Έλεγε
ο μπάρμπας ο Αντώνης, ζωή να 'χει, με κουβέντες και με τσίπουρο. Λόγια
συβρασμένα μέσα στην αψάδα του ξερικού σταφυλιού και στον ίσκιο της φωτιάς,
ζυμωμένα στα ρόζια της παλάμης και στην ακάμωτη ελπίδα.
Έλεγε
για τα χιόνια που πάγωναν εκείνο τον καιρό τον τόπο όλο, που ορφάνευαν τις
γειτονιές ολάκερες και τα χωριά και τα τοπία σύμπαντα κι έκαναν πλούσια τα
όνειρα. Μολόγαγε για τα χαλασμένα χνώτα και τις σαπισμένες σάρκες που 'πεφταν
με την τελευταία ξέπνοη ανάσα της ζωής ως κουφάρι στην απόχη του χιονισμένου
χάρου. Και για το μολύβι που 'βρεχε ο ουρανός και για το μπαρούτι που ανάδευε
το χώμα, -όπου βλεπόταν, καθώς ξεμυτούσε δώθε κείθε απ' την παχιά κατάλευκη
φλοκάτη που είχε απλώσει ο θεός πάνω σ' εκείνονε τον κόσμο για να μη θωρεί θεός
άλλος την ασκήμια του.
Κι
ήταν Νοέμβρης, για Δεκέμβρης. Είχε κι ο θεός, κι ετούτος κι ο άλλος, είχε κι ο
κόσμος λησμονήσει τον καιρό. Μέρες θολές. Χαμένες στα κατώγια της απαντοχής για
ξαστεριά. Και για τις μέρες όπου θα βύζαινε ο κόσμος απ' το σταφύλι το ρακί.
Μέρες βασιλεμμένες μ' ένα πελώριο γινάτι να καιροφυλακτεί συμμαζεμένο σάμπως το
χορταμένο φίδι που δεν μπορεί να ξαναμπεί στην τρύπα όπου φώλιαζε: ένα γινάτι
απ' το πρωί ίσαμε το βράδυ που βόηθαγε τον κόσμο και τα θρασά τ' αποδημητικά
που είχαν διαλέξει να μείνουν - ή κιόλας είχαν ξαστοχήσει να φύγουν - να
διαβούν το σώμα του χειμώνα, ν' αντέξουν την οργή και την ανάσα του.
Γέρος
ο μπάρμπα 'Ντώνης: ένας τεράστιος ρυτιδωμένος γίγαντας που χώραγε ίσα - ίσα
στην αφέλεια της παιδικής ματιάς μου. Ιερογλυφικό, βασανισμένα σκαλισμένο σε
παιδευμένη σάρκα. Μια παχνισμένη μουστάκα, ο μπάρμπα 'Ντώνης. Με το ένα του
μάτι, το ξεχασμένο σε κάποια ρίζα βορειοηπειρωτικού πουρναριού, να κοιτάει δώθε
πέρα: μια τα κοντινά τα στανοτόπια που καλημέριζε κάθε που ξημέρωνε ο δικός του
τόπος - μια τ' αλαργινά, τα δακρυσμένα όρη της άλλης της Ηπείρου, της πιότερο
δικής του. Σ' αυτή την Ήπειρο είχε ακουμπήσει κι είχε θάψει τη μισή του βλέψη.
Και με τ' άλλο του το μάτι, το καλό, να τρυγάει απ' το περιβόλι της ζωής ό,τι ο
καλός θεούλης είχε προνοήσει ν' αφήκει ως καλοσύνη για τους μονόφθαλμους αυτής
της ζήσης. Και για τους φτωχούς εκείνους που έπασχαν από σκουτιά κι από
φαρμάκια ώστε να κρύβουν όπως - όπως και να γειάνουν τις πληγές που άφηνε απάνω
στο κορμί τους ο Φαέθων και τα άγρια τα άτια του.
Αν
θυμόταν καλά, ήταν Νοέμβρης - για Δεκέμβρης. Είχε κι ο θεός, βλέπεις, είχε κι ο
κόσμος λησμονήσει τον καιρό. Όταν απονυχτίς ξεμύτιζαν στους δρόλαπες εκείνα τα
θεριά που σκιάζονταν ακόμα και τη σιγαλιά της μέρας. 'Οταν μερακλωμένος ο παπάς
βάραγε σήμαντρο για να σημάνει όρθρο στον ησυχασμένο μόχθο των αγωγιατών κι
αντράλα στην βαλσαμωμένη πληγή του λαβωμένου. Όταν ο αυγερινός στις
ερωτοτροπίες του με τη νύχτα εύρισκε φωλιά κι εξομολόγηση ίσαθε πάνω απ' το
χωριό στον θόλο ντάλα μεσημέρι κι αναρωτιόταν η γιαγιά αν πρέπει να κινήσει το
παραμύθι από την τελική αρχή. Όταν, εν πάση περιπτώσει, το τσίπουρο δεν
κατέβαινε πια, μα ανέβαινε, τότες: ο μπάρμπα 'Ντώνης είχε χάσει πια τον
λογαριασμό των αναστεναγμών απ' το Μέτωπο, και το μοναδικό του μέλημα, όπως και
το καλό του μάτι, αποσκοπούσαν στις άδειες καράφες και στη γιόμιση τους με το
απόσταγμα της νύχτας και της νιότης του.
Ήταν
οι ώρες που χιόνιζε. Ώρες που χιόνιζε απαλά. Πέφταν νιφάδες σαν τα παληκαράκια
απ' την ψηλή τη σταφυλιά που τσάκισε, στο χώμα. Κι εκεί που ανέμενες να
τσακιστούν, ακούμπαγαν σαν φτερωτοί αγγέλοι καταγής. Είχαν και το χαμόγελο στο
χέρι, έτοιμα να δώκουν το σταφύλι: σαν το θεό τη χάρη του.
Χιόνιζε.
Χιόνιζε απαλά, κατά πως περνάει ο μεγαλοδύναμος τα ζόρια του και τις δοκιμασίες
στην πλάση του. Διάλεγε τις νιφάδες μια προς μια μέσα στις τεράστιες παλάμες
του και τις φύσαγε κατόπιν προστατευτικά ολούθε. Ωσάν γιγάντιος μουσικός που
μοιράζει νότες σ' έναν αποσταμένο κόσμο προκειμένου να τον εναρμονίσει με τον
ψίθυρο του ρυακιού και το σιγοτράγουδο της κουμαριάς και να τόνε ξεκουράσει.
Άστραφτε
το μάτι του μπρος σ' αυτή τη θεία την απλοχεριά, ρούφαγε κάνα δυο απανωτά κι
αρχίναγε πάλι απ' την αρχή. Ο μπάρμπα 'Ντώνης. Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα,
Αργυρόκαστρο, Τεπελένι. Τόπια όπου μπόραγες να σταθείς μονάχα στο ένα σου
ποδάρι -όσο ακουμπάει ο υποκόπανος του όπλου σου. Τόσος κρύος ήτανε κι έβγαζε
συνάμα τόση φωτιά ο τόπος τούτος κι η πατημασιά σου, που ήσουνα ολάκερος μια
παγωμένη πυρκαγιά. Και για να γείρεις, να κλείσεις μάτι και να περπατήσεις στα
ονείρατα, πάλι το ντουφέκι όριζε του ύπνου σου τον χώρο: ό,τι τόπο πιάνει η
'αραβίδα' σου, σ' αυτόν τον τόπο πρέπει να συμμαζευτείς, ν' απλώσεις το κορμί
σου και τις πεθυμιές σου, να γράψεις γράμμα στη μητέρα, ν' αρκουμαστείς τ'
αηδόνι στα λακκώματα, να μυρουδιαστείς τον κόρφο της καλής σου. Να πεθυμήσεις
άλλα τόπια κι άλλα έλατα. Να νοιώσεις τη στυφάδα του κυδωνιού στον ουρανίσκο
σου σα να 'χεις μόλις αποσυρθεί από τα σκέλια της γυναίκας.
Ήταν
οι τόποι όπου τα βράχια κατηφόριζαν για να 'βρουν αποκούμπι στην κοσμοχαλασιά
της πλησιέστερης πολίχνης. Τόποι που μέτραγαν όχι με τα στρέμματα πια, μα με
τους πεθαμένους: τόσοι βαρέθηκαν εδώ -σε τόσο τόπο. Σ' αυτή τη βρύση χάθηκε
ετούτος με τη γλουπιά στο στόμα. Τον ήβραμε τον έρμο γαλήνια πινιμένο. Σε τούτο
το χωράφι με τα ρεβίθια μαζέψαμε πεντ' -έξη. Καθώς τους σούρναμε για τον
κακόλακκο, τουμπανιασμένοι καθώς ήντουσαν, έκλανε ακόμα ο πεθαμένος τους ο
κώλος. Τι να σου λέω, παιδάκι μου.
Και
γινόταν η ειδή του ένα τοπίο μπερδεμένο, γιομάτο λάκκους ορμητικούς που έσκαβαν
ανηλεώς το πρόσωπο του, αφήνοντας ωστόσο τ' απάγκια που χρειάζονται για να
φυτρώσουν πασχαλίτσες και για να σχηματιστούν τα μονοπατάκια εκείνα που θα
διαβούν τα σχολιαρόπαιδα προκειμένου να δρέψουν τις κουβέντες για την ομολογία
του τρυφερού, δασκαλίστικου έρωτα τους. Και για να διδάξουν, στην ώρα και με τη
σειρά τους, ιστορία.
Ανάσα
δεν με άφηνε να πάρω ο μπάρμπα 'Ντώνης. Από παντού σίμωνε εχθρός. Η κάθε απαλή
νιφάδα φορτωμένη τη μυρουδιά του μπαρουτιού. Ήταν ασήκωτη η τόση μνήμη, κι η
όσφρηση σαν με τη μύτη μέσα στο κανόνι που μόλις είχε κόψει το σχοινί του
χάρου. Βγάζαμε τα τσίπουρα. Δυο χάπες απ' την Αλβανία, μια σελίδα μακριά απ' τα
σύνορα και την ιστορία τους. Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, Δέλβινο.
Με
τον μπάρμπα 'Ντώνη. Χειμώνας καιρός. Και χιόνιζε. Χιόνιζε σ' όλες τις μεριές
και στα τόπια όλα. Κρύο. Παγωνιά. Μονάχα στην καρδιά του ιιπαρμπα 'Ντώνη έκαιγε
ζεστή, καλή φωτίτσα. Που κάθε λίγο και λιγάκι φούnτωνε σαν πυρκαγιά, σαν για να
πάρει φωτιά η πλάση όλη. Και που άφηνε στα παγωμένα τσιροπούλια και στα
αποκαμωμένα από το ψύχος κοτσύφια απάγκιο τόπο να στήσουν τη φωλιά τους και τον
ερωτά τους. Στην καρδιά του.
ΦΩΤΗΣ
ΜΟΤΣΗΣ
(Από
την συλλογή "υδράργυρος ρέων")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου