκούλα, αυθόρμητα ο φανατικός ή και ο καλοπροαίρετος αναγνώστης της ποίησης θα τα συνέκρινε, ή απλώς θα τα συσχέτιζε, με άλλα ομόχρονά τους, λ.χ. του Κώστα Βάρναλη ή του Τάκη Παπατσώνη. (. . .) Σήμερα, όμως, εβδομήντα και εξήντα και πενήντα χρόνια μετά το γράψιμό τους, τα ποιήματα του Κουκούλα εξακολουθούν να ισχύουν και να συγκινούν; Κατά τη γνώμη μου, ναι. Ανεπιφύλακτα ναι. Αυτός είναι και ο λόγος που, ενώ τα διαβάζει κανείς, όποια γνώμη και αν σχηματίζει για την ιδεολογική ή την αισθητική τους ένταξη, μια έγνοια αισθάνεται να τον κυριεύει: να προσανατολιστεί, όσο γίνεται επιμελέστερα και πιο ακριβοδίκαια, στον κόσμο τους, να μην αδικήσει ούτε τον ποιητή που τα έγραψε, ούτε τα ίδια τα ποιήματα. Επειδή δε ο δημιουργός τους έχει υπάρξει στον καιρό του μια πληθωρική και συγγραφικά ακαταπόνητη φυσιογνωμία, τα ποιήματά του πρέπει και μπορούν να διαβαστούν κάτω από έναν πολυπρισματικό φωτισμό..." ( Θανάσης Νιάρχος)

ofisofi