Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ – Τέρμα




Ακούμε συχνά πόσο «μεγάλος» ποιητής είναι ο ένας, πόσο «σπουδαίος» είναι ο άλλος κλπ. Όμως τι θα πει στ’ αλήθεια «μεγάλος»; Ο Βάρναλης έγινε Μεγάλος Ποιητής γιατί δεν έπαψε ποτέ να πατάει στη γη που τον γέννησε. Γιατί ήταν  άνθρωπος του λαού, έζησε μέσα στο λαό, γέλασε, πόνεσε, ερωτεύτηκε, έκλαψε, μέθυσε, ένιωσε τι θα πει καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο, ονειρεύτηκε, στρατεύτηκε και πάλεψε για την παντοτινή  απελευθέρωση του Ανθρώπου. Αυτό που -μέσα σ' άλλα- έκανε το έργο του μοναδικό και τον ίδιο αληθινά Μεγάλο, είναι η ικανότητά του να διαβάζει και να περιγράφει τις άσχημες συνθήκες που ζει ο καταπιεσμένος, ο απόκληρος, ο φτωχός λαός, να αναλύει τις αιτίες που τον οδήγησαν εκεί και ταυτόχρονα να δείχνει τον δρόμο μέσα από τον οποίο θα σπάσει τις αλυσίδες του και θα απελευθερωθεί. Διαβάζοντας (και) αυτό το ποίημα, νομίζεις πως γράφτηκε πρόσφατα. Στους στίχους του βλέπουμε  εικόνες της καθημερινότητάς μας. Ο Μεγάλος ποιητής είναι πάντα παρών και το έργο του επίκαιρο και πάντα οδηγός μας.


Τέρμα

Εδώ, π’ ανταμωθήκαμε αδερφοί,
δεν είναι πλατωσιά μηδέ κορφή,
μηδ’ άκρα του πελάου και τ’ ουρανού.
Το βάθος είναι τ’ άσωτου Κενού.

Δεν πέσαμε μονάχοι στ’ αναιώνια
σκοτάδια. Μας γκρεμίσαν τα τελώνια
της Ανομίας, οι «πρώτοι» του λαού,
κάθε λαού, καινούργιου ή παλαιού.

Ήλιος εδώ να φτάσει, ανάσ’, αχός
δεν αφήνει των πλούσιων ο Θεός
και στον Απάνου Κόσμο από τον Κάτου
οι βόγγοι ν’ ανεβούνε του θανάτου.

Τη σάρκα μας τη σάπισε η λασπιά τους,
μα την ψυχή μας πιότερο η ψεφτιά τους.
πουλημένα κοπάδια, νύχτα – μέρα
για δικά τους πεθαίνουμε συφέρα.

Ασήμαντοι, χυδαίοι, μηδενικοί
κάναν την οικουμένη φυλακή.
Πέτρα δεν είν’ απάνου να πατήσει
το θύμα, όσο ψηλότερα να φτύσει!

-Πώς εδώθε να βγούμε; - Όχι ένας ένας!
Όλοι μαζί και μοναχός κανένας!
Σα φτάσ’ η εσχάτη ανάγκη να σωθείς,
ενωμένος Λαός θα σηκωθείς.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Μοιρολόι της βροχής




Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.

Παλληκάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.

Παλληκάρι χλωμό
σ΄ ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π΄ αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Μουσική:  Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεύει ο  συνθέτης 

     

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Γ. Θ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ - Δρόμοι

Δρόμοι λοξοί, που δίπλα σας το παγωμένο ασπρίζει
Ρυάκι, κι’ όπου γέρνουνε ξεθωριασμένα κάποια

Σπιτάκια, στα κατώφλια τους που η χλόη πρασινίζει,
Με σκαλοπάτια ξύλινα γεμάτα βρύα, σάπια.

Δρόμοι, ρημάδι αγροτικό με την ξερή τη στέρνα,
Κι ένα μαγγάνι αμίλητο που σκούριασε απ’ το χρόνο,

Στο δείλι σας αντίκρυσα κι ο κρύος βοριάς που επέρνα,
Σάλευε έναν πυρόξανθο σωρό από φύλλα μόνο.

Ένα πυρόξανθο σωρό, και τ’ άχυρα που ακόμα
Έβοσκε κάποιο ζώο ισχνό, έτσι σαν άλλοτε ίδια,

Σύντριμμα η ρόδα του αμαξιού στο μουσκεμένο χώμα,
Κι ο στάβλος με τα πράσινα απ’ τα βρύα κεραμίδια.

Μα ό,τι το σπίτι εμψύχωνε στα χρόνια που περάσαν,
Το σπίτι μέσα στην αυλή που αμίλητο έτσι γέρνει,

Έσβυσε, οι ανθρώποι εζήσανε, πονέσανε, γεράσαν,
Κι έφυγαν σαν τα φύλλα πια που η χειμωνιά τα παίρνει.

Δρόμοι στη χειμωνιάτικη τη νύχτα που σιμώνει,
Με το εργαστήρι του παλιού πεταλωτή στα βάθη,

Που το αναμμένο πέταλο χτυπιέται, ηχεί στο αμόνι,
Τι να ζητώ μέσα σε σας που επέρασε κι εχάθη;

Ποια νάναι η γοητεία σας, μικρόσπιτα και τοίχοι
Υγροί,  απ’ όπου το άρωμα κάποιας γαζίας βγαίνει,

Δρόμοι, που πνίγει η μυρουδιά απ’ το καμμένο νύχι
Του αλόγου, φλόγα κόκκινη στην πυροστιά αναμμένη;

Νάναι ο θλιμμένος γυρισμός ψυχής πούχουν συντρίψει
Οι μάταιοι αγώνες για να βρη ό,τι είχε πλάσει η σκέψη,

Κι ήρθε σε σας, δρόμοι παλιοί, για να σας πη, με θλίψη,
Ότι ήταν ψέμμα τόνειρο κοντά σας πούχε θρέψει;

Ο Γεώργιος Σταυρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Θεόδωρου Σταυρόπουλου, δικηγόρου και δημοσίου υπαλλήλου. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, βιοποριστικοί λόγοι ωστόσο δεν του επέτρεψαν να αποφοιτήσει. Το 1917 διορίστηκε στον δημόσιο τομέα μετά από εξετάσεις και εργάστηκε στην ταμειακή υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών ως το 1954, οπότε συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του υπουργικού διευθυντή β’. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις στίχων στο περιοδικό Λύρα και ακολούθησαν συνεργασίες του με έντυπα όπως τα Βωμός, Μούσα, Νουμάς, Νέα Γράμματα, Κριτική και Τέχνη, Νέα Εστία, Λογοτέχνης, Πανδώρα και εφημερίδες, όπως οι: Στέμμα, Εσπερινός Τύπος κ.α., όπου συχνά υπέγραφε ως Ακταίων ή Αρχαιόφιλος. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση ( από έργα των Βεράρεν, Βερλαίν, Μωρεάς, Μπωντλαίρ, Τσβάιχ κ.α.) και τη φιλολογική μελέτη (για το έργο του Τέλλου Άγρα, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του Κώστα Καρυωτάκη, του Παλαμά και άλλων νεοελλήνων λογοτεχνών). Η ποίηση του Σταυρόπουλου κινείται στο χώρο της λεγόμενης νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής Σχολής. Μεγάλο μέρος του έργου του παρέμεινε ανέκδοτο ως το θάνατό του.

Τα βιογραφικά στοιχεία και τη φωτογραφία του ποιητή, βρήκα εδώ.

Τις φωτογραφίες πήρα στο χωριό μου, την Κυψέλη (Χώσεψη) Άρτας.

Το ποίημα του Γ. Σταυρόπουλου «Δρόμοι», βρίσκεται στο βιβλίο:

«Η ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς. Μια προσωπική ανθολογία του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ».
Εκδόσεις «ΝΕΦΕΛΗ», Αθήνα 1990. (οικοδόμος)

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Μια βραδιά με τον «άγνωστο Βάρναλη»

Σα να ήταν εκεί...
«Ο άγνωστος ΒΑΡΝΑΛΗΣ και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», από τις εκδόσεις «ΕΝΤΟΣ». Καισαριανή, Τρίτη 20 Νοέμβρη 2012. Ήταν μια «Βαρναλική» βραδιά.

«Αλησμόνητη θα μου μείνει η πρώτη μου συνάντησι με το Δάσκαλο στο σπίτι του, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 1933. Είχε έρθει από τον Πύργο της Βουλγαρίας με μια ανηψιά του, την Έλσα, καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται σήμερα. είχε μπη στη φοιτητική μας συντροφιά, δέθηκε μαζί μας με αδερφική φιλία. Της άρεσαν τα αθώα γλεντάκια μας, τα τραγούδια μας, η ομαδική μας απαγγελία και μια μέρα μας έφερε πρόσκλησι του Βάρναλη να πάμε να το κάψουμε στο ανοιχτόκαρδο σπίτι του. Περάσαμε ένα θείο απόγευμα με τη συντροφιά του. Ήταν εκεί κι ο Αυγέρης –άλλη σεβαστή μορφή των γραμμάτων μας- η Γαλάτεια και κάμποσοι άλλοι. Τα τσούξαμε κιόλας, ενθουσιαστήκαμε κι αρχίσαμε όλοι μαζί ν’ απαγγέλουμε τα τραγούδια του. είχαμε πραγματικό πάθος για την ποίησί του, όχι μονάχα για την απαράμιλλη αισθητική της αξία, αλλά γιατί αποτελούσε το καθημερινό ψωμοτύρι της ζωής μας. για τη νεολαία εκείνης της εποχής  δεν μπορούσε να νοηθή ύπαρξι χωρίς την ποίησι του Βάρναλη, γι’ αυτό ξέραμε απόξω το μεγαλύτερο μέρος του έργου του και το απαγγέλναμε φωναχτά, σα ζητωκραυγή. Θυμούμαι τη συγκίνησι του Δασκάλου. Και τώρα ακόμα, στεφανωμένος πια και καταξιωμένος ποιητής του λαού, συγκινείται τρομερά όταν ακούη τους στίχους του να φτερουγίζουν στα χείλη των φίλων του και του λαού.»

Τις αναμνήσεις του Τάσου Βουρνά, τυπωμένες ακριβώς πριν 55 χρόνια στην έκδοση του «Κέδρου» για τα πενηντάχρονα του έργου του Κώστα Βάρναλη,  πρωτοδιάβασα όταν, μαθητής του Λυκείου, άρχιζα να ανακαλύπτω τον ποιητή μέσα από τα βιβλία του. Όταν έλαβα την τιμητική πρόσκληση από τον δημοσιογράφο Ηρακλή Κακαβάνη να παραβρεθώ στην παρουσίαση του βιβλίου του «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του»,  από τις εκδόσεις «ΕΝΤΟΣ», η πρώτη μου κίνηση ήταν να αναζητήσω στη βιβλιοθήκη μου αυτήν την παλιά έκδοση. Ήθελα να επαναφέρω στη μνήμη μου την ατμόσφαιρα που περιέγραψε τόσο παραστατικά ο Βουρνάς.

Μια ατμόσφαιρα που κάτι από «αυτήν» -μπορώ να περηφανεύομαι μέσα μου πως- έκλεψα   κάποτε παρέα με φίλους και συμμαθητές, δίπλα σε μερικούς  σημαντικούς ανθρώπους. Μια εποχή που κάποιοι δάσκαλοί μας μας μιλούσαν για λογοτεχνία, μας «γνώριζαν» με ποιητές, μας ενθάρρυναν να διαβάζουμε και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και να γράφουμε. Δεν ήταν λίγες οι φορές –τότε και λίγο αργότερα- που γύρω από νεανικά τραπέζια με μεζέ και καλό κρασί, απλώναμε τις σκέψεις μας για το μέλλον πάνω σε έργα ποιητών ή πεζογράφων, με την ελπίδα πως οι δρόμοι που οδηγούσαν στο όνειρο θα έμεναν ανοιχτοί.
Το βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη μου κέντριζε την περιέργεια. Πόσο «άγνωστος» μπορεί να παραμένει ένας ποιητής που το έργο του κυκλοφόρησε σε αμέτρητες εκδόσεις, έγινε κτήμα του λαού,  γαλούχησε κάμποσες γενιές, διδάσκεται σήμερα στα πανεπιστήμια, ασχολήθηκαν και έγραψαν γι’ αυτόν τόσοι σημαντικοί άνθρωποι; Άσε που η πρόσκληση έγραφε για παρουσίαση σε… τσιπουράδικο. Τί είδους παρουσίαση βιβλίου θα ήταν αυτή, όταν ανάλογες  εκδηλώσεις γίνονται συνήθως σε άχρωμες αίθουσες, σε εκδοτικούς οίκους ή σε «πολυχώρους πολιτισμού»; Διάβασα ακόμα μια φορά  το κείμενο του Βουρνά και σκέφτηκα: Λες;…

Οι ομιλητές και ο συντονιστής της εκδήλωσης εγγυούνταν μια πετυχημένη παρουσίαση. Οι σύντροφοι –ας μου το επιτρέψουν, έτσι τους νιώθω- Μπογιόπουλος, Τσακνής και Σαρρής και η καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Δραματουργίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κυρία Γεωργία Λαδογιάννη, άνθρωποι καταξιωμένοι στο χώρο τους και ευρύτερα,  με στίγμα, διαδρομή και προσφορά στο λαό και τους αγώνες του. Όλα αυτά έκοβαν βόλτες στη σκέψη μου ακόμα και την ώρα που -το απόγευμα της Τρίτης- βγήκα στον δρόμο για την Καισαριανή. Ο καιρός ήταν μουντός  -τα σύννεφα προετοίμαζαν το βαρύ φορτίο τους για τις ώρες που θα ακολουθούσαν- σαν την διάθεση πολλών από μας τον τελευταίο καιρό…

Έφτασα μάλλον από τους πρώτους. Ο συγγραφέας του βιβλίου υποδεχόταν με ευγένεια τους καλεσμένους του και τους οδηγούσε στις προκαθορισμένες θέσεις-τραπέζια τους. Το τσιπουράδικο «Ο Μπούσουλας»,  στην πλατεία της Καισαριανής είναι ένας χώρος ζεστός που γρήγορα σε κάνει να νιώσεις  σαν στο σπίτι σου. Πάνω στους τοίχους του  γραμμένοι στίχοι ελλήνων ποιητών (μπόρεσα να διακρίνω από εκεί που καθόμουν ποιήματα του Καβάφη και του Καββαδία), κάτι που με έκανε να σκεφτώ πως δεν θα ήταν τυχαία η επιλογή του χώρου για την εκδήλωση.

Στάθηκα για λίγο στην είσοδο και παρατηρούσα τους προσκεκλημένους  που κατέφταναν ένας ένας. Άνθρωποι αναγνωρίσιμοι ή όχι, γνωστοί ή λιγότερο γνωστοί,  όλοι τους  απλοί, λαϊκοί   άνθρωποι, σαν αυτούς με τους οποίους συνήθιζε να κάνει παρέα κάποτε ο ποιητής. «Ο Βάρναλης δεν αγαπάει την επίδειξι ούτε την πόζα, τόσο συνηθισμένο πράμα στους Ρωμιούς γραμματιζούμενους. Αντίθετα λατρεύει τους απλούς ανθρώπους του λαού και μ’ αυτούς κάνει συντροφιά. Παλιότερα η πιο συχνή παρέα του ήταν ένας τσαγκάρης της οδού Σίνα κι ο κυρ Μιχάλης ο Σαρδέλλης, υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο Κολλάρου, ήσυχοι και σεμνοί άνθρωποι, που τον αγαπούν και τους αγαπά.» γράφει ο  Βουρνάς. Τέτοιοι άνθρωποι πέρναγαν την είσοδο του τσιπουράδικου. Αναγνώρισα μερικούς και πρώτον απ’ όλους τον Γιώργο Φαρσακίδη, τον σπουδαίο άνθρωπο της Τέχνης, αυτόν τον μεγάλο αγωνιστή, την ζωντανή ιστορία του Μακρονησιού. 

 Μεταξύ των παρισταμένων ήταν και αρκετοί μπλόγκερς, όπως είπε και ο συγγραφέας του βιβλίου. Από τις συστάσεις γνώρισα τους συντελεστές της «Σεισάχθεια», κάποιους από το «Βαθύ κόκκινο», ήταν εκεί φυσικά ο Γιώργος Σαρρής και ακόμα ο Κώστας Γρηγοριάδης που είναι και σκιτσογράφος στον Ριζοσπάστη. Ήταν  και ο καλός σύντροφος «Σφυροδρέπανο»ς που είχαμε ξανασυναντηθεί   σε κάποια από τις απεργιακές συγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ και έγραψε το καλύτερο ρεπορτάζ –από όσα μέχρι τώρα διάβασα- για την παρουσίαση του βιβλίου.

Η εκδήλωση ξεκίνησε με την θεατρική απόδοση σατιρικού κειμένου (διαλόγου) του Βάρναλη από τους ηθοποιούς Στέλιο Γερανή και Κατερίνα Φωτιάδου. Στην συνέχεια ο Μπογιόπουλος που εκτελούσε χρέη συντονιστή και προσέθετε κάθε τόσο «αλατοπίπερο» στην βραδιά κάνοντάς μας γνωστές ανθρώπινες στιγμές του ποιητή, έδωσε τον λόγο στον Γιώργο Σαρρή που μίλησε για την ταξικότητα του έργου του Βάρναλη: «Υπάρχει σήμερα Τέχνη που να ζητάει την έξοδο, τη φυγή από τον κόσμο της ασκήμιας, από τον κόσμο της καθημερινής βιοπάλης και δυστυχίας προς τον κόσμο της αιώνιας ομορφιάς, της υπέρτατης γαλήνης και ισορροπίας όλων των δυνάμεων!» (Ολόκληρη την τοποθέτηση του  Σαρρή διαβάστε ΕΔΩ).

Ο Διονύσης Τσακνής αναφέρθηκε στην σπουδαιότητα του βιβλίου στο πόσο μπορεί να βοηθήσει την προσέγγιση των νέων ανθρώπων με τον Βάρναλη και στάθηκε ιδιαίτερα  στην στάση  των διανοουμένων σήμερα. Σημείωσα την  φράση του: «σήμερα ή δεν υπάρχουν (διανοούμενοι) ή κρύβονται».

Νόμιζα πως ο λόγος μιας καθηγήτριας Πανεπιστημίου θα ήταν «βαρύς», υπερβολικά εξειδικευμένος και θα αναλωνόταν μόνο σε «τεχνικές» λεπτομέρειες του έργου του Βάρναλη. Κακώς νόμιζα. Ο παθιασμένος, χειμαρρώδης λόγος της κυρίας Λαδογιάννη συνεπήρε το ακροατήριο,  όπως σίγουρα θα συμβαίνει  και με τους φοιτητές που γεμίζουν τα αμφιθέατρα για να την ακούσουν. Μας μίλησε για τις έρευνές τις που κράτησαν χρόνια, για ένα τιτάνιο έργο για τον Βάρναλη, που ολοκληρώθηκε από ομάδες φοιτητών με την δική της καθοδήγηση και που περίμενε την έκδοσή του. Κάτι που –προς απογοήτευση όλων- δεν θα γίνει ποτέ, αφού τελικά αυτό το υλικό χάθηκε… Μια σύντομη παρέμβαση για το γλωσσικό ζήτημα και τον δημοτικιστή Βάρναλη έκανε η φιλόλογος Ρίτα Νικολαΐδου, ενώ ένα κείμενο που είχε γράψει για τον ποιητή διάβασε ο εκπρόσωπος  της «Σεισάχθεια».

Οι ομιλίες είχαν τελειώσει όταν ο Γιώργος ο Σαρρής έπιασε την κιθάρα και άρχισε να τραγουδάει τους «μοιραίους». Δεν τον αφήσαμε φυσικά «μόνο» του. Την ίδια ώρα, κάτω από τις οδηγίες του... πανταχού παρόντα κυρίου Βαγγέλη (ιδιοκτήτη του τσιπουράδικου), άρχισαν να προσγειώνονται στα τραπέζια οι πρώτες καράφες  με το κρασί και οι απαραίτητοι μεζέδες.

Έτσι, με  γευστικό φαγητό και συντροφιά με το καλό  κρασί του «Μπούσουλα», μας δόθηκε η δυνατότητα να γνωρίσουμε μερικούς σημαντικούς ανθρώπους και να συζητήσουμε  ενδιαφέροντα θέματα στα πηγαδάκια που δημιουργήθηκαν. Είχε ενδιαφέρον για παράδειγμα η συζήτηση με τον Ηρακλή Κακαβάνη για την έρευνά του  στο αρχείο του ποιητή. Για το πώς έγραψε το βιβλίο. Η ξενάγηση που μας έκανε στις σελίδες του. Ακούσαμε  έναν άνθρωπο να μιλάει με αγάπη για την ποίηση, για  την έρευνα, για τον Βάρναλη. Γνωρίσαμε και συζητήσαμε για το βιβλίο του Βάρναλη και για άλλα βιβλία, συγγραφείς  και εκδόσεις, τον κ. Θέμη Φασούλα, εκδότη του βιβλίου (εκδόσεις «ΕΝΤΟΣ»).

Η φράση του  Τσακνή για τους διανοούμενους έγινε αντικείμενο μιας καλής συζήτησης μεταξύ  του ίδιου, ημών,   Μπογιόπουλου και άλλων ομοτράπεζων. Είχαν πολύ ενδιαφέρον οι απόψεις που ακούστηκαν και το θέμα αυτό από μόνο του θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μιας πιο πλατιάς συζήτησης  -γιατί όχι και εκδήλωσης;- κάποτε. Η άποψη του ιστολογίου πάντως –αν ενδιαφέρει κάποιον-  γέρνει προς το «δεν υπάρχουν». Ενδιαφέρουσα ήταν και η ανταλλαγή απόψεων  με τους άλλους μπλόγκερς.

Όμως οι όμορφες στιγμές, όταν τις ζεις, σε κάνουν να χάνεις την αίσθηση του χρόνου. Έτσι δεν κατάλαβα πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα. Μόνο όταν είδα ότι  οι περισσότεροι είχαν αποχωρήσει... όμως… και πάλι... ήταν νωρίς!...

Η βραδιά δεν είχε τελειώσει. Δυο χούφτες άνθρωποι γύρω από λίγα τραπέζια βάλαμε στη μέση τον Σαρρή που ακούραστος έδινε τον ρυθμό με την κιθάρα και την μελωδική φωνή του. Και γίναμε όλοι ένα στόμα και τραγουδήσαμε  Θεοδωράκη, Καλδάρα, Λοΐζο, Καζαντζίδη και φυσικά Βάρναλη. Ο ενθουσιασμός μπλεκόταν με τις νότες, οι στιγμές παραμέριζαν τον χρόνο, πρόσφεραν απλόχερα ψυχική ανάταση που σε έκαναν να νιώθεις άτρωτος  από τα «πεζά» και «καθημερινά», που ήξερες ότι περιμένουν στη γωνία με την βεβαιότητα πως θα έρθει και η δική τους σειρά. Η κιθάρα ξανάπιασε τους «μοιραίους» και τα στόματα ακολούθησαν. Και η σκέψη μου γυρίζει ασυναίσθητα στο κείμενο του Βουρνά. Σαν κάπου δίπλα μας να κάθεται ο ποιητής, να απολαμβάνει το κρασάκι του και να μας κλείνει ευχαριστημένος το μάτι. Λες;...

«Ω, της αυγής κροκάτη γάζα»… Για μια ακόμα φορά αυτό το τόσο ειπωμένο, το χιλιοτραγουδισμένο  ποίημα ακούστηκε σαν καινούργιο, σαν να  ανακάλυπτα αυτόν τον στίχο εκείνη την στιγμή. Ο διαχρονικός λόγος του Βάρναλη. Ο πάντα επίκαιρος, ο τόσο δικός μας, ο τόσο βαθύς  και «άγνωστος», όπως ο απέραντος ωκεανός που ακόμα και ο πιο ατρόμητος  θαλασσοπόρος δεν θα καταφέρει ποτέ να τον διαβεί απ’ την μια άκρη του ως την άλλη. Θα περιπλανιέται στα αμέτρητα πελάγη του, θα χάνεται στις φουρτουνιασμένες θάλασσες, θα μαγεύεται στο απάγκιο των λιμανιών του. Ο Ηρακλής Κακαβάνης με  το βιβλίο του μας έκανε δώρο μια «πυξίδα» που θα μας κρατήσει στη σωστή ρότα.

Έβρεχε δυνατά όταν έφυγα.  Ο  δρόμος μπροστά μου απλωνόταν άδειος. Οδηγούσα αργά. Οι γυαλοκαθαριστήρες του αυτοκινήτου ανεβοκατέβαιναν με ρυθμό και από το ραδιόφωνο ακούγονταν οι στίχοι ενός άλλου ποιητή. Μιλούσαν για κάποια ανήλιαγα στενά. Πόση δύναμη αλήθεια μπορούμε να πάρουμε από τους στίχους των ποιητών μας! Μια δύναμη που αν κάποτε μπορούσαμε να καταλάβουμε το μέγεθός της, το φως θα πλημμύριζε  τις ζωές μας, για πάντα. (οικοδόμος)

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ - Απολογισμός




Τι μας περίσσεψε απ' το σκηνικό; Το κάθισμα και τ' άλλο
κάθισμα, η απότομη στροφή του αέρα.

Ή, ας πούμε, ο μακαρίτης ήλιος με τα τζάμια του και τα
πουλιά του.

Πώς προχωρούμε και συγκατανεύουμε, ναι, θα συναντηθούμε
κάποτε, θα σε θυμάμαι.

Ό,τι μετακινείται, ό,τι περνάει δίχως ν' ακούγεται, μόλις
ακούγεται μέσα στις λέξεις.

Μεταστροφές, επαναλήψεις, χάσματα, η παραίτηση,
προπάντων η παραίτηση.

Εκείνο που έφυγε δίχως να φύγει, ο τοίχος ανασαίνει, η
πέτρα έχει σκιά, τ' αγκάθι έχει φεγγάρι,

ο φτωχός θησαυρός απροστάτευτος απ' τα δόντια
του δάσους,

η μικρή ξεχασμένη κοιλάδα στη σκάφη της σιωπής, με μια
στάλα μαύρο νερό.

Τι νομίζεις λοιπόν πώς μας έχει απομείνει;

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Έγινε με επιτυχία η παρουσίαση του βιβλίου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του»

Την Τρίτη 20/11 έγινε στην Καισαριανή η παρουσίαση του βιβλίου του Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του». Η εκδήλωση έγινε αποκλειστικά για δημοσιογράφους και μπλόγκερς. Ο «Οικοδόμος» ήταν εκεί και θα αναφερθεί με ανάρτηση στο γεγονός σύντομα. Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε σήμερα στον Ριζοσπάστη:

Πέρασαν 38 χρόνια από το θάνατό του, κι όμως αγνοούμε πολλά για το έργο του δασκάλου, του ποιητή, του χρονογράφου, του δοκιμιογράφου, του μεταφραστή, του θεατρικού συγγραφέα, του ανατρεπτικού, τολμηρού, διαχρονικού και επίκαιρου διανοητή Κώστα Βάρναλη.

«Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», όπως τιτλοφορείται η έρευνα του δημοσιογράφου του «Ρ» Ηρακλή Κακαβάνη (εκδόσεις «Εντός»), παρουσιάστηκε προχτές το βράδυ, στο τσιπουράδικο «Μπούσουλας», στην Καισαριανή, με ομιλητές τους Γεωργία Λαδογιάννη (καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Δραματουργίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων), Διονύση Τσακνή, (συνθέτη, στιχουργό, ερμηνευτή) και Γιώργο Σαρρή, (στιχουργό - ερμηνευτή), με συντονιστή τον δημοσιογράφο Νίκο Μπογιόπουλο.

Στο βιβλίο υπάρχουν πληροφορίες, κείμενα και ποιήματα που θα ξαφνιάσουν τον μελετητή και αναγνώστη. Εκτός από τα 19 αδημοσίευτα ποιήματα, στο βιβλίο υπάρχουν και άγνωστα κείμενα του Κώστα Βάρναλη. Περιλαμβάνεται μια αδημοσίευτη αυτοβιογραφία του ποιητή και αναλυτικότατο χρονολόγιο για τη ζωή και το έργο του. Ενα κεφάλαιο για τον δημοτικιστή Βάρναλη και τη συμμετοχή του στα «Μαρασλειακά». Ακολουθούν κεφάλαια για τους φιλολογικούς - ιδεολογικούς «διαξιφισμούς» με τους Ξενόπολου, Δελμούζο και Παλαμά, η παρωδία του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ένας ποιητικός «διάλογος» με τον Καβάφη, η κατάθεσή του στη δίκη Λουντέμη και η εξορία του στα 1935.

Για τη χρησιμότητα και χρηστικότητα του βιβλίου για τους φοιτητές και μελετητές του βαρναλικού έργου, μίλησε η Γεωργία Λαδογιάννη, σε μια ομιλία με χειμαρρώδες «πάθος». Η ομιλήτρια υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, και τον μεγάλο θαυμασμό του Βάρναλη για το έργο του Σολωμού, στοιχείο που προκύπτει και από δύο άγνωστα ποιήματα που περιλαμβάνει το βιβλίο.

Σημαντικό πνευματικό και πολιτιστικό γεγονός χαρακτήρισε την έκδοση ο Διονύσης Τσακνής, μια αφορμή για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι το ρόλο της αριστερής διανόησης και την υπεροχή της στον πόλεμο των ιδεών.

Τη αυθεντική λαϊκότητα και την ταξικότητα του βαρναλικού έργου υπογράμμισε και ο Γιώργος Σαρρής.

Μια χρήσιμη παρέμβαση για το γλωσσικό ζήτημα και τον δημοτικιστή Βάρναλη έκανε η φιλόλογος, υπεύθυνη του περιοδικού «Θέματα Παιδείας», Ρίτα Νικολαΐδου.

Αγνωστο κείμενο του Βάρναλη διάβασαν οι ηθοποιοί Στέλιος Γεράνης και Κατερίνα Φωτιάδη.

Στην εκδήλωση, μεταξύ άλλων, παραβρέθηκε η Ελένη Μηλιαρονικολάκη (υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ), ο Γιώργος Φαρσακίδης, ο Γιώργος και η Ηρώ Σγουράκη.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Φορτώνοντας τα σκοτεινά αμπάρια με τσιμέντο




Το πρώτο φορτηγό αυτοκίνητο, φορτωμένο τσιμέντο φτάνει στο λιμάνι. Περιμένουμε στο ανοιχτό αμπάρι του καϊκιού να βγάλουμε το μεροκάματο. Η πληρωμή πάει με τον τόνο. Εύχομαι να’ ναι πολλά τα σακιά, θα’ ναι και το μεροκάματο καλό τότε. Το φορτηγό «κολώνει» δίπλα στο καΐκι. Τα μαντήλια δένονται στο κεφάλι, φτου στις παλάμες και ξεκινάμε…


Τα πρώτα σακιά κατεβαίνουν. Κάποια σκίστηκαν. Θα αφαιρεθούν απ’ τα κιλά. Στο πρόγραμμα και οι απώλειες. Ο ιδρώτας κάνει την εμφάνισή του, ανακατεύεται με τη σκόνη του τσιμέντου. Η αναπνοή βαριά. Τα χρόνια πέρασαν μα η ανάγκη είναι εδώ, δεν ξέρει από χρόνο. Αρκεί να το λέει η καρδιά και τα μπράτσα σου. Και η μέση σου… Μια ανάσα, μια στιγμή στο φακό, για τα παιδιά της περήφανης εργατιάς.


Το φορτίο πάει καλά. Τα κουράγια επίσης. Τ’ αμπάρια γεμίζουν.  Ένα διάλειμμα τώρα που αδειάσαμε το φορτηγό. Έχει δρόμο ακόμα η μέρα. Κολατσιό, τσιγάρο, λίγη ξεκούραση κι ένα τραγούδι ίσως ή σφύριγμα, που δεν το πιάνει ο φακός. Να πάρουμε δυνάμεις. Μέχρι να ‘ρθει το επόμενο φορτηγό, να συνεχίσουμε. Με ιδρώτα και τραγούδι. Απέναντι περιμένουν το υλικό.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ - Τα φορτηγά καράβια

Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι
που γέρασαν και τώρα, λαβωμένα,
χωρίς ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα,
σαπίζουν στ' ακρολίμανα δεμένα.

(Τα φορτηγά καράβια που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη
απ' του Μουρμάνσκ την παγερή τη θάλασσα
ίσαμε του Αμαζόνα τα τενάγη.)

Τους ναυτικούς, τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια
με υπομονή κι αγάπη για τα εγγόνια τους
είτε γι' αυτούς μικρά φτιάχνουν καράβια.

Και δεν μπορούν πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
κι άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.

Κι άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

Ο συνθέτης Γιάννης Γλέζος έντυσε  μοναδικά με τη μουσική του το ποίημα του Κώστα Ουράνη κι έφτιαξε ένα υπέροχο τραγούδι που δένει αρμονικά με το θέμα. Το ακούμε από τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου:



Κείμενα ανάρτησης: Θ.Κ.Ν.

Φωτογραφίες: ganifantis.blogspot.gr

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - Πάνθεον εθνικοφροσύνης (όλοι με πιστοποιητικόν)




Φανέ, όταν το έλαιον σε λείψη, τί θα γίνης;
Τί; θα σβεσθής...
Δ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ

Μεγάλη πόρτα να χωρά ο Μεγάλος
που διπλά μεγαλώνει άμα ξαπλώσει.
ως το κατώφλι Θάνατος και Λήθη
και μέσα Αιώνια Μνήμη και Χαρά!

Αθάνατοι σε μάρμαρο και μπρούντζο
λαμποκοπούν οι αχόρταγοι λαοφάγοι.
Τους προσκυνά η Πατρίδα «ευγνωμονούσα»
και τους φοβάται ο «Σκώληξ ο ακοίμητος».

Του ακάνθινου στεφάνου ο κορονάτος
στην πίσσα ρίχνει τους πιστούς σου, Φτώχεια.
Δεν μπορεί να χαρεί του Παραδείσου
τα πλούτη, όσο θυμάται τα δικά του.

Καλαμαράς που τύφλωνε τ’ αηδόνια
και δάσκαλος που βίαζε την αλήθεια,
για να ανεβούν σερνότανε στη λάσπη
και τους έφαε κι αυτούς και τα χαρτιά τους.

Και μία μεγαλουσιάνα, άφραγη λάμια,
να τανε, λέει, κάθε φορά παρθένα!
και μία παρθένα πρώιμη, που δεν πρόλαβε
να ξεπεράσει τη μαμά στ ανάσκελα.

Τ’ αγνά μας εθνικόπουλα, ορκισμένα
τον άγιον όρκο των αρχαίων εφήβων,
γράφουν στην πλάκα των τουφεκισμένων
από τους Γερμανούς: « Καλά σας κάναν!»

Και στην κορφήν απάνου ο Μαύρος ήλιος!
Τον κοιτάς και σαπίζουνε τα λούκια σου.
Διχτάτορας! όλη η κοπριά του αιώνα
κοιλοπονούσε για να τον ξεράσει!

Αυτοι Πατρίδα, Άγια Γραφή και Σπόρος!
Κι από τα ιερά μας κόκαλα βγαλμένη
η Προδοσία στο μασκοφόρο δίνει
σπαθί με ένα χρυσό πουγκί για φούντα!

Των αιμάτων σου οι ποταμοί, Λαέ,
δεν κάνουν ένα ρόχαλο δικό τους.
Κι αν τη στερνή σου αρπάξανε μπουκιά,
σου αφήσανε τη δόξα του Θανάτου.

Στη χώρα κάτω νύχτωσεν η μέρα,
μαύρη καπνούρα κι ουρλιαχτό και θρήνος.
Δικά και ξέν αγριόσκυλα, ζευγάρι,
σε μαγαρίζουν, κοσμογόνε Βράχε!

Πασκαλιά στο βασίλειο των Σκιών!
αναστημένα μάρμαρα και μπρούντζοι
κατηφοράνε χορευτά με πήδους
να μοιραστούν τη σάρκα σου, λαουτζίκο!

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ