(Αρχείο Βασίλη και
Βύρωνα Μανικάκη)
|
Ανάμεσα
σ’ αυτούς τους «αμετανόητους» που μεταφέρονται από το κολαστήριο της Μακρονήσου
στον Άη Στράτη ήταν και ο Μενέλαος Λουντέμης που δεν είχε υπογράψει δήλωση
μετανοίας, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο. Στο ποίημά του «Ταξίδι στον
Άη-Στράτη» ο συγγραφέας περιγράφει το ταξίδι του και αποτυπώνει τις πρώτες
εντυπώσεις του στον νέο τόπο της εκτόπισης και του μαρτυρίου του:
Ταξίδι στον
Άη-Στράτη
Χτες την αυγή
φουντάραμε
στο νέο πετρονήσι
μας.
Ο «Αλφειός»
(«Μεταγωγόν ο Αλφειός»),
εσύρθηκε νωθρά στ’
ακροθαλάσσι…
Άνοιξε τις μασέλες
του. Και ξέρασε-
μιαν αμπαριά
καινούργιους Ιωνάδες.
Βαρύ ήταν το ταξίδι
μας. Ενάντιο.
Κι’ η θάλασσα ένα
πέλαγο χολή.
Το πλοίο οκνό, κι’
ολονυχτίς μας εσεργιάνιζε
στα βορινά σοκάκια
του Αιγαίου.
-Μεταλλικό κιβούρι-
που έψαχνε για το
νεκροταφείο μας.
Είμαστ’ ένα φορτίο
αγύριστα μυαλά,
παραδομένα με το
μέτρο.
Ένα φορτίο
αντίγνωμοι,
Φερέοικοι
Ροβινσώνες του Αιγαίου.
Που ζαλωθήκαμε στην
πλάτη την τιμή μας,
και πάμε στης
θυσίας το Μαραθώνιο.
… Πίσω στο βράχο
του Μακρονησιού
ακόμη κυματίζει,
η διψασμένη ανάσα
μας.
Και στο γιαλό απ’
την πέτρινην εξέδρα της
μ’ ένα γυμνό κλαρί,
μας ξεπροβόδισε
ξεφούσκωτη η Ιστορία.
Είχαμε κάτι μάτια
θεονήστικα για πράσινο.
Κάτι χείλια
ραγισμένα για νερό.
Και κάτι χέρια
κόκκαλα…
Και χτες πρωί, με
την αυγή
φουντάραμε στον
Κόσμο μας,
σε νέο καταστρωμένο
ανθρωποστάσι.
Νησί μικρό χαμένο
στα νερά
(«κλωβός
επικινδύνων»).
Μα ο κόσμος ήταν
πάλι χωροφύλακες…
Αμπαρωμένα σπίτια
και τουφέκια.
Σπίτια τεφρά. Και
βράχοι κυματόδαρτοι.
Βράχοι ξανά. Όλο
βράχοι. Και βοριάδες.
(Η Μακρόνησο μας
πήρε το κατόπι…)
Μα σαν επήραμε σιγά
τη ρεματιά,
πατώντας στο
εμβατήριο που μας έψελναν
οι ραψωδοί της
ζέστης – τα τζιτζίκια.
Σαν πήραμε το ρέμα
για το πλάτωμα.
Εκεί που βούιζε το
πάνινο χωριό μας.
Εκεί που πρασινίζαν
και μας προσμέναν
κάτι γρηούλες
μυγδαλιές
λίγου νερού
ζητιάνες
Σαν πήραμε το
ρέμα-ρέμα για το πλάτωμα…
Μια λυγαριά
καταμεσίς στη ρεματιά,
(προσκυνητάρι της
πανώριας Άνοιξης)
Αγκάλιασε τη μέση
μας σαν αδελφή.
Και μας θυμιάτισε
με τη μοσκοβολιά της…
Κι’ εκεί… Αυτή η
ψυχή…
Αυτή η ψυχή που
ελύγισε τα σίδερα.
Αυτή η ψυχή η ορθή,
αυτή η ψυχή μας,
(μπροστά στο τέμπλο
της πανώριας Άνοιξης).
Ανάσανε βαθειά.
Βαθειά πολύ.
Ανάσανε για όλες
τις ανάσες.
Και προσκύνησε.
Ήταν η πρώτη φορά…
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ,
«Κραυγή στα πέρατα», ποιήματα, εκδόσεις Δωρικός (έκδοση τέταρτη), Αθήνα 1977.
Ποίημα
και φωτογραφία από: «Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας…» - Λογοτεχνικό
αφιέρωμα (Μέρος Ένατο) του Δημήτρη Δαμασκηνού, που βρήκα στις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου