(Κώστας Γρηγοριάδης) |
Ο
συνάδελφός μου στο Γυμνάσιο περνάει τη θλίψη του κοντά στα ανελέητα παιδιά. Τα
λένε λουλούδια. Γίνεται λόγος για την άνθηση της νεότητος. Ομως είναι μια
άνθηση σκληρή, που τρέφεται μόνο με το γέλιο και με τη χαρά. Τη γεύεται όπου τη
βρίσκει, την τρυγά απ' όπου να 'ναι και μ' όποιον τρόπο να 'ναι. Καταπιέζομε
μεις οι καθηγητές τη χαρά τους. Πνίγομε το γέλιο τους. Ενώ αυτά παλεύουν και
αντιμάχονται. Και στο πάλεμα νικάει ο δυνατός. Στο Γυμνάσιό μας νικήθηκε αυτός
ο συνάδελφος από τα παιδιά. Αρχισε να παίζει το ρόλο της «Ψυχαγωγίας». Ετσι
λένε οι μαθηταί στο μάθημά του: «Τώρα έχομε ψυχαγωγία». Σ' όλα τα Γυμνάσια το
ίδιο γίνεται. Ενας απ' όλους βρίσκεται πάντα που «αίρει τας αμαρτίας» των
άλλων. Είτε επειδή είναι αλλήθωρος, είτε επειδή είναι τσεβδός... Είτε επειδή
τον συνοδεύουν οι αναπηρίες των γηρατειών. Είτε επειδή δυστύχησε. Η δυστυχία
δεν είναι φτιαγμένη για το επάγγελμα του δασκάλου. Το λέει ο ίδιος ο
συνάδελφος:
«Αλλόκοτο
είναι το επάγγελμά μας. Μου κάνει κακό και μόνο ν' ανοίγω το στόμα μου, κι
είμαι υποχρεωμένος να μιλώ διαρκώς. Μου κάνει κόπο να βλέπω ανθρώπους, κι είμαι
υποχρεωμένος να ζω ανάμεσα σε ανθρώπινα κεφάλια. Μόνο οι ευτυχισμένοι έπρεπε να
γίνονται δάσκαλοι. Να ταξιδεύουν μαζί με τα παιδιά με απλωμένα τα πανιά στη
φρενίτιδα της χαράς. Χθες με παρακαλούσαν να τα πάω εκδρομή. Ολες, μου λέγαν,
οι τάξεις πηγαίνουν με τους ελληνιστές τους. Εσείς δε θα μας πάτε; Ας ζούσα
μέσα σ' ένα ακατοίκητο δάσος. Ας είχα για επάγγελμά μου να σκάβω τη γη, ή να
κάνω επιτέλους λογαριασμούς... Τα παιδιά θα με λένε σίγουρα χαζό... δεν ξέρω,
μα έτσι θα 'πρεπε να με λένε...».
Πράγματι
έτσι τον λένε και το αποδείχνουν με επιχειρήματα. «Γράφομε μπροστά στα μάτια
του τα μαθηματικά μας, καρφί δεν του καίγεται...».
«Τρώμε
μπροστά του, κοιμούμαστε, να, έτσι, απλωτοί στο θρανίο, δε μας μιλά, μας
κοιτάζει σα χαζός...».
«Ενώ
έχομε ιστορία, αρχίζει να μας κάνει λατινικά. Και άλλοτε αφήνει τα λατινικά στη
μέση, και πιάνει την ιστορία, και το λέει κι ο ίδιος: "Συγνώμη παιδιά, το
μυαλό μου πήρε άλλο δρόμο..."».
«Λέει
ό,τι του κατεβεί. Προχθές γράφαμε έκθεση. Κείνος καθότανε στην έδρα. Και κει
άρχισε να μονολογά: "Μπορείς να κάμεις δέκα παιδιά; δεκαπέντε; είκοσι;
όπως στα παλιά χρόνια οι πατριαρχικές οικογένειες;"».
«Συχνά
αφήνει όρθιο μπροστά στον πίνακα το μαθητή που εξετάζει, κι αυτός βγάζει το
σημειωματάριό του και γράφει. Γράφει, γράφει, συλλογιέται, διαβάζει,
ξαναγράφει... ωσότου χτυπάει το κουδούνι και βγαίνει από την τάξη, χωρίς να πει
κουβέντα για το μαθητή, και δίχως να μας βάλει μάθημα παρακάτω...».
Είναι
αλήθεια πως το σημειωματάριό του είναι γεμάτο ποιήματα. Απλοϊκά είναι. «Δεν
ξέρω από ποίηση», λέει ο ίδιος, «μα, να, έτσι ξεσπάω... ολόκληρη νύχτα πώς να
περάσει...». Κι όλα μιλούνε για ένα παιδί που το λένε Τάκη. Διηγούνται τις
χάρες του. Τις όμορφιές του. `Η περιγράφουν το σπίτι που απόμεινε σκοτεινό. `Η
μιλούν για τα μισοτελειωμένα του τετράδια και το ανοιχτό βιβλίο...
Πού
πήγες και μας άφησες στο ρημαγμένο σπίτι;
Η
μάνα σου σ' αποζητά σ' αναζητά ο πατέρας,
Σε
περιμένουν τα χαρτιά και τ' ανοιχτό βιβλίο,
Τάκη
μας, πες πού βρίσκεσαι για να 'ρθουμε κοντά σου,
Δε
θέμε να πιστέψουμε πως έφυγες για πάντα
Και
θα σε περιμένουμε, να 'ρθείτε με τον Πέτρο,
Ενας
τον άλλον πιάσετε σφιχτά χέρι με χέρι,
Θέτε
να 'ρθείτε Κυριακή: Καθημερινή; για σκόλη;
Ξημέρωμα;
Μεσάνυχτα; Οποτε βουληθείτε...
Τις
πόρτες θα 'βρετ' ανοιχτές και τους γονιούς στο πόδι
Κρεβάτι
δε γευτήκαμε κι ύπνος δε μας επήρε
Από
την ώρα, Τάκη μου, που σβήστηκ' η λαλιά σου...
«Τάκη
λέγανε το παιδί σας που εκτέλεσαν οι Γερμανοί;».
«Οχι,
κείνο το λέγανε Πέτρο... Κείνος ήταν ο μεγάλος μου γιος. Ητανε δεκαεννιά
χρονώ... Ο Τάκης είναι το μικρό. Εμείς, εγώ κι η μάνα του, τον Πέτρο δεν τον
κλάψαμε. Δεν τον είδαμε σκοτωμένο. Τ' όνομά του δε γράφτηκε πουθενά. Ούτε οι
εφημερίδες ανάφεραν τίποτε. Ούτε κι οι Γερμανοί που πήγαμε και ξαναπήγαμε να
μάθουμε οριστικά πράγματα θελήσανε να μας πληροφορήσουν. Κείνο που ξέρομε
σίγουρα είναι πως τον πήραν από το Χαϊδάρι, μαζί με άλλους, στις οχτώ του Μάη
του 1944, και πως ο Πέτρος φεύγοντας είπε σε κάποιον συγκρατούμενο: "Πάμε
μεις". Μα για πού τους πήγαιναν δεν του είπε. Ούτε κι άφησε σημείωμα, όπως
κάνανε πολλοί. Και λέμε με τη μάνα του, πως τους πήραν εργάτες στη Γερμανία...
και πως ζει... και πως μια μέρα ο Πέτρος μου θα γυρίσει... Ετσι το λέμε με τη
μάνα του...».
Σταματά
λίγο ο συνάδελφος, παίρνει μαντίλι και φτιάχνει, σκουπίζει την αλλοιωμένη του
όψη και συνεχίζει:
«Εμείς
κλαίμε μόνο τον Τάκη. Είχε τόσο τρυφερή καρδιά. Ολόκληρο χρόνο με την πείνα,
μέσα στη σκόνη, στη ζέστη... Υστερα άμα πιάσανε τα κρύα, με τις βροχές, με τα
χιόνια, πηγαινοερχότανε με τα πόδια στο Χαϊδάρι για τον Πέτρο. Οικονομούσε δυο
τσιγάρα; του τα πήγαινε. Ενα πορτοκάλι; κινούσε δυο ώρες δρόμο με τα πόδια για
να του το πάει. Ενα γραμματάκι ή τα ρουχαλάκια του. Του 'λεγε καμιά φορά η μάνα
του: "Κάτσε σήμερα κι αύριο πάλι πας...".
»"Οχι,
γιατί θα μείνει παραπονεμένος..."
»Την
ημέρα που γύρισε με τον μπόγο τα ρούχα - όπως του τα 'χε δώσει η μάνα του τα
'φερε πίσω - "Δεν τα δεχτήκανε", μας είπε, κι έτρεμε το κατωσάγονό
του, "γιατί τον Πέτρο", λέει, "τον πήρανε χθες από το
Χαϊδάρι...".
»Αυτά
τα λόγια είπε μόνο. Μα τα 'λεγε τραυλιστά. Τα μάτια του όμως ήταν στεγνά αν και
κατακόκκινα. Σ' όλο, λέει, το δρόμο, έτσι μας είπαν, έκλαιγε φωναχτά. Εκλαιγε
κι ερχότανε. Μόνο σαν κοντοζύγωσε στο σπίτι, κοίταξε να μεταμορφιστεί. Για
μας... Πιάσαμε ευτύς τους δρόμους κι οι τρεις και ρωτούσαμε να μάθουμε. Πήγαμε
σε αστυνομίες, παντού, τίποτα. Νύχτωσε. Η κυκλοφορία ήταν περιορισμένη.
Κλειστήκαμε στο σπίτι, χωρίς να ξέρουμε τίποτα για το παιδί... Ούτε πού τον
πήγαν, ούτε τι τον κάνανε... Πρωί πρωί την άλλη μέρα σηκώθηκε ο Τάκης πρώτος.
»"Θα
ξαναπάω στο Χαϊδάρι", μου λέει ο Τάκης μου, "να μάθω...". Γιατί
δεν τον εμπόδισα; Γιατί τον άφησα;
»"Τι
πια θα μάθεις από κει;".
»Εγώ
θα πάω, κι ας έχει φύγει... Θυμάσαι, πατέρα, που λέγαμε πότε να τόνε βγάλουν...
και λυπόσουν για μένα, για τον κόπο μου; Μακάρι, πατέρα, να τον ξέραμε τώρα
κλεισμένο κει μέσα, και σ' όλη μου τη ζωή να πηγαινοέρχομαι με τα πόδια στο
Χαϊδάρι...».
»Του
φώναξε η μητέρα του να του δώσει ένα κομμάτι ψωμί που έφευγε νηστικό.
»"Δε
θέλω, δε θέλω, δεν πεινώ...".
»Αυτά
ακούσαμε τελευταία από το στόμα του. Μάθαμε πως πήγε πραγματικά στο Χαϊδάρι,
και πως κλαίοντας ρωτούσε να μάθει για τον Πέτρο. Τι έμαθε; Τι του είπαν; Δεν
το ξέρομε...».
Κείνο
το απόγευμα, που ο Τάκης, γυρνώντας απ' το Χαϊδάρι, χτυπήθηκε από γερμανικό
αυτοκίνητο και μεταφέρθηκε νεκρός πια στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, τα Γυμνάσια
λειτουργούσαν. Οι καθηγητές ένας ένας βγαίνανε στο διάλειμμα. Οι άντρες, όπως
πάντα, βιάζονταν να καπνίσουν, κι οι γυναίκες ανάπνεαν βαθιά και σιωπούσαν,
καταπονημένες από το μόχθο της διδασκαλίας. Κι εκεί ήρθε το μήνυμα για το
συνάδελφό μας: «Το παιδί του βρίσκεται χτυπημένο στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών,
οδός Γ΄ Σεπτεμβρίου... και να πάει» - σε μας είπαν με τρόπο πως το παιδί είναι
κιόλας νεκρό - «μα πρώτα να περάσει από το σπίτι του, να πάρει και τη γυναίκα
του...».
Ο
συνάδελφος δεν είχε βγει ακόμα από την τάξη. Περιμέναμε βουβοί, κρατώντας την
αναπνοή μας, κείνο το άνοιγμα της πόρτας του. Βγήκε. Κανείς δεν του μίλησε.
Μόνο τον κοιτάζαμε. Αναψε τσιγάρο κι άρχισε να περπατά πάνω-κάτω βυθισμένος. Περιμέναμε.
Αφήσαμε να τελειώσει το τσιγάρο του. Εξαντλήσαμε όλο το διάλειμμα. Μα άμα
χτύπησε το κουδούνι, για είσοδο, δε σήκωνε πια αναβολή. Μια τρυφερή καθηγήτρια
πήρε το κουράγιο, στάθηκε κοντά του, τον αγκάλιασε στοργικά και: «...Σας θένε
στο σπίτι σας... είναι μεγάλη ανάγκη, να πάτε το γρηγορότερο στο σπίτι σας...».
Δεν του ανάφερε καθόλου για το παιδί και για Πρώτων Βοηθειών...
«Πέστε
μου», είπε φεύγοντας, βλέποντας τη βουβαμάρα, την ταραχή μας, «μήπως ήρθε
είδηση πως εκτελέστηκε ο Πέτρος;».
Δεν
αποκλείεται, του λέμε, καθώς μιλάει για τον Τάκη, να τον έχουν πράγματι τον
Πέτρο στείλει στη Γερμανία... Κείνον τον καιρό είχαν κάμει πολλές αποστολές
εργατών...
«Οχι,
όχι το παιδί είναι εκτελεσμένο... Μα η καρδιά η δική μας... δεν αντέχει να
κλαίει δυο παιδιά... Κλαίμε με πόνο τον Τάκη μας... είχε τόσο τρυφερή καρδιά...
σάστισε το παιδί... ζαλίστηκε κι έπεσε πάνω στ' αυτοκίνητο... μόνο τον Τάκη
κλαίμε... και λέμε με τη μάνα του πως ο Πέτρος ζει και πως μια μέρα θα
γυρίσει...».
ΕΛΛΗ
ΑΛΕΞΙΟΥ
Η
Ελλη Αλεξίου γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 22 Μάη του 1894, στο Ηράκλειο της
Κρήτης. Το 1911 έρχεται στην Αθήνα για ανώτατες σπουδές. Θέλει να γίνει δασκάλα
του απλού λαού. Παράλληλα, αρχίζει να την απασχολεί η λογοτεχνική γραφή. Οι
λαϊκοί αγώνες που δυναμώνουν, οι διώξεις όσων πρωτοστάτησαν στην εκπαιδευτική
αναγέννηση που οραματίστηκε ο Δ. Γληνός, οδηγούν την Ελλη Αλεξίου όλο και πιο
κοντά στις κομμουνιστικές ιδέες. Στα 1928 δίνει το βιογραφικό της και γίνεται
μέλος του ΚΚΕ. Παράλληλα, το λογοτεχνικό της έργο προκαλεί αίσθηση και
επαινείται. Το 1934 γίνεται μέλος της ΕΕΛ. Στην περίοδο της Κατοχής, παίρνει
μέρος ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του «ΕΑΜ Λογοτεχνών».
Το 1945 φεύγει για σπουδές στη Σορβόνη, αλλά της έχει αφαιρεθεί ήδη η ελληνική
ιθαγένεια και της απαγορεύεται η επιστροφή στην πατρίδα. Το 1949 διορίζεται
εκπαιδευτικός σύμβουλος για τα ελληνικά σχολεία των σοσιαλιστικών χωρών. Το
1966 επιστρέφει στην Ελλάδα, συλλαμβάνεται, δικάζεται, αλλά απαλλάσσεται. Από
τη μεταπολίτευση και μετά συμμετέχει ενεργά ως μέλος του ΚΚΕ σε όλες τις
πολιτιστικές και πνευματικές εκδηλώσεις του Κόμματος. Η Ελλη Αλεξίου πέθανε
στις 28 Σεπτέμβρη του 1988. Το πολύπλευρο έργο της - μυθιστορήματα, διηγήματα,
παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα, εκπαιδευτικά δοκίμια και ανθολογίες για την
ποίηση της Αντίστασης - πρέπει να παραμείνει «σύντροφος» και «δάσκαλος» των
νέων γενιών. (Ριζοσπάστης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου