Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Ηλίας Σιμόπουλος - Πρωτομαγιά 1944 (απόσπασμα)


III
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη.
Το τραγούδι τους/ πυρπόλησε τους ορίζοντες της Καισαριανής.
Τ’ ακούσαν οι γερόντισσες και στήσαν όλες το χορό
κι ανάστησαν το Ζάλογγο κι αγκάλιασαν τον κόσμον όλο.
Τ’ ακούσανε και οι δήμιοι και πισωπάτησαν
τρομαγμένοι με μια πελώρια σιωπή στο στόμα.

 IV
Διακόσια παλικάρια  τραγούδησαν σήμερα τον ερχομό του Μάη!
Σταθείτε ολόρθοι, σύντροφοι.
Συντρόφισσες στο πόδι.
Στις πολιτείες, στα χωριά, στους κάμπους, στ’ ακροβούνια,
συντρόφοι και συντρόφισσες, σταθείτε ορθοί. Και στρέψετε
το βλέμμα σας προς την Καισαριανή
τη λεβεντιά για ν’ ανταμώσει.

Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σήμερα….
Στο πλατύ μέτωπο και στα μαλλιά
και στα μεγάλα εκφραστικά τους μάτια
διαβάσαμε το μήνυμα:
Η άνοιξη πως φτάνει!
Χαρά σε σας, τιμή στα παλικάρια μας, χαρά στον κόσμον όλο.
Δέστε σφιχτά- σφιχτά τα χέρια σας
και πλέχτε μιαν απέραντη αλυσίδα,
να πιάνει απ’ την Κρήτη, το Μωριά
κι από τη Ρούμελη κι από τη Θεσσαλία
ίσαμε κει ψηλά στην Ήπειρος,
ίσαμε κει μακριά στη Θράκη
ν’ αρχίσουν τον Καλαματιανό
και να χορέψουνε τον τσάμικο,
που να τραντάξει όλη η γη και να καεί το πελεκούδι.
Μα προσοχή συντρόφοι, ουτ’ ένα δάκρυ.
Όπως εκείνοι μας αποχαιρέτησαν περήφανοι
όμοια κι εμείς περήφανοι να τους ξεπροβοδίσουμε ταιριάζει.
Μα προσοχή, συντρόφοι, ουτ’ ένας στεναγμός,
να μη λερώσουμε τη μνήμη των ηρώων.
Όπως εκείνοι δε φοβήθηκαν το θάνατο,
πρέπει κι εμείς να μην τον φοβηθούμε.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σήμερα.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν, διακόσια παλικάρια…

ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Σαν θρύλος...


Με αυτούς τους στίχους, η ποιήτρια της Εθνικής μας Αντίστασης Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη προσπάθησε, δέκα μέρες μετά τη θυσία τους, να αποτυπώσει τη νίκη των τριών νεολαίων της ΕΠΟΝ, που, στις 28 Απρίλη του 1944, μετέτρεψαν ένα χαμόσπιτο του Υμηττού στο «Κάστρο» - σύμβολο του αγώνα ενάντια στους φασίστες κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους.

ΣΑΝ ΘΡΥΛΟΣ

Κάστρο δεν ήταν, ένα σπίτι απλό
βαμμένο απ' τα συνθήματα του αγώνα
σαν όλα τ' άλλα εκεί στον Υμηττό.
Μα τ' όρισε η τύχη προμαχώνα.

Κάστρο δεν ήταν, μ' άντεξε σαν Κάστρο.
Ολάκερη μια μέρα και βωμός
υψώθηκε κι ολόκληρο σαν άστρο
 στην αίγλη του το πήρεν ο ουρανός

Τρία παιδιά, τρεις νέοι, τρεις επονίτες
ήταν οι μόνοι άξιοι του φρουροί
και γύρω ένα φουσάτο γκεσταμπίδες,
τσολιάδες, καστροπάρτες Γερμανοί.

Κι όταν το γέρμα του ήλιου οι αντρειωμένοι
σιγήσαν πια κι αυτοί, χωρίς πνοή
προχώρησαν αργά, δειλά, σκιαγμένοι
οι πολιορκητές μες στη σιγή.

Σωρό τα πτώματα έλεγαν θα βρούνε
και βρήκαν μόνον τρία νεκρά παιδιά.
Κατάπληκτοι τα βλέπουν κι απορούνε
πούθε έβγαινε μια τέτοια λεβεντιά.

Πούθε έβγαινε; Απ' τα Νιάτα απ' τη θυσία,
τάχεν η ΕΠΟΝ γεννήσει η ηρωική
να ξαναγράψουν μια παλιά ιστορία
σε νέα σελίδα ακόμα πιο λαμπρή.

 Στο Κούγκι τώρα και στ' Αρκάδι,
το σπίτι - Κάστρο στέκεται ιερό.
Κι οι τρεις λεβέντες λάμπουν κάθε βράδυ
τρίδυμα αστέρια εκεί στον Υμηττό.

ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ  - ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Θέμος Κορνάρος - 44 χρόνια από τον θάνατό του (23 Απρίλη 1970)

Θέμος Κορνάρος: Το έργο του ύμνησε τον κομμουνισμό και την πίστη σ’ αυτόν 

«Κουμπάρε». Αυτή ήταν η προσωνυμία του λογοτέχνη Θέμου Κορνάρου, που υποκαθιστούσε και το «Θέμος» και το «Κορνάρος». Με την προσφώνηση «κουμπάρε» συμπύκνωνε τις έννοιες αδελφός, σύντροφος, συναγωνιστής.

Υπόδειγμα κομμουνιστή λογοτέχνη, στρατευμένου στην υπόθεση του λαού. «Φλογισμένο πολυβόλο» τον χαρακτηρίζει ο Τάκης Αδάμος και συνεχίζει: Η ζωή, η δράση και τα έργα του δεν είναι παρά «εύστοχες βολές» στις ρίζες της λαϊκής δυστυχίας, της εκμετάλλευσης, της ξενοδουλίας και της πολύπλευρης καθυστέρησης της χώρας. Αγωνίστηκε αδιάλλαχτα να εμποδίσει τη ζούγκλα «να κατακλύσει τους ανθρώπινους συνοικισμούς».
Αξιος μαχητής της στρατιάς της κοινωνικής αλλαγής. Για τη δράση και τα έργα του γνώρισε αμείλιχτους και σκληρούς διωγμούς: Το ’36 πιάστηκε και εκτοπίστηκε στη Φολέγανδρο και αργότερα, βαριά άρρωστος, στην Ακροναυπλία. Και έπειτα «τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό/ Απ’ το Χαϊδάρι, στα μπουντρούμια του Μεσολογγίου/ Απ’ τη Μακρόνησο στον Αϊ – Στράτη/ Δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου/ Με δύο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου…» (Γ. Ρίτσος) .
Η ζωή του
Γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της Μεσσαράς Κρήτης. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Οικογένεια πάμφτωχη, δεν μπορούσε να προσφέρει, σχεδόν, τίποτε στα παιδιά της. Οι γονείς του ήταν αγρότες, αν και ο πατέρας του «άσκησε» τον περισσότερο καιρό το «επάγγελμα» του οπλαρχηγού. «Ο πατέρας μου είχε μεγάλη περιουσία. Ολη την ξόδεψε στις επαναστάσεις του τόπου μας. Οταν μαζεύεται από τους πολέμους, καταπιάνεται με τα αμπέλια».
Είναι ο μικρός, από τα 9 παιδιά του οπλαρχηγού. Εχει πάθος με τα γράμματα. Διψάει για μόρφωση, να πάει γυμνάσιο και πανεπιστήμιο, με όνειρο να γίνει γεωπόνος. Από τα 9 του διαπραγματεύεται με τον πατέρα του να τον στείλει στο γυμνάσιο. «Δεν ήθελε να με στείλει για γράμματα». Δώδεκα χρονώ το σκάει για την Αθήνα και ρίχνεται στη βιοπάλη. Σχεδόν παιδί, δούλεψε σε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα, μετακινούμενος από πόλη σε πόλη, χωρίς να εγκαταλείψει το όνειρό του να πάει στο γυμνάσιο. Πουλάει τσιγάρα, κάνει θελήματα. Προσπαθεί να βγάλει το ψωμί του και να γραφτεί στο γυμνάσιο. Δεν τα καταφέρνει και φεύγει για τη Μακεδονία, όπου περιπλανιέται σε πόλεις και χωριά και κάνει όποια δουλειά βρει. Σε καπνοχώραφα, μεταλλεία, τυπογραφεία. Φτάνει ως το Αγιον Ορος και δουλεύει σκαφτιάς στα κτήματα των μοναστηριών. Αυτό τα καλοκαίρια. Το χειμώνα πάει στο σχολείο. Στα διαλείμματα πουλάει στους συμμαθητές του κουλούρια, κοιμάται σε παλιά σιδηροδρομικά βαγόνια γιατί δεν έχει να πληρώσει νοίκι και περνάει τις τάξεις. Την τελευταία τάξη, παλεύοντας με τον ίδιο τρόπο, τη βγάζει στη Θήβα. Εχει φτάσει πλέον στην πόρτα του πανεπιστημίου, μα δε θα την περάσει ποτέ. Σπούδασε, όμως, γερά στο «πανεπιστήμιο» της ζωής και του αγώνα, που τροφοδότησαν το λογοτεχνικό του ταλέντο.

Ο Θέμος Κορνάρος
Στη Θήβα δουλεύοντας στο τσιφλίκι των Μπαίικερ πρωτοπαίρνει μέρος σε απεργία. Από τότε ο δρόμος του χαράχτηκε οριστικά. Και στη λογοτεχνία και στη ζωή. Εταξε την τέχνη του στην υπηρεσία του λαού του, έγινε ο πρακτικογράφος των αγώνων των.

Ξεκίνημα
Ξεκινά σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε άνοδο. Μεγάλη απήχηση στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους ασκούν λογοτέχνες της Δυτικής Ευρώπης, που μιλάνε για τη κατάσταση των εργατών, τις άθλιες συνθήκες ζωής τους. Με τις εντυπώσεις από τη ζωή των ανθρακωρύχων και τους εργατικούς αγώνες στη δυτική Ευρώπη καλλιεργεί το λογοτεχνικό ρεπορτάζ και επηρεάζει αρκετούς νέους πεζογράφους της εποχής. Είναι περίοδος που στο «Ριζοσπάστη», στη «Νεολαία» και σε λογοτεχνικά περιοδικά δημοσιεύονται τακτικά ποιήματα και διηγήματα εργατών.
Το πρώτο του κείμενο του Θέμου Κορνάρου στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» (Δεκέμβρης 1932 σελ. 439) με τίτλο «Πάνω στα προβλήματα της προλεταριακής τέχνης», που το υπογράφει ως «Εργάτης», υποστηρίζει ότι «αν και δεν έχει γραφτεί προλεταριακή τέχνη είναι δυνατόν και αναγκαίο να γραφεί από τους ίδιους τους εργάτες». Θέλει στο έργο του να ακούγεται «το ”γκουχ, γκουχ” του σιδερένιου τροχού, το ”τσαφ τσαφ” του συνδετικού λουριού, το βούισμα του μοτέρ, το ”χρρρρ…” του βιντς κι ανάμεσα σε αυτά όλα η σκληρή, η τραχιά, νευρώδικη κραυγή του βιομηχανικού εργάτη» (στο ίδιο).

Ο συγγραφέας σε επίσκεψη στο γραφείο του Λένιν στη Μόσχα

Ισως ο Κορνάρος είναι ο μοναδικός συγγραφέας που του ταιριάζει ο τίτλος του εργάτη – συγγραφέα. Ξεκινά με αυτόν ένα νέο είδος λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Το λογοτεχνικό ρεπορτάζ, όπου καταγράφει τις συνθήκες που έζησε ο ίδιος. Οχι ως τουρίστας, αλλά ζώντας και δουλεύοντας ανάμεσα με τους ανθρώπους του μόχθου. Ζυμώθηκε μαζί τους.
Το έργο του
Ο Κορνάρος δεν ήταν καθεαυτό μυθιστοριογράφος. Τα περισσότερα έργα του είναι «κάτι μεταξύ ρεπορτάζ και χρονικού, μαρτυρούσαν ένα ταλέντο, όπου η όσφρηση του δημοσιογράφου και η εσωτερική ματιά του λογοτέχνη παρουσίαζαν μια σύνθεση από τις πιο σπάνιες και τις πιο αποδοτικές (…) εκείνο που εντυπωσιάζει σ’ αυτά ήταν ότι η κριτική ενυπήρχε μέσα στην περιγραφή που ήταν πάντοτε αχνιστή, σπαρταριστή, ότι οι αγανακτήσεις του, χωρίς να εκφράζονται άμεσα, έβγαιναν ζωντανές μεσ’ από τα κείμενα, μας χτυπούσαν σαν άνεμος κατά πρόσωπο» («ΕΣΤΙΑ», τεύχος 1031, «Θέμος Κορνάρος», ΧΑΤΖ).
Το πρώτο του έργο «Ερωτας και αναιστησία» είναι η ιστορία ενός λούστρου (εκδόθηκε το 1929 στο Ηράκλειο). Σιωπηρά αποκηρύχθηκε από τον ίδιο. Αργότερα, στην Αθήνα, επιχείρησε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο, ενώ δούλευε συγχρόνως εργάτης σε χτισίματα του Εθνικού Θεάτρου (και αργότερα ως θερμαστής). Εκεί γνώρισε τον Φώτο Πολίτη, ο οποίος εντυπωσιασμένος έγραψε μια εγκωμιαστική κριτική στην εφημερίδα «Πρωία». Αφορμή για την παρουσίασή του ήταν το «Αγιον Ορος, Οι άγιοι χωρίς μάσκα» (1933). Το βιβλίο περιείχε βιώματα και παρατηρήσεις του, όταν δούλευε ως σκαφτιάς στον Αθω, το 1931. Ενα βιβλίο «μαστίγιο», όπως χαρακτηρίστηκε και που έφερε στη δημοσιότητα μια από τις σκοτεινές πτυχές της ελληνικής ζωής, μαστιγώνοντας τη βρωμιά και την υποκρισία του καλογερισμού.
Το βιβλίο σημείωσε τρομερή επιτυχία. Εκδόθηκε 3 φορές σε 2 μήνες. Προκάλεσε την αντίδραση της εκκλησίας και των κρατικών αρχών που κατάσχεσαν τη 2η έκδοση. Ωστόσο, παρά την επιτυχία του «Αγίου Ορους» συνέχισε να δουλεύει ως εργάτης έως και το 1944.
Την ίδια χρονιά (1933) εξέδωσε την «Σπιναλόγκα». Λογοτεχνικά είναι ένα βήμα παραπέρα. Δίνει λογοτεχνικότερη μορφή στις σκέψεις και στη συγκίνησή του. Αυτό όμως που αξίζει εδώ δεν είναι η περίτεχνη φράση. Είναι η δυνατή περιγραφή και η αγάπη για τον άνθρωπο. Περιγράφει τη ζωή των λεπρών στον ξερόβραχο, που βασανίζονται από την αρρώστια τους και από την απανθρωπιά του κράτους και των εκπροσώπων του. Είχε επισκεφτεί ο ίδιος το νησί και έδωσε ζωντανά τη μακάβρια εικόνα της διαβίωσης των λεπρών που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη. Με τη «Σπιναλόγκα» κουρελιάζει, ξεγυμνώνει την αστική «φιλανθρωπία» και την κρατική «μέριμνα» για την υγεία των εργαζομένων.
Το 1935 κυκλοφορεί «Ο Αλήτης», όπου ζωντανεύει το δράμα των απόκληρων της κοινωνίας, όπως το έζησε ο ίδιος στις πολύχρονες περιπλανήσεις του. Λίγο αργότερα χάνεται στα βάθη των Ινδιών σαν ανταποκριτής αθηναϊκής εφημερίδας. Κάποιες εντυπώσεις του θα τις γράψει στην «Ανατολή».
Το 1941 κυκλοφορεί το «Καλοί και κακοί» και το 1943 «Ο Δαίμονας» και «Δε θα πεθάνουμε». Αφηγήματα που παρουσίαζαν επεισόδια, σκίτσα μάλλον, της ναζιστικής Αθήνας. Είναι μια διακήρυξη πίστης στον άνθρωπο, στον αγώνα του, στην ανθρωπιά. Με την απελευθέρωση έδωσε ένα από τα καλύτερα πεζογραφήματά του. Στο «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου» (1945) εξιστορεί τις φρικαλεότητες των ναζί στο στρατόπεδο, όπου έκλειναν αγωνιστές της Αντίστασης και ομήρους, προκειμένου να τους εκτελέσουν ως αντίποινα σε πράξεις της Αντίστασης. Οι καλύτερες σελίδες αναφέρονται στα βασανιστήρια της οδού Μέρλιν. Το άντρο αυτό αποτελούσε το διακομιστικό θάλαμο προς το στρατόπεδο. Το πραγματικό θέμα πίσω από τη συγκλονιστική αφήγηση είναι η αντίσταση που πρόβαλαν στον κατακτητή οι έγκλειστοι. «Είναι μορφές ηρωικές μέσα σε αυτή την αφήγηση που αποσπούν το θαυμασμό μας. Πιο συγκλονιστικά, ο Ναπολέων Σουκατζίδης, σύμβολο και συγκεντρωτικός αγωγός αυτής της αντίστασης», (Γιάννης Χατζίνης). Ο Κ. Βάρναλης το χαρακτήρισε «… το πιο ώριμο και ενδιαφέρον έργο του και από την άποψη του γραψίματος και από την άποψη του θέματος».
Ακολουθούν «Ο εσταυρωμένος λαός μου», με θέμα το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, το Σεπτέμβρη του 1943 και «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία» που στιγματίζει το δωσιλογισμό κα τη διαφθορά των εκπροσώπων της εκκλησίας και της άρχουσας τάξης (καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκιση για συκοφαντική δυσφήμιση). «Με τα παιδιά της θύελλας» (1956), γράφτηκε στην εξορία και περιγράφει το δράμα των λαϊκών αγωνιστών στα χιτλερικού τύπου στρατόπεδα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το 1957 εκδίδεται το «Στάχτες και φοίνικες», ένα ρεπορτάζ από το κολαστήριο της Μακρονήσου. Το 1958 τα «Η αιχμαλωσία της νύχτας», «Θεσσαλονίκη 9-11 Μάη 1936» και δύο τόμους με ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη λαϊκο-δημοκρατική Κίνα, την ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, Ελβετία και Ρώμη. Ακολουθούν τα «Γη της Ανάστασης» (1959), «Οδός Προμηθέως» (1960) και «Το ξεκίνημα μιας νέας γενιάς» (1963) - μια εικόνα της πορείας της γενιάς του, με στοιχεία μυθοποιημένου υλικού.
Επιμελήθηκε δύο τόμους Ανθολογίας Αντιστασιακού διηγήματος με τίτλο: α) «Θυσίες και δάφνες του ελληνικού λαού» και β) «Αρματωμένη Ελλάδα». Συνεργάστηκε στα περιοδικά «Νέοι Πρωτοπόροι», «Ελεύθερα Γράμματα», «Επιθεώρηση Τέχνης» και την προδικτατορική «Αυγή».

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

125 χρόνια από τη γέννηση του Βασίλη Ρώτα

Σαν σήμερα, στις 23 Απρίλη του 1889, γεννήθηκε ο λογοτέχνης Βασίλης Ρώτας. Ο Βασίλης Ρώτας ανήκει σε κείνους τους πνευματικούς ανθρώπους που έθεσαν ως κυρίαρχο της ζωής τους την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σε εκείνους που αφοσιώθηκαν και αγωνίστηκαν για τα ιδανικά του μαρξισμού -λενινισμού, στην πανανθρώπινη ιδεολογία που σταθερά και αποφασιστικά διδάσκει το ΚΚΕ. Έδωσε σκληρές μάχες, υποστήριξε τις αξίες, υπηρέτησε στον αγώνα για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, υποστηρίζοντας στην πράξη τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη.
Στην πολιτιστική και ειδικά στη θεατρική δραστηριότητα που ανέπτυξε το ΕΑΜικό κίνημα, με την παιδεία και την τέχνη να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική και πολιτική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων προς την κοινωνική αλληλεγγύη και ισότητα, τη συλλογική και εθελοντική δράση εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών, η συμβολή του Βασίλη Ρώτα υπήρξε καθοριστική. Με σύμφωνο το ΕΑΜ, το 1942, ίδρυσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο, «νόμιμο καταφύγιο» για τους ΕΠΟΝίτες. Το θέατρο του Ρώτα έγινε βήμα προβληματισμού και συνειδητοποίησης, όπου νέοι μάθαιναν για το θέατρο και συμμετείχαν σε αντιστασιακές εκδηλώσεις, με παραστάσεις σε θέατρα, πλατείες, δρόμους, και κείμενα που εξύψωναν το λαϊκό φρόνημα, ενώ οι εισπράξεις πήγαιναν στο ταμείο του αγώνα.
Την ίδια εποχή, στην ελληνική επαρχία αναπτύσσεται ένα νέο είδος θεάτρου, που υπηρετεί τους σκοπούς του αντιστασιακού αγώνα. Το «Θέατρο του βουνού». Το καλοκαίρι του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μεταφέρει το πνεύμα θεάτρου στα βουνά. Με υπόδειξη της ΠΕΕΑ ιδρύει το «Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», ανταποκρινόμενος στο επίμονο αίτημα των αγωνιστών για θέατρο. Το θίασο αποτελούν επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά και ερασιτέχνες από τους αντάρτες. Μεταξύ αυτών, ο συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου, ο ηθοποιός Γιώργος Δήμας, οι Βάσης και Άννα Ξένου, ο Νικηφόρος Ρώτας, ο Αλ. Ξένος.
902
Διαβάστε περισσότερα για τη ζωή και το έργο του Βασίλη Ρώτα, εδώ:

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

"Aληθώς ο Κύριος"…


Η Ανάσταση μπορεί να υπάρξει. Αλλά θα γεννηθεί μόνο έτσι: Εκ της συνεχούς μεταλήψεως των αχράντων του Ανθρώπου μυστηρίων. Στη «Θεία Κοινωνία» των στίχων του μεγάλου Τάσου Λειβαδίτη προστρέχουμε. Με την βεβαιότητα: Ότι είναι ο ίδιος ο «Λάζαρος» που έχει τη δύναμη να αναστήσει τον εαυτό του. Και με την ελπίδα: Ότι θα το αποφασίσει. Και θα σηκωθεί…  
*
«Κάτωχρος κι εξαντλημένος ο Ιησούς στάθηκε κοντά στον τάφο.
“Λάζαρε, βγες έξω”, φώναξε. Όλοι περίμεναν. Κι ο φτωχός
νεκρός, που ένιωσε ότι εδώ στον τάφο του παίζεται η τύχη του
κόσμου, τί να ΄κανε; Η γη είχε χαθεί,
πως θ΄ άφηνε χωρίς ανάσταση έναν ολάκερο ουρανό…».
*
«Αφήστε με, παρακαλώ, μια στιγμή να περάσω. Θα 'μαι
    σύντομος
όπως όλοι οι αληθινά μεγάλοι. Δε με ξέρετε;
Είμαι, λοιπόν, εγώ που φώναξα πριν τόσες χιλιάδες χρόνια
εκείνο το ασύγκριτο, μάταιο "νενικήκαμεν".
Εγώ που πρόδωσα τους Έλληνες σ' όλες τις μάχες, και
     τους Πέρσες
σ' όλη την αιωνιότητα. Ακριβώς, το μαντέψατε: είμαι ο
    Λάζαρος.
Εγώ που μου φωνάξανε μια νύχτα, τέσσερις μέρες νεκρός:
Λάζαρε, βγες έξω. Κι ενώ ήξερα πως κανείς δε μπορούσε
    να μ' αναστήσει,
συμπόνεσα τόσο την ανθρώπινη ευπιστία
που σηκώθηκα».
Χρόνια Πολλά!  

(Νίκος Μπογιόπουλος - Ενικός)

Σαν σήμερα, στις 20 Απρίλη του 1922, γεννήθηκε ο Τάσος Λειβαδίτης. Αγωνιστής της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, εξορίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, στον Αϊ - Στράτη και τη Μακρόνησο. Λαογέννητος ποιητής, ο Λειβαδίτης αγκάλιασε με τα πελώρια απλωμένα χέρια των στίχων του τα σκιρτήματα της ψυχής και των ονείρων μας. Στηρίζει τα βήματά μας στα δυσκολοδιάβατα μονοπάτια των σύγχρονων καιρών και κρατάει ανοιχτή την πόρτα της αδικαίωτης ελπίδας, μέχρι αυτή «ν' ανθίσει μες στην καρβουνόσκονη, σαν εν’ άσπρο τριαντάφυλλο».

Αξίζει να διαβάσετε:

"Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη"
http://stithaghi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_5429.html

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ...


Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Τάκης Φίτσος


Στις 16 Απρίλη του 1949, μετά από «δίκη» είκοσι ημερών στο έκτακτο στρατοδικείο της Χαλκίδας, πέφτει νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος ο κομμουνιστής δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Τάκης Φίτσος. (Αφιέρωμα στον Τάκη Φίτσο μπορείτε να δείτε πατώντας εδώ.)

Ελάχιστα ποιήματα του Κ. Βάρναλη αναφέρονται σε πρόσωπα. Ένα από αυτά είναι αφιερωμένο στον Τάκη Φίτσο.


Τάκης Φίτσος

Με το πικρό χαμόγελο και τα σφιγμένα χείλη
βουβά τον ίσκιο σου έλιωνες στην πολιτεία των τάφων.
Εδώ σε θάβουν ζωντανόν αν θέλεις να ’σαι τίμιος.
Παιδί σε χτίσαν, γέρασες χωρίς σταλιά να ζήσεις.

Μήνες και χρόνια μέτραγες, δεκάχρονα κατόπι,
κι όλο η πηγάδα βάθαινε κι αψήλωνεν ο τοίχος,
παρηγοριά και μάθημα φτωχολαού δεμένου.
Και μιαν αυγή ανοιξιάτικην, που ανάκραζεν αγάπη,

τρυφερά σ’ αγκαλιάσανε οι αδερφομάχοι αγγέλοι
και σε φορτώσανε. Κανείς δεν άκουσε τα βόλια.
Και τώρα, μέσα στο σωρό τα κόκαλα, μην ψάχνεις
να ξεχωρίσεις τα δικά σου: είν’ όλα καθενού!

Όχι συμπόνια, κλάμα, οργή. Ντροπή σου, μάνα Ελλάδα!

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

«Μακάρια πληγή» - Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Κακουλίδη

«Μακάρια πληγή» αλληλεγγύης

Σκέψεις, εικόνες, αισθήσεις, συναισθήματα, «γεννήματα» της ανάγκης του να πει τα πράγματα με το όνομά τους, να τα πει με αλληγορική αποφθεγματικότητα και με ποιητικότητα, καθώς είναι φύση ποιητική. «Με το ισπανικό σπαθί μου τρομάζω το άστρο μου να πάψει να γυρνάει σαν πεινασμένο σκυλί να γίνει λυπημένος άντρας που φωνάζει: "Λάμψτε, αγάπες μου, λάμψτε, καείτε, αγάπες μου, καείτε κι αν κανείς δεν σας βλέπει εγώ ο κομήτης θα σας πάρω μαζί μου"».
Ο Γιώργος Κακουλίδης, στη «Μακάρια Πληγή» (εκδ. Γαβριηλίδης), τη νέα ποιητική συλλογή, με ευρηματικότητα δίνει ποιητική υπόσταση στις λέξεις που με τη σειρά τους σπαρταράνε, σφαδάζουν σημαίνοντας το νόημα: «Πούλησα αίμα / στην ακτή της παιδικής ηλικίας / όπου τα μάταια αιώνια κύματα / προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν./ Πούλησα αίμα / στα πουλιά / στις γυναίκες / στον προφήτη / Ζήτησα ακρόαση από το αηδόνι / το μόνο που γνωρίζει πως είμαι άνεμος».
Οι σκέψεις του, με οξεία κρίση και εξονυχιστική παρατηρητικότητα, χωρίς να αγκομαχούν σε δαιδαλώδεις αόριστες ποιητικές συλλήψεις, κερδίζουν χρόνο, κερδίζουν μάχες, κερδίζουν ζωή. «Ας είναι καλά η παραμυθιά / που με μεγάλωσε / ας είναι καλά τα χέρια που ανακατεύουν το γάλα και τα σπλάχνα». Αντιμετωπίζοντας τη φωτιά «καίγεται» πραγματοποιώντας με την ποίηση το ωραίο ταξίδι. Σαν πουθενά αλλού να μη βρίσκει πιο όμορφο λιμάνι παρά εκείνο των λέξεων. Χρησιμοποιεί τις λέξεις σαν οχυρά που μέσα τους νιώθει ασφαλής: «Ετσι έφτασα στην έξοδο / εγώ ένας μαυριτανός / από τις ανατολικές συνοικίες / με τα λόγια μου να κατεβαίνουν από τους ψηλούς κέδρους / για να σας παρηγορήσουν».
Η ψυχή του παρακολουθεί στενά το κάθε θαύμα: «Αφήνουμε πίσω μας τ' άστρα / και τους πένθιμους γαλαξίες / για να λύσουμε εδώ / κάτι λεπτές διαφορές / που μας εμποδίζουν / να γίνουμε πεταλούδες». Ετσι που όλα τα ποιήματά του γίνονται σκαλοπάτια για μια σπουδαία ανάβαση: «Στον ουρανό», εκεί όπου μετακινούνται οι «στρατιές» των ονείρων για να ξεφύγουν από το σκοτάδι και τη λύπη. «Ολα πετάνε / μόνο εγώ κυνηγώ την ψυχή / και όχι τη μοίρα μου»...
Με τη «Μακάρια Πληγή» ο Γιώργος Κακουλίδης μοιάζει να εξωραΐζει τον φόβο... «Είμαι κοντά, περίμενε και μην παγώνεις / στο κάλεσμα της νύχτας μη σιμώνεις». Στο παιχνίδι αυτό με τις λέξεις αλληλεγγύης, επιστρέφει και αντιμετωπίζει το άχθος των καιρών: «Ηθελα να χαρίσω αίμα / σε λουλούδια που σπάνε μες στη γαλήνη / λουλούδια που τρέμουν μέσα σε δίνη / λουλούδια που δεν γνώρισαν χώμα / και στους εφτά ουρανούς πετάνε ακόμα / ανέμελα με ανοιχτά τα πέταλά τους...».

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Πεθαμένες καλησπέρες...


Με τραγούδια λυπημένα
ανταμώναμε τα βράδια
και με χάδια κουρασμένα
απ’ της μέρας τα σημάδια
Τα τσιγάρα μοιρασμένα
η κιθάρα δανεική
όνειρα μπογιατισμένα
σε μι’ ασπρόμαυρη ζωή
Τώρα πάψαν τα τραγούδια
ξέβαψαν τα χρώματα
δρόμοι και παλιές πλατείες
άλλαξαν ονόματα

Κι άμα δω κανένα φίλο
τρέμω μη με θυμηθεί
πεθαμένες καλησπέρες
δε γουστάρω να μου πει

Μού `χες πει πως όλα αλλάζουν,
τρομαγμένα και βουβά
κι ό,τι πιότερο αγαπάμε
μας πληγώνει πιο βαθιά
Μού `χες πει πως όλα αλλάζουν
φτάνει μόνο μια αφορμή
μα τα δυο σου μάτια μοιάζουν
φάροι σ’ άγονη γραμμή

Κι άμα δω κανένα φίλο
τρέμω μη με θυμηθεί
πεθαμένες καλησπέρες
δε γουστάρω να μου πει

Μίλτος Πασχαλίδης

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Τι νομίζεις ότι θα συμβεί αν δεν υπάρχουν ποιητές;

Ο ποιητής Παύλος Ρούφας
Μπορεί η ποίηση σε περιόδους βαθειάς καταχνιάς, απόγνωσης ,απόλυτης παράδοσης να ενσταλάξει την απαντοχή; Την ελπίδα;Τη δράση; Να ξανακουρδίσει το χαλασμένο ρολόι της ύπαρξης; Να ξαναμαζέψει τα ατάκτως ειρημένα και στη ματωμένη μνήμη, να ξαναχτίσει η εμπειρία μια «όρθια» ξανά παρουσία, μια ρωμαλέα κραυγή απόφασης, ένα ξέφωτο γαλήνης, μια φωλιά ;Μπορεί η ποίηση να «επανασυνθέσει» ,να «επανασυνδέσει», να «επιστρέψει» ό,τι έκλεψε χιονοστιβάδα στον κατήφορο της η ζωή ;
Μπορεί να ξαναγεμίσει το καρδάρι της υπομονής; Η παλάμη που άδειασε, η μνήμη που σκοντάφτει στη μυρωδιά «νεκροτομείου», στο μονότονο θόρυβο μιας φυλακής, στη παγωνιά ενός γκρεμίσματος, στην άβυσσο μιας εγνωσμένης ενοχής ;
Χαϊδεύει η ποίηση ή τιμωρεί; Κλέβει ή δωρίζει; Γλείφει πληγές ή μεγενθύνει, επιτρέπει το φως ή ελλοχεύει στις χαραμάδες κοροϊδεύοντας το σεργιάνι της χαράς;
Τι είναι η ποίηση ; Μια πείνα ή μια μπουκιά σε αδειανό στομάχι; Κι ο ποιητής;
Πληγιασμένος πεζοπόρος, τραυματισμένος πολεμιστής,λεηλατημένος εξόριστος …
Δυο μάτια γεμάτα φως, κρόταφοι – χάρτες αποτύπωσης της μνήμης των γεννητόρων, χέρια λεπτά, μακρυά, ζεστά με μικρές πληγούλες – φλούδες, που θυμίζουν τις μάχες, την τιμωρία ,την ταπείνωση, το έρεβος, τα χάδια σ’αγαπημένα σώματα, τα αγγίγματα των χειλιών της ευγνωμοσύνης, τα βότσαλα πριν τα πάρει η θάλασσα, το κοσκίνισμα της άμμου που μεταμορφώθηκε σε θέα…Έτσι γνώρισα τον ποιητή σε μια φωτιά, έτσι τον άκουσα σε μια ανάγκη, έτσι τον ένοιωσα σ ένα λυγμό, ετσι τον λάτρεψα σ’ένα σπαραγμό, έτσι τον κράτησα ένρινο γέλιο, λαρυγγική έκταση, χάδι ολόκληρο, μετουσίωση του πόνου σε μουρμουρητό κραυγής….
Είναι μεγάλος όπως οι ταπεινοί, ντροπαλός σαν σκόνη στον ήλιο, ευάλωτος σαν μυρμήγκι στο τοίχο λαμπερός σαν ξόδεμα άλικου αίματος, μια λέξη -«ξόδεμα», μια διακριτική παρουσία ζωης σε ερώτημα, μια τρυφερότητα σε διάρκεια, ένα άγγιγμα διαμαντένιο στ’αμπάρι της αναζήτησης, της απορίας, ένα δάκρυ και μια ζεστασιά αμνιακού υγρού, αυτό! Μια γυναικεία ζέστη κυοφορούσα κοιλιά, σε ανδρικό αγαπημένο σώμα!
Ένας ΜΗ παραδομένος, ένας μοναδικός φυγάς, ένας δραπέτης, ένας εξωγήινος θεός, ένας αγαπημένος χωμάτινος άνθρωπος, ένας ληστής της ζωής του, ένας φυλακισμένος που αγάπησε την φυλακή του έως θανάτου κι όμως κουρσάρος που χωρίς την άδεια του –εθισμένος στις ληστείες της σάρκας-αποφασίσαμε να απαγάγουμε και σιγά –σιγά μην μας τρομάξει, περικυκλωμένος απ την αγάπη μας ονειρευόμαστε μ’επιμονή να φέρουμε το φως μιας μικρής λάμψης… Να μας τον προσέχετε, αγγίξτε με προσοχή, αλλά νοιώστε τη κραυγή του με το βάθος μιας βουλιμίας…
10168989_10203449121610740_1615395964_n
1 . ΡΩΓΜΗ
Ήταν το απόβραδο
Κυριακή αγιασμένη μνήμη
Οσμή φιλιού

Πέφταν οι γαλαξίες στον ορίζοντα
Βροχή φανάρια
Και η σελήνη στοργική
μάννα στοργική
με την κυκλική της καλοσύνη

Κλείνω το παράθυρο
Ανάβω το φως
Κι όπως το σκοτάδι καταρρέει
νέες λέξεις –κάρβουνο
με τη μυρωδιά της πείνας
ορμητική διαδήλωση
σπάει το μπλόκο της γαλήνης

Στους γαλαξίες βάζω χιαστί
με κιμωλία βγαλμένη απ των παιδιών την ωχρότητα

Οσμή βενζίνης παντού
σκιά απειλής
λίγο να χαμηλώσει ο γαλαξίας θα βάλει φωτιά στη πόλη

Το πλήθος υποσιτισμένο υπακούει στο μαστίγιο της πείνας
σκίζει τον πνιγερό αέρα
τσαρλατάνοι και φαρμακοτρίφτες φωνάζουν
μαχαίρια ακονίζουν οι αληταράδες της μεταφυσικής

Ο κόσμος μαζεύεται στο πραιτόριο
κραυγάζει ωσαννά
δάφνες σείει για να περάσει ο Βαραββάς
με έλκη σύφιλης στο σώμα
μια αιματώματα
υποσχέσεις φέρνοντας
καθρεφτάκια και υποσχέσεις

Γύρω οι σταχτόχρωμοι με τη πληγή στο μπράτσο
Νύχτα από κάρβουνο και αίμα
από χρέη και συσσωρευμένα εμπορεύματα
χάος και αταξία
κηλίδες μαυροκόκκινο αίμα σε λευκό πουκάμισο
ώρα του σχοινιού και του μαστιγώματος
ώρα του θρήνου

Χρόνους πολλούς μέσα στην ολοστρόγγυλη ανωνυμία
άσπορες γέννες
χωρίς απαντήσεις ,χωρίς ερωτήσεις
μ’ένα φόβο αγνώριστο αόρατο

Χρόνους πολλούς στο κελί το χτισμένο στο κέντρο της ψυχής
ανώνυμοι κι αόρατοι
στο όργωμα αμείλικτων χρόνων
σπέρναμε ελπίδα θερίζαμε πέτρα
και περιμέναμε ήσυχα τον αφανισμό
μετρώντας τα έχειν μας για να πληρώσουμε με δάυτα στο θάνατο
τα λύτρα της ζωής
να διορθώσουμε τη στέγη, τη στέγη της ασφάλειας που κάθε νύχτα έσταζε
Το άπειρο σαν απειλή
όπως απ’τα ακροδάχτυλα στάζει το αίμα απ την πληγή στο μπράτσο

Είχαμε τους ιδιαίτερους ίσκιους μας
τους μυστικούς μας τρόμους

Κρατούσε η λύπη παράδοξα πολύ
που συνεχίζαμε ν’ακούμε τους τυφλούς να μας μιλούν για διέξοδο
και συνεχίζαμε να γυρνάμε τη πλάτη σ’εκείνους που όπως λέγαν οι παλιοί
θα καούν στο φως

Σκόρπιες ακούγαμε τις φωνές τους
Λέξεις παράξενες
Σχέσεις παράγωγης
Ιδιοποίηση
Υπερσυγκέντρωση
Πόλεμος
Και ήταν τα μάτια τους σιδερένια
σαν κλείστρα γεμάτα σφαίρες

Είχαν μάθει εδώ και χρόνια να είναι λίγοι
Είχαν μάθει πώς να εμφανίζονται ξαφνικά
Πώς να σφίγγουν μέσα τους τη νομοτέλεια
Τα χρόνια που στον θρόνο του βασίλευε το εφήμερο
και παιάνιζε ότι η γη θα σταματήσει
και των υδάτων η ροή
Ότι για χίλια χρόνια ήρθε
και ο φτωχός λαός εκράυγαζε στο αίθριο
«ζήτω» και πάλι «ζήτω»
κι ας μη μάθουμε ποτέ τις συνάφειες με τους ωκεανούς

Γιούχα και πάλι γιούχα
σ’αυτούς που μας ζητάνε των πραιτόρων τις πόρτες
και να βγάλουμε τη μοίρα μας στους δρόμους

Μα ήταν συνήθεια της σιωπής
καθώς πάνω μας έπεσε ένας μεγάλος φόβος
και ήμασταν κουρασμένοι με την δική μας ζωή
και με τη ζωή εκείνων που έφυγαν
και όλων αυτών που έρχονταν πίσω μας

Όμως να που τα πράγματα δυσκόλεψαν ραγδαία
Από παντού μουγκρίζουν μηχανές
λένε πως άνοιξαν οι χάρτες
πως μεταφέρουν κιόλας τα κανόνια

Λένε πάλι πως το λίκνο ταρακουνιέται
και δέκα μονόφθαλμοι προβολείς
με φθοριούχο φως λούζουν την κουρελαρία
που μοιάζει με λάσπη αιώνων να κύλησε στους δρόμους
και κοχλάζει αγωνιζόμενη συνείδηση να αποκτήσει για τον εαυτό της

Και τότε σάλπιγγες εφτά σαν από του σύμπαντος τα φυλλοκάρδια
σάλπισαν το τέλος κάθε βεβαιότητας
και κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει
και κανείς δεν ξέρει που η ζωή
και που ο θάνατος
μόνο η φωνή στο ραδιόφωνο που μαντάτα επαναλαμβάνει
«είναι όλοι τους για πεθαμό»

Ακόμα και ο Θεός μας ξέχασε μέσα στους βάλτους της οχιάς και της ομίχλης
Ολόγυρα φάσματα τρομερά τιτανικών οροσειρών
και μια βροχή σα πίσσα σκεπάζει τον τόπο
Αστραπές κατασπαράζουν την ατμόσφαιρα
φωτίζουν για μια στιγμή τα τρομαγμένα μάτια
και σκάνε υπόκωφες στα σπήλαια των καρδιών

Και λένε αυτοί που ξέρουν
πως του λίκνου οι μέρες μετρήθηκαν πια
πως η έσχατη αντίδραση είναι τα κανόνια
λίγο μετά τη ναζιστική οχλαγωγία σκυλιά που τρώγονται ουρλιάζοντας πάνω απ το πεταμένο κρέας
και βουτάει η φωνή αφρίζοντας
«είναι όλοι τους για πεθαμό»

Και ξαφνικά ξημέρωσε
Η κάτι άλλο συνέβη
Μα μοιαζει μια ριπή να χτύπησε στον κρόταφο το βράδυ
μια πύρινη σφραγίδα
Γιατί να ζήσουμε αφού πια δεν αγαπάμε τίποτα ;
Νομίζεις πως θα δικαιωθεί η σιωπή και η δειλία
Νομίζεις ότι και αύριο την ίδια ώρα θα βγεις από το σπίτι σου ;
Ότι τον ιδιο δρόμο θα κατηφορίσεις μες την ομίχλη και τα ξερά φύλλα
σε αβέβαια πραγματα ελπίζοντας
και πάντα πιστεύοντας ότι ο κόσμος ,είναι ο πολύπλοκος μηχανισμός
του οριστικά αιώνιου

10173427_10203449123970799_590571356_n
2. ΓΑΛΗΜΕΝΗ ΩΡΑ
Η ώρα ετούτη γαλανή
και σιωπηλή
σαν ένα κορίτσι που κοιμάται
και κρεμιούνται οι ανάσες του
κούνιες λουλουδιασμένες
στον κήπο που ησυχάζει
καθώς βαθαίνει το απόγευμα.
Τικ τακ, τικ τακ
οι δείχτες του ρολογιού
κινούνται κατά τη θάλασσα,
για να σημάνουν την όγδοη ώρα και το απόβραδο,
και να γλιστρήσει η σελήνη,
τ’ ακρόπρωρο των ουρανών,
μέσα από το θάμπος των νεφών
σαν φανός θυέλλης
σε γέρου χωρικού τα χωμάτινα χέρια
που σέρνει το βήμα του κατάκοπος
ανάμεσα σε φάσματα βουνών τρομερά
και ποταμούς σκοτεινούς και ταραγμένους
κρινολούλουδο θαμπερό
που σβήνει ολόγυρα διαγράφοντας κύκλους φωτός
που αφήνουν
μικρά ανθάκια στο υγρό χώμα.
είναι ετούτη η ώρα, γαλανή
που χαϊδεύει τις σκεπές
μάγμα μαβή των σύννεφων που ξεπροβάλλουν
σαν τ’ απογεύματος ανάσες τελευταίες
και των άστρων των παγωμένων τρεμούλιασμα
ματιού παιχνίδισμα μ’ ένα δάκρυ
που γεμίζει με θάλασσα ορμητική
όπως το πλοίο απ’ ένα ρήγμα στο πλευρό του
και μπατάρει στη ρέμβη του βυθού
κάτι στα βύθια τα άγρια πλανάται ορφανό
σαν κήτους φάσμα, απειλητικό
των κυμάτων ο ρόχθος
μακριά μακριά
σ’ ανείδωτη ακτή.
10255387_10203449131090977_762414652_n
3.
Τι κι αν φυτεύω τις λέξεις
κι αν τις κάνω φράουλες και κεράσια
που ροδοφαίνονται πάνω στα χείλη.
Που πνέω δειλινά
Τίποτα.
Από ένα τίποτα έστω και πορφυρό
μόνο τίποτα μπορείς να αποστάξεις
ή ένα ποίημα από το τίποτα
που μόλις τελειώσει,
ένα τίποτα θ’ αφήσει
μια αντήχηση
ένα κουδούνισμα χειμωνανθών
και μια μικρή αναστάτωση.
Και ύστερα πάλι το τίποτα
των αδιάφορων βλεμμάτων
των ψεύτικων συγκατανεύσεων
ένα θρυμματισμένο σε λάμψεις κενό
στη θέση της καρδιάς
που πήδησε μέσα από το σώμα
στο τίποτα να σκοτωθεί.
974601_10203449128050901_303830193_n
4. ΚΙ ΟΜΩΣ
Έχεις την ανταμοιβή
όσων προσπάθησαν

να μας πουν για τη θλίψη
αφήνοντας κόκκινα τριαντάφυλλα τα λόγια
ανάμεσα σ’ άδεια ποτήρια
και βλέμματα, κεντηματιές στους καπνούς των τσιγάρων.

Μας είπες για τους χαμένους θεούς
μας είπες ότι μας οδηγούν σε σφαγή
και ήθελες να μας δώσεις καινούργιες κατευθύνσεις
για να προσανατολιστούμε στο φως.

Εδώ που τα λέμε
από το να μιλάς για θάλασσες στους υποσιτισμένους
προτίμησες να καείς στην αιωνιότητα

Τις συνέπειες πληρώνω της ποιήσεως
Υφίσταμαι το ζόφο
αφού καταρτίζομαι με σάρκα
μαθαίνοντας μάλιστα και πώς να πεθαίνω.

1939498_10203463943981290_5409960835556308338_n
5.
Βλαστημώ τη μοίρα μου την αμετάτρεπτη
για τις θάλασσες που άφησα.

Οι μακρινοί μου οι ποιητές μου τάλεγαν
γέροντες σ’ ένα άστρο Φθινόπωρο.

Τι αναζητάς χωρίς ελπίδες αποδείξεων;
Πόσες αδικίες μπορεί να αποκαλύψει μια τεθλασμένη σεληνόφως;
Τι νομίζεις ότι θα συμβεί αν δεν υπάρχουν ποιητές;

1901143_10203463936661107_7610207628109837517_n
6.
Μου έλεγες ψιθυριστά….μη κάνεις ενέσεις
Τα καράβια σου θα μείνουν άδεια στο λιμάνι
Όλα τα Χριστούγεννα θα είναι θλιμμένα
Όλες οι Κυριακές παγωμένες στα πεζοδρόμια
Τη νύχτα δεν θα υπάρχει νερό
Ούτε τσιγάρο να καπνίσεις και να φωτίσεις μια μικρή περίμετρο ελπίδας
Το φεγγάρι θα σέρνεται πάνω σου όπως το πιάτο του κατάδικου στα κάγκελα του κελιού
Οσμή υγρού κτήνους και μαριχουάνας
Το κεφάλι περήφανο παλεύει να βγει από το νερό
Τα μάτια γεμάτα αγωνία
Μέσα σε λάμψεις λευκές και στατικούς συνεχόμενους ήχους θα παρασυρθείς
Θα είσαι ξένος πια μέσα στη βροχή παλιών σιδηροδρομικών σταθμών ακούγοντας την αντήχηση του κόσμου που απομακρύνεται συζητώντας τραβώντας την ανείπωτη σιωπή και το τέλος.

Redflecteur

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Βιβλίο: "Γιώργος Κοτζιούλας - ΠΙΚΡΗ ΖΩΗ και άλλα πεζογραφήματα"


Η λογοτεχνία έχει την ικανότητα να σε ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο.  Μέσα από τις σελίδες ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου μπορείς να «πατήσεις» σε μέρη που δεν είχες άλλον τρόπο να τα επισκεφτείς. Να ζήσεις σε εποχές μακρινές (ή όχι και τόσο μακρινές) να γνωρίσεις ανθρώπους και τις συνήθειές τους, να μάθεις για τα γεγονότα που επηρέασαν ή άλλαξαν τη ζωή τους, να ευχαριστηθείς, να συγκινηθείς, να προβληματιστείς, να σκεφτείς. Ο άνθρωπος που στη ζωή του διάβασε, ταξίδεψε. Και ακόμα και αν ο τελικός προορισμός τις περισσότερες φορές παραμένει απροσπέλαστος, το ταξίδι και το όνειρο είναι αυτά που τον κρατάνε ζωντανό. Τον άνθρωπο και τον προορισμό…

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Δύο ντοκιμαντέρ για τον Τάσο Λειβαδίτη


Ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά

Γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.

Στο διάστημα της Χούντα των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988 μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».



Το 2ο επεισόδιο της σειράς «ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΠΟΙ» αποτελεί αφιέρωμα στον ποιητή ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ και το έργο του. Το ντοκιμαντέρ ερευνά τα στάδια της ποιητικής του παραγωγής με έμφαση στην έννοια της εντοπιότητας και την ποιητική βίωση του τόπου της Αθήνας. Ανιχνεύονται επίσης, τα συστατικά στοιχεία, οι ιδεολογικές τοποθετήσεις και οι υπαρξιακές αναζητήσεις στο ποιητικό του έργο, όπως η ανθρωπιά, η μοναξιά, η νοσταλγία και το αίσθημα της ματαίωσης.
Για τον ποιητή μιλούν η καθηγήτρια Πανεπιστημίου ΣΟΝΙΑ ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ και οι ποιητές ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ και ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής διαβάζονται αποσπάσματα του έργου του και προβάλλονται πλάνα αρχείου όπου εμφανίζεται να απαγγέλλει ο ίδιος ο Τ. ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ.

Από το αρχείο της ΕΡΤ 


Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ - Θερμοπύλες


Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

(Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Απρίλη μου


Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ-
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές

Γιομίζ' η γειτονιά τραγούδια και φιλιά
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ, μα το 'χω μυστικό

Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο
Στο γαϊτανο-, στο γαϊτανοφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου σαν το πουλάκι στο ξόβεργο

Γιομίζ' η γειτονιά...

Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα 'ρθω
στη μάνα σου, στη μάνα σου θα 'ρθω
να πάρω την ευχή της και το ταίρι που αγαπώ

Γιομίζ' η γειτονιά...

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ


(Εικόνα: πίνακας του Κλωντ Μονέ)