Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας, για τον οποίο έχω γράψει πολλές φορές
στο ιστολόγιο, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση κοντά στον Άρη
Βελουχιώτη και ήταν ο ιδρυτής της Λαϊκής Σκηνής της 8ης Μεραρχίας του
ΕΛΑΣ. Τις εμπειρίες του από το αντάρτικο τις κατέγραψε στα ανέκδοτα
ημερολόγιά του, στο βιβλίο του “Όταν ήμουν με τον Άρη”, καθώς και σε
πολλά ποιήματα, που κάποια μπόρεσε να το εκδώσει όσο ζούσε, άλλα
συμπεριλήφθηκαν στα Άπαντά του που τυπώθηκαν από τους δικούς του
ανθρώπους μετά τον αδόκητο θάνατό του, ενώ πολλά άλλα δεν έχουν
συμπεριληφθεί στα (κατά συνθήκη) Άπαντα επειδή δημοσιεύτηκαν σε
δυσεύρετα έντυπα (π.χ. εαμικές εφημερίδες της Κατοχής και των πρώτων
χρόνων μετά την απελευθέρωση) ή δεν τα βρήκε η επιτροπή που είχε
αναλάβει την έκδοση των Απάντων του.
Ο Κοτζιούλας έγραψε πολλά ποιήματα-πορτρέτα των καπεταναίων που
γνώρισε, αλλά σε δύο μόνο πρόσωπα έχει αφιερώσει πολλά ποιήματα: στον
Άρη Βελουχιώτη, στον οποίο έχει αφιερώσει μια ολόκληρη (μικρή) συλλογή
που κυκλοφόρησε λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Άρη, και στον Καταχνιά ή
Γιώργο Αναγνωστάκη, γραμματέα του ΕΑΜ Άρτας, στον οποίο αφιέρωσε μια
σειρά από ποιήματα με τον γενικό τίτλο “Το συναξάρι του Καταχνιά”. Προς
τον Άρη, τον οποίο λάτρευε σα θεό, ο Κοτζιούλας είναι υμνητικός κι
ευλαβικός. Τον Καταχνιά, που ήταν στενός φίλος του, του αρέσει να τον
πειράζει καλοπροαίρετα στα ποιήματά του. Ένα από αυτά θα δούμε σήμερα,
που λέγεται “Ο πεθαμός του Καταχνιά”. Το ποίημα απαντάει και στο ερώτημα
του τίτλου, πότε πεθαίνουν οι αντάρτες.
Ο ΠΕΘΑΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΧΝΙΑ
Του Καταχνιά το τέλος θα ’ν’ όταν με μήνες
ή χρόνια, ποιος το ξέρει, πάψουν να βροντούν
κουμπούρες στα βουνά, στους κάμπους καραμπίνες
κι οι λαομάχοι γονατίσουν, τσακιστούν.
ή χρόνια, ποιος το ξέρει, πάψουν να βροντούν
κουμπούρες στα βουνά, στους κάμπους καραμπίνες
κι οι λαομάχοι γονατίσουν, τσακιστούν.
Οι αντάρτες οι παλιοί δε θα χρειάζονται άλλο
και θα σκορπίσουν δώθε κείθε οι σταυραϊτοί,
το ντουφεκίδι αφού τελείωσε το μεγάλο
κι απλώθηκε στον κόσμο ειρήνη ζηλευτή.
και θα σκορπίσουν δώθε κείθε οι σταυραϊτοί,
το ντουφεκίδι αφού τελείωσε το μεγάλο
κι απλώθηκε στον κόσμο ειρήνη ζηλευτή.
Τότε κι αυτός θα ξεζωστεί τα φυσεκλίκια,
δίχως κλεφτόκαπα θα μείνει, και χωρίς
γένια θ’ αλλάξει τόσο η όψη του η αντρίκια,
που βλέποντάς την έτσι κι ο ίδιος θ’ απορείς.
δίχως κλεφτόκαπα θα μείνει, και χωρίς
γένια θ’ αλλάξει τόσο η όψη του η αντρίκια,
που βλέποντάς την έτσι κι ο ίδιος θ’ απορείς.
Δε θα τον σκιάζονται ούτε θα τον χαιρετάνε,
χωριάτες ή απ’ αυτούς που τώρα πολεμάν,
κανένας δε θα του προσπέφτει: «καπετάνε»,
μήτε θα του μιλεί με παρακάλια: «αμάν».
χωριάτες ή απ’ αυτούς που τώρα πολεμάν,
κανένας δε θα του προσπέφτει: «καπετάνε»,
μήτε θα του μιλεί με παρακάλια: «αμάν».
Ρεμπούμπλικα φορώντας, ίσιο παντελόνι,
σ’ ένα πεζό γραφείο, σε μια άχαρη γωνιά,
μες στους πολλούς κι αυτός χαρτιά θα μουντζουρώνει
και θα’ ν’ ετούτο ο πεθαμός του Καταχνιά.
σ’ ένα πεζό γραφείο, σε μια άχαρη γωνιά,
μες στους πολλούς κι αυτός χαρτιά θα μουντζουρώνει
και θα’ ν’ ετούτο ο πεθαμός του Καταχνιά.
Το ποίημα γράφτηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1944, δηλαδή ενώ στην Αθήνα
ξεσπούσαν τα Δεκεμβριανά -μπορούσε ακόμα ο ποιητής να σκέφτεται έναν
κόσμο με ειρήνη ζηλευτή, στον οποίο οι παλιοί καπεταναίοι θα περνούσαν
σε τιμητικήν αποστρατεία και θα έπιαναν δουλειές γραφείου. Ειδικά για
τον Καταχνιά, η προοπτική αυτή δεν ήταν αφύσικη, αφού είχε σπουδάσει
νομικά και πριν τον πόλεμο ήταν δικηγόρος. Και στο αντάρτικο άλλωστε
είχε χρηματίσει μέλος στρατοδικείων.
Αξιοσημείωτο είναι πως και ο Άρης Βελουχιώτης είχε φανταστεί πεζή τη
ζωή των ανταρτών μετά το τέλος του αγώνα. Ο Κοτζιούλας στις αναμνήσεις
του θυμάται πως μια μέρα του είχε πει:
– Άμα σκολάσουμε από το ντουφεκίδι και πάμε καμιά φορά στην Αθήνα,
όσοι βέβαια ζήσουν από μας, θάμαστε άχρηστοι πια. Το κίνημα δε θα μας
χρειάζεται άλλο, τι να μας κάμει; Εμείς είμαστε καλοί μονάχα για
ντουφέκι. Και τότε αυτό δε θάχει πέραση. Τότε θάμαστε απόμαχοι του
αγώνα, σε τίποτα καφενέδες. Και θάρχεσαι εσύ, να σου λέμε τη ζωή μας.
Θάρχεσαι, δε θα μας ξεχάσεις;…
Βέβαια, ξέρουμε τώρα πως η ζωή τους κάθε άλλο παρά ειρηνική έμελλε να
είναι. Ο Άρης έφυγε πρώτος, αυτοκτόνησε αποκηρυγμένος από το κόμμα του
και περικυκλωμένος από τους διώκτες του τον Ιούνιο του 1945 στη
Μεσούντα. Ο Κοτζιούλας, με ασθενική πάντα κράση και με την υγεία του
κλονισμένη από το κυνηγητό κι από την εξαντλητική δουλειά του
κακοπληρωμένου μεροκαματιάρη μεταφραστή, πέθανε πρόωρα από καρδιακή
προσβολή το 1956, μόλις 47 χρονών. Ο Αναγνωστάκης/Καταχνιάς πολέμησε
στον εμφύλιο και στη συνέχεια γνώρισε την υπερορία, αλλά και διώξεις
επειδή έμεινε πιστός στην παλιά ηγεσία του ΚΚΕ μετά το 1956.
Επαναπατρίστηκε, και το 1980 έβγαλε ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις του.
Το βιβλίο αυτό το ψάχνω και ως τώρα το έχω αναζητήσει μάταια, π.χ.
στην Εθνική Βιβλιοθήκη ή σε παλαιοπωλεία. Σκέφτηκα λοιπόν να απευθύνω
έκκληση μήπως κάποιος από τους φίλους του ιστολογίου το έχει. Τα
στοιχεία του είναι: Γιώργος Αναγνωστάκης, Το 40 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ,
ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1980. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κείμενο είχε
γραφτεί τον Μάρτιο του 1945.
Μια φωτογραφία του Καταχνιά/Αναγνωστάκη, που δεν έχω σημειώσει από πού την έχω πάρει:
Υπάρχει κι άλλος ένας καπετάνιος στον οποίο ο Κοτζιούλας έχει
αφιερώσει δύο ποιήματα και ο οποίος έχει εξέχουσα θέση στα κατοχικά του
ημερολόγια, τα οποία λογαριάζω να εκδώσω και έχω αρχίσει τη σχετική
δουλειά με τη βοήθεια μερικών καλών φίλων. Ο καπετάνιος αυτός έχει το
ψευδώνυμο Μαύρος Δράκος, που όμως μπορεί να μην είναι το επίσημο
καπετανέικο όνομά του αλλά ιδιωτικό παρατσούκλι που του έβγαλαν οι
άντρες του ή και ο ίδιος ο Κοτζιούλας. Ο Μαύρος Δράκος ήταν αξιωματικός
του τακτικού στρατού, στο πυροβολικό. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα
Δεκεμβριανά της Ηπείρου, στην εμφύλια σύγκρουση ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ. Σύμφωνα με
τον Κοτζιούλα: “Τις πρώτες μέρες δε διέθετε παρά 30 άντρες. Έκαμε
θαύματα όμως. Αν δεν ήταν το πυροβολικό, η μάχη της Άρτας θα συνεχιζόταν
4 μέρες ακόμα και θα σκοτώνονταν 200 άντρες ακόμα. Τον αμυντικό
Στρατώνα τον έκαμε πάρπαλο. Δεν έβλεπαν από πού να φύγουν. Στη
Γραμενίτσα, στη Βλαχέρνα τα ίδια. Έπεφταν τα βλήματα στο μοναστήρι της
Βλ. απ’ τα παράθυρα κι από τα κεραμίδια. Τηλεφώνησαν πως τους εμπόδιζε
ένας όλμος. Τον τίναξε στον αέρα. Και σ’ ένα παρατηρητήριο τίναξε τον
παρατηρητή στον αέρα. Σίγησε τα εχθρικά πυροβόλα. Από 3 ολμιστάς μόνο
ένας Κερκυραίος εσώθηκε. Μωρέ, από μπροστά μου τον σήκωσε τον όλμο!
έλεγε ολοφυρόμενος ο Κερκυραίος. — Αμάν, αμάν! φώναζαν φεύγοντας όλοι.
Κι όλα αυτά τα διηύθυνε ο Μ. Δράκος από το καραούλι του χωρίς κιάλια,
διόπτρες, με τα χέρια στα μάτια, χωρίς πυξίδα. Άβαξ τόσο έλεγε, νούμερα,
κι οι εχθροί τινάζονταν στον αέρα. Ούτ’ ένα βλήμα δεν πήγε χαμένο. (…)
Ο Άρης τον συγχάρηκε με τα δυο χέρια. Τους στέλνουν αράδα τσιγάρα κι
ό,τι ζητούν”.
Το ίδιο περιστατικό, ο Κοτζιούλας το έχει εκφράσει και σε ποίημα, που
περιλαμβάνεται στα Άπαντά του, με τίτλο “Κυνηγητό”. Δύσκολα κρύβεται ο
θαυμασμός του ποιητή για την αξιοσύνη του βετεράνου κανονιέρη.
ΚΥΝΗΓΗΤΟ
Με την πρώτη κανονιά
ξεδιπλώσαν τα κανιά.
—Στο σταυρό, μπάρμπα Βαγγέλη,
και για μπόμπες μη σε μέλει!
ξεδιπλώσαν τα κανιά.
—Στο σταυρό, μπάρμπα Βαγγέλη,
και για μπόμπες μη σε μέλει!
Με την κάθε βρονταριά
κρούει η φτέρνα στα μεριά.
—Χτύπα, γέρο κανονιέρη,
να γινεί μπουχός τ’ ασκέρι!
κρούει η φτέρνα στα μεριά.
—Χτύπα, γέρο κανονιέρη,
να γινεί μπουχός τ’ ασκέρι!
Τρέχουν όλοι σα σκορπιοί
πριν η γης τους καταπιεί.
— Βάρ’ τους πολεμάρχε, βάρει
να μη μείνει ουδέ ποδάρι.
πριν η γης τους καταπιεί.
— Βάρ’ τους πολεμάρχε, βάρει
να μη μείνει ουδέ ποδάρι.
Τα ποτάμια που πηδούν
δεν προφταίνουν να τα ιδούν.
— Γερολύκο, γιά θυμήσου
πώς φονέψαν το παιδί σου!
δεν προφταίνουν να τα ιδούν.
— Γερολύκο, γιά θυμήσου
πώς φονέψαν το παιδί σου!
Ένα κάστρο εκεί ψηλά
μέρες τώρα τους φυλά.
— Με το χέρι σου για κιάλι,
στείλ’ τους κει που πήγαν οι άλλοι!
μέρες τώρα τους φυλά.
— Με το χέρι σου για κιάλι,
στείλ’ τους κει που πήγαν οι άλλοι!
Κοίτα πέρα στα κελιά,
κι άλλη μια σφηκοφωλιά,
—Σημαδεύοντα όμοια κι ίδια,
πάστρα κάν’ τα κεραμίδια.
κι άλλη μια σφηκοφωλιά,
—Σημαδεύοντα όμοια κι ίδια,
πάστρα κάν’ τα κεραμίδια.
Πάει καθένας στο χαμό
κι ούτε παίρνει ανασασμό.
—Λιονταρόψυχε απ’ τη Λάκκα,
ξάπλωσε τους όλους θράκα!
κι ούτε παίρνει ανασασμό.
—Λιονταρόψυχε απ’ τη Λάκκα,
ξάπλωσε τους όλους θράκα!
Καβαλάρηδες, πεζοί,
ποιος πεθαίνει και ποιος ζει.
— Δος τους, δος τους, καπετάνε,
μες στη θάλασσα να πάνε!
ποιος πεθαίνει και ποιος ζει.
— Δος τους, δος τους, καπετάνε,
μες στη θάλασσα να πάνε!
Τα καράβια δε χωρούν,
τα κανόνια μας βαρούν.
— Κάθε βήμα σας και λάκκος,
θα σας φάει ο Μαύρος Δράκος!
τα κανόνια μας βαρούν.
— Κάθε βήμα σας και λάκκος,
θα σας φάει ο Μαύρος Δράκος!
Πανηγύρι στα χωριά,
ζήτω, ζήτω η λευτεριά.
— Πρωτοστάτη στα κανόνια,
να μας ζήσεις χίλια χρόνια!
ζήτω, ζήτω η λευτεριά.
— Πρωτοστάτη στα κανόνια,
να μας ζήσεις χίλια χρόνια!
Ύστερα
από αρκετό κόπο, έχω βεβαιωθεί για την ταυτότητα του Μαύρου Δράκου.
Πρόκειται για τον ταγματάρχη Ευάγγελο Αναγνωστόπουλο, από τους
Μπαουσιούς Ιωαννίνων, αξιωματικό του τακτικού στρατού, ο οποίος στην
αρχή είχε ενταχθεί στον ΕΔΕΣ, αλλά τον Φεβρουάριο του 1943 πέρασε στις
γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είτε λόγω παλιάς έχθρας με τον Ζέρβα είτε λόγω
διαφωνίας. Εμφανίζεται να υπογράφει, ως εκπρόσωπος της 8ης Μεραρχίας του
ΕΛΑΣ, ένα συμφωνητικό με τον ΕΔΕΣ στις 22.10.1943 στους Σκιαδάδες, ενώ
μετά τις εμφύλιες συγκρούσεις του Δεκεμβρίου 1944 δεν έχω άλλα στοιχεία
για το πρόσωπό του και δεν ξέρω τι απέγινε.
Η φωτογραφία του Αναγνωστόπουλου που βλέπετε αριστερά, είναι παρμένη
από το βιβλίο “Στη θύελλα” του Δήμου Βότσικα, που περιέχει τις
αναμνήσεις του από το αντάρτικο στην Ήπειρο.
Η άγρια χαρά για την εμφύλια νίκη που εκφράζεται στο ποίημα του
Κοτζιούλα, έχει και το στοιχείο της προσωπικής εκδίκησης. Ο μικρός γιος
του Αναγνωστόπουλου, ο μαθητής Περικλής Αναγνωστόπουλος, είναι ένας από
τους 16 Επονίτες που εκτελέστηκαν στην Παργινόσκαλα της Πρέβεζας από τον
ΕΔΕΣ τον Σεπτέμβρη του 1944, σε ηλικία 16 χρονών. Έτσι εξηγείται ο
στίχος “Γερολύκο, γιά θυμήσου, πώς φονέψαν το παιδί σου” του Κοτζιούλα. Ο
Αναγνωστόπουλος είχε κι έναν άλλο γιο, τον Αλέκο, που έμελλε να
σκοτωθεί κι αυτός, το 1946, αντάρτης του ΔΣΕ.
Παρακαλώ λοιπόν θερμά, όσους ασχολούνται με την εποχή ή την περιοχή
και έχουν στοιχεία για τον Ταγματάρχη Βαγγέλη Αναγνωστόπουλο, να μου τα
γνωστοποιήσουν.
Και θυμίζω ξανά ότι ψάχνω και το βιβλίο του Γιώργου Αναγνωστάκη “Το 40 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ”.
Νίκος Σαραντάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου