Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Γιώργος Κοτζιούλας: «…έτσι θα βγάλεις, άνθρωπε, για σε και γι’ άλλους τ’ άχτι» (Τρία «μικρά» μεγάλα ποιήματα )


Τρία «μικρά» μεγάλα ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα για τη διαχρονική σύγκρουση των καταπιεσμένων με την τυραννική εξουσία του συστήματος της εκμετάλλευσης, που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα, ακόμα και τον πόλεμο, για να επιβιώσει και να εδραιώσει την κυριαρχία του. Και τα τρία είναι γραμμένα στο ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου (1946-47).

Ο ποιητής με τα Συρματοπλέγματα κάνει σαφή αναφορά στη στρατιωτική επέμβαση των Άγγλων (και στη συνέχεια των Αμερικανών) στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση· θέτει τον καθένα μπροστά στις ευθύνες του απέναντι στη νέα κατάσταση, με την Αυτοκριτική και φωτίζει τη νικηφόρα για το λαό προοπτική που θα βρει διέξοδο με το σπάσιμο του φόβου (Ο φόβος).

Χάρισμα όλων των μεγάλων ποιητών που υπηρετούν το λαό είναι με τους στίχους τους όχι μόνο να περιγράφουν τα προβλήματά του αλλά να του δείχνουν και το δρόμο για τη λύση. Ο ΕΛΑΣίτης ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας (φωτογραφία) πετυχαίνοντάς το αυτό με μόλις λίγες λέξεις, όπως στα τρία ποιήματα που παρουσιάζουμε σήμερα, απλά επιβεβαιώνει το μέγεθος της σπουδαιότητάς του.

Συρματοπλέγματα

Σύρματα αγκαθερά
μπηγμένα μια φορά
μένουν ακόμα.
Δεν άλλαξε παρά
τυράννων η φρουρά
σ' αυτό το χώμα.

Αυτοκριτική

Μπορείς, μωρέ, για την αλήθεια να πεθάνεις;
Μονάχα τότε δε θα ειπώ κι εγώ πως είσαι
χάρτινος ήρωας, παλληκάρι της μελάνης.
Βούλωσ’ το στόμα, αλλιώς το καλαμάρι κλείσε.

Ο φόβος

Το ζούδι π’ όλο μέσα σου μαζώνεται κουβάρι,
φαρμακερό, σιχαμερό, δίχως ζωντάνιας χάρη,
που κι αν απλώνει κάποτες αναδευτά πλοκάμια,
δείχνει μ’ αυτό χειρότερη την άψυχή του αχάμνια,
των ζωντανών πιλάτεμα, φοβέρισμα του αγνώστου,
στη μέση πάτα το καλά και το κεφάλι λυώσ’ του
και ματαδός του με δαρμό ποδιών να γίνει λυώμα,
να μείνει τρίμματα, κι αν δεις πως θέλει κάτι ακόμα,
ρίξε πετρόλαδο, φωτιά βάλε, να γίνει στάχτη,
κι έτσι θα βγάλεις, άνθρωπε, για σε και γι’ άλλους τ’ άχτι.

Γιώργος Κοτζιούλας

Κυριακή 26 Φλεβάρη 2017. 

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Γιάννης Βαρβέρης, Το γράμμα


Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδια φιστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ’ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.

Γιάννης Βαρβέρης

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Θοδόσης Πιερίδης: Για τους δεκατρείς της Κεντρικής Επιτροπής


Από το 1946 ως το 1949, τα παρακάτω μέλη της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. έπεσαν στις επάλξεις του λαϊκού αγώνα:

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΒΓΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ
ΝΙΚΟΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
ΑΔΑΜ ΜΟΥΖΕΝΙΔΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΤΗΛΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΚΙΟΥΖΕΛΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΖΑΓΟΥΡΤΖΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

(Οι εφημερίδες της Ελεύθερης Ελλάδας)

Όχι πως κρατούσατε μαχαίρι στα δόντια.
Όχι πως σβήσατε απ’ την πλάκα της καρδιάς σας
τις νταντέλες που γράφουν τα πουλιά και τα σύννεφα.
Όχι πως κλείσατε τα παραθύρια των ματιών σας
στων λουλουδιών τα γελούμενα μηνύματα.
Όχι πως κλείσατε της ακοής σας τους δρόμους
να μην περάσουν των δέντρων οι ψίθυροι,
οι φλοίσβοι των πηγών,
οι μαλακές φωνές των ανθρώπων.

Γιατί πολύ τη ζωή αγαπήσατε
γιατί αγαπήσατε πολύ τους ανθρώπους
γιατί διψάσατε πολύ
για τη ζωή, για τους ανθρώπους,
ρίζωσε μέσα σας
από καλό σποριά ριγμένος σπόρος:
«Γερό μυαλό, γερή καρδιά.
Αυτοί νικούνε κι όταν πέφτουν».

Εσείς ηξέρατε να σκύβετε στη γη
και να μαζεύετε στις φούχτες σας
τα ονείρατα που αφήσαμε να πέσουν
εμείς, οι αδύνατοι αδελφοί σας.

Εσείς ηξέρατε να μας πείτε
από ένα ζυμάρι πώς γίνονται
το ψωμί, τα ποιήματα.
Εσείς ηξέρατε να μας μάθετε
τις αλυσίδες που δένουν ολόσωμα
τη βασιλοπούλα τη Ζωή.

Κι όταν σας κάλεσε ο μιναδόρος της Αστουρίας
που στολίστη για πάντα με μια δέσμη δυναμίτες στη ζώνη του,
όταν σας κάλεσε ο κούλης της Σαγκάης
που χαμογελούσε σαν τον άγγιζε το πιστόλι στο σβέρκο,
όταν σας κάλεσε ο φοιτητής απ’ το Παρίσι
που τραγουδούσε, τραγουδούσε, τραγουδούσε,
πριν η νύχτα του γιομίσει το στόμα,
όταν σας κάλεσε ο λεβέντης της Ελλάδας
με μια φωνή που μέσα της ο ανθός της λεβεντιάς ανθούσε
«στο θάνατο της λεβεντιάς μόνο ο χορός ταιριάζει»
εσείς ηξέρατε να βάλετε ένα κόκκινο γαρούφαλλο στ’ αυτί
και στο χορό να μπείτε.

Γιατί πολύ τη ζωήν αγαπήσατε
γιατί αγαπήσατε πολύ τους ανθρώπους
γιατί μέσα σας ρίζωσε, μέστωσε,
από καλό σποριά σπαρμένος σπόρος.

Καλόδεχτος στο χώμα της ύπαρξής μας
ο σπόρος που σπείρατε
σποριάδες καλοί…

Θοδόσης Πιερίδης
(Ριζοσπάστης, Μάης 1978)

Μαθεύτηκε αργότερα ότι ο Τιμογιαννάκης δεν είχε εκτελεστεί, όπως αναγγέλθηκε. Έγιναν όλες οι προετοιμασίες για την εκτέλεσή του, αλλά την τελευταία στιγμή αναβλήθηκε. Ωστόσο ο ποιητής δε σβήνει το όνομα απ’ το ματωμένο κατάλογο που του ’δωσε την έμπνευση. Για να θυμίζει πως εκείνο τον καιρό τόσο είχε προστυχέψει η ψυχή των δημίων, ώστε μια ανθρώπινη ζωή να μη τη λογαριάζουν για πιο βαριά από ένα λάθος της πένας. Εκείνο τον καιρό εκτελούσαν ανθρώπους χωρίς να πουν τ’ όνομά τους. Ανακοίνωσαν εκτελέσεις προτού τις κάνουν. Συνέβαινε να εκτελέσουν άλλον αντ’ άλλου. Και μια φορά έγινε τούτο: Ύστερα από μια ομαδική εκτέλεση, μετρήσανε τα κουφάρια και βρήκαν πως δε συμφωνούσαν με τον κατάλογο, είχε ένα παραπάνω. Τότε, είπαν πως έγινε «παρεξήγηση» και γράψαν οι εφημερίδες τους πως λυπήθηκαν πολύ (!)…

―Στη μνήμη του Μήτσου Παπαρήγα, που δολοφονήθηκε σαν σήμερα…

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Λιουμπομίρ Λέβτσεφ: «Οι Έλληνες που φεύγουν»


«Είχα τη χαρά ν’ ακούσω για πρώτη φορά το ωραίο ποίημα του φίλου Βούλγαρου ποιητή Λιουμπομίρ Λέβτσεφ, με τον τίτλο «Οι Έλληνες που φεύγουν», πρώτα στα βουλγάρικα από τον ίδιο τον ποιητή και ελληνικά μετά, σε μετάφραση του συνεργάτη της ελληνικής εκπομπής του ραδιοφωνικού σταθμού της Σόφιας, επίσης εκλεκτού φίλου Μίλκο Τσόνεφ.

Αυτά έγιναν πρόσφατα σε μια επίσκεψη της ελληνικής αντιπροσωπείας της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, για την υπογραφή μορφωτικής συμφωνίας ανάμεσα στις δυο εταιρίες.

Είμαστε στο Πλόβντιβ (Φιλιππούπολη) φιλοξενούμενοι στο γνωστό θαυμάσιο σπίτι του Λαμαρτίνου, ιδιοκτησίας τώρα των Βουλγάρων συγγραφέων, στην παραπάνω πόλη.

Μου έκανε εντύπωση πρώτα αυτό το ποίημα, γιατί έδειχνε τη βαθιά γνώση του Ελληνα γενικά, δηλαδή της ψυχοβιολογίας του, από το γειτονικό μας λαό, και ειδικά από τον ποιητή του έργου, τον έγκριτο πρόεδρο της Ένωσης Βουλγάρων συγγραφέων και υφυπουργό Πολιτισμού της φίλης Βουλγαρίας Λιουμπομίρ Λέβτσεφ.

Μετά με χαρά μου επίσης διαπίστωσα, τη σπουδαιότητα της γραφής του φίλου ποιητή, σημαντικού κι από τους πρώτους δημιουργούς στο χώρο της ποίησης στη Βουλγαρία, που και από τη σύνθεσή του αυτή, αποκαλύπτεται το δυνατό του ταλέντο. Βέβαια είχα διαβάσει κι άλλοτε  ωραίους στίχους  του  Λέβτσεφ, σε ελληνικές μεταφράσεις κι είχα εκτιμήσει την ποιητική του γραφή. Ωστόσο το ποίημα «Οι Έλληνες που φεύγουν», μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί αναφέρεται στη φυλή μας, στον  ιστορικό  ρόλο της στη Βαλκανική,  στα προτερήματα, αλλά και τα ελαττώματά της, ακόμα στις παλιές πνευματικές διασυνδέσεις, αλλά και αντιθέσεις πολιτικές, στα Βαλκάνια, των δύο λαών μας. Ευτυχώς επικράτησε η λογική και η ειρηνική αγάπη και φιλία, ασφαλιστική δικλείδα για τους δυο λαούς μας σε όλη τη Βαλκανική.

Το ποίημα αναφέρεται σε πρόσωπα, Ελληνες, που έζησαν το δράμα της φυγής, μετά τον ανταρτοπόλεμο στην Ελλάδα κι ιδιαίτερα σ’ έναν Έλληνα αντάρτη, τον Κωστάκη, που έχασε την ηρωική μάνα του, αντάρτισσα στο Γράμμο. Από αυτό το πρόσωπο παίρνει αφορμή ο ποιητής για να συνθέσει την ποιητική του αυτή σύνθεση και να αναφερθεί, όπως είπαμε, γενικά στην πορεία του Έλληνα.

Θα σημειώσει ακόμα τις εντυπώσεις του ο ποιητής από τον ιστορικό και αισθητικό χώρο των Δελφών και θα τον διασυνδέσει με τον αρχαίο και σύγχρονο Έλληνα. Μα η ποίηση του Λέβτσεφ θα περάσει πιο πέρα, θα εισχωρήσει σε πολλές απόψεις και επόψεις του θέματός του και θα μας δώσει ποιητικά και μεθοδικά πολλά ελληνικά στοιχεία, που κάνουν εντύπωση στον Έλληνα.

Η εντύπωση προκαλείται από τη δυνατή πένα του Λιουμπομίρ Λέβτσεφ, από το βάθος των σκέψεών του, από τη σπουδαία αρχιτεκτονική της γραφής του, από τη γνώση και την αγάπη που έχει ο ποιητής για τους Έλληνες.

Αλλά η ανάγνωση του ποιήματος θα δώσει με ενάργεια την αλήθεια των όσων παραπάνω σημειώνουμε».

Οι Έλληνες που φεύγουν

Όταν τον είδα για τελευταία φορά
ήταν ξαπλωμένος, καταληστεμένος από τον ίδιο τον εαυτό του, φυγάδας.
Μάτια γεμάτος να φλογίζουν ξεχασμένα
σα φάροι μακριά στο αρχιπέλαγο.

Ήπιαμε για το χωρισμό χωρίς μελαγχολία.
Ε, καλά — ήρθε λοιπόν ο χάρος — και τι μ’ αυτό!...
Για θυμητάρι θα σου βάλω ένα καθήκον.
Να σκέφτεσαι — αντί για μένα — τον Μιχάλη Γαρούδη.

Ο Κωστάκης, ο αντάρτης, δεν ήταν αισθηματίας.
Γνώριζε να πυροβολεί, να κλαίει δεν ήξερε.
Κι απλά σα σύνθημα την τελευταίαν ώρα
μου εμπιστεύτηκε τη μοίρα του ορφανού.

Η μάνα του χάθηκε στο Βίτσι - Γράμμο.
Δεν τη θυμάται ο γιος της. Δεν έχει φωτογραφία της.
Ήταν όμορφη και καλή, την αγαπούσε η λευτεριά
καθώς η λάσπη νεκρή στο χαντάκι τη φιλούσε.

Αυτοί είναι οι Έλληνες, ξενιτεύονται, μάχονται
και σκληρά αλληλοτρώγονται.
Μπροστά στο θάνατο και για τη λευτεριά όμως ενώνονται
όπως οι δυο κόψεις του σπαθιού.

Και τον θυμάμαι!... Μα πώς να σκέφτομαι το Μιχάλη,
τον σκέφτεται κι ο κουτσός εκεί στον Όλυμπο.
Ο Μιχάλης ζωγράφος έγινε. Αυτοπυρπολήθηκε,
και καίγεται τώρα βουλγάρικα κι ελληνικά.

Και σ’ αυτό το κράμα το πανανθρώπινο υπάρχει
το αγαθό σαν την ελπίδα και τον ορίζοντα.
Μακάρι πιο ισχυρό να ’ναι απ τις βαριές κατάρες
για το φοβερό χάνο Κρούμο και το Βασίλειο το Β'.

Γιατί οι Βούλγαροι κι οι Έλληνες πέρα από τις σφαγές,
τα Γράμματα διέδωσαν κι έκαναν ειρήνη.
Και για Ελληνίδες έκαναν προπόσεις, και για Βουλγάρες
ψαλμωδούσαν τα αγγελόφωνα εγκώμια του Ιωάννη.

Αν αυτό δεν είναι Ποίηση, αλλά πολιτική
θα προσευχόμουνα όλη τη ζωή μου έτσι να ήταν.
Και θέλω αθόρυβα, χωρίς κανένας να με βλέπει
να δω λίγο το Μιχάλη πώς ζωγραφίζει.

Όμως αυτά δεν είναι πίνακες, παγίδες
είναι για τον εφιάλτη του αισθήματος. Μωσαϊκά μαγικά.
Αχτίνες από δίχτυα που το πνεύμα θα παγιδέψουν.
Κι ο Μιχάλης όλο ζωγραφίζει τη μάνα του που δε γνώρισε.

Σαν αντάρτισσα τη ζωγραφίζει, σα νεράιδα κι αμαζόνα.
Μα χωρίς πρόσωπο, πάντα το κορμί της είναι φτερωτό.
Κι ενώ του λέγανε πως πράγματι της μοιάζει
ζωγραφίζει τα μάτια της, κοιτώντας τα δικά του στον καθρέφτη…

Μην απορείτε έτσι κάνουμε όλοι
τους χαμένους κόσμους ανασταίνουμε.
Πάντοτε μ’ αυτή την ελπίδα είμαστε ίδιοι.
Και μοιάζουμε σε θεούς αγράμματους.

Το πορτρέτο της εποχής μας δεν μπορούμε να συλλάβουμε
χωρίς τα χαρακτηριστικά εκείνων που μια έστω φωτογραφία δεν άφησαν.
Κι είναι αυτοί εκατομμύρια. Ζούνε μέσα στα όνειρά μας
με τις αόρατες τραγιάσκες τους στο κεφάλι.

Στο Μουσείο - άδειες κορνίζες. Στις σκέψεις μας τα ίδια.
Πιες φλόγα αιώνια γι’ ανώνυμους κι αγνοούμενους.
Ο θάνατος όμως δεν επιστρέφει τα χαμένα πρόσωπα,
για να μας δελεάζει σε μυστικούς κόσμους τα παρασέρνει.

Κοιτάζουμε όλοι το φωτεινό καθρέφτη των κοινών ιδανικών
και ζωγραφίζουμε χωρίς επιστροφή σαν τον Γαρούδη.
Ομοιότητα ιερή. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή
που λέγεται το θαύμα της ζωής.

Γιατί εμείς διακρινόμαστε κι από τον ίδιο εαυτό μας.
Απ’ αυτή τη διάκριση ξεκινούν οι δρόμοι κι οι μοίρες.
Αυτές της ωρίμανσής μας είναι οι πληγές.
Αυτά είναι τα μάτια των προφητών…

Ήμουνα στους Δελφούς. Κάτω από τον Παρνασσό. Μαγεύτηκα,
απ’ την απλότητα του κόσμου που ζούμε.
Τα ερωτήματά μας μόνο είναι μπλεγμένα:
Ποιος είναι ο αληθινός δρόμος, η ευτυχία μας πού
είναι. Πού;

Την τελευταία την πιο ασυγχώρητη
προφητεία της Πυθίας διαβάζουμε στον κατάλογο:
«Στέρεψε η πηγή κι είχε να πει
τόσα πολλά ακόμα».

Αιχμηρά τα κυπαρίσσια, αρχαία, πολυδιάστατα
σαν καρφιά υψώνονται στην άπλα του θάμπους.
Προτού χωριστούν ο ουρανός κι η γη
ήταν καθηλωμένοι στο κυπαρίσσι.

Τώρα οι Δελφοί πουλάνε σουβενίρ.
Και μετά πίνουν λευκό κρασί στις ταράτσες.
Χαιρετιούνται με το Λόρδο Βύρωνα και
αγναντεύουν στο άπειρο τις ανταύγειες του Αιγαίου.

Τα πάντα γνωρίζουν. Γι' αυτό τίποτε δεν λένε
το ίδιο όπως δεν προφητεύουν πια τα πουλιά.
Στοιχηματίζουν μονάχα στα γήπεδα.
Λησμονήθηκαν της φλόγας οι γλώσσες.

Ο ήλιος μόνο δεν έπαψε να προφητεύει
μαντεύει σε αίμα και σε αϋπνίες.
Αγάπη έρχεται, ή μίσος πάλι
είτε στη χλιδή θα βουλιάζουμε αδιάφορα.

Συγνώμη, υποτιμώντας την ποίηση
άρχισα να εξηγώ, θέλω να με καταλάβουν.
Γιατί μου μένει πολύ λίγος χρόνος.
Κι έχω τόσο πολύ δρόμο μπροστά μου!

Λιουμπομίρ Λέβτσεβ - Любомир Левчев - Lyubomir Levchev

Μετάφραση: Μίλκο Τσόνεφ
Παρουσίαση - λογοτεχνική απόδοση: Πάνος Ν. Παναγιωτούνης
(Πολιτιστική, Μάρτης 1985)


Μεγάλος ποιητής, από τους σημαντικότερους της Βουλγαρίας και με φήμη που δραπετεύει απ’ τα σύνορα της γειτονικής σε μας πατρίδα του, πολυδιαβασμένος (σύμφωνα με τη βουλγαρική Βικιπαίδεια συνολικά 58 από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 36 χώρες) και πολυβραβευμένος, ο Λιουμπομίρ Λέβτσεφ γεννήθηκε το 1935 στο Τρογιάν.

«Παρόλο που χαρακτηρίζεται σαν αντιλυρικός ποιητής, εντούτοις το λυρικό στοιχείο δεν λείπει από την ποίησή του, κοντά στην αγάπη του και την αγωνία του για τον άνθρωπο. Με το έργο του ανανέωσε τα σύγχρονα εκφραστικά μέσα της βουλγάρικης ποίησης. Είναι φίλος της Ελλάδας και της ελληνικής λογοτεχνίας γνώστης», σημειώνει το 1985 ο Πάνος Παναγιωτούνης. Ο Λ. Λέβτσεφ εκείνη την περίοδο είναι πρόεδρος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και υφυπουργός Πολιτισμού της Λαϊκής Δημοκρατίας Βουλγαρίας.

Και ο Άρης Δικταίος γράφει στην «Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως» του (εκδ. Δωδώνη, 1971): «Ο φίλος μου Lioubomir Levtchev είναι ο ποιητής που εξέφρασε πληρέστερα τον νέο που ανδρώθηκε μέσα στον σοσιαλισμό, ―που η σοσιαλιστική πίστη του έγινε η δεύτερη φύση του―, γι’ αυτό κι ό,τι πει έχει πάντα αποκαλυπτική σημασία,  για έναν ξένο, αναφορικά με την ψυχολογία του πολίτη της σημερινής Βουλγαρίας. Εκπρόσωπος της γενιάς του, η ποίησή του έχει έναν έντονα διαλεκτικό χαρακτήρα, σα να συζητά με αόρατα πρόσωπα, ―ένας, άλλου είδους, Kafka, μέσα στην περιοχή της ποίησης και του μαρξισμού».

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

«Καλότυχος και αβασίλευτος, εκείνος ο λαός που έχει έναν τέτοιο ποιητή πλάι του» - Ο Τάσος Λειβαδίτης για τον Κώστα Βάρναλη


Ο μεγάλος μας Τάσος Λειβαδίτης γράφει για τον μεγάλο μας Κώστα Βάρναλη, με αφορμή την κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής του δεύτερου "Ελεύθερος Κόσμος". Η μεταφορά του άρθρου (γράφτηκε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου και δημοσιεύτηκε στις 12 του Δεκέμβρη 1965) έγινε από την Αυγή (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας – ΑΣΚΙ). Την ποιητική συλλογή "Ελεύθερος Κόσμος" του Κώστα Βάρναλη μπορεί τα βρείτε στην "e-βιβλιοθήκη Οικοδόμος" πατώντας εδώ.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

(Με την ευκαιρία της έκδοσης του «Ελεύθερου Κόσμου»)

Ο αντιπροσωπευτικός κύκλος της ποίησης του Παλαμά έχει πια κλείσει. Ο ποιητής του Δωδεκάλογου του Γύφτου, περισσότερο ένας ογκώδης ποιητικός σταθμός παρά μεγάλος ποιητής ο ίδιος, με την αναγνωστική έφεση και τις ανησυχίες του έφερε σε γνωριμιά την Ελλάδα, την πνευματική Ελλάδα, μ’ όλα τα ευρωπαϊκά ρεύματα, αισθητικά και φιλοσοφικά. Αυτή η δίψα για τα πάντα που τον κατακαίει, δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, παρά η δίψα όλου του πνευματικού κόσμου της εποχής, να συγχρονιστεί με την Ευρώπη. Μα η παραδοχή των πάντων αμβλύνει τον κριτικό νου, η «εισαγωγή» των ξένων ιδεών και ρευμάτων γίνεται χωρίς την ειδική καλλιέργεια που χρειάζεται το «εμβόλιο», με αποτέλεσμα το διανοητικό φορτίο της ποίησής του, που με τα χρόνια, φαίνεται όλο και περισσότερο.

Ο Σικελιανός με τη σπάνια λυρική φλέβα του οραματίζεται ένα μέλλον «αρχαίο», και οικοδομεί τη φιλοσοφία του και την αισθητική του σ’ ένα παρελθόν ωραιοποιημένο, μακριά, δηλαδή, απ’ τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Οι άλλοι, δευτερότερης σημασίας ποιητές, ή αντιγράφουν τον παρνασσισμό του Ερενκά  (Γρυπάρης), το συμβολισμό του Βερλαίν (Χατζόπουλος) ή διαλέγουν για τον εαυτό τους το απήνεμο λιμάνι του απλού τραγουδιστή σε διάφορους τόνους ο καθένας (Πορφύρας, Μαλακάσης κλπ.). Ο μεγάλος Καβάφης είναι ακόμα, ή σχεδόν, άγνωστος.

Για να ολοκληρωθεί η ποιητική φυσιογνωμία της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου δε λείπει, παρά ο Καρυωτάκης ― ταλέντο γνήσιο, που έστω και με μονομέρεια (μην ξεχνάμε τους καιρούς), μας έδωσε μια αληθινή και απογοητευτική εικόνα ενός μεγάλου μέρους απ’ την τοτινή ελληνική πραγματικότητα. Το τέλμα των ιδεών, ο οικονομικός υποσιτισμός, η ανία κι ο μαρασμός απ’ την έλειψη ιδανικών, και το αδιέξοδο που όλα αυτά οδηγούσε, για πρώτη φορά εκφράζονται στην Ελλάδα και μάλιστα με τόση οξύτητα. Κι η σφαίρα που τον σκότωσε είχε μια σημασία βαθύτερη. Κανονικά, προοριζόταν  για όλον αυτόν τον κόσμο που εξέφραζε.

Μα η Ιστορία βαδίζει. Μεγάλες ανακατατάξεις γίνονται στην Ελλάδα, ύστερα από την οκτωβριανή επανάσταση και τη μικρασιατική καταστροφή. Καινούργιες δυνάμεις μπαίνουν στο προσκήνιο: οι εργάτες και προοδευτικοί διανοούμενοι. Δυνάμεις ζωντανές, ρωμαλέες, που όσο αναπτύσσονται ποσοτικά και ποιοτικά, τόσο εντονότερα αποκτούν την καλλιτεχνική έκφρασή τους. Και στέκονται πραγματικά τυχερές βρίσκοντας στο πρόσωπο του Βάρναλη έναν απαρομοίαστο βάρδο των ιδανικών τους.

Βαθύς μελετητής του μαρξισμού, εραστής και γνώστης της αρχαίας ελληνικής κουλτούρας (που σημαίνει πνεύμα βαθύ και με πολυμέρεια), ευαίσθητος δέκτης, σαν αληθινός ποιητής, όλων των ανησυχιών αυτής της καταπιεσμένης τάξης, που μόλις αρχίζει να παίρνει συνείδηση της δύναμής της, ρίχνει σα μια ομοβροντία το βιβλίο που θα τον καθιερώσει: «Το φως που καίει». Έργο δυνατό, πρωτόφαντο, που ανοίγει μια νέα σελίδα στην ελληνική γραμματολογία, μια λάμψη προορισμένη, όχι μόνο να φωτίσει τη μισοπολεμική νύχτα της ελληνικής κοινωνίας, μα και να κάψει. Έργο αληθινά μεγάλο, με συνθετική παράσταση του κόσμου, που στ’ οπλοστάσιό του διαθέτει δυο απ’ τις πιο ισχυρές λειτουργίες  της πνευματικής δραστηριότητας: τη σάτιρα και το λυρισμό. Τη σάτιρα για να σφάξει τον άνθρωπο, όταν χρειάζεται. Το λυρισμό, για να τον αναστήσει. Ούτε ο Σολωμός, ούτε ο Παλαμάς κατόρθωσαν να φτάσουν ποτέ τη σάτιρα σ’ ένα τόσο σκληρό και εξυγιαντικό συγχρόνως σημείο, όσο ο Βάρναλης. Σάτιρα διεισδυτική, αποκαλυπτική, που θα ολοκληρωθεί αργότερα με τα υπόλοιπα έργα του και θα τον αναδείξουν πρότυπο του είδους, σε παγκόσμια κλίμακα.

Και λυρισμός, όχι πια η σικελιανική ωραιοπάθεια. ή η παλαμική φιλολογία, λυρισμός αληθινός, αδρός, ο λυρισμός της απέραντης ψυχής των ταπεινών, των απλών ανθρώπων. Πρώτη φορά στην Ιστορία των ελληνικών γραμμάτων, ο λαός (με την πιο καθάρια σημασία της λέξης), δρασκελάει το κατώφλι της ποίησης.

Και μόνο με το έργο αυτό ο Βάρναλης θα μπορούσε να πάρει μια απ’ τις καλύτερες θέσεις ανάμεσα στους πέντε-έξι κορυφαίους ποιητές της παράδοσης, Μα η δημιουργία του μόλις αρχίζει. Οι Σκλάβοι πολιορκημένοι, η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, οι Δικτάτορες και τ’ άλλα βιβλία του, έρχονται να εδραιώσουν την αξία ενός  ταλέντου πρώτου μεγέθους, που σ’ όλη τη ζωή και σ’ όλο του το έργο έθεσε σκοπό να υπηρετήσει, μέσα στα ελληνικά πλαίσια, τα πιο μεγάλα συμφέροντα της ανθρωπότητας.

Είναι ακατόρθωτο, ή μάλλον αδιανόητο, να μπορέσει κανείς σ’ ένα μικρό σημείωμα εφημερίδας έστω και να καταγράψει απλώς τα πολλά ανεπανάληπτα στοιχεία που έφερε ο Βάρναλης στην ποίηση, γενικά στην πνευματική ζωή και ακόμα γενικότερα στη νεοελληνική πραγματικότητα. Στόχοι καλλιτεχνικοί απ’ τους πιο ευγενικούς, αίσθημα που αναβρύζει πλούσιο και δροσερό, σαν ανοιξιάτικος χείμαρρος, λόγος όλο πυκνότητα και ευστροφία και μια γλώσσα παλλόμενη, αρρενωπή, υποβλητική και σαφής συγχρόνως. Αν ο Παλαμάς πλούτισε το γλωσσικό όργανο (συχνά χωρίς ίχνος καλαισθησίας), ο Σικελιανός κι ο Βάρναλης το εμπυράκτωσαν κι από γλωσσικό το έκαναν ποιητικό όργανο. Κι ιδιαίτερα ο Βάρναλης που το πλάτυνε σε ευρύτερη λαϊκή βάση.

Τα έργα του, φωτισμένα και λαϊκά, είχαν σαν αποτέλεσμα, κάτι που πρέπει να το θυμούνται και να ευγνωμονούν όλοι οι σημερινοί ποιητές: το πλησίασμα του μεγάλου κοινού προς την ποίηση, που μέχρι τότε ήταν ένα είδος «χόμπι» ορισμένων φιλολογικών κύκλων. Ο λόγος του, πηγαίος και δίκαιος εμψυχώνει, αποκαλύπτει, παρηγορεί. Με τον Βάρναλη για πρώτη φορά στον τόπο μας (ας μου επιτραπεί η φιλολογική έκφραση) η Αυτής Εξοχότης η Ποίηση αγκαλιάζεται με την Αυτού Μεγαλειότητα τον Λαό.

***

Οι νεότεροι ποιητές, μέσα στις περιπλοκές των βραχυπρόθεσμων, συχνά, ιστορικών στόχων τους, χάνουν τον καίριο προσανατολισμό και τους βλέπεις να πυροβολούν τον εχθρό που έχουν μέσα τους, σα ν’ αγνοούν ότι αυτοί είναι δημιούργημα, ως σ’ ένα μεγάλο σημείο, του φοβερού εχθρού που βρίσκεται έξω τους: της ορισμένης, δηλαδή, διάρθρωσης του περιβάλλοντος που ζούνε. Ο Βάρναλης, μάτι αθόλωτο και κριτικό, φορτωμένος την πείρα ογδόντα χρόνων, με το άγρυπνο πνεύμα του και την καλλιτεχνική του ευαισθησία για οδηγούς, ξέρει πάντα κατά πού να σκοπεύσει. Ο «Ελεύθερος Κόσμος», η τελευταία του ποιητική συλλογή, είναι το ίδιο εύστοχη κι ανελέητη, όπως οι πρώτες νεανικές καταλυτικές κραυγές του. Και να. πάλι η αξία κι ο σκοπός του αληθινού ποιητή. Να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το χρόνο και το χώρο, που ζούμε, όχι «ιστορικά» ή φυσιολατρικά μόνο, μα σαν υπεύθυνοι άνθρωποι του καιρού μας ― και κανείς απ’ τους σύγχρονους τεχνίτες του λόγου δεν έχει όσο ο Βάρναλης την αίσθηση, αίσθηση τραγική, αυτής της δεύτερης κατοχής, που ζει σήμερα ο τόπος μας.

«Μέρα χρυσή, κατάχρυση, μα πώς να την χαρείς;
Κι ο μπάτης ο ανοιξιάτικος  στα στήθια σου βαρύς.
Απρίλης με το θάνατο χορεύουν και γελούνε
κι όσα λουλούδια και καρποί, ξέν’ άρματα σε κλειούνε».

Όλη η κλίμακα των «αξιών» της αστικής κοινωνίας, πατρίδα, οικογένεια, κράτος, πόλεμος. εκμετάλλευση, πέφτει κομματιασμένη από τη ρομφαία του πύρινου λόγου του. Η ανήσυχη ματιά του περιτρέχει τον «ελεύθερο κόσμο» και το χτύπημά του πέφτει βαρύ εκεί που «πονάει» περισσότερο αυτόν τον κόσμο, κι εκεί που ευκολότερα ξυπνάει τον υπόλοιπο.

Ο Βάρναλης, αληθινός μαρξιστής, με τη διαλεκτική στο αίμα του πια, ξέρει πως η συνείδηση του ανθρώπου διαπλάθεται σιγά-σιγά απ’ τον περίγυρό του και οι λαϊκές μάζες, που θα ’πρεπε ν’ ανήκουν στην πρωτοπορία, κάτω από τη φριχτή οικονομική ανέχεια, το σκοταδισμό της προπαγάνδας και την εξαχρείωση των ηθών μετατρέπονται σε απολογητές ή και διαιωνιστές της ίδιας τους της κακομοιριάς.

«Σκότωνε τον πατέρα με μπαλτά
για το μισό χωράφι. Κι από τα
δεκατρία το κοράσι σου, πιτσούνι,
ξεκοίλιαζέ το, γέροντα, στη χούνη».

Σελίδα με σελίδα το μαχαίρι του ποιητή ανοίγει τις σάπιες πληγές απ’ όπου ξεπετάγεται σαν πύον η ατιμία, το ψέμα, η προδοσία, η αμορφωσιά. Αν μπορούσε, για μια στιγμή, (ωραία, φανταστική στιγμή) η ποίηση να μετατραπεί σ’ ένα γιγάντιο χέρι, το βιβλίο του Βάρναλη θάχε γκρεμίσει, σε μια μόνη νύχτα, όλον αυτόν τον εσμό που αυτοτιτλοφορείται, βέβαια, «Ελεύθερος Κόσμος».

«Ήλιε με τι λαχτάρα σ’ αναμένει
μέγας λαός κι όλ’ οι λαοί ενωμένοι!
Όχι να βγεις σαν πάντ’ απ’ τον Τρελό
για να πνιγείς το βράδυ στο γιαλό.
Θα σε φέρει αβαδίλευτην πηγή
φωτός, χαράς, τιμής κι ελεφτερίας
σ’ ουρανό και σε θάλασσα και γη
πρωτάρχος ο Παγκόσμιος Παρίας».

Καλότυχος και αβασίλευτος, εκείνος ο λαός που έχει έναν τέτοιο ποιητή πλάι του.

Τάσος Λειβαδίτης

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Κώστας Κουλουφάκος: Στους οικοδόμους της Αθήνας (Απεργία 1/12/1960) – Τραγούδι των άνεργων


ΑΠΕΡΓΙΑ

Στους οικοδόμους της Αθήνας

Έρημες σκαλωσιές. Παράλληλοι
σπινθήρες απ’ τις ατσαλόβεργες εσκίσαν τον αγέρα.
Όρθια τα φτυάρια τρέμουνε. Σωροί σωροί
σκληραίνει το χαρμάνι. Οι μπετονιέρες
ασάλευτες με στόματα
στον ουρανόν ορθάνοιχτα.
Γιόμισ’ η ατμόσφαιρα κυμάνσεις υπερήχων.

Βαριά τα βήματα των απεργών στους δρόμους.
Τ’ ακούει η πόλη και τους χαιρετάει
μ’ όλα της τα παράθυρα.

Κορμιά πελεκημένα στο μπετόν
απ’ το λιοπύρι και τον άνεμο
πορεύονται σ’ εν’ αυριανό πλανήτη δικαιοσύνης.

Σκιαγμένα χρηματοκιβώτια
ταμπουρωθήκαν πίσω απ’ τους φρουρούς της τάξης.
Ανίσχυρα τα κλομπς, τα δακρυγόνα αέρια,
οι δίκες και τα πληρωμένα σχόλια στις εφημερίδες.

Των οικοδόμων μόνη αρματωσιά
δίκαιοι κόμποι από τσιμέντο κι ασβεστόχρισμα
στις ρίζες των νυχιών και των μαλλιών τους.
Το μπόι τους ψηλότερο απ’ τα μέγαρα
κι από τις φλέβες τους τινάζεται ψηλά της εργατιάς
ο θρίαμβος αναβρυτός μαρμαίροντας στον ήλιο μύρια χρώματα
σαν το νερό απ’ τ’ αρτεσιανό πηγάδι.

(2-12-60)

Το ποίημα γράφτηκε την επόμενη μέρα της μεγάλης απεργίας των οικοδόμων της 1ης του Δεκέμβρη 1960, που πέρασε στην Ιστορία σαν η μέρα που οι οικοδόμοι ξήλωσαν τα πεζοδρόμια! Είναι η εποχή που η τότε κυβέρνηση Καραμανλή επικαλούμενη «νοικοκύρεμα των ασφαλιστικών ταμείων» αυξάνει με το νόμο 4104/60 τα ένσημα για την κατώτερη σύνταξη από τα 2.050 στα 4.050. Για τους οικοδόμους αυτό σήμαινε ότι θα έβγαιναν στη σύνταξη στα 65, αν κατόρθωναν να μαζέψουν τα ένσημα. Καθώς η οργή στα γιαπιά βράζει, οι εργατοπατέρες της εποχής προσπαθούν να ησυχάσουν τα πνεύματα μιλώντας για διάλογο με την κυβέρνηση. Τα ταξικά σωματεία των οικοδόμων συγκροτούν τη Συντονιστική Επιτροπή που αφήνει στην άκρη την διοίκηση της Ομοσπονδίας και αρχίζουν έναν παρατεταμένο απεργιακό αγώνα, κορυφαία στιγμή του οποίου είναι η απεργία της 1ης του Δεκέμβρη 1960 (αναλυτικό αφιέρωμα του Οικοδόμου στην ιστορική αυτή απεργία μπορείτε να δείτε εδώ).


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ

Πιάσαν τα χέρια μας σκουριά
Οι μέρες θρίβονται κομμάτια
Χάνονται αργά σφυρίζοντας
Οι ελπίδες μας σβηστά κεριά
Στης πολιτείας τα σκαλοπάτια
Γέρνει ο άψυχος ο ορίζοντας.

Μόνο το ντέρτι ακάματο.

Λοξό το φως στις γειτονιές
Σκοντάφτει απάνω στους φεγγίτες
Και στα όνειρα τ’ αδιέξοδα
Ίσκιοι χυμούν απ’ τις γωνιές
Μ’ εφιαλτικούς ημεροδείχτες
Έξοδα, έξοδα, έξοδα…

Να ’χα ένα μεροκάματο!

Πόλη μητριά, σ’ εφτά τροχούς
Μ’ εφτά κλειδιά και κατσαβίδια
Μας έλυσες τις κλείδωσες
Ξόρισες χρώματα κι αχούς
―Πρωινά και βράδια πάντοτε ίδια―
Κι όλες τις πόρτες κλείδωσες.

(2/5/1959)

Τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν στην Επιθεώρηση Τέχνης, τον Οκτώβρη του 1961.

Κώστας Κουλουφάκος (1924-1994). Ο Κώστας Κουλουφάκος του Πέτρου και της Αγγελικής γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από το χωριό Κουτήφαρι της μεσσηνιακής Μάνης. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια, τον Τάσο και τον Νίκο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, μαθητής ακόμη, οργάνωσε την ανεξάρτητη αντιστασιακή ομάδα Ελεύθεροι Έλληνες με συνέπεια τη σύλληψή του από τους Ιταλούς και τη φυλάκισή του στο Spoleto της Ιταλίας το 1941. Απέδρασε δύο χρόνια αργότερα και κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου κατατάχτηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Πήρε μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Το 1945 γράφτηκε στο Χημικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγο πριν το πτυχίο (1953) καθώς αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με την τέχνη του λόγου. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εντάχθηκε στην Ε.Π.Ο.Ν., πέρασε στην παρανομία και εξορίστηκε στον Άη – Στράτη και τη Μακρόνησο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1953, όπου έζησε ως αδειούχος εξόριστος για λόγους υγείας ως το 1962, οπότε καταργήθηκαν τα στρατόπεδα. Ως μέλος του Κ.Κ.Ε. υπέστη νέες ταλαιπωρίες και εξορίες με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας. Με την μεταπολίτευση συνέχισε την ενεργό πολιτική δράση του στο χώρο της Αριστεράς. Παντρεύτηκε την Σοφία Νέτουρα, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Πέτρο και σε δεύτερο γάμο την Μαρία Κωστάκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Γεωργία. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1950 με τη δημοσίευση αποσπάσματος από την ποιητική συλλογή Στις έξη του Μάη στις σελίδες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα. Η δημοσίευση έγινε με πρωτοβουλία του Γιάννη Ρίτσου, φίλου και συναγωνιστή του. Ιδρυτικό μέλος και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, όπου διετέλεσε υπεύθυνος ύλης (1955-1962) και αρχισυντάκτης (1965-1967), ιδρυτής και διευθυντής του εκδοτικού οίκου Διογένης (1971), ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων και συνεργάτης του περιοδικού Ηριδανός ο Κουλουφάκος δημοσίευσε ποιήματα, βιβλιοκρισίες, μελέτες και μεταφράσεις. Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο, ως ιδρυτικό μέλος του θεατρικού οργανισμού Δεσμοί (1975 από κοινού με τη Βάσω Κατράκη την Ασπασία Παπαθανασίου και τον Αλέξανδρο Αργυρίου), ενώ εργάστηκε ως καθηγητής λογοτεχνίας στη δραματική σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Κουλουφάκου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Κουλουφάκος Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Συνοδινός Ζήσιμος Χ., «Χρονολόγιο Κώστα Κουλουφάκου (1924-1994)», Μανδραγόρας 3, 4-6/1994, σ.8-10 και χ.σ., «Κουλουφάκος Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή βιογραφικών στοιχείων: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ. ― ΒιβλιοΝet).

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Προκήρυξη ποιητικού διαγωνισμού με θέμα: «1917-2017: Εκατό χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση»


Η NEW STAR και Ο ΚΥΚΛΟΣ ΠΟΙΗΤΩΝ προκηρύσσουν ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ στα πλαίσια του πολύπτυχου αφιερώματος «100 ΧΡΟΝΙΑ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ και  ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ, ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ» που ξεκίνησε η NEW STAR περιλαμβάνοντας την πρωτοπορία της σοβιετικής επανάστασης του Οκτώβρη στις τέχνες.

«1917-2017: Εκατό Χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση»

Τα 30 ποιήματα που θα διακριθούν θα απαγγελθούν σε εορταστική εκδήλωση στο ΑΛΚΥΟΝΙΣ new star art cinema και θα τυπωθούν σε βιβλίο.

Κριτές μερικοί από τους πιο καταξιωμένους ποιητές μας: Κώστας Καναβούρης (πρόεδρος), Γιώργος Μπλάνας, Μαρία Παναγιωτίδου, Χρήστος Ρουμελιωτάκης και Κωστής Τριανταφύλλου.

Οι τρεις πρώτοι νικητές θα τιμηθούν με τα εξής έπαθλα:

    Ο πρώτος ένα ταξίδι 10 ημερών στη Ρωσία.
    Ο δεύτερος και ο τρίτος από μια Ετήσια Κάρτα Ελευθέρας στους κινηματόγραφους
   
ΑΛΚΥΟΝΙΣ new star art cinema και STUDIO new star art cinema.
Όλοι οι συμμετέχοντες θα λάβουν Πάπυρο Συμμετοχής.

Προθεσμία υποβολής των ποιημάτων: 30 Ιουνίου 2017

Στείλτε το ποίημά σας στη διεύθυνση: Κύκλος Ποιητών, Ηρακλείτου 6, Αθήνα 10673, ή στα e-mail: info@poetscircle.gr και newstarcine@gmail.com

***

«…  πέρασε σαν τη φλόγα/ πάνω από τα βουνά και τα χωράφια/ καίγοντας τους θεούς
που μας κρατούσαν στο φόβο/ μαζί με τους βωμούς τους./ Ο παλιός κόσμος που αιώνες ολόκληρους/ το έφτιαξαν γκρεμίστηκε από μας …» Σ. ΑΙΝΙ

Κάλεσμα συμμετοχής και εξέγερση ποιητικής δημιουργίας.

Οκτώβρης 1917. Η εξέγερση πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Η εποχή της μεγάλης ανατροπής έφτασε. Το ηρωικό προλεταριάτο της Ρωσίας, σε συμμαχία με την αγροτιά, υπό την καθοδήγηση του Κόμματος των Μπολσεβίκων με επικεφαλής τον Λένιν, συντρίβει το αστικοτσιφλικάδικο καθεστώς και ανοίγει τον δρόμο για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, ως το μεγαλύτερο γεγονός στον 20ό αιώνα, εγκαινίασε μια νέα εποχή όχι μόνο στον τομέα της πολιτικής και της οικονομίας, αλλά και στον τομέα του πολιτισμού. H πολιτιστική επανάσταση, ως αναπόσπαστο στοιχείο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, έδωσε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να γνωρίσουν τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού και να συμμετέχουν στην πολιτιστική ζωή. H ριζική εξάλειψη της τραγικής κληρονομιάς του αναλφαβητισμού μαζί με την άνοδο του γενικού επιπέδου μόρφωσης αποτελούν κάτι το πρωτόγνωρο στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Η πολιτιστική επανάσταση έδωσε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να γνωρίσουν τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού και να συμμετέχουν στην πολιτιστική ζωή.

Η ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση πρεσβεύει τα ιδεώδη όσων αγωνίζονται για μια κοινωνία που θα έχει καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Οι πρωταγωνιστές, τα κινήματα, η διαπάλη καθώς και άγνωστες πτυχές της ποιητικής δημιουργίας ιστορούνται μέσα από ένα ταξίδι σε εκείνη την εποχή που η ιστορία θα διατηρήσει ακέραια την εικόνα της.

Ο Οκτώβρης άνοιξε νέους δρόμους και στη σφαίρα του πολιτισμού, στην τέχνη γενικότερα και στην ποίηση που είναι μέρος της. Το ζήτημα της σοβιετικής πρωτοπορίας στον τομέα της κουλτούρας είναι άξιο μελέτης. Πέρα από τον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι (στον οποίο θα γίνει ειδικό αφιέρωμα για την ποίηση και το έργο του στον κινηματογράφο και γενικά στον φουτουρισμό) είναι ανεξερεύνητη η σοβιετική ποίηση καθώς η τέχνη και ειδικά η ποίηση, από τη φύση της δεν είναι πάντα διαυγής και επιδέχεται προσωπικές αξιολογήσεις.

Οι δύσκολες μέρες που ζούμε επιβάλλουν να δώσουμε απαντήσεις μέσα από την τέχνη. Χρέος των ποιητών να αντισταθούν σε κάθε βαρβαρότητα με το λόγο της ευαισθησίας και την «ποίηση» της βαθιά προστατευμένης επίγνωσης της αξίας της ανθρωπιάς.

Καλούμαστε να αποδείξουμε ότι δεν υπάρχει πολιτιστική φτώχεια και ότι πάντα θα τροφοδοτούμε με όραμα και έμπνευση κι άλλους καλλιτέχνες, στην εποχή που ο άνθρωπος και οι λαοί πρέπει να μην υποκύπτουν και να αγωνίζονται.

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Φρανσουά Βιγιόν: Μπαλάντα έμμετρη επιστολή στους φίλους του


«Στα μέσα της δεκαετίας του '70 έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο με τη ποίηση του Φρανσουά Βιγιόν. Το ρούφηξα κυριολεκτικά μέσα σε μια βραδιά. Οι στίχοι του με μάγεψαν. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ένας ποιητής του 15ου αιώνα, τόσο παλιός δηλαδή, έφτανε σε μας με τόσο συνταρακτικό και οικείο τρόπο. Σε λίγες μέρες είχα βάλει μουσική σε 14 μπαλάντες του…

Γνωρίζω την ποίηση, δεν είμαι όμως ούτε κριτικός ούτε μελετητής αυτής της σπουδαίας τέχνης. Όμως απερίφραστα δηλώνω ότι τον θεωρώ για πολλούς λόγους έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών. Οι στίχοι του, ενώ αντανακλούν την ιστορική περίοδο στην οποία γράφτηκαν, σκίζουν κυριολεκτικά τον χρόνο και λειτουργούν ως σημερινοί...

Είμαι υποχρεωμένος να μιλήσω για τον μεταφραστή του Βιγιόν στα ελληνικά, τον Σπύρο Σκιαδαρέση. Εξέδωσε τη μετάφρασή του αυτή το 1947. Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στον Σκιαδαρέση, γιατί μας μετέφερε όλους τους χυμούς και όλα τα επίπεδα της ποιητικής του Βιγιόν. Σπάνιο επίτευγμα για τόσο μακρινά κείμενα.» Θάνος Μικρούτσικος

Έλεος, έλεος για με το φουκαρά
δείξετε, αδέρφια, φίλοι γκαρδιακοί!
Σε τάφο κείτομαι, όχι σε ισκιερά
δάσια, σ’ αυτήν τη μαύρη φυλακή
που η μοίρα μ’ έχει μ’ άδεια θεϊκή.
Κορίτσια, βλάμηδες, νιοί, γέροι, γριές,
φορτσαδόροι, ακροβάτες, χορευτές,
που πηδάτε με μπρίο κωμικό,
λυγερόφωνοι εσείς τραγουδιστές,
το δόλιο τον Βιγιόν θ’ αφήστε εδώ;

Ψάλτες π’ όλα τα ψέλνετε στραβά,
αλήτες δίχως δυάρα τσακιστή,
μάγκες που κάνετε όλο χωρατά,
διανοούμενοι λίγο ή πολύ χαζοί,
τρεχάτε, πριν ο χάρος τόνε βρει.
Σαν πεθάνει, εσείς πρόθυμοι ποιητές,
θα του φτιάξετε δεκάρικες ωδές.
Αγέρας, φως, δεν βλέπουν το φτωχό,
με βαριούς τοίχους του ’καμαν φασκιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ’ αφήστε εδώ;

Στα χάλια ελάτε ιδέστε τον αυτά,
αφέντες σπλαχνικοί κι ευγενικοί,
που δεν είστε ρηγάδωνε γενιά,
παρά τ’ αφέντη Θεού είσαστε γονή.
Τον έχουν σε νηστεία στανική,
πληγιάσαν οι μασέλες του οι φτωχές
αλέθοντας ψωμόφλουδες ξερές
και γρούζουν τ’ άντερά του απ’ το νερό
που πίνει με χοντρές χοντρές γουλιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ’ αφήστε εδώ;

Πρίγκιπες, χάρη με βασιλικές
βούλες πετύχετέ μου και τριχιές
μ’ ένα καλάθι ρίχτε μου να βγω.
Κι οι χοίροι ακόμα τρέχουν μπουλουκιές,
σαν ακούσουν συντρόφου των σκουξιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ’ αφήστε εδώ;

Francois Villon

Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Χάιμε Σβαρτ: ΣΤΟΝ ΦΙΝΤΕΛ ― Jaime Svart: A FIDEL

"Είμαι ο ΦΙΝΤΕΛ"

Ποίημα που μας έστειλε ο Χιλιανός ποιητής Χάιμε Σβαρτ, που κατοικεί μόνιμα στην Αθήνα· τον ευχαριστούμε.

ΣΤΟΝ ΦΙΝΤΕΛ
Ας είναι ο θάνατός σου μια πυγολαμπίδα
που προαναγγέλλει το ξημέρωμα… όπως έλεγε ο ποιητής…
ας είναι η ζωή σου σαν τη φωτεινή αχτίδα
σαν τ’ αστέρι του στερεώματος…
ας είναι το παράδειγμα και η ζωή σου
σαν ένας κεραυνός που μας φωτίζει…
σ’ αυτό το δύσκολο δρόμο προς τη Νίκη…
Μια πληγή μου άφησε η φυγή σου…
μια καινούρια μέρα συννεφιασμένη…
μια νύχτα σκοτεινή χωρίς εσένα…
έξω βρέχει και βρέχει…
αλλά μια μέρα θα ξανάρθεις…
θα ξανάρθεις για πάντα…
θα είναι πάλι μια νύχτα ξάστερη…
μια μέρα φωτεινή…
θα είναι σαν αυτή τη γλυκιά κούπα κρασί της χώρας μου, της Χιλής…
όχι πια άλλες σκούρες μέρες
ας είναι ο θάνατός σου μια πυγολαμπίδα
που προαναγγέλλει την αυγή… και το ξημέρωμα.

 

Ο ΦΙΝΤΕΛ ΚΑΣΤΡΟ ΖΕΙ
ΖΗΤΩ Ο ΦΙΝΤΕΛ
ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ
 

*του Χάιμε Σβαρτ, χιλιανού ποιητή κατοίκου Αθηνών, Ελλάδα 
metafrasi  Ana Karapa

 

A FIDEL
Sea tu muerte una luciérnaga
que anuncia al amanecer… como decía el poeta…
sea tu vida como el rayo luminoso
como la estrella del firmamento…
sea tu ejemplo y tu vida
como un trueno que nos ilumine…
en este difícil camino hacia la Victoria…
Una herida me dejó tu partida..
un nuevo día nublado..
una noche oscura sin ti…
afuera llueve y llueve…
pero algún día regresarás…
regresarás para siempre…
será nuevamente una noche estrellada…
un día luminoso..
será como este trago dulce del vino de mi país, Chile…
ya no más días oscuros
sea tu muerte una luciérnaga
que anuncie el alba… y el amanecer.  


Jaime Svart