Το
πέμπτο μέρος του αφιερώματος με ποιήματα που έγραψαν διάφοροι ποιητές για την
εξέγερση του Πολυτεχνείου και αποτελείται από τα 26 ποιήματα της ενότητας «Ποιήματα
και πεζά για την εξέγερση του Πολυτεχνείου – 17 Νοέμβρη 1973», που δημοσίευσε ο
Νίκος Σαραντάκος στις σελίδες του. Το αφιέρωμα θα ολοκληρωθεί στις 17 Νοέμβρη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - 16
και 17 Νοέμβρη 1973
Αθήνα 16 Νοεμβρίου
1973
Ωραία παιδιά, με τα
μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά
μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι
στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο
μάτι, - πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα
και η παλάμη του ανθρώπου;
17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή,
διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η
πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει :
περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες
με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο
φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα,
κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό
σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η
χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα
αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη
η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς,
μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν
να κοιμάστε;
Το βρήκα στο
Διαδίκτυο –δεν μπόρεσα να το διασταυρώσω.
ΛΕΝΑ ΠΑΠΠΑ - Στούς
σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου
Μάτια κλειδωμένα,
χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ
ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά
στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι
σου,
μια γλάστρα με
βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας
ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον
περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει
κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του
αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο
κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον
άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο
χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα
παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
(Το βρήκα στο
Διαδίκτυο και το διασταύρωσα με την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει
– Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ - Αθήνα
Τσιμέντο και σίδερο
στον πνιγμένο αέρα
πανάρχαια γόησσα
Αθήνα
γυαλίζει τ’ άσπρο
σου στήθος απόψε
άσε με να σου το
σφίξω μέχρι να πονέσεις
χύνοντας κόκκινο
γάλα
καθώς θ’ ακούς το
τραγούδι της συνουσίας
παράμερα στα
δεντράκια δύο μαθητών
του γυμνασίου και
το ρυθμό της καρδιάς μου
σ’ αυτό το βράδυ
των μεθυσμένων συντριβανιών
του
αμύγδαλου-κόσμου
……………………………………………………………………..
Ακου το ουρλιαχτό
του περιπολικού και κοίτα
Αυτούς που οτυς
βάζουν στο αυτοκίνητο και
Βιαστικά τους
οδηγούν στο τμήμα .
Με προβολείς στο
μάτι τους ρίχνουν κάτω
Τους ψάχνουν κι η
μέση τους σπάει στο τραπέζι
Και τους αφήνουν με
το στόμα πεταμένο
Στον ουρανό πάνω σ’
ένα κολοσιαίο
Κλάξον αυτοκινήτου
πάνω στο δάπεδο του γραφείου
Τα παιδιά με τα
γυαλιστερά εξαρτήματα
Ειδικευμένα στον
τρόμο και τα μεγαλοπρεπή
Σειρήτια στα μάτια
τους.
Κι αυτοί
που
Έχουν δολοφονηθεί
αδιαμαρτύρητα ή πετάχτηκαν
Απ’ την ταράτσα του
κτιρίου μετά το πέρας
Των ανακρίσεων όπως
γίνεται στο σινεμά
Κι αυτοί που
αφανίστηκαν μες στη θάλασσα
Θέλοντας να το
σκάσουν και οι καιροί
Αποθρασύνοντας τον
ισχυρό
Σ’ αυτό τον κόσμο
τον παράφρονα της φυλακής.
Κι αυτοί που
πολτοποιήθηκαν απ’ τα τανκς
Μέσα στο
Πολυτεχνείο ή έσκασαν απ’ τα
καπνογόνα κι αυτοί
που σταυρώθηκαν
Στα διασταυρούμενα
πυρά
Φωνάζοντας μέχρι
τον άλλο κόσμο
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
Από τη συλλογή
Γυμνός ομιλητής (Αθ. 1977).
(Το βρήκα στο
Διαδίκτυο και το διασταύρωσα με την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει
– Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.)
ΚΩΣΤΟΥΛΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ – Τα κάγκελα
Πίσω απ' τα κάγκελα
ελεύθεροι χιλιάδες
στο δρόμο περπατάει
αργά η φοβέρα,
πίσω απ' τα σίδερα
ονειρεύονται μανάδες
παιδιά που έχουνε
αλλάξει σε μια μέρα.
Μπροστά απ' τα
κάγκελα οι σκλάβοι που φοβούνται
όπλα κρατάνε και ο
δρόμος τους ανήκει
πίσω απ' τα κάγκελα
φωνές που δε φοβούνται
και μοιάζουν
θάλασσα που πλέει ένα καϊκι.
Πίσω απ' τα σίδερα
τα μάτια της γενιάς τους
χαμογελάνε σ' ένα
φως που ξημερώνει
έξω στο δρόμο η
ντροπή κι η παγωνιά τους
βήμα με βήμα την
ελπίδα τη σκοτώνει.
Το βρήκα στο
Διαδίκτυο – δεν μπόρεσα να το διασταυρώσω.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ - Εδώ
Πολυτεχνείο
Τρείς νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν
καμπάνες
Κάπου αλλού θα
παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκραυγές
να τρέχει προς το
θάνατο
Αλέξανδρε του
φώναξα
Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο
σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον
σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά
στάχτη
Σ’ όλους τους
δρόμους
οι στρατιώτες
πυροβολούσαν το φόβο τους.
Από τον τόμο
Αντιφασιστικά ’67-’74, εκδ. Γραμμή, 1984
(Το βρήκα στο
Διαδίκτυο και το διασταύρωσα με την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει
– Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.)
Οι σημειώσεις στο
τέλος των ποιημάτων είναι του Νίκου Σαραντάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου