Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

«Τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες…»



φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας


Γυάλινα Γιάννενα ΙΙ

                  στον Χρήστο Μπράβο

Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα
λασπωμένα χιλιόμετρα.
Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.
Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.

Στο πρώτο χάνι έφαγε, και κοιμήθηκε
τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι
που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο
κι άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,
όπως τα ’φερνε ο άνεμος.
Κι άκουσε μετά τη φωνή
πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,
σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν
τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε
τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.
Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε
και γύρισε στο χωριό του.

Στα πενήντα του θα ’τανε
με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες
ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,
με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,
και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες
κανένας δεν το ’μαθε.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ


(«Γυάλινα Γιάννενα», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ).

Μια ξεχωριστή στιγμή. Ο Χάρης Κατσιμίχας απαγγέλλει το ποίημα, με συνοδεία το ηπειρώτικο τραγούδι «πήγαινα το δρόμο δρόμο»…

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

ΒΕΡΟΛΙΝΟ - Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη

 
«Στις φάμπρικες της Γερμανίας, και στου Βελγίου τις στοές, πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν, και κλαίνε οι μάνες μοναχές», τραγουδούσε ο Στέλιος Καζαντζίδης, σε στίχους Κώστα Βίρβου, κι όχι άδικα. Χαμάληδες, κακοπληρωμένοι, «πειθαρχημένοι», να βοηθήσουν αυτούς που άφησαν πίσω και να φτιάξουν τη δική τους ζωή. Δεν έχουν περάσει παρά 52 χρόνια από τότε που υπογράφηκε σύμβαση μεταξύ Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ελλάδας η οποία άνοιξε το δρόμο για την εξαγωγή εκεί εκατοντάδων Ελλήνων φτηνών εργατών.  Τα παιδιά της δεκαετίας του ’60, φτιάξαν δικές τους οικογένειες. Τα παιδιά τους γίνηκαν κι αυτά εργάτες, εστιάτορες, επιστήμονες και συνεχίζουν να ζουν εκεί.
 
Το Βερολίνο είναι η πόλη πάνω από την οποία πέρασε ο 20ς αιώνας: Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Βαϊμάρη, Ναζισμός, Β' ΠΠ, κομμουνισμός, ψυχρός πόλεμος, ανατροπή υπαρκτού σοσιαλισμού, νέα τάξη, καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, μετανάστευση. Περίπου το 15% των κατοίκων της είναι άλλης εθνικότητας, μετανάστες. Μεταξύ των οποίων ευάριθμη ελληνική κοινότητα που τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε δραματικά λόγω της κρίσης στην Ελλάδα.
 
Στο Βερολίνου δραστηριοποιείται ο Σύλλογος Έλληνες Επιστήμονες Βερολίνου και Βρανδεμβούργου. Σκοπός του Συλλόγου είναι η προαγωγή της παιδείας, των επιστημών, της μουσικής, της λογοτεχνίας και των τεχνών με κοινό παρονομαστή την Ελλάδα.  Για την Παρασκευή 31 Μάη στις 18.00, στο Ελληνικό Πολιτιστικό Στέκι, ο Σύλλογος οργανώνει Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη με κεντρικό ομιλητή τον δημοσιογράφο – συγγραφέα Ηρακλή Κακαβάνη. Η εκδήλωση θα πλαισιωθεί με απαγγελίες ποιημάτων και απόδοση μελοποιημένων ποιημάτων του Βάρναλη, από τους Μάκη Τσαμαλίκο (πιάνο – ακορντεόν), Δημήτρη Βαρελόπουλο (μαντολίνο – κιθάρα), Μάρθα Παπαδόγιανη (τσέλο) και Λία Πανταζοπούλου (τραγούδι). Οι τρεις από αυτούς αποτελούν το συγκρότημα «trio ektos» που δραστηριοποιείται μουσικά στην πόλη του Βερολίνου.
 
Η ανάγνωση των βιογραφικών αυτών των παιδιών που είναι μετανάστες των τελευταίων χρόνων δείχνει και την έκταση του προβλήματος της μετανάστευσης των νέων σήμερα.
 
Η Λία Πανταζοπούλου γεννήθηκε στο Βόλο και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με κατεύθυνση τη Νεοελληνική Φιλολογία. Από το 2010 βρίσκεται στο Βερολίνο όπου πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές στο Freie Universität Berlin, Institut für Griechische und Lateinische Philologie: Professur Neogräzistik. Ασχολείται συστηματικά με τη μουσική, συμμετέχοντας σε διάφορα μουσικά σχήματα, εντός και εκτός Βερολίνου παίζοντας Νέυ και τραγουδώντας.
 
Ο ΔημήτρηςΒαρελόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Απόφοιτος του Μουσικού Λυκείου Ιλίου εισήχθη το 2000 στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών απ’ όπου και αποφοίτησε. Παράλληλα αποφοίτησε από τη Σχολή Ανωτέρων Θεωρητικών του Δημοτικού Ωδείου Μοσχάτου. Έχει πάρει μέρος ως μουσικός σε πλήθος συναυλιών τόσο σε ολόκληρη την Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μαθητής του Νίκου Γράψα στο Λαούτο, γνώρισε από πολύ νωρίς μία εναλλακτική ερμηνεία της Ελληνικής Παραδοσιακής μουσικής, διαμορφώνοντας έτσι το μουσικό του κόσμο με ήχους της περιοχής της Μεσογείου αλλά και της παγκόσμιας μουσικής κουλτούρας. Το 2007 εισήχθη στο διατμηματικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Αθηνών με τίτλο «Μουσική επικοινωνία- κουλτούρα» ενώ από τον Οκτώβρη του 2010 βρίσκεται στη Γερμανία για να πραγματοποιήσει τη διδακτορική του διατριβή. Από το 2007 διδάσκει ως επιστημονικός συνεργάτης (Π. Δ 407/80) στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
 
Ο ΜάκηςΤσαμαλίκος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα. Το 2006 αποφοίτησε από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ. Έχει διδάξει ανώτερα θεωρητικά σε ωδεία και μουσικές σχολές. Από το 2006 ζει στο Βερολίνο. Είναι υποψήφιος διδάκτορας του TU-Berlin.
Συμμετείχε σε πολλές ορχήστρες και σχήματα (Anonymi, GruppeArkys) και ήταν συνιδρυτής του Συνόλου Μουσικής Έκφρασης (Θεσσαλονίκη, 1999-2003) και του ντούο NoMoreZorbas! (Βερολίνο, 2008-2011).
 
Δυστυχώς δεν έχουμε βρει ακόμη βιογραφικά στοιχεία της Μάρθας Παπαδόγιανη.
 

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Το Μετρό της Μόσχας αναβιώνει την αβανγκάρντ ποίηση του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι


Με αφορμή τα 120 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου ποιητή της αβάνγκαρντ, Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι, εγκαινιάζεται σήμερα ένας νέος συρμός στο μετρό της Μόσχας, αφιερωμένος στη ζωή και το έργο του μεγάλου καλλιτέχνη.Τα βαγόνια του τρένου καλύπτονται από τους στίχους του Μαγιακόφσκι και πόστερ που ζωγράφισε ο ίδιος τη δεκαετία του 1910. Ο σχεδιασμός υλοποιήθηκε από το μετρό της Μόσχας και το Μουσείο του Μαγιακόφσκι.
 
Το τρένο θα λειτουργεί στη γραμμή Φιλιόφσκαγια του μετρό της Μόσχας μέχρι τις 31 Ιουλίου 2013. Υπάρχει επίσης μια στάση του μετρό της Μόσχας, που φέρει το όνομα του ποιητή και η οποία εγκαινιάστηκε το 1938.
πηγή: Η Ρωσία Τώρα μέσω Disdaimona
Το σχετικό βίντεο (ενεργοποιείστε ελληνικούς υπότιτλους):
 
                                              Το είδα στον  fadomduck2

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ο πεθαμός του Καταχνιά, ή πότε πεθαίνουν οι αντάρτες

Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας, για τον οποίο έχω γράψει πολλές φορές στο ιστολόγιο, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση κοντά στον Άρη Βελουχιώτη και ήταν ο ιδρυτής της Λαϊκής Σκηνής της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Τις εμπειρίες του από το αντάρτικο τις κατέγραψε στα ανέκδοτα ημερολόγιά του, στο βιβλίο του “Όταν ήμουν με τον Άρη”, καθώς και σε πολλά ποιήματα, που κάποια μπόρεσε να το εκδώσει όσο ζούσε, άλλα συμπεριλήφθηκαν στα Άπαντά του που τυπώθηκαν από τους δικούς του ανθρώπους μετά τον αδόκητο θάνατό του, ενώ πολλά άλλα δεν έχουν συμπεριληφθεί στα (κατά συνθήκη) Άπαντα επειδή δημοσιεύτηκαν σε δυσεύρετα έντυπα (π.χ. εαμικές εφημερίδες της Κατοχής και των πρώτων χρόνων μετά την απελευθέρωση) ή δεν τα βρήκε η επιτροπή που είχε αναλάβει την έκδοση των Απάντων του.

Ο Κοτζιούλας έγραψε πολλά ποιήματα-πορτρέτα των καπεταναίων που γνώρισε, αλλά σε δύο μόνο πρόσωπα έχει αφιερώσει πολλά ποιήματα: στον Άρη Βελουχιώτη, στον οποίο έχει αφιερώσει μια ολόκληρη (μικρή) συλλογή που κυκλοφόρησε λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Άρη, και στον Καταχνιά ή Γιώργο Αναγνωστάκη, γραμματέα του ΕΑΜ Άρτας, στον οποίο αφιέρωσε μια σειρά από ποιήματα με τον γενικό τίτλο “Το συναξάρι του Καταχνιά”. Προς τον Άρη, τον οποίο λάτρευε σα θεό, ο Κοτζιούλας είναι υμνητικός κι ευλαβικός. Τον Καταχνιά, που ήταν στενός φίλος του, του αρέσει να τον πειράζει καλοπροαίρετα στα ποιήματά του. Ένα από αυτά θα δούμε σήμερα, που λέγεται “Ο πεθαμός του Καταχνιά”. Το ποίημα απαντάει και στο ερώτημα του τίτλου, πότε πεθαίνουν οι αντάρτες.

Ο ΠΕΘΑΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΧΝΙΑ

Του Καταχνιά το τέλος θα ’ν’ όταν με μήνες
ή χρόνια, ποιος το ξέρει, πάψουν να βροντούν
κουμπούρες στα βουνά, στους κάμπους καραμπίνες
κι οι λαομάχοι γονατίσουν, τσακιστούν.

Οι αντάρτες οι παλιοί δε θα χρειάζονται άλλο
και θα σκορπίσουν δώθε κείθε οι σταυραϊτοί,
το ντουφεκίδι αφού τελείωσε το μεγάλο
κι απλώθηκε στον κόσμο ειρήνη ζηλευτή.

Τότε κι αυτός θα ξεζωστεί τα φυσεκλίκια,
δίχως κλεφτόκαπα θα μείνει, και χωρίς
γένια θ’ αλλάξει τόσο η όψη του η αντρίκια,
που βλέποντάς την έτσι κι ο ίδιος θ’ απορείς.

Δε θα τον σκιάζονται ούτε θα τον χαιρετάνε,
χωριάτες ή απ’ αυτούς που τώρα πολεμάν,
κανένας δε θα του προσπέφτει: «καπετάνε»,
μήτε θα του μιλεί με παρακάλια: «αμάν».

Ρεμπούμπλικα φορώντας, ίσιο παντελόνι,
σ’ ένα πεζό γραφείο, σε μια άχαρη γωνιά,
μες στους πολλούς κι αυτός χαρτιά θα μουντζουρώνει
και θα’ ν’ ετούτο ο πεθαμός του Καταχνιά.

Το ποίημα γράφτηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1944, δηλαδή ενώ στην Αθήνα ξεσπούσαν τα Δεκεμβριανά -μπορούσε ακόμα ο ποιητής να σκέφτεται έναν κόσμο με ειρήνη ζηλευτή, στον οποίο οι παλιοί καπεταναίοι θα περνούσαν σε τιμητικήν αποστρατεία και θα έπιαναν δουλειές γραφείου. Ειδικά για τον Καταχνιά, η προοπτική αυτή δεν ήταν αφύσικη, αφού είχε σπουδάσει νομικά και πριν τον πόλεμο ήταν δικηγόρος. Και στο αντάρτικο άλλωστε είχε χρηματίσει μέλος στρατοδικείων.

Αξιοσημείωτο είναι πως και ο Άρης Βελουχιώτης είχε φανταστεί πεζή τη ζωή των ανταρτών μετά το τέλος του αγώνα. Ο Κοτζιούλας στις αναμνήσεις του θυμάται πως μια μέρα του είχε πει:
– Άμα σκολάσουμε από το ντουφεκίδι και πάμε καμιά φορά στην Αθήνα, όσοι βέβαια ζήσουν από μας, θάμαστε άχρηστοι πια. Το κίνημα δε θα μας χρειάζεται άλλο, τι να μας κάμει; Εμείς είμαστε καλοί μονάχα για ντουφέκι. Και τότε αυτό δε θάχει πέραση. Τότε θάμαστε απόμαχοι του αγώνα, σε τίποτα καφενέδες. Και θάρχεσαι εσύ, να σου λέμε τη ζωή μας. Θάρχεσαι, δε θα μας ξεχάσεις;…

Βέβαια, ξέρουμε τώρα πως η ζωή τους κάθε άλλο παρά ειρηνική έμελλε να είναι. Ο Άρης έφυγε πρώτος, αυτοκτόνησε αποκηρυγμένος από το κόμμα του και περικυκλωμένος από τους διώκτες του τον Ιούνιο του 1945 στη Μεσούντα. Ο Κοτζιούλας, με ασθενική πάντα κράση και με την υγεία του κλονισμένη από το κυνηγητό κι από την εξαντλητική δουλειά του κακοπληρωμένου μεροκαματιάρη μεταφραστή, πέθανε πρόωρα από καρδιακή προσβολή το 1956, μόλις 47 χρονών. Ο Αναγνωστάκης/Καταχνιάς πολέμησε στον εμφύλιο και στη συνέχεια γνώρισε την υπερορία, αλλά και διώξεις επειδή έμεινε πιστός στην παλιά ηγεσία του ΚΚΕ μετά το 1956. Επαναπατρίστηκε, και το 1980 έβγαλε ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις του.

Το βιβλίο αυτό το ψάχνω και ως τώρα το έχω αναζητήσει μάταια, π.χ. στην Εθνική Βιβλιοθήκη ή σε παλαιοπωλεία. Σκέφτηκα λοιπόν να απευθύνω έκκληση μήπως κάποιος από τους φίλους του ιστολογίου το έχει. Τα στοιχεία του είναι: Γιώργος Αναγνωστάκης, Το 40 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1980. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κείμενο είχε γραφτεί τον Μάρτιο του 1945.

Μια φωτογραφία του Καταχνιά/Αναγνωστάκη, που δεν έχω σημειώσει από πού την έχω πάρει:
kataxnias

Από αριστερά: Γεράσιμος Μαλτέζος (Τζουμερκιώτης), Γ. Αναγνωστάκης 
(Καταχνιάς), Θόδωρος Ζαλοκώστας (Παλιούρας)

Υπάρχει κι άλλος ένας καπετάνιος στον οποίο ο Κοτζιούλας έχει αφιερώσει δύο ποιήματα και ο οποίος έχει εξέχουσα θέση στα κατοχικά του ημερολόγια, τα οποία λογαριάζω να εκδώσω και έχω αρχίσει τη σχετική δουλειά με τη βοήθεια μερικών καλών φίλων. Ο καπετάνιος αυτός έχει το ψευδώνυμο Μαύρος Δράκος, που όμως μπορεί να μην είναι το επίσημο καπετανέικο όνομά του αλλά ιδιωτικό παρατσούκλι που του έβγαλαν οι άντρες του ή και ο ίδιος ο Κοτζιούλας. Ο Μαύρος Δράκος ήταν αξιωματικός του τακτικού στρατού, στο πυροβολικό. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα Δεκεμβριανά της Ηπείρου, στην εμφύλια σύγκρουση ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ. Σύμφωνα με τον Κοτζιούλα: “Τις πρώτες μέρες δε διέθετε παρά 30 άντρες. Έκαμε θαύματα όμως. Αν δεν ήταν το πυροβολικό, η μάχη της Άρτας θα συνεχιζόταν 4 μέρες ακόμα και θα σκοτώνονταν 200 άντρες ακόμα. Τον αμυντικό Στρατώνα τον έκαμε πάρπαλο. Δεν έβλεπαν από πού να φύγουν. Στη Γραμενίτσα, στη Βλαχέρνα τα ίδια. Έπεφταν τα βλήματα στο μοναστήρι της Βλ. απ’ τα παράθυρα κι από τα κεραμίδια. Τηλεφώνησαν πως τους εμπόδιζε ένας όλμος. Τον τίναξε στον αέρα. Και σ’ ένα παρατηρητήριο τίναξε τον παρατηρητή στον αέρα. Σίγησε τα εχθρικά πυροβόλα. Από 3 ολμιστάς μόνο ένας Κερκυραίος εσώθηκε. Μωρέ, από μπροστά μου τον σήκωσε τον όλμο! έλεγε ολοφυρόμενος ο Κερκυραίος. — Αμάν, αμάν! φώναζαν φεύγοντας όλοι.  Κι όλα αυτά τα διηύθυνε ο Μ. Δράκος από το καραούλι του χωρίς κιάλια, διόπτρες, με τα χέρια στα μάτια, χωρίς πυξίδα. Άβαξ τόσο έλεγε, νούμερα, κι οι εχθροί τινάζονταν στον αέρα. Ούτ’ ένα βλήμα δεν πήγε χαμένο. (…)  Ο Άρης τον συγχάρηκε με τα δυο χέρια. Τους στέλνουν αράδα τσιγάρα κι ό,τι ζητούν”.

Το ίδιο περιστατικό, ο Κοτζιούλας το έχει εκφράσει και σε ποίημα, που περιλαμβάνεται στα Άπαντά του, με τίτλο “Κυνηγητό”. Δύσκολα κρύβεται ο θαυμασμός του ποιητή για την αξιοσύνη του βετεράνου κανονιέρη.

ΚΥΝΗΓΗΤΟ

Με την πρώτη κανονιά
ξεδιπλώσαν τα κανιά.
—Στο σταυρό, μπάρμπα Βαγγέλη,
και για μπόμπες μη σε μέλει!

Με την κάθε βρονταριά
κρούει η φτέρνα στα μεριά.
—Χτύπα, γέρο κανονιέρη,
να γινεί μπουχός τ’ ασκέρι!

Τρέχουν όλοι σα σκορπιοί
πριν η γης τους καταπιεί.
— Βάρ’ τους πολεμάρχε, βάρει
να μη μείνει ουδέ ποδάρι.

Τα ποτάμια που πηδούν
δεν προφταίνουν να τα ιδούν.
— Γερολύκο, γιά θυμήσου
πώς φονέψαν το παιδί σου!

Ένα κάστρο εκεί ψηλά
μέρες τώρα τους φυλά.
— Με το χέρι σου για κιάλι,
στείλ’ τους κει που πήγαν οι άλλοι!

Κοίτα πέρα στα κελιά,
κι άλλη μια σφηκοφωλιά,
—Σημαδεύοντα όμοια κι ίδια,
πάστρα κάν’ τα κεραμίδια.

Πάει καθένας στο χαμό
κι ούτε παίρνει ανασασμό.
—Λιονταρόψυχε απ’ τη Λάκκα,
ξάπλωσε τους όλους θράκα!

Καβαλάρηδες, πεζοί,
ποιος πεθαίνει και ποιος ζει.
— Δος τους, δος τους, καπετάνε,
μες στη θάλασσα να πάνε!

Τα καράβια δε χωρούν,
τα κανόνια μας βαρούν.
— Κάθε βήμα σας και λάκκος,
θα σας φάει ο Μαύρος Δράκος!

Πανηγύρι στα χωριά,
ζήτω, ζήτω η λευτεριά.
— Πρωτοστάτη στα κανόνια,
να μας ζήσεις χίλια χρόνια!

Ύστερα από αρκετό κόπο, έχω βεβαιωθεί για την ταυτότητα του Μαύρου Δράκου. Πρόκειται για τον ταγματάρχη Ευάγγελο Αναγνωστόπουλο, από τους Μπαουσιούς Ιωαννίνων, αξιωματικό του τακτικού στρατού, ο οποίος στην αρχή είχε ενταχθεί στον ΕΔΕΣ, αλλά τον Φεβρουάριο του 1943 πέρασε στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είτε λόγω παλιάς έχθρας με τον Ζέρβα είτε λόγω διαφωνίας. Εμφανίζεται να υπογράφει, ως εκπρόσωπος της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ένα συμφωνητικό με τον ΕΔΕΣ στις 22.10.1943 στους Σκιαδάδες, ενώ μετά τις εμφύλιες συγκρούσεις του Δεκεμβρίου 1944 δεν έχω άλλα στοιχεία για το πρόσωπό του και δεν ξέρω τι απέγινε.
Η φωτογραφία του Αναγνωστόπουλου που βλέπετε αριστερά, είναι παρμένη από το βιβλίο “Στη θύελλα” του Δήμου Βότσικα, που περιέχει τις αναμνήσεις του από το αντάρτικο στην Ήπειρο.
Η άγρια χαρά για την εμφύλια νίκη που εκφράζεται στο ποίημα του Κοτζιούλα, έχει και το στοιχείο της προσωπικής εκδίκησης. Ο μικρός γιος του Αναγνωστόπουλου, ο μαθητής Περικλής Αναγνωστόπουλος, είναι ένας από τους 16 Επονίτες που εκτελέστηκαν στην Παργινόσκαλα της Πρέβεζας από τον ΕΔΕΣ τον Σεπτέμβρη του 1944, σε ηλικία 16 χρονών. Έτσι εξηγείται ο στίχος “Γερολύκο, γιά θυμήσου, πώς φονέψαν το παιδί σου” του Κοτζιούλα. Ο Αναγνωστόπουλος είχε κι έναν άλλο γιο, τον Αλέκο, που έμελλε να σκοτωθεί κι αυτός, το 1946, αντάρτης του ΔΣΕ.
Παρακαλώ λοιπόν θερμά, όσους ασχολούνται με την εποχή ή την περιοχή και έχουν στοιχεία για τον Ταγματάρχη Βαγγέλη Αναγνωστόπουλο, να μου τα γνωστοποιήσουν.
Και θυμίζω ξανά ότι ψάχνω και το βιβλίο του Γιώργου Αναγνωστάκη “Το 40 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ”.

Νίκος Σαραντάκος

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΟΥΔΟΥΜΑΣ - Σηκωθήτε




Ο ξεχασμένος Πατρινός δικηγόρος και λογοτέχνης Βασίλης Δουδούμας, με ανάμιξη στους εργατικούς αγώνες της εποχής του (ήταν για μια περίοδο και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Αδελφότητας Πατρών),  έγραψε πολλούς στίχους που απαγγέλονταν στις εργατικές γιορτές. Κάποιοι από αυτούς είχαν μελοποιηθεί. Πολλά από τα τραγούδια του δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Φως που βγήκε στην Πάτρα το 1895. Ο Δουδούμας εκτός από ποιητής ήταν και μεταφραστής ξένων εργατικών τραγουδιών.

Το ποίημα Σηκωθήτε, όπως και τα λίγα στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Βασίλη Δουδούμα κατέγραψε ο Γιάννης Κορδάτος στα έργα του Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.


Σηκωθήτε

Aφ’ τον ύπνο τιναχτήτε και σκωθήτε στο ποδάρι
                      - δεν ακούτε της τρουμπέταις;
κάμετε τ’ αητού το μάτι, του φιδιού τη γληγοράδα
κ’ αφ’ τα στήθια σας μουγκρίχτε σα μουγκρίζει το λιοντάρι.
Ήρθ’ η ώρα, δεν ακούτε; όλοι απάνου στην αράδα
                      για σας σκίζουντ’ η τρουμπέταις.

Aφ’ την τσάπα μαυρισμένοι, στα πηγάδια, στον αέρα
                     - δεν ακούτε της τρουμπέταις;
Tόσα χρόνια σκάψε σκάψε ρέψανε τα κόκκαλά σας.
Tι παντέχετε ακόμα; σηκωθήτε, είν’ ημέρα.
Ήρθ’ η ώρα, ζωή νέα για ν’ ανοίξουν τα τσαπιά σας,
                      σας φωνάζουν η τρουμπέταις.

Mε τα χέρια σταυρωμένα και μουγκοί, ποιον καρτεράτε
να σηκώση δοξασμένα τα κορμιά σας και να ιδήτε
                      νέο κόσμο ν’ ανατέλλη;
Σηκωθήτε ορθοί σαν άντρες με το γρόθο σας να δείχτε
πως ο κόσμος είν’ δικός σας και της μάντραις του να ρίχτε.

Σηκωθήτε οι πεσμένοι στη δουλειά για το ψωμί σας
                     - δεν ακούτε της τρουμπέταις;
Tι κερδίστε τόσα χρόνια δούλοι ο ένας εις τον άλλον
σας εσάπισε η έγνοια και η φτώχεια το κορμί σας,
σηκωθήτε κι’ εμπρός όλοι στον αγώνα τον μεγάλον
                     που φωνάζουν η τρουμπέταις.

Λίγ’ ακόμα και τα όρνια θα σας πάρουν για ψωφίμια
                    - δεν ακούτε της τρουμπέταις;
Σηκωθήτε όλοι οι σκλάβοι κ’ αντριεύτε την ψυχή σας·
δεν γινήκατε ανθρώποι για να ζήτε μες στη γδίμια
και να βρέχετε με αίμα και ιδρώτα το ψωμί σας,
                     σας φωνάζουν η τρουμπέταις.

Σηκωθήτε είν’ η ώρα οπού σκούζουν η τρουμπέταις
                    - δεν ακούτε τη φωνή τους;
Όλ’ η εργατιά του κόσμου με λοστούς ξεθεμελιώνει
ό,τι έχτισε ο δόλος, η κλεψιά κι’ η μπαγιονέταις
κι’ ένα δίκαιο κόσμο Nέο στα ερείπιά του ριζώνει,
                      δεν ακούτε τη βουή του;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΟΥΔΟΥΜΑΣ
(Διατηρείται η ορθογραφία της έκδοσης του Κορδάτου.)

"ΣΤ' ΑΠΟΣΚΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ": παρουσίαση του βιβλίου της Γεωργίας Σ. Σκοπούλη στην Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών – Γιάννενα, 28 Μάη 2013.



63 Ηπειρώτες 68-103 ετών αφηγούνται τη ζωή τους
«Στ΄ απόσκια της ιστορίας ονόμασα το βιβλίο τούτο. Σκληρά ακούγονται τα λόγια όπως σκληρή και η ζωή τους. Κανείς ποτέ δεν θα τους ρωτήσει το πώς και το γιατί. Και θα την γράψουν την ιστορία οι ειδικοί, με τους αριθμούς και τις πράξεις τις ληξιαρχικές. Μπορούν οι στατιστικές και τα γεγονότα τα ξερά ν’ αγγίξουν την ψυχή; Κι αν ιστορία είναι η ίδια η ζωή, ετούτοι έγραψαν ιστορία. Τη δική τους και του τόπου τους. Με πόνο και με αίμα. Την ιστορία που έτσι ποτέ δεν την είδαμε στα βιβλία τα σχολικά· ούτε και στις εγκυκλοπαίδειες τις μεγάλες.
Εξήντα τρεις αγρότες, κτηνοτρόφοι και χτιστάδες της Ηπείρου. Εκατόν τρία χρονών ο μεγαλύτερος, εξήντα οχτώ ο μικρότερος. Τους ζήτησα να μου πουν τη ζωή τους όπως τη θυμούνταν. Τα έγραψα όπως μου τα είπαν. Παιδιά των πολέμων οι περισσότεροι με την ψυχή σημαδεμένη. Και βγαίνει πόνος. Πόνος βουβός. Αναπολούν το παρελθόν και το ξορκίζουν...» (Η συγγραφέας  για το βιβλίο της).

ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ:

Άστα! Δεν τα παίρνει ένα βιβλίο... Γράψε τ’ αναγκαία μόνο.
Ήμασταν και οι δυο βομβαρδισμένοι· σαν νύφη και γαμπρός ξένα ρούχα είχαμαν.
Τώρα τα λέω στα εγγόνια και τους φαίνεται σαν μύθος! Δεν το πιστεύουν.
Νομίζω ότι η γυναίκα πρέπει να έχει την πρώτη θέση.
Εκείνο που με έκανε επαναστάτη ήταν το μοιρολόι της βάβως μου.
Εκεί είδα Ελασίτες να παραδίδουν τα όπλα και να κλαίνε· και ένας είπε: Ε ρε Κώστα! αν χρειαστούν αυτά τα όπλα πού θα τα βρούμε;
Τα παιδιά ήταν φτηνά τότε.
Δυο ώρες στο σχολειό, πέντε στα γίδια.
Όταν πήγαμε στο Γράμμο, δεν έβλεπες ήλιο πουθενά. Όταν εγκαταλείψαμε, δεν υπήρχε ίσκιος να καθίσεις.
Όταν πήγαμε στη Γερμανία, δεν τους βλέπαμε σαν εχθρούς. Ήταν όμως άπονοι.
Στην Ελλάδα... είναι μεγάλη δουλειά το κομματικό.
Είχαμαν από το σόι εφτά στο Ζέρβα κι ένας-δυο στο ΕΑΜ.
Τόσα χρόνια μόνος! Πώς πέρασα να λές! Να πλένω, να μαγειρεύω, σαν γυναίκα ...
Έφτακα δεκαοχτώ χρονών για να τη δώ. Σάμπως μπορούσες; Τότες ήταν ζόρικα! Τα ερωτεύματα δεν επιτρέπονταν.
Πολιτικό άσυλο με τ’ όνειρο της επιστροφής.
Αυτά που είδαν τα μάτια μου στην Αυστραλία δεν θα τα έβλεπα ποτέ!
Έ ορέ παιδί! άμα ομοιάσεις εμένα, να πεθάνεις τώρα.
Είχα κάνει όρκο. Λούστροι να γίνουν στην Αθήνα! Αρκεί να φύγουν.
Ξέρω τα χειρότερα! Είμαι πλούσιος.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Οι εκδόσεις Το Ροδακιό σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της Γεωργίας Σ. Σκοπούλη  Στ’ Απόσκια της Ιστορίας την Τρίτη 28 Μαΐου 2013 ώρα 8μμ στην Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Παρασκευοπούλου 4 ΓΙΑΝΝΕΝΑ.

Το βιβλίο θα παρουσιάσει ο Καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Βασίλης Νιτσιάκος.

Θα διαβάσει ο ηθοποιός Βασίλης Σιάφης.

Ο Δημήτρης Ξαξίρης θα παίξει φλογέρα.

Συντονίζει η φιλόλογος Βούλα Σκαμνέλου.

Υπό την αιγίδα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ιωαννιτών στα πλαίσια του εορτασμού 100 Χρόνια Ελεύθερα Γιάννενα. 



ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΡΑΚΛΗ, Ομότιμου Καθηγητή Λαογραφίας:

Η κυρία Σκοπούλη, μετά τον τόμο με τις αφηγήσεις γυναικών της Ηπείρου, έρχεται να συμπληρώσει την προσφορά της στην πολιτική και πολιτισμική ιστορία της πατρίδας της με αυτοβιογραφικές αφηγήσεις ανδρών. Οι ιστορίες αυτές καλύπτουν ολόκληρο τον περασμένο αιώνα, ενώ πολλές φορές η αναφορά και στους γονείς και στους παππούδες με τα συν αυτοίς μάς πηγαίνει και στο 19ο αιώνα.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΓΟΡΗ, 103 ΧΡΟΝΩΝ:

Εγώ όλα τα θυμάμαι. Εγώ γεννήθηκα εδώ, στο χωριό, το 1905. Αγρότες οι γονείς μου. Εγώ ήμουν ένα παιδί φτωχό. Μόλις έγινα τριών χρονών ο πατέρας πήγε στη Ρουμανία. Έμεινα με τη μάνα και με μια αδερφή στη σαρμανίτσα. Η μάνα με μεγάλωσε, να δουλεύει στον κόσμο εργατίνα, να θερίζει, να σκαλίζει.

Πήγα μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού. Τότε είχαμαν Τούρκους εδώ. Δεν είχα να πάρω τα βιβλία, πλάκες, μολύβια, τετράδια, κοντύλια· δεν είχε η μάνα να πληρώσει.

Έφυγα, πήγα τσομπάνος σ’ ένα μπάρμπα μου και φύλαγα τα γίδια. Μούδινε δέκα δραχμές μεριάτικο. Έκατσα καναδυό χρόνια. Έφυγα και πήγα σε μια αδερφή της μάνας. Είχε τρία- τέσσερα κορίτσια και με είχαν συνοδειά. Αυτές δεν είχαν αδερφό. Φύλαγα τα γίδια, έκανα χωράφι με τα βόδια, είχαν μεγάλη περιουσία.

Από δεκαπέντε χρονών και πάνω κατάλαβα τον κόσμο. Ενώ ήμουν οπισθοδρομικός γιατί με τα ζώα ζούσα, αρχίνισα να πηγαίνω στην εκκλησία, στα πανηγύρια, στους γάμους, γνωρίστηκα με παιδιά, κόσμο...  Επειδή ήμουν καλό παιδί με έβγαλαν επίτροπο στην εκκλησία. Δεκαοχτώ χρόνια χρημάτισα με τον παπά, ήμουν τόσο έμπιστος! Και στα οικονομικά, γιατί πριν τα τρώγανε... Πήγα στρατιώτης μετά, για ενάμιση χρόνο. Γνωρίστηκα καλά με κόσμο. Περισσότερο έκανα στα Γιάννενα, λίγο Φιλιάτες και ξαναγύρισα. Λοιπόν, απολύθηκα και δεν είχα τι να κάνω. Αναγκάστηκα να γράψω ένα γράμμα στην Αθήνα σ’ έναν ξάδερφο. Έχω μια δουλούλα, έλα πάνω, μου είπε. Πήγα σε κάποιον που μ’ έστειλε. Δεν γνώριζα κανέναν. Περίμενε να ρθεί τ’ αφεντικό, μού είπαν. Μου φέρνουν μια μπύρα να πιω. Φούσκωσε το ποτήρι μέχρι πάνω! Ήπια και με πείραξε λίγο- τι να μη με πειράξει; εγώ ήμουν μαθημένος με το ξινόγαλο!


Η ΓΕΩΡΓΙΑ Σ. ΣΚΟΠΟΥΛΗ γεννήθηκε το 1950 στην Πεδινή Ιωαννίνων, όπου και ζει από το 1989. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Τούτο είναι το τέταρτο βιβλίο της. Τα προηγούμενα ήταν: Μα, πρέπει να έχεις κάτι να πεις, Δωδώνη 2003. Αυτές που γίναν ένα με τη γη, Δωδώνη 2007, 2007, 2008, Ο Γιατρός, Δωδώνη 2009. Το blog της εδώ.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ…


Η νύχτα ήρθε για να μείνει. Άπλωσε τα μαύρα δίχτυα της και σκέπασε τους δρόμους της πόλης, στοίχειωσε τις κλειστές πόρτες των σπιτιών και τα παράθυρα της ψυχής. Πιο δύσκολη έγινε η αναζήτηση μιας αχτίδας ήλιου. Κι όμως, όσο οι  χαραμάδες αρνούνται να κλείσουν, το σκοτάδι δεν θα βγει ποτέ νικητής. Οι κάτοικοι  θα χαρίσουν κάποτε την αληθινή ομορφιά στην πόλη τους.

Όμορφη πόλη

Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα

Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Η νύχτα έφτασε τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε οι δρόμοι χαθήκαν


ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού από τον συνθέτη του, αδελφό του ποιητή:


Εδώ η πιο ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ερμηνεία του:

 

(Δυστυχώς δεν γνωρίζω τον δημιουργό της υπέροχης εικόνας που κοσμεί την ανάρτηση)

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Οι λησμονημένοι ποιητές του Ηρακλείου

Κρήτη 30.11.1924. Ο ποιητής Λευτέρης Αλεξίου (αριστερά)
με τον Ν. Καζαντζάκη και τον ζωγράφο Τάκη Καλμούχο
Πηγή φωτό: www.lifo.gr

Αυτοί που διεκδίκησαν τη φήμη, ίσως την πήραν εν ζωή μ' όλα τα τιμήματα. Και όσοι δεν την πάλεψαν, τους απόμεινε μία γωνιά στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Από αυτή την απομόνωση τους βγάζουν κάτι «τρελοί» εκδότες. Και τους ξαναφέρνουν στο κουρασμένο μυαλό όσων τους γνωρίζουν, φρεσκάροντάς το. Οι νεότεροι, όταν έχουν βαρεθεί τους ειδησεογραφικούς λογοτεχνικούς αστέρες, η τύχη τούς ρίχνει στα πόδια τους συγγραφείς που πέρασαν από την εποχή τους ζωντανοί και η λογοτεχνία τούς κρατούσε σε αναμονή, λες και η δικαίωσή τους θα ερχόταν μετά το θάνατό τους.

Οι εκδόσεις Δοκιμάκη έπραξαν το αυτονόητο, απονέμοντας δικαιοσύνη, με τον ομιλούντα τίτλο της σειράς «Οι λησμονημένοι του τόπου»· και ο τόπος δεν είναι άλλος από το Ηράκλειο της Κρήτης. Οι πέντε πρώτοι τόμοι δεν είναι εκδοτικά ξεπετάγματα των συγγραφέων που ανθολογούνται, αποκλειστικά λόγω τοπικού ενδιαφέροντος. Υπήρξαν προσωπικότητες μέσα στον καιρό τους, κι όταν πέρασε, δεν χάθηκε, αφού ήταν παρών στο έργο τους. Δεν θα συναντήσεις συχνά τα ονόματά τους σε αφιερώματα περιοδικών, αυτών των τελευταίων κιβωτών τής προς αναζήτηση υψηλής λογοτεχνικότητας.

Στον πρώτο τόμο της σειράς προσφερόταν ο «Λευτέρης Αλεξίου, ο ποιητής» (επιμ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος). Ο ποιητής (1890-1964) ήταν αδελφός της Ελλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Εκτός από πολύγλωσσος, έπαιζε βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο. Είναι βέβαιο ότι αγάπησε τα παιδιά.

Δικαιωματικά, ακολούθησε η «Κατίνα Παΐζη: πόσο πολύ αγάπησα» (επιμ.: Νίκη Τρουλλινού). Η αδελφή (1911-1996) της Αλέκας Παΐζη ασκήθηκε στο Μεσοπόλεμο που ακολούθησε του Μεγάλου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής, γι' αυτό η ποιητική της φωνή έχει το λυπημένο τριγμό.

Τρίτος, ο «Αρης Δικταίος: ανθολόγιο στην ποίησή του» (επιμ.: Ντίνος Κωνσταντόπουλος), ο λυρικός ποιητής (ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Κωνσταντουράκη, 1919-1983) της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Η μεταφυσική αγωνία περασμένη από το πιο λεπτό «υφασμάτινο» συνειδησιακό φίλτρο.

Προτελευταίος της σειράς, ο «Μανόλης Δερμιτζάκης: ο μπαρμπέρης ποιητής» (επιμ.: Μανόλης Καρέλλης), αφού την ίδια στιγμή που ασκούσε το επάγγελμα του κουρέα, έγραφε και ποιήματα. Ο διττός δημιουργός (1892-1965), μια φυσιογνωμία αξέχαστη, γι' αυτό και ο χρόνος τον εγκαθίδρυσε μοναδικό.

Μεταφυσικός είναι και ο μεταπολεμικός προσανατολισμός του «Μηνά Δημάκη: ανθολόγιο στην ποίησή του» (επιμ.: Αντώνης Σανουδάκης - Σανούδος). Η αυτοκτονία του επιστέγασε την προετοιμασία θανάτου και είχε την επιλογή της πτώσης από την ταράτσα της πολυκατοικίας του.

ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ enet.gr

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Ημερίδα για τον αδικοχαμένο ποιητή Γιώργο Σαραντάρη



Ημερίδα για τον τραυματισμένο στο Αλβανικό Μέτωπο, πρόωρα αδικοχαμένο από την πείνα στην κατοχή, πραγματικά σεμνό γι' αυτό και παραγνωρισμένο στην εποχή του, εξαιρετικής αισθαντικότητας ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, διοργανώνουν αύριο Πέμπτη 23 Μάη (10 π.μ. - 3.30 μ.μ.) στη Στοά του Βιβλίου, το πολιτιστικό σωματείο «Γιώργος Σαραντάρης» και το λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας». Η ημερίδα θα ανοίξει με χαιρετιστήρια των Εύης Καλοδίκη (πρόεδρος του σωματείου), Κώστα Κρεμμύδα (εκδότης του περιοδικού) και του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη. Με εισηγήσεις τους μετέχουν πανεπιστημιακοί καθηγητές, ποιητές, συγγραφείς και φιλόλογοι. Μεταξύ άλλων οι: Δημήτρης Κοσμόπουλος, Βασίλης Αλεξίου, Ελσα Λιαροπούλου, Στέφανος Ροζάνης, Σωτήρης Γουνελάς, Γιάννης Δάλλας, Γ. Παπαθανασόπουλος, Πολυξένη Πορφύρη, Ξένη Σκαρτσή.

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ - Μια μέρα θα γυρίσει


(Κώστας Γρηγοριάδης)

Ο συνάδελφός μου στο Γυμνάσιο περνάει τη θλίψη του κοντά στα ανελέητα παιδιά. Τα λένε λουλούδια. Γίνεται λόγος για την άνθηση της νεότητος. Ομως είναι μια άνθηση σκληρή, που τρέφεται μόνο με το γέλιο και με τη χαρά. Τη γεύεται όπου τη βρίσκει, την τρυγά απ' όπου να 'ναι και μ' όποιον τρόπο να 'ναι. Καταπιέζομε μεις οι καθηγητές τη χαρά τους. Πνίγομε το γέλιο τους. Ενώ αυτά παλεύουν και αντιμάχονται. Και στο πάλεμα νικάει ο δυνατός. Στο Γυμνάσιό μας νικήθηκε αυτός ο συνάδελφος από τα παιδιά. Αρχισε να παίζει το ρόλο της «Ψυχαγωγίας». Ετσι λένε οι μαθηταί στο μάθημά του: «Τώρα έχομε ψυχαγωγία». Σ' όλα τα Γυμνάσια το ίδιο γίνεται. Ενας απ' όλους βρίσκεται πάντα που «αίρει τας αμαρτίας» των άλλων. Είτε επειδή είναι αλλήθωρος, είτε επειδή είναι τσεβδός... Είτε επειδή τον συνοδεύουν οι αναπηρίες των γηρατειών. Είτε επειδή δυστύχησε. Η δυστυχία δεν είναι φτιαγμένη για το επάγγελμα του δασκάλου. Το λέει ο ίδιος ο συνάδελφος:

«Αλλόκοτο είναι το επάγγελμά μας. Μου κάνει κακό και μόνο ν' ανοίγω το στόμα μου, κι είμαι υποχρεωμένος να μιλώ διαρκώς. Μου κάνει κόπο να βλέπω ανθρώπους, κι είμαι υποχρεωμένος να ζω ανάμεσα σε ανθρώπινα κεφάλια. Μόνο οι ευτυχισμένοι έπρεπε να γίνονται δάσκαλοι. Να ταξιδεύουν μαζί με τα παιδιά με απλωμένα τα πανιά στη φρενίτιδα της χαράς. Χθες με παρακαλούσαν να τα πάω εκδρομή. Ολες, μου λέγαν, οι τάξεις πηγαίνουν με τους ελληνιστές τους. Εσείς δε θα μας πάτε; Ας ζούσα μέσα σ' ένα ακατοίκητο δάσος. Ας είχα για επάγγελμά μου να σκάβω τη γη, ή να κάνω επιτέλους λογαριασμούς... Τα παιδιά θα με λένε σίγουρα χαζό... δεν ξέρω, μα έτσι θα 'πρεπε να με λένε...».

Πράγματι έτσι τον λένε και το αποδείχνουν με επιχειρήματα. «Γράφομε μπροστά στα μάτια του τα μαθηματικά μας, καρφί δεν του καίγεται...».

«Τρώμε μπροστά του, κοιμούμαστε, να, έτσι, απλωτοί στο θρανίο, δε μας μιλά, μας κοιτάζει σα χαζός...».

«Ενώ έχομε ιστορία, αρχίζει να μας κάνει λατινικά. Και άλλοτε αφήνει τα λατινικά στη μέση, και πιάνει την ιστορία, και το λέει κι ο ίδιος: "Συγνώμη παιδιά, το μυαλό μου πήρε άλλο δρόμο..."».

«Λέει ό,τι του κατεβεί. Προχθές γράφαμε έκθεση. Κείνος καθότανε στην έδρα. Και κει άρχισε να μονολογά: "Μπορείς να κάμεις δέκα παιδιά; δεκαπέντε; είκοσι; όπως στα παλιά χρόνια οι πατριαρχικές οικογένειες;"».

«Συχνά αφήνει όρθιο μπροστά στον πίνακα το μαθητή που εξετάζει, κι αυτός βγάζει το σημειωματάριό του και γράφει. Γράφει, γράφει, συλλογιέται, διαβάζει, ξαναγράφει... ωσότου χτυπάει το κουδούνι και βγαίνει από την τάξη, χωρίς να πει κουβέντα για το μαθητή, και δίχως να μας βάλει μάθημα παρακάτω...».

Είναι αλήθεια πως το σημειωματάριό του είναι γεμάτο ποιήματα. Απλοϊκά είναι. «Δεν ξέρω από ποίηση», λέει ο ίδιος, «μα, να, έτσι ξεσπάω... ολόκληρη νύχτα πώς να περάσει...». Κι όλα μιλούνε για ένα παιδί που το λένε Τάκη. Διηγούνται τις χάρες του. Τις όμορφιές του. `Η περιγράφουν το σπίτι που απόμεινε σκοτεινό. `Η μιλούν για τα μισοτελειωμένα του τετράδια και το ανοιχτό βιβλίο...

Πού πήγες και μας άφησες στο ρημαγμένο σπίτι;
Η μάνα σου σ' αποζητά σ' αναζητά ο πατέρας,
Σε περιμένουν τα χαρτιά και τ' ανοιχτό βιβλίο,
Τάκη μας, πες πού βρίσκεσαι για να 'ρθουμε κοντά σου,
Δε θέμε να πιστέψουμε πως έφυγες για πάντα
Και θα σε περιμένουμε, να 'ρθείτε με τον Πέτρο,
Ενας τον άλλον πιάσετε σφιχτά χέρι με χέρι,
Θέτε να 'ρθείτε Κυριακή: Καθημερινή; για σκόλη;
Ξημέρωμα; Μεσάνυχτα; Οποτε βουληθείτε...
Τις πόρτες θα 'βρετ' ανοιχτές και τους γονιούς στο πόδι
Κρεβάτι δε γευτήκαμε κι ύπνος δε μας επήρε
Από την ώρα, Τάκη μου, που σβήστηκ' η λαλιά σου...
«Τάκη λέγανε το παιδί σας που εκτέλεσαν οι Γερμανοί;».

«Οχι, κείνο το λέγανε Πέτρο... Κείνος ήταν ο μεγάλος μου γιος. Ητανε δεκαεννιά χρονώ... Ο Τάκης είναι το μικρό. Εμείς, εγώ κι η μάνα του, τον Πέτρο δεν τον κλάψαμε. Δεν τον είδαμε σκοτωμένο. Τ' όνομά του δε γράφτηκε πουθενά. Ούτε οι εφημερίδες ανάφεραν τίποτε. Ούτε κι οι Γερμανοί που πήγαμε και ξαναπήγαμε να μάθουμε οριστικά πράγματα θελήσανε να μας πληροφορήσουν. Κείνο που ξέρομε σίγουρα είναι πως τον πήραν από το Χαϊδάρι, μαζί με άλλους, στις οχτώ του Μάη του 1944, και πως ο Πέτρος φεύγοντας είπε σε κάποιον συγκρατούμενο: "Πάμε μεις". Μα για πού τους πήγαιναν δεν του είπε. Ούτε κι άφησε σημείωμα, όπως κάνανε πολλοί. Και λέμε με τη μάνα του, πως τους πήραν εργάτες στη Γερμανία... και πως ζει... και πως μια μέρα ο Πέτρος μου θα γυρίσει... Ετσι το λέμε με τη μάνα του...».

Σταματά λίγο ο συνάδελφος, παίρνει μαντίλι και φτιάχνει, σκουπίζει την αλλοιωμένη του όψη και συνεχίζει:

«Εμείς κλαίμε μόνο τον Τάκη. Είχε τόσο τρυφερή καρδιά. Ολόκληρο χρόνο με την πείνα, μέσα στη σκόνη, στη ζέστη... Υστερα άμα πιάσανε τα κρύα, με τις βροχές, με τα χιόνια, πηγαινοερχότανε με τα πόδια στο Χαϊδάρι για τον Πέτρο. Οικονομούσε δυο τσιγάρα; του τα πήγαινε. Ενα πορτοκάλι; κινούσε δυο ώρες δρόμο με τα πόδια για να του το πάει. Ενα γραμματάκι ή τα ρουχαλάκια του. Του 'λεγε καμιά φορά η μάνα του: "Κάτσε σήμερα κι αύριο πάλι πας...".

»"Οχι, γιατί θα μείνει παραπονεμένος..."

»Την ημέρα που γύρισε με τον μπόγο τα ρούχα - όπως του τα 'χε δώσει η μάνα του τα 'φερε πίσω - "Δεν τα δεχτήκανε", μας είπε, κι έτρεμε το κατωσάγονό του, "γιατί τον Πέτρο", λέει, "τον πήρανε χθες από το Χαϊδάρι...".

»Αυτά τα λόγια είπε μόνο. Μα τα 'λεγε τραυλιστά. Τα μάτια του όμως ήταν στεγνά αν και κατακόκκινα. Σ' όλο, λέει, το δρόμο, έτσι μας είπαν, έκλαιγε φωναχτά. Εκλαιγε κι ερχότανε. Μόνο σαν κοντοζύγωσε στο σπίτι, κοίταξε να μεταμορφιστεί. Για μας... Πιάσαμε ευτύς τους δρόμους κι οι τρεις και ρωτούσαμε να μάθουμε. Πήγαμε σε αστυνομίες, παντού, τίποτα. Νύχτωσε. Η κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Κλειστήκαμε στο σπίτι, χωρίς να ξέρουμε τίποτα για το παιδί... Ούτε πού τον πήγαν, ούτε τι τον κάνανε... Πρωί πρωί την άλλη μέρα σηκώθηκε ο Τάκης πρώτος.

»"Θα ξαναπάω στο Χαϊδάρι", μου λέει ο Τάκης μου, "να μάθω...". Γιατί δεν τον εμπόδισα; Γιατί τον άφησα;

»"Τι πια θα μάθεις από κει;".

»Εγώ θα πάω, κι ας έχει φύγει... Θυμάσαι, πατέρα, που λέγαμε πότε να τόνε βγάλουν... και λυπόσουν για μένα, για τον κόπο μου; Μακάρι, πατέρα, να τον ξέραμε τώρα κλεισμένο κει μέσα, και σ' όλη μου τη ζωή να πηγαινοέρχομαι με τα πόδια στο Χαϊδάρι...».

»Του φώναξε η μητέρα του να του δώσει ένα κομμάτι ψωμί που έφευγε νηστικό.

»"Δε θέλω, δε θέλω, δεν πεινώ...".

»Αυτά ακούσαμε τελευταία από το στόμα του. Μάθαμε πως πήγε πραγματικά στο Χαϊδάρι, και πως κλαίοντας ρωτούσε να μάθει για τον Πέτρο. Τι έμαθε; Τι του είπαν; Δεν το ξέρομε...».

Κείνο το απόγευμα, που ο Τάκης, γυρνώντας απ' το Χαϊδάρι, χτυπήθηκε από γερμανικό αυτοκίνητο και μεταφέρθηκε νεκρός πια στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, τα Γυμνάσια λειτουργούσαν. Οι καθηγητές ένας ένας βγαίνανε στο διάλειμμα. Οι άντρες, όπως πάντα, βιάζονταν να καπνίσουν, κι οι γυναίκες ανάπνεαν βαθιά και σιωπούσαν, καταπονημένες από το μόχθο της διδασκαλίας. Κι εκεί ήρθε το μήνυμα για το συνάδελφό μας: «Το παιδί του βρίσκεται χτυπημένο στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, οδός Γ΄ Σεπτεμβρίου... και να πάει» - σε μας είπαν με τρόπο πως το παιδί είναι κιόλας νεκρό - «μα πρώτα να περάσει από το σπίτι του, να πάρει και τη γυναίκα του...».

Ο συνάδελφος δεν είχε βγει ακόμα από την τάξη. Περιμέναμε βουβοί, κρατώντας την αναπνοή μας, κείνο το άνοιγμα της πόρτας του. Βγήκε. Κανείς δεν του μίλησε. Μόνο τον κοιτάζαμε. Αναψε τσιγάρο κι άρχισε να περπατά πάνω-κάτω βυθισμένος. Περιμέναμε. Αφήσαμε να τελειώσει το τσιγάρο του. Εξαντλήσαμε όλο το διάλειμμα. Μα άμα χτύπησε το κουδούνι, για είσοδο, δε σήκωνε πια αναβολή. Μια τρυφερή καθηγήτρια πήρε το κουράγιο, στάθηκε κοντά του, τον αγκάλιασε στοργικά και: «...Σας θένε στο σπίτι σας... είναι μεγάλη ανάγκη, να πάτε το γρηγορότερο στο σπίτι σας...». Δεν του ανάφερε καθόλου για το παιδί και για Πρώτων Βοηθειών...

«Πέστε μου», είπε φεύγοντας, βλέποντας τη βουβαμάρα, την ταραχή μας, «μήπως ήρθε είδηση πως εκτελέστηκε ο Πέτρος;».

Δεν αποκλείεται, του λέμε, καθώς μιλάει για τον Τάκη, να τον έχουν πράγματι τον Πέτρο στείλει στη Γερμανία... Κείνον τον καιρό είχαν κάμει πολλές αποστολές εργατών...

«Οχι, όχι το παιδί είναι εκτελεσμένο... Μα η καρδιά η δική μας... δεν αντέχει να κλαίει δυο παιδιά... Κλαίμε με πόνο τον Τάκη μας... είχε τόσο τρυφερή καρδιά... σάστισε το παιδί... ζαλίστηκε κι έπεσε πάνω στ' αυτοκίνητο... μόνο τον Τάκη κλαίμε... και λέμε με τη μάνα του πως ο Πέτρος ζει και πως μια μέρα θα γυρίσει...».

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ


Η Ελλη Αλεξίου γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 22 Μάη του 1894, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το 1911 έρχεται στην Αθήνα για ανώτατες σπουδές. Θέλει να γίνει δασκάλα του απλού λαού. Παράλληλα, αρχίζει να την απασχολεί η λογοτεχνική γραφή. Οι λαϊκοί αγώνες που δυναμώνουν, οι διώξεις όσων πρωτοστάτησαν στην εκπαιδευτική αναγέννηση που οραματίστηκε ο Δ. Γληνός, οδηγούν την Ελλη Αλεξίου όλο και πιο κοντά στις κομμουνιστικές ιδέες. Στα 1928 δίνει το βιογραφικό της και γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Παράλληλα, το λογοτεχνικό της έργο προκαλεί αίσθηση και επαινείται. Το 1934 γίνεται μέλος της ΕΕΛ. Στην περίοδο της Κατοχής, παίρνει μέρος ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του «ΕΑΜ Λογοτεχνών». Το 1945 φεύγει για σπουδές στη Σορβόνη, αλλά της έχει αφαιρεθεί ήδη η ελληνική ιθαγένεια και της απαγορεύεται η επιστροφή στην πατρίδα. Το 1949 διορίζεται εκπαιδευτικός σύμβουλος για τα ελληνικά σχολεία των σοσιαλιστικών χωρών. Το 1966 επιστρέφει στην Ελλάδα, συλλαμβάνεται, δικάζεται, αλλά απαλλάσσεται. Από τη μεταπολίτευση και μετά συμμετέχει ενεργά ως μέλος του ΚΚΕ σε όλες τις πολιτιστικές και πνευματικές εκδηλώσεις του Κόμματος. Η Ελλη Αλεξίου πέθανε στις 28 Σεπτέμβρη του 1988. Το πολύπλευρο έργο της - μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα, εκπαιδευτικά δοκίμια και ανθολογίες για την ποίηση της Αντίστασης - πρέπει να παραμείνει «σύντροφος» και «δάσκαλος» των νέων γενιών. (Ριζοσπάστης)

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Ασχημούλα μου

(Fernando Botero)


Ασχημούλα μου,
είσαι σαν αχτένιστο κάστανο.
Ομορφούλα μου,
είσαι όμορφη σαν τον άνεμο.
Αγάπη μου,
σ αγαπώ, όπως και να σαι.

Ασχημούλα μου,
πού είναι κρυμμένα τα στήθια σου;
Κι εγώ θα θελα να χες δυο φεγγάρια για στήθη.
Ομορφούλα μου,
λουλούδι το λουλούδι
αστέρι το αστέρι
κύμα το κύμα
έχω μετρήσει το σώμα σου.

Ασχημούλα μου,
σ αγαπώ για τη χρυσή τη μέση σου.
Ομορφούλα μου,
σ αγαπώ για μια ρυτίδα στο μέτωπό σου.
Αγάπη μου,
σ αγαπώ, όπως και να σαι.

PABLO NERUDA

Απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Χρήστος Γκάρτσος
Ερμηνεύει ο Δημήτρης Ψαριανός