Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Πρωτοχρονιάτικος μποναμάς από τον ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ




Έναν πρωτοχρονιάτικο μποναμά  μας προσφέρει σήμερα  ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ. Πρόκειται για το  ποίημα  ΜΠΟΝΑΜΑΣ που αναδημοσιεύουμε από το φιλικό ιστολόγιο Ο άγνωστος Βάρναλης,  και με το οποίο παράλληλα αποχαιρετούμε το 2012. Ένα ακόμα επίκαιρο ποίημα του  Βάρναλη όπως άλλωστε και το έργο του συνολικά. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τόσο επίκαιρο το έργο του, εκτός από τη λογοτεχνική του αξία; Χωρίς πολλή σκέψη, η εποχή μας.  Δεν διαφέρει ουσιαστικά  από την εποχή του ποιητή. Είμαι σίγουρος όμως πως ο Βάρναλης θα προτιμούσε να δικαιωθούν αυτοί τους οποίους εξυψώνει μέσα από το έργο του, από το να παραμένει αυτό αιώνια επίκαιρο. Εύχομαι υγεία και δύναμη για τη νέα χρονιά!



 Κομμάτι  του  χειρογράφου του ποιήματος με τίτλο «Πρωτοχρονιάτικο» (μεταγενέστερη παραλλαγή) και με την υπότιτλη σημείωση «1931, όταν η "Ιερά Σύνοδος" αφόρισε τους "μαλλιαροκομμουνιστές"»



Πρωτοχρονιάτικο

Λόγω των ημερών και επίκαιρο το ποίημα του Κώστα Βάρναλη με τίτλο «Μποναμάς» που δημοσιεύτηκε με τη σατιρική υπογραφή Γερβάσιος ο θεοεμβαίκτης, στο περιοδικό «Πρωτοπόροι», στο τεύχος Φλεβάρη 1931. Το 1959 το συμπεριέλαβε στα «Ποιητικά» του με τον τίτλο «Πρωτοχρονιάτικο» με κάποιες αλλαγές. Είναι η απάντηση του στην ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου που, από τη μία, καταδίκαζε  τους «μαλλιαροκομμουνιστές» (και τον ίδιο τον Βάρναλη)  και, από την άλλη, κατά τη διάρκεια της τότε μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, κήρυττε «εγκράτεια».  Περισσότερα για την ιστορία του ποιήματος από τον Νίκο Σαραντάκο ή στο βιβλίο «Ο άγνωστος Βάρναλης».

ΜΠΟΝΑΜΑΣ

Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.

Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες)
φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.

Την προσευκή τους κάνανε τα πράματα ν’ αλλάξουν
να ξεπροβάλουν οι κυράδες του Δεκαημέρου
χωρίς καπίστρι και λουρί, πολλές μαζί… (φυλάξου
τα πισινά του μουλαριού τα μπρος του καλογέρου!)

Κι ο Σατανάς τούς άκουσε που πιο καλά τους ξέρει
κι έστειλε τον καθηγητή της ηθικής ξεφτέρι…

Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες”
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Φταιν οι αθέοι».

ΓΕΡΒΑΣΙΟΣ Ο… ΘΕΟΕΜΒΑΙΚΤΗΣ
(Διά το γνήσιον Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ)

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΜΑΝ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - Άρχισε μια σιγανή βροχή…



Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή…
Γ. Κ.

Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.
Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα
Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—
Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια.
Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα
—Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—
Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά
Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως
Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.
Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα
Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι
Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι
Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι
Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής
Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.

…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος.
Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

"Φως που πάντα καίει" - Νέο βιβλίο για τον ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ




Στην έκδοση αυτή συγκεντρώνονται τα πρακτικά του 2ου επιστημονικού συνεδρίου, που πραγματοποίησε η ΚΕ του ΚΚΕ στις 16 - 17 Απρίλη 2011, για να τιμήσει το μεγάλο δάσκαλο, συγγραφέα, ποιητή και λαϊκό βάρδο Κώστα Βάρναλη.

Οπως αναφέρει στον Πρόλογο το Τμήμα Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ «πρόθεσή μας ήταν το συνέδριο αυτό, όπως και το προηγούμενο για τον Γιάννη Ρίτσο, να προσεγγίσει το θέμα του ολόπλευρα, διαλεκτικά, ζωντανά και όχι τυπικά, ακαδημαϊκά και επιτηδευμένα. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενό του δεν απευθύνεται σε ένα στενό κύκλο ειδικών και μυημένων, αλλά στον καθένα που ενδιαφέρεται να γνωρίσει και να κατανοήσει την πρωτοπόρα τέχνη της εποχής μας μέσα από το έργο ενός από τους σημαντικότερους πρωτεργάτες της, σ' όποιον κουράστηκε απ' τον ψευτο-μοντερνισμό της τέχνης της φυγής, των ομφαλοσκοπήσεων και της εσωστρέφειας, και αναζητεί ένα "φωτεινό ρήγμα" στην τέχνη που αφυπνίζει τη λαϊκή συνείδηση, όπως αυτή του Βάρναλη. Προπαντός όμως απευθύνεται στην εργατική τάξη και την αυριανή βάρδιά της, γιατί η πάλη για την πολιτιστική χειραφέτηση είναι αναφαίρετη πλευρά της γενικότερης πάλης της για τη συνολική κοινωνική απελευθέρωση. Αλλωστε, η ζωντανή, αμεσολάβητη, ζουμερή, σταράτη, σατιρική γλώσσα του Κώστα Βάρναλη συνομιλεί άμεσα με το λαό. Δε καταγράφει, δε διαπιστώνει, δεν παρηγορεί. Κόβει σα μαχαίρι. Είναι ένα αισθητικό - πνευματικό όπλο, ένας ακλόνητος οδηγός στον ταξικό αγώνα». Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΝΕΣΕ ΓΙΑΣΙΝ – Η δική μου η πατρίδα




Λένε πως ο άνθρωπος πρέπει την πατρίδα ν’ αγαπά
έτσι λέει κι ο πατέρας μου συχνά
Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο
ποιό από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ;

ΝΕΣΕ ΓΙΑΣΙΝ

Μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του σύγχρονου κυπριακού πολιτισμού, είναι η τουρκοκύπρια ποιήτρια Νεσέ Γιασίν.  Η Γιασίν που είναι και καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Κύπρου,  δέχτηκε κατά καιρούς επιθέσεις για την πολιτική της δράση. Στο βίντεο που ακολουθεί, από το 1991, ο Μάριος Τόκας παίζει στο πιάνο και τραγουδά στα ελληνικά και στα τουρκικά τους στίχους που μελοποίησε ο ίδιος, έχοντας στο πλευρό του την τουρκοκύπρια ποιήτρια.


Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ - Το άστρο των μάγων




Θυμάμαι πάντα με τι λαχτάρα, όταν ήμουν παιδί, κολλούσα το πρόσωπό μου στα τζάμια του παραθύρου της φωτογωνιάς μας και με τα μάτια στυλωμένα στο μαύρο ουρανό του χειμώνα, περίμενα τη νύχτα των Χριστουγέννων, να δω το άστρο που οδηγούσε μέσα στο απέραντο διάστημα τους Μάγους για να παν στη Βηθλεέμ. Μου είχαν πει: Κοίτα με προσοχή. Το άστρο, ένα μεγάλο, ωραίο άστρο, που φαίνεται μόνο αυτή τη νύχτα του χρόνου στον ουρανό, θα φωτίσει σε λίγο το δρόμο στους Μάγους που πάνε τα δώρα τους στο μικρό Χριστό…

Το πίστευα. Ήταν η ηλικία που διψάει κανένας να πιστεύει. Με τα μάτια καρφωμένα στη μεγάλη νύχτα του χειμώνα, ενώ έξω ούρλιαζε ο παγερός άνεμος και με γέμιζε γλυκό δέος, περίμενα να δω το εξαίσιο άστρο που φώτιζε τον ουρανό και την ψυχή μου. Όταν συλλογιέμαι τα χρόνια εκείνα, που πίστευα στο άστρο των Μάγων, νοιώθω τον εαυτό μου τώρα σαν απογυμνωμένο από μια βασιλικιά πορφύρα, σαν ένα ζητιάνο μπρος στην κατάκλειστη πύλη ενός κατάφωτου γιορταστικού παλατιού. Και μόνο που θυμάμαι τη ζεστασιά εκείνη, που η πίστη αυτή έβαζε σ' όλο μου το είναι, αισθάνομαι πιο παγωμένο τον εαυτό μου σήμερα.

Σήμερα ξέρω πως το άστρο που μ' έβαζαν να περιμένω δεν υπάρχει. Αλλ' αν λυπάμαι κατάκαρδα, δεν είναι γιατί μ' απατούσαν, αλλά γιατί δεν μπορώ, σαν τότες, ν' απατηθώ. Ω, τι δε θα 'δινα για να ξανάβρισκα την ωραία εκείνη ευπιστία των παιδικών μου χρόνων, την ψυχή μου των πέντε χρόνων και να μπορούσα να κοιτάζω προς τη ζωή όπως κοίταζα, τότε, από τα τζάμια της φωτογωνιάς μας, τη μεγάλη νύχτα, που ήταν να τη χαράξει ο φωτεινός δρόμος του άστρου! Ω, ας ήταν να ξανάβρισκα την ψυχή μου του καιρού εκείνου κι ας μην έδινε ποτέ ο Θεός να μου παρουσιαζόταν το άστρο (κι αν ήταν δυνατό να υπάρξει), γιατί δε θα 'ταν, δε θα μπορούσε ποτέ να είναι τόσο ωραίο, όσο στην αναμονή μου…

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

Στο πολύ όμορφο βιβλίο «Αποχρώσεις», εκδόσεις "Εστία".

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

«Σκίτσο ο κόσμος και ανελέητη ο θάνατος γομολάστιχα». Ένας χρόνος απουσίας του ΑΡΓΥΡΗ ΧΙΟΝΗ




«Τόσο τα ποιήματά μου όσο και τα πεζά μου είναι όντως χτισμένα με τα πιο παράταιρα δομικά υλικά. Ωστόσο, πιστεύω ή, αν θέλετε, ελπίζω ότι το τελικό αποτέλεσμα, το έργο, τα έχει τόσο καλά εντάξει, ενσωματώσει στην πρόθεσή του, στον στόχο του, ώστε αυτά να μην είναι πλέον διακριτά. Είμαι της άποψης ότι στην ποίηση, αλλά και σε όλα τα άλλα λογοτεχνικά είδη, δεν πρέπει να είναι ανιχνεύσιμα τα δομικά υλικά. Το ίδιο αόρατος πρέπει να είναι και ο καταβληθείς μόχθος. Θέλω να πω, το κείμενο, που έχει υποστεί πλήθος επεξεργασιών και έχει κοστίσει στον δημιουργό του πολλές νύχτες αγρύπνιας, όταν φτάνει με την τυπωμένη μορφή του στα χέρια του αναγνώστη, πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι ξεπήδησε και ρέει τόσο φυσικά και αυθόρμητα όπως το νερό της πηγής. Πρόκειται, σας διαβεβαιώ, για μια πολύ επίπονη διαδικασία, αλλά μόνον έτσι επιτυγχάνεται η συγκίνηση, η απρόσκοπτη επικοινωνία με τον αναγνώστη».*

Ανήμερα των Χριστουγέννων, ένα χρόνο πριν, έφυγε από ανακοπή καρδιάς ο ποιητής ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ. Πρόλαβε να ζήσει 68 χρόνια.  Ζούσε απομονωμένος τα τελευταία είκοσι περίπου  στο Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας. Ο θάνατος τον βρήκε στην Αθήνα όπου είχε ανέβει για να περάσει τις μέρες των γιορτών με τους δικούς του ανθρώπους. Με καταγωγή από την Κρήτη, γεννήθηκε στην Αθήνα. Άρχισε να γράφει ποιήματα από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε Ιταλική φιλολογία και για ένα διάστημα εργάστηκε ως μεταφραστής στο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το 1992 δήλωσε παραίτηση, επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό Θροφαρί. Εκεί έγραφε και καλλιεργούσε τη γη μέχρι το τέλος. Εκτός από τη ποίηση, ασχολήθηκε με την πεζογραφία και  την μετάφραση έργων ξένων συγγραφέων.

Δυο ποιήματά του:

ΣΚΑΒΩ ΤΗ ΓΗ, κι όπως την τσάπα κατεβάζω,”Χά!” κραυγάζω, δύναμη στο χτύπημά μου για να δώσω, στα κουρασμένα μπράτσα μου κουράγιο.  
Η γη με ένα “άχ!” μου αποκρίνεται, μ' έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης, καθώς την λευτερώνω από την πετσιασμένη κρούστα της.  
Και χά το χά και άχ το άχ με χί μπροστά ή με χί πίσω, με πόνο κι ανακούφιση, σιγά σιγά, η γη κι εγώ την άνοιξη στον πάνω κόσμο ξαναφέρνουμε.

(Στο υπόγειο. Αθήνα, Νεφέλη, 2004)

Χέρια

Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν - τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους
Τ' αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή - το χειρότερο - τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα.

(Λεκτικά τοπία. Αθήνα, Καστανιώτης 1983)


  • * Ο Αργύρης Χιόνης σε συνέντευξή του στην Αυγή, εδώ.
  • Τα ποιήματα βρήκα στον Τσαλαπετεινό, που  διαθέτει και μερικές  χρήσιμες παραπομπές για τον ποιητή.
  • Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία και αναλυτική αναφορά στο έργο του Αργύρη Χιόνη στη  Βικιπαίδεια, εδώ.

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Χριστουγεννιάτικο




Ο βαρύς χειμώνας σαν  ένα άγριο θηρίο δείχνει απειλητικά τα δόντια του. Παγώνει τους τοίχους των σπιτιών, τα κορμιά, παγώνει τις ψυχές. Ο καπνός από τις ξυλόσομπες των φτωχών σκαρφαλώνει στις γκρίζες ταράτσες, μπλέκεται με τα σύννεφα, κρύβει όσο  ουρανό απόμεινε, κάνει την ατμόσφαιρα πιο μουντή και  τα πολύχρωμα φώτα των Χριστουγέννων θαμπά. Γδέρνει τα ρουθούνια καθώς τρυπώνει στις δαιδαλώδεις κρύπτες  του νου, ανακαλύπτει τις θύμησες κι αρχίζει σκάβοντας να ξεθάβει παππούδες και  γιαγιάδες δίπλα σ’ αναμμένα τζάκια, να σπάνε καρύδια ή να ψήνουν κάστανα και να διηγούνται ιστορίες από χρόνους δίσεχτους.  Η ψυχή του άνεργου δε γιορτάζει. Δεν έχει σπίτι μ’  αναμμένο τζάκι. Δεν έχει γιαγιά και παππού ν’ απλώσουν τα γεμάτα με καλούδια χέρια τους και να διηγηθούν παλιές ιστορίες. Οι τσέπες της είναι άδειες από κέρματα και ηλιόλουστες μέρες και  τα παπούτσια της τρύπησαν απ’ τα μακρινά ταξίδια της αναζήτησης. Τα πόδια της μάτωσαν καθώς περιπλανιέται μαυροντυμένη στους στολισμένους δρόμους σαν μια μικρή κινούμενη μαύρη κουκίδα, ανάμεσα στις χιλιάδες, πάνω στον καμβά της επίπλαστης χαράς. Στις φλέβες της χοχλάζει ένα χαρμάνι από αίμα κι  οργή. Γίνεται χείμαρρος που παρασύρει τα «πρέπει» και πνίγει την «λόγω ημέρας» κενή αισιοδοξία.  Κρύβει μέσα της  γκρεμούς με κοφτερά βράχια που πάνω της κομματιάζονται οι λέξεις συμπόνιας και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Είναι ηφαίστειο που σκεπάζει με  τη στάχτη του τα γυαλιστερά χαμόγελα και τα λευκά καλοσιδερωμένα πουκάμισα της παρακμής, και λιώνει στη λάβα του τις κέρινες μούμιες της «φιλανθρωπίας». Κλείνει τ’ αυτιά της στους χαρμόσυνους ύμνους και τα μηνύματα «αγάπης» των αρχόντων που δονούν τα μεγάφωνα της  εικονικής πραγματικότητας. Σκύβει  για ν’ ακούσει την σάπια ανάσα του κολασμένου, που μυρίζει απόγνωση, και ακουμπάει στη μυρωδιά της. Δεν την μαγεύουν  τα πολύχρωμα λαμπιόνια στα δέντρα και οι Σειρήνες στις βιτρίνες των καταστημάτων. Το βλέμμα της πέφτει στις άκρες των βρώμικων πεζοδρομίων, στ’ απλωμένα χέρια των φτωχοδιάβολων που εκλιπαρούν για μια φέτα γιορτινό ψωμί, μισό τσιγάρο ή δυο γουλιές θάνατο. Γονατίζει και τα φιλάει, τα σφίγγει στα δικά της αφήνοντας στις παγωμένες χούφτες  τους δυο ζεστές σφαίρες ελπίδας. Όλα τα φώτα της πόλης  δεν φτάνουν για να τη φωτίσουν. Θα παραμένει σκοτεινή σαν τα βαθιά νερά του Αχέροντα μέχρι  οι χιλιάδες μαύρες κουκίδες να γίνουν ποτάμια φωτιάς και να κάψουν τα ξύλινα τείχη  της στωικότητας και στις φλόγες τους να λάμψει η εκδίκηση των δικών της Χριστουγέννων. (Οικοδόμος)

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - Χριστούγεννα 1943




Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες
γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε
κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες του
τρεις πεθαμένους κύκνους  
και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό
οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο
ένα μικρό Χριστό στο κάθε δάκρυ της λησμονημένης
ένα αρνάκι μια σταλιά στις παγωμένες της παλάμες
ένα πουλί αστέρινο καρφίτσα στα μαλλιά της.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ – Παραμονή Χριστουγέννων




Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ' εκείνο κρυώνει
καθώς μάς πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες πού ξανακλείνουνε

ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας - ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
πού σε λίγο θα τα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλυστράει το ρολόϊ του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει-αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.

Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.

Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη τής αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδι ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.

Ελάτε, λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της
ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.

Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατα-
τούκα.
Τού κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά-καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομένο σαν ψιχαλισμένος
δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα, ξαφνικά, και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.

Μη με λες, λοιπόν, σύντροφο
έχω έναν σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.

Μη με λες, λοιπόν, σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.

Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.

Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα-όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύ-
λα σου
καθώς
προχωράς.

Η ασετυλίνη πού σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.

Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
-Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα τού πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα-ήσυχα. Τ' άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αγέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά τής χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, χαλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
- Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα.

Κ' η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

«Τάσος Λειβαδίτης, ΠΟΙΗΣΗ [ΤΟΜΟΣ 1]», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Ο Che απαγγέλει στίχους του Ισπανού ποιητή Leon Felipe (video με ελληνικούς υπότιτλους)




Όταν οι πράκτορες της αμερικανικής CIA, μαζί με το Βολιβιανό στρατό, συνέλαβαν τον Τσε, βρήκαν μέσα στον σάκο του δύο σημειωματάρια. Το ένα περιείχε σημειώσεις για στρατιωτικά θέματα και το δεύτερο χειρόγραφα ποιήματα αγαπημένων ποιητών του κομαντάντε, όπως  ο Χιλιανός Πάμπλο Νερούδα, ο Κουβανός Νικολάς Γκιγέν, ο Περουβιανός Σέσαρ Βαλιέχο και ο Ισπανός Λεόν Φελίπε. Τα ποιήματα είχε αντιγράψει στο σημειωματάριο ο ίδιος ο Τσε και τον συντρόφευαν πάντα στην ανάπαυλα της μάχης. Στο βίντεο που ακολουθεί ο Τσε απαγγέλει (σε εκδήλωση πολύ πριν συλληφθεί) στίχους του Λεόν Φελίπε. Έχει μεγάλη σημασία η τελευταία φράση του κομαντάντε: «Αυτή ακριβώς είναι η συμπεριφορά των ηττημένων σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο που εμείς έχουμε αφήσει πίσω μας πια»…


Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ – Ο δρόμος μας


                                      φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας                                     


Στους συντρόφους
που δεν γυρίσανε πίσω

Ας μην ήρθατε πίσω
κι ας μην φτάσατε πουθενά.
Ο δρόμος μας αρχινά
από ΄κει που ο δικός σας τελειώνει.
Μέσα στο κάτασπρο χιόνι
μια ματωμένη γραμμή το δρόμο μας δείχνει,
ας ρίχνει σκοτάδι τριγύρω η νύχτα, ας ρίχνει…
Ακολουθούμε πιστά τα ματωμένα σας ίχνη.

ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ

(«Φώτης Αγγουλές, ΠΟΙΗΜΑΤΑ», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011)

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ - Σώπα, μη μιλάς…




Ο Αζίζ Νεσίν γεννήθηκε στη Χάλκη της Κωνσταντινούπολης στις 20 Δεκέμβρη του 1915.

Σώπα, μη μιλάς…

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ' τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
"σώπα".

Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε :"εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!"

Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
"κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ....σώπα!"

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε,
"θα βρεις το μπελά σου, σώπα".

Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
"Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα"

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκά μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε "Σώπα".

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα"
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα".
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ
εύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το "Σώπα".

Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν' την να σωπάσει.
Κόψ' την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς"
Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.

Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.

Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ' την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσά σου.

Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα' ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!....

ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ

(απόδοση Γιάννη Ρίτσου;)


Στο βίντεο που ακολουθεί, η συγκλονιστική απαγγελία του ποιήματος από την ηθοποιό Μαριέτα Ριάλδη:


Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ – Αμοργός (I)




(απόσπασμα)

Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις
τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας
το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας.
Το ξέρω είσαι μια φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα
του άνεμου είσαι μια σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος
των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά
ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτη-
μα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μια μέρα στα
φύλλα της βερικοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των
μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγα-
πητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι. Υπάρχει μια πέτρα αθάνατη
που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε
τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει
ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’
αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού
Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής
μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη
φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει
ξαφνικά  η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες και τα χιόνια θα
λιώσουν στα βουνά θα κελαηδίσει ο άνεμος τα χελιδόνια
θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με
τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις
καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά
μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και
φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστειεύεται πια το αίμα των ρυακιών
θα ξεχειλίζει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα
παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμί-
δια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και
σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα
μεσάνυχτα. Τότε θα ΄ρθούν σιγά σιγά τα φοβισμένα κορίτσια
για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολό-
γυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς
που ήμασταν νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή
για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρίφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη
παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μια χούφτα
ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό
από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα
λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνει-
ρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια
καλύτερη μέρα.

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ - Τούτος ο χειμώνας...



Τούτος ο χειμώνας
είναι ο πιο σκληρός~
ο θεός να δώσει
να κρατήσει λίγο.
'Εφραξε τους δρόμους
ο κακός καιρός
πριν σκεφτώ να φύγω.

Λίγο να κρατήσει,
δίκαιοι ουρανοί,
μια και δεν προσμένω
πια άλλο καλοκαίρι,
κι άλλο χελιδόνι
πια δεν θα φανεί
νέα ζωή να φέρει

'Αλλο χελιδόνι,
πια δεν καρτερώ,
σβέλτο μου, χρυσό μου,
μαύρο χελιδόνι.
Μόνο αναθυμάμαι
τον καλό καιρό,
κι η καρδιά μου λιώνει.

Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΒΛ. ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ - Ο δειλός


Προσεκτικά μαύροι και ξανθοί
κρύβοντας τη ματιά τους,
κρύβοντας τα γούστα τους,
όλο στο πλάι, στον ίσκιο, παράμερα,-
κυκλοφορούν οι δειλοί
στη δοξασμένη από ήρωες χώρα.
Κάθε διευθυντής για το δειλό είναι κανόνι.
Ακόμα κι εμπρός σε πρόσωπα συγγενικά του
τα ματάκια ο δειλός χαμηλώνει
και τρυπώνει στο γιακά του.
Κολλάει στα χαρτάκια το μάτι,
με των ποδιών σφιγμένους τους διαβήτες:
«Να μπορούσα να καταχωνιαστώ πίσω από τη διαταγή…
να μπορούσα να κρυφτώ πίσω από την εντολή…»
Δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι άντρας ή ψάρι-
λέξη τσάμπα κανείς δεν μπορεί να του πάρει.
Που να βάλει σφραγίδα και υπογραφή!
«Μόνο να μη μ’ εκλέξουν,
μόνο να μην έχω την ευθύνη…»
Αυτί ένα μέτρο –καθόλου πιο λίγο-
στους διευθυντές ξοπίσω τρέχει,
τη γνώμη τη δική τους ν’ ακούσει,
και αύριο πρώτος να την έχει.
Αν όμως ο ανώτερος γνώμη αλλάξει,
εκείνος θ’ αφομοιώσει τη γνώμη του ανωτέρου:
-Γνώμη είναι δεν είναι γνώμη,
και δεν είναι φοβερό να τη χάσεις.-
Κλέψτε, σφάξτε κοντά του,
δεν θ’ ακούσει μήτε κλάμα μήτε θρήνο.
«Η δική μας δουλειά είναι μικρή-
εγώ αυτός καθεαυτός δεν είμαι και μεγάλος βουβός,
μα το στόμα μου είναι γεμάτο νερό,
σαν νεροχύτης ειμ’ εγώ».
Ο δειλός τυλίγεται με χαρτόνια και χαρτιά.
«Πώς να το λύσω;! Ας το κάνουν άλλοι.
Κι αν ξάφνου δεν βγει; Κι αν με καλύψουν ξαφνικά;
Κι αν ξάφνου κάνω γκάφα μεγάλη;»
Μέρα τη μέρα δένει λεπτά
τα δεσμά των πιο παράξενων γάμων-
δένει το λιοντάρι με τα’ αρνί
με τη γάτα το ποντίκι συμφιλιώνει.
Όλη μέρα την καρδούλα ο τρόμος σκεπάζει,
αφορμές για πετάρισμα-άπειρες.
Των λεωφορείων ο τροχός τον τρομάζει
και οι ανώτεροι, και η γυναίκα του, και η γρίπη.
Το συνδικάτο, ο δήμος, όσοι ζητούν δανεικά,
το νεκροταφείο, η αστυνομία, τα δάση,
τα σκυλιά, ο καιρός, το κουτσομπολιό, ο χειμώνας
και οι πρότυπες δίκες.
Τρέμει και ξαπλώνει ο πολίτης,
το τρέμουλο τη νύχτα τον τσακίζει…
Σύντροφε τι τρέμεις;
Τι συμβαίνει λοιπόν;
Στο ενυδρείο θέλεις να σε βάλω;
Η επανάσταση απαιτεί, να υπάρχει
θάρρος, θάρρος, και άλλη μια φορά-
θ-ά-ρ-ρ-ο-ς.       


ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
«ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ» 36-38, 10-12/1986 (Μετάφραση: Χρήστος Τρικαλινός)