Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Ασημάκης Πανσέληνος - ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΝ (Στον καιρό του... «Ιδιώνυμου»)


Ένα ποίημα του αείμνηστου λογοτέχνη και νομικού Ασημάκη Πανσέληνου, που το εμπνεύστηκε στους αγώνες του κατά του «Ιδιώνυμου», και έχει τον τίτλο «Τριμελές Πλημμελειοδικείον».

Ο Ασημάκης Πανσέληνος, ως δικηγόρος της Εργατικής Βοήθειας έτρεχε στη δεκαετία του '30 κάθε μέρα στα δικαστήρια για να υπερασπιστεί απεργούς εργάτες, που «τους πιάνανε κατοσταριές κατοσταριές», όπως έλεγε, και τους καθίζανε στο σκαμνί για παραβίαση του νόμου «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος…» (γνωστού ως «Ιδιώνυμο» που ψήφισε το 1929 η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου), βάζοντάς τους συνήθως δυο χρόνια φυλακή και δυο εξορία. Μετά τη φυλακή, την εξορία εκτίανε στα ξερονήσια από τα οποία πολλοί δεν γυρίζανε...

(Το ποίημα έστειλε και δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (7/3/1997) ο Βαγγέλης Σακκάτος και το αναδημοσιεύουμε με αφορμή τη σημερινή επέτειο για το «Ιδιώνυμο».)


ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΝ

Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,
τρεις ομοιόμορφοι, ήσυχοι ανθρωπάκοι
κι ο εισαγγελεύς, με Φαϊρμπανξ μουστάκι!
Ενας εργάτης κάθεται στο μπάγκο,
από ένα σπάγκο, κρέμεται ο Χριστός
κι απ' το Χριστό κρεμιέται, δίχως σπάγκο,
το Καθεστώς!
"Εσύ ήσουν αρχηγός στην απεργία";
- "Αυτό για μένα θα ήτανε τιμή".
"Και τι σας φταίει το Κράτος κι η Θρησκεία";
- "Βοηθούν όσους μας κλέβουν το ψωμί"!
Ο πρόεδρος είναι μάνα στη δουλειά του
κι είναι αυστηρός στα ήθη και στους τρόπους,
κοιτάει το νόμο μέσα απ' τα γυαλιά του
και μέσα από το νόμο τους ανθρώπους.
"Δυο χρόνια φυλακή και δυο εξορία"!
Και τον ακούει ο εργάτης καθιστός,
κλαίει μια γριούλα με ήρεμη πικρία,
μειδιά κάτου απ' τη σκόνη του ο Χριστός.
Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,
δικάζουνε τον κλέφτη, τον αλήτη
κι απέ παίρνουν το τραμ και πάνε σπίτι.
Τρων και μιλάν για το Αδικο με πάθος,
διδάσκουν τα παιδιά τους ηθική,
βέβαιοι αυτοί πως είναι κατά βάθος
πιο τίμιοι απ' όσους κλειούν στη φυλακή.

ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΛΟΣ

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

"Μην καρτεράτε να λυγίσουμε..." - 50 χρόνια από τον θάνατο του κομμουνιστή ποιητή Φώτη Αγγουλέ


Σαν σήμερα, στις 28 Μάρτη του 1964, έφυγε από τη ζωή ο κομμουνιστής ποιητής Φώτης Αγγουλές.
Γεννημένος στη Χίο ο Φ. Αγγουλές έρχεται σε επαφή με το κομμουνιστικό κίνημα από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Με την Κατοχή καταφεύγει στη Μέση Ανατολή, όπου τον Απρίλη του 1944 συλλαμβάνεται για την ΕΑΜική του δράση από τους Άγγλους και μαζί με άλλους κομμουνιστές κλείνεται σε φυλακή της Παλαιστίνης. Από κει σε διάφορα στρατόπεδα και τέλος στο κολαστήριο του Ντεκαμερέ. Τέλη Νοέμβρη του 1945 απελευθερώνεται και επιστρέφει στη Χίο (χωρίς τη γυναίκα του - δεν το επέτρεψαν οι Άγγλοι), όπου συνεχίζει να αγωνίζεται και να διώκεται.

Στις 10 Γενάρη 1946 ο ταγματάρχης - διοικητής της Χωροφυλακής Χίου, Ντουβλάς Ελευθέριος, ενημερώνει εγγράφως το Γραφείο ΧΙ/Γ του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ότι «ο Φώτης Αγγουλές (...) εδηλητηριάσθη ψυχικώς, διεστράφη πνευματικώς και επίστεψε εις τας ιδέας του κομμουνισμού. Κλεισθείς δε υπό των Συμμαχικών Δυνάμεων εις Ντεκαμερέ, ετελειοποίησε τας αντεθνικάς ιδέας του». Παρακάτω ο διοικητής ενημερώνει το ΓΕΣ ότι «εις τον εν λόγω ασπασθέντα τας κομμουνιστικάς ιδέας, επεδείχθη η συνήθης δήλωσις, συνταχθείσα συμφώνως προς τας σχετικάς διαταγάς». Και το έγγραφο καταλήγει: «Την υπογραφήν της δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως. Έκτοτε παρακολουθείται η δράσις του».

Με την ανάπτυξη της πάλης του Δημοκρατικού Στρατού, ο Αγγουλές τυπώνει έντυπα του ΔΣΕ κρυμμένος σε μια στέρνα στο Βατάδο. Εκεί μια μέρα του Μάρτη του 1948 συλλαμβάνεται, δικάζεται από στρατοδικείο και καταδικάζεται σε θάνατο. Ο Αγγουλές γλίτωσε την εκτέλεση χάρη στον ξεσηκωμό όλου του νησιού και διεθνείς διαμαρτυρίες. Δεσμώτης επί οκτώ χρόνια στα κολαστήρια Βούρλων, Μακρονήσου, Κεφαλονιάς, Αλικαρνασσού, Ιτζεδίν, του νοσοκομείου «Άγιος Παύλος» και Κέρκυρας, αποφυλακίστηκε βαριά άρρωστος το 1956. Επιστρέφει στη Χίο και «ζει» παρακολουθούμενος...

Συνέρχεται λίγο και γίνεται - επιτέλους - μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Κανείς δεν επιτρέπεται να του δώσει δουλειά. Ανέχεια και μοναξιά τον βασανίζουν. Το 1963 καταρρέει - σωματικά και ψυχολογικά - από μολυβδίαση. Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν μιλά. Αρχές του 1964, με παρέμβαση του Σωματείου Τυπογράφων, του δίνεται μια ψωροσύνταξη. Στις 27 Μάρτη παίρνει το καράβι «Κολοκοτρώνης», για Πειραιά. Ταξιδεύοντας στην τρίτη θέση ξεψυχά από πνευμονικό οίδημα. Στην τσέπη του βρέθηκαν μόνο 20 δραχμές. Αμέσως μετά το θάνατό του, ο Γιάννης Ρίτσος τον τιμά με ένα ποίημά του και ο Ανδρέας Καραντώνης ραδιοφωνικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν σε Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Σοβιετική Ένωση, Βουλγαρία, κ.α. (902.gr)


Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

"Καραϊσκάκη μ᾿ ἀρχηγὲ καὶ πρῶτε καπετάνιε ἔβγα στὸ κεφαλάρι μας νὰ μᾶς ἐλευτερώσεις..."


Ἡ Μάχη τῆς Ἀράχωβας


«Ἀπάνω στὴν Ἀράχωβα, ψηλὰ στὸν Ἅη Γιώργη
πολλὰ ντουφέκια πέφτουνε καὶ σαματᾶς μεγάλος.
Μήνε σὲ γάμους πέφτουνε, μήνε σὲ πανηγύρι,
πόλεμος γίνεται ἐκεῖ καὶ σκοτωμὸς μεγάλος.

Ἕλληνες εἶν᾿ ποὺ πολεμᾶν μὲ τὸν Καραϊσκάκη
μὲ Τούρκους πὤχουν ἀρχηγὸ αὐτόνε τὸ Μουστάμπεϊ
πὄχ᾿ Ἀρβανίτες διαλεχτούς, τὸ ὅλο τρεῖς χιλιάδες.

-Ἀφέντη Ἅη Γιώργη πολεμιστὴ καὶ γριβοκαβαλλάρη
ἀρματωμένε μὲ σπαθὶ καὶ μὲ χρυσὸ κοντάρι,
μᾶς ᾖρθε ὁ Μουστάμπεης, ψηλὰ στὸ καφαλάρι.
-Ἔβγα νὰ πολεμήσετε γιὰ νὰ μὴ μείνει ποδάρι.

-Ἔχει πασάδες μπόλικους, ἀσκέρι τρεῖς χιλιάδες.
-Βγᾶτε νὰ τοὺς μποδίσετε γιὰ νὰ μὴν μποῦν στὴν πόλη
ἴσως καὶ αὔριο ταχύ, νὰ πέσει καὶ τὸ χιόνι
καὶ τότε θὰ παγώσουνε, θὰ ξεραθοῦνε ὅλοι.

Καραϊσκάκη μ᾿ ἀρχηγὲ καὶ πρῶτε καπετάνιε
ἔβγα στὸ κεφαλάρι μας νὰ μᾶς ἐλευτερώσεις.

...
-Πάψε Γιῶργο μ᾿ τὸν πόλεμο, μάσε τὰ γιαταγάνια
καὶ μέτρα τοὺς Ἀγαρηνούς, μέτρα τοὺς σκοτωμένους
κι᾿ οἱ ράχες ἐγεμίσανε ῾πὸ Τούρκικα κουφάρια.
Τὸν πάγο ἔχουν σάβανο, τὸ χιόνι μαξιλάρι.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἀρχηγὸς ὁ καπετὰν Μουστάμπεης
σφαγμένος εἶν᾿ κι αὐτός, τοῦ λείπει τὸ κεφάλι.
Μὰ τὰ κουφάρια εἶν᾿ πολλὰ καὶ μετρημὸ δὲν ἔχουν
μαζεύουν ποὔταν εὔκολο ἀράδα τὰ κεφάλια
Καὶ πύργο τότε στήσανε, πέρα εἰς τὰ Πλατάνια
κι᾿ ὁ πύργος ἤτανε τρανός, τρανὸς σὰν κυπαρίσι
καὶ γύρω του χορεύανε ὅλα τὰ παλληκάρια».


uoa.gr

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Ά ρε Σύντροφε

Ά ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις...

Ο καιρός σκουλήκιασε
πυρηνικές δοκιμές, λαϊκά μέτωπα,
μπορντέλα και πολυεθνικές,
δεν μας αφήνουνε ν' αγαπήσουμε.

Ά ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις...

Τα ξέρεις, τι να σου πω.
Και μετά συνεργαστήκανε.
Στην Κίνα, Γενάρης του '77, σφάζουν εργάτες

Ά ρε Σύντροφε γιατί δεν πρόσεχες
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;

Εδώ, τα ίδια. Κρύβονται στο καβούκι τους οι άνθρωποι.

Αχ και να 'ξερες ρε Σύντροφε τι βαρύ φορτίο κουβαλάμε...
Έτσι καί λίγο φανείς μπόσικος πέρασες απέναντι.

Ά ρε Σύντροφε γιατί δεν πρόσεχες
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;

Ά ρε Σύντροφε που δεν πρόδωσες
ζούμε την βαρβαρότητα.


Στίχοι: Γώγου Κατερίνα
Μουσική: Καλλίτσης Νίκος




Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Χαροκόπου 1942-1953


Ο Άκης Πάνου είναι ένας από τους πιο σπουδαίους τραγουδοποιούς του λαϊκού τραγουδιού. Εκτός από τη μουσική συνήθιζε να γράφει και τους στίχους των τραγουδιών του. «Έφτιαξε» σχετικά λίγα τραγούδια  που όμως αγαπήθηκαν πολύ και θα τραγουδιούνται και στο μέλλον. Το «Χαροκόπου 1942-1953» ή, όπως είναι πιο γνωστό, «Εφτά νομά» πρωτοτραγουδήθηκε το 1982 από τον Γ. Νταλάρα στον δίσκο «Θέλω να τα πω».

Εδώ το ακούμε από τον Λεωνίδα Βελή, έναν σημαντικό τραγουδιστή  με  ξεχωριστή και αξιοπρεπή παρουσία,  που πορεύεται μέχρι σήμερα με σεμνότητα στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Από τον δίσκο «Άκη Πάνου: πρώτη γνωριμία με τον Λεωνίδα Βελή» (1984).


Εφτά νομά σ’ ένα δωμά
πού να ξαπλώ να κλείσεις μα;
Ο ένας πάει σινεμά
ο άλλος πέφτει και κοιμά
ύπνος με βάρδια δηλαδή
στην πόρτα σύρμα για κλειδί.

Εφτά νομά δυστυχισμέ
σ’ ένα δωμά φυλακισμέ
δικαίως αγανακτισμέ
και με τα πάντα αηδιασμέ
πώς τα ’χεις έτσι μοιρασμέ
ντουνιά ψευτοπολιτισμέ;

Οι δυο δουλέ απ’ τους εφτά
από τα χρέ τι να προφτά;
Σαν τα τσουβά , σαν τα σκουπί
εφτά νομά χωρίς ελπί
σ’ ένα δωμά μισογιαπί
ποιος να φωνά και τι να πει;

ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Ορχάν Βελή Κανίκ - ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΨΥΛΛΟΥΣ

Ο Ορχάν Βελή Κανίκ (Orhan Veli Kanik), γεννήθηκε το 1914 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του, που ήταν διευθυντής της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας, φρόντισε να του εξασφαλίσει υψηλού επιπέδου κοσμική εκπαίδευση, αλλά ο ατίθασος Orhan εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο, στα 1935. Εργάστηκε στην Ταχυδρομική Υπηρεσία της Άγκυρας, μέχρι την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την επιστράτευσή του. Μετά την αποστράτευσή του, στα 1945, εξασφάλισε θέση μεταφραστή στο Τουρκικό Υπουργείο Παιδείας, αλλά δεν μπόρεσε να εργαστεί περισσότερο από δύο χρόνια. Η ζωή των δρόμων τον τραβούσε σαν μαγνήτης και αποφάσισε να την ακολουθήσει. Σε αντίθεση με τον αδελφό του και συγγραφέα, που φυλακίστηκε για στάση κατά του καθεστώτος το 1949, ο Ορχάν πέρασε μια σύντομη ζωή γεμάτη ποίηση, γυναίκες και αλκοόλ. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο του 1950, από εγκεφαλική αιμορραγία, σε ηλικία μόλις 36 χρόνων. Λίγες μέρες πριν, είχε μια παροδική απώλεια συνείδησης που την απέδωσε στο σοβαρό μεθύσι του. Άλλωστε, στα 25 χρόνια του είχε ξαναπεράσει αυτή την εμπειρία, λόγω τροχαίου ατυχήματος. Το τελευταίο ημιτελές ποίημά του βρέθηκε τυλιγμένο γύρω στην οδοντόβουρτσά του· παραμένει μυστήριο γιατί έκανε τέτοιο πράγμα. Η σύντομη ζωή του, ο αλκοολισμός και οι θυελλώδεις έρωτές του, δημιούργησαν το μύθο ενός ρομαντικού ποιητή που κυνηγούσε τις ακραίες εμπειρίες, με στόχο την υπαρξιακή ανάταση, όπως και στην περίπτωση του Dylan Tomas.

Όμως η αλήθεια δεν είναι αυτή ακριβώς. Όπως και ο Άγγλος ομότεχνός του, ο Orhan Veli, υπήρξε κάτι περισσότερο από έναν πρόωρα χαμένο «καταραμένο» ποιητή. Υπήρξε μια σημαντικότατη φυσιογνωμία της μοντέρνας τουρκικής ποίησης.
Η βάση της ποίησής του αποτελείται από καθημερινά στιγμιότυπα, αστεία, εκφράσεις του δρόμου κι έναν βαθύ, σχεδόν αθέατο λυρισμό. Τα ποιήματά του αιφνιδιάζουν με τα θέματά τους, αποφεύγοντας τις ισχυρές και ρητορικά περίπλοκες μεταφορές. Τα πιο επιτυχημένα από αυτά, ξαναδίνουν στην τουρκική γλώσσα τη ζωντάνια και την παραστατικότητα που είχε αμβλύνει η κλασική ρητορική. «Το να πάρεις κάποιες θεωρίες και να προσπαθήσεις να τις παραχώσεις στα παλιά γνωστά ποιητικά σχήματα, δεν οδηγεί πουθενά. Αυτά τα πράγματα αλλάζουν κατευθείαν στην πηγή…» σημείωνε το 1941, στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου του. Φυσικά, η κριτική τον κατηγόρησε πρώτα για αντι-ηρωισμό, έπειτα για αντι-ποιητικότητα και τέλος για αντι-κομουνισμό. Παρόλα αυτά, το έργο του κατάφερε να επιβιώσει και να διαβάζεται μέχρι σήμερα με αμείωτο ενδιαφέρον. Η δυναμική του αυτή δεν οφείλεται μόνο στη βαθιά και ευρύτατα ανθρώπινη θεματολογία του, αλλά και στα μοντερνιστικά στοιχεία της διατύπωσης που του δίνουν εξαιρετική διαύγεια. Η διοχέτευση σε μια παραδοσιοκρατούμενη γλώσσα, της εικονιστικής ακρίβειας, ειδικά όπως την άσκησε ο William Carlos Williams, αποτελεί από μόνη της μια επιτυχία που αντέχει στο χρόνο. Εξάλλου ο Veli μετέφρασε στα τουρκικά Francois Villon, Jules LaForgue, Jacques Prevert και γιαπωνέζικα Χαϊκού. Όλη αυτή η δουλειά τον έκανε να δει την γλώσσα του από διαφορετικές πλευρές.
Σε τέσσερεις ποιητές οφείλεται η ανανέωση της τουρκικής ποίησης, που ακολούθησε την πτώση του Σουλτάνου και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας: στον μεγάλο Nazim Hikmet, στον Melih Cevdet Anday, στον Oktay Rifat και στον Orhan Veli. Ο Hikmet κινήθηκε κάπως ξεχωριστά από τους άλλους. Ήταν κομμουνιστής και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στις φυλακές. Τα ποιήματά του κατά καιρούς απαγορεύονταν, τουλάχιστον μέχρι το 1966. Ο Hikmet εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1920 σαν ένα μείγμα μοντερνισμού (όπως τον εννοούσε ο Vladimir Mayakovsky) και λαϊκής τουρκικής ποίησης. Γρήγορα πέτυχε να δημιουργήσει ένα ύφος διαυγές και πληθωρικό, το οποίο κατέστρεψε τις κλασικές Οθωμανικές μορφές. Το λυρικό προσωπικό στοιχείο συνεργάστηκε αρμονικά με το πολιτικό στους ισορροπημένους στίχους του. Όταν οι Veli, Anday και Rifat άρχισαν να γράφουν, ο Nazim Hikmet ήταν ήδη ολοκληρωμένος ποιητής. Αλλά η δουλειά του πάνω στη γλώσσα δεν υπήρξε τόσο συστηματική, όσο η δουλειά του πάνω στη δομή του ποιήματος. Συχνά, χρησιμοποιεί χωρίς κάποια διάκριση την γλώσσα του λαού πλάι στην γλώσσα των ανωτέρων μορφωμένων τάξεων. Το χαρακτηριστικό αυτό έρχεται σε μεγάλη σύγκρουση με τις επαναστατικές ιδέες του. Αντίθετα, ο Veli ξεκαθάρισε αμέσως τη θέση του. Προσανατολίστηκε στο γλωσσικό περιβάλλον, ξεπερνώντας τη μεσοαστική καταγωγή του και γράφοντας στην γλώσσα των δρόμων. Η ποίησή του γέμισε με λαϊκές εκφράσεις στις οποίες οφείλεται εν μέρει το γεγονός πως διαβάζεται άνετα ακόμα και σήμερα. Οπωσδήποτε μια τέτοια τακτική δεν είναι χωρίς προδρόμους, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο ποιητής και Σούφι Yunus Emre.
Αλλά η ποιητική του σχέση με την παράδοση δεν εξαντλήθηκε στην γλωσσική τόλμη. Συνέχισε, παίρνοντας μαθήματα από τη διαύγεια και τη μελωδικότητα των Σούφι ποιητών. Όπως κι εκείνοι, αναζήτησε την αλήθεια του υπαρκτικού γεγονότος στην πηγή του, εκεί που δείχνει τα δόντια του, για να κρύψει την τρυφερή καρδιά του. Ο Veli τραγούδησε τη ζωή σε όλο το σκοτεινό μεγαλείο της και ο αναγνώστης μπορεί να εκπλαγεί κάποτε, αναρωτώμενος πώς μπορούσε ένας άνθρωπος ν’ αντέξει τόση σκληρότητα γυμνή και να την ντύσει με λόγια που όταν ξεπεράσει κανείς τον επιφανειακό μηδενισμό τους, σπαρταρούν από τρυφερότητα και θέληση για ζωή. Η απάντηση ίσως να βρίσκεται στην πλήρη αδιαφορία του για τα προβλήματα της «τουρκικής εθνικής ταυτότητας», που ποδηγετούσαν την ανάπτυξη του τουρκικού έθνους, περίπου με τον ίδιο τρόπο που η περίφημη «ελληνική ταυτότητα» τσάκισε το δικό μας έθνος.

Γιώργος Μπλάνας - ποιείν

ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΨΥΛΛΟΥΣ
 
Τι φασαρία είναι αυτή;
Δεν είναι ο κόσμος όπως είχες φανταστεί.
Λέμε τα προβλήματά μας σ’ όποιον να ’ναι
κι αυτοί αν δεν ακούσουν όπλα δεν ξυπνάνε.
Άλλοι είναι σοβαρά απασχολημένοι
κι άλλοι ρακένδυτοι και ξεπαπουτσωμένοι.
Όλοι έχουνε το στόμα, τη μύτη και τ’ αυτιά τους,
αλλά οι περισσότεροι τρέμουν και τη σκιά τους.
Κάποιοι αφήνουν στον Προφήτη
την ψυχή τους
και κάποιοι καμαρώνουνε
μεσ’ στο χρυσό κλουβί τους.
Άλλοι εκπονούν τ’ απομνημονεύματά τους
κι άλλοι χρωστάνε περιουσίες στο μάγειρά τους.
Αυτοί έχουν όπλο το σπαθί
κι εκείνοι τη γραμματική.
Τέλος, κάποιοι πίνουν και πηδάνε
όλη νύχτα κι όμως μια χαρά ξυπνάνε.
Κάπως έτσι η όλη φάση έχει γίνει:
ο ελέφαντας τον ψύλλο καταπίνει.
Σ’ ένα σπίτι αν κατοικούν
εφτά νομάτοι
αρκεί ένα ποντίκι,
να μη μπορούν να κλείσουν μάτι.
Για να μην πολυλογούμε,
είναι κάπως μπερδεμένο:
Ο πλούσιος το φτωχό
πάντα τον έχει στριμωγμένο.
Γράψαμε ένα γράμμα στο Θεό,
μα χάθηκε μεσ’ στο σκουπιδαριό.

Orhan Veli Kanık

(Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας)

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - Το ναυάγιο


(Σαν σήμερα, στις 9 Μάρτη του 1925, γεννήθηκε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.)

Το ναυάγιο

Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοί γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε —ψηλά ψηλά—
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα.

Θα ’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.

Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

(Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 3)

Ο ποιητής διαβάζει το Ναυάγιο:


Το ποίημα μελοποιήθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη και περιλαμβάνεται στο δίσκο «Μπαλάντες». Ερμηνεύει ο Πέτρος Πανδής:

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Χάιμε Σβαρτ - Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΚΟΚΚΙΝΩΝ ΓΑΡΥΦΑΛΛΩΝ


Στη γιορτή των κόκκινων γαρύφαλλων
Μαζί με τις ταπεινωμένες μάζες

Έρχεται η πρωινή δροσιά…
Έρχεται να χαιρετήσει τα χαράματα… νωρίς…
Έρχεται να χαιρετήσει τους πιο φτωχούς…
Τους ξυπόλυτους…
Τους πεινασμένους…
Σαν άνεμος του Νότου, σα Νοτιάς
Ο Μαΐστρος σπρώχνει τα πανιά μας
Του καραβιού που λέγεται Ανθρωπότητα…
Ο Βοριάς φέρνει
Νέες ειδήσεις ελπιδοφόρες…

(Στη γιορτή των κόκκινων γαρύφαλλων
Έρχεται η πρωινή δροσιά…
Έρχεται να μας χαιρετήσει τα χαράματα… νωρίς…
Σαν άνεμος του Νότου, σα Νοτιάς
Ο Μαΐστρος σπρώχνει τα πανιά μας
Ελπιδοφόρα …)

Χάιμε Σβαρτ (Jaime Svart), Αθήνα, 28 Φλεβάρη 2014

(Μετάφραση: Άννα Καράπα)

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Λόρκα – Μ. Χατζιδάκις - Φλ. Νταντωνάκη: ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ


Είναι κόκκινο σαν αίμα σαν ανοίγει το πρωί,
κι η δροσούλα δεν τ' αγγίζει από φόβο μην καεί,
ανοιχτό το μεσημέρι σαν κοράλλι, σαν παιδί,
μες στα τζάμια, μαγεμένος, σκύβει ο ήλιος να το δει,
άσπρο γίνεται, κι είν' άσπρο, κοχυλάκι του γιαλού,
σαν λιποθυμάει η μέρα στις βιολέτες του νερού.

Κι όταν πια σημάνει η νύχτα, τη φλογέρα τη γλυκιά,
και τ' αστέρια αλλάξουν θέση στ' ουρανού την απλωσιά,
πριν τελειώσει το τραγούδι κι ο αγέρας κοιμηθεί,
μέσα στο βαθύ σκοτάδι σιγανά θα μαραθεί,
πριν τελειώσει το τραγούδι κι ο αγέρας κοιμηθεί,
μέσα στο βαθύ σκοτάδι σιγανά θα μαραθεί.

Federico Garcia Lorca

(Μετάφραση: Αλέξης Σολωμός)

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεύει η Φλέρυ Νταντωνάκη

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: Οι γερόντοι


Όταν ήμουν μικρός συνήθιζα να ρωτάω τον παππού μου για την εποχή που ήταν νέος, για τα πρώτα χρόνια του στη δουλειά, για τον ξενιτεμό με τα μπουλούκια των μαστόρων. Όταν είσαι παιδί διψάς για τις αφηγήσεις των μεγαλύτερων, τις ακούς σαν παραμύθι. Δεν ήταν εύκολο, ήθελε προσπάθεια από τη μεριά μου για να του αποσπάσω κάποιες ιστορίες. Άλλες φορές τον ρωτούσα για την Αλβανία, για τις εμπειρίες του από το Μέτωπο. Δεν θυμάμαι να μιλούσε πολύ γι' αυτά. Αυτό όμως που θυμάμαι έντονα και έκανα πολλά χρόνια για να το εξηγήσω, ήταν η άρνησή του να μου μιλήσει για τις «επισκέψεις» του σε διάφορους τόπους εξορίας. Όταν τον ρωτούσα, ειδικά για την Μακρόνησο, σώπαινε και γύριζε το βλέμμα του αλλού...
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ: http://e-oikodomos.blogspot.gr/2012/0...

 Οι γερόντοι

Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ' άδικο...

Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.

Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν από τ' αστροπελέκι.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Οι φωτογραφίες του βίντεο προέρχονται από την επίσκεψή μας-προσκύνημα στο νησί του μαρτυρίου. Ένας ελάχιστος φόρος τιμής στον αδικαίωτο αγώνα των μαρτύρων-ηρώων του.

Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεύει η Μαρία Δημητριάδη:

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Μια ηρωική πορεία


Από  1 – 3 Μάρτη του 1949 συνέρχεται στο Γράμμο, η 1η Συνδιάσκεψη της Πανελλαδικής Δημοκρατικής Ενωσης Γυναικών (ΠΔΕΓ) που είχε ιδρυθεί τον Οκτώβρη του 1948 στην Ελεύθερη Ελλάδα. Σε αυτήν μετείχαν 325 γυναίκες αντιπρόσωποι, καθώς και οι εκπρόσωποι 7 αδελφών γυναικείων οργανώσεων (Πολωνίας, Γαλλίας, Ρουμανίας, Τσεχοσλοβακίας, Ουγγαρίας, Βουλγαρίας και Αλβανίας).

Μια ομάδα 18 κοριτσιών, αντιπρόσωποι των μαχητριών του Κλιμακίου και των γυναικών της Νότιας Ελλάδας του ΔΣΕ, ξεκινούν με τα πόδια από το Καρπενήσι και ύστερα από 26 ολόκληρες μέρες πορεία, μέσα στα χιόνια και τις παγωνιές, αντιμετωπίζοντας θαρραλέα τους εχθρικούς κλοιούς και τις ενέδρες και παρακάμπτοντας  τα ναρκοπέδια φτάνουν στο χώρο της Συνδιάσκεψης.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία στη Συνδιάσκεψη της μαχήτριας του ΔΣΕ Θεανώς Πανάγου, βοηθού Πολιτικού Επιτρόπου Τάγματος του ΚΓΑΝΕ, για τη γυναικεία δουλειά. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του ΔΣΕ «Προς τη Νίκη» και αναδημοσιεύτηκε από τον Ριζοσπάστη:

«Ξεκινήσαμε από το Καρπενήσι. Απ' την πρώτη κιόλας μέρα, στον αυχένα του Καρπενησιού, μας έπιασε χιονοθύελλα. Εμείς, όμως, είχαμε πάρει τη μεγάλη απόφαση να φτάσουμε εδώ πάνω, στη Λεύτερη Ελλάδα, στην καθορισμένη ημερομηνία και γι' αυτό αψηφούμε κάθε κίνδυνο. Με τα όπλα μας και φορτωμένες τους γυλιούς με τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες ανεβαίνουμε τις ανηφοριές και κατεβαίνουμε τις απότομες κατηφοριές.

Το χιονόνερο που πέφτει πάνω μας σε λίγα λεφτά φαίνεται σωστό κρύσταλλο.

Τα μάτια δεν φαίνονται από τα παγωμένα στρώματα που 'χαν στοιβαχτεί το ένα πάνω στο άλλο, γύρω στις κόγχες. Τα μαλλιά μας είναι σκεπασμένα με κρύσταλλα. Ολόκληρες είχαμε μετατραπεί σε κινούμενα παγωμένα φαντάσματα.

Σ' αυτές τις δύσκολες στιγμές αποφασίζουμε ν' αφήσουμε πολλά πράγματά μας και να κρατήσουμε μόνο τα ρούχα που φορούσαμε και τα όπλα μας. Ο σκοπός μας είναι ένας: "Να φτάσουμε στην καθορισμένη ημερομηνία".

Υστερα από 5 μέρες πορεία σε μια μονάδα μας έδωσαν ένα μουλάρι. Πόσο μας ανακούφισε! Το ονομάσαμε Φρειδερίκη και φτιάξαμε στίχους προς τιμή του.

Ομως τ' Αγραφα δεν χωρατεύουν. Ούτε οι βουνοκορφές του Κόζιακα και της Πίνδου. Τα χιονένια ανεμοσουρίσματα σε πολλές μεριές ξεπερνάν τα 3 μέτρα. Εκεί πια ήταν το πρόβλημα πώς θα περνούσαμε εμείς και πώς θα βγάζαμε και τη Φρειδερίκη μας.

Πρώτη η ομαδάρχισσά μας, η Βασίλω Μπακόλα, μπαίνει μέσα στα χιόνια ως τους ώμους και τα τσαλαπατάει με τα πόδια.

-- Τα χιόνια, κορίτσια, δεν μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν αυτά, έλεγε η Βάγια.

Η φράση αυτή είχε γίνει για μας σύνθημα.
-- Οι βροχές δεν μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν αυτές.
-- Οι παγωνιές δεν μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν αυτές.
-- Οι αυχένες δεν μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν αυτοί.

Μ' αυτό το σύνθημα περνάμε τα υψώματα, τα ποτάμια με τα παγωμένα νερά που 'φταναν ως τη μέση των κοριτσιών, τις κακοτοπιές. Προχωράμε γρήγορα, πολλές φορές κάνουμε πορεία 30 ώρες συνέχεια για να φτάσουμε την καθορισμένη ημερομηνία στο χώρο της Συνδιάσκεψης.

Σε 2 χιλιόμετρα υψόμετρο χάσαμε 2 ζώα που μόλις μας είχαν δώσει. Είχαν βουτηχτεί και κόλλησαν ολόκληρα μέσα στα χιόνια. Ετσι, οι γυλιοί μας ξαναφορτώνονται μες στο σκοτάδι στην πλάτη μας και συνεχίζουμε το δρόμο με ένα σκοπό. "Να φτάσουμε οπωσδήποτε στον προορισμό μας".

Ενα μέρος από την αντιπροσωπεία μας που 'ρχεται από την Ανατολική Θεσσαλία περικυκλώθηκε από μοναρχοφασιστική δύναμη στο χωριό Ανθρακιά των Χασιών. Και μέσα στη νύχτα σπάει τον κλοιό και την άλλη μέρα συναντιέται μαζί μας.

Ολες μαζί συνεχίζουμε τώρα την πορεία μας. Στο δρόμο, στις στάσεις βρεμένες, παγωμένες, ετοιμαζόμασταν κιόλας για τη Συνδιάσκεψη. Είχαμε ξεκινήσει από το χαράκωμα και δεν είχαμε προφτάσει να ετοιμάσουμε τις ομιλίες μας. Ακόμα, σε ένα χωριό παίξαμε και σκετς, που 2 κοπέλες της αντιπροσωπείας μας ετοίμασαν. Γράψαμε και τραγούδια, χορεύαμε λαϊκούς χορούς για να ζεσταθούμε. Στο Ρουμελιώτικο σκοπό "Αντάριασε στον Παρνασσό" όλες μαζί φτιάξαμε ένα τραγουδάκι που χορεύεται κιόλας σε ρουμελιώτικο τσάμικο:

Ανέβηκα στ' Αγραφα, ψηλά στο Καρπενήσι
στη Βίνιανη, στο Μαραθιά, στο Στένωμα στη βρύση
στης Μαυρομάτας το χωριό, στ' Αϊ Γιάννη τη ραχούλα
κι ακούω τουφέκια να λαλούν, κανόνια να βροντάνε
Για τραβηχτείτε σύγνεφα από τα κορφοβούνια
κι ανοίξτε τα τηλέφωνα και τα ταχυδρομεία
Να μάθει όλος ο ντουνιάς για τη μεγάλη νίκη
Το Καρπενήσι έπεσε και ο λαός γιορτάζει.
Ο Γιώτης και ο Διαμαντής μ' όλα τα παλικάρια
σαρώσανε το φασισμό και πιάσαν τους προδότες.
Το Καρπενήσι λεύτερο και ο λαός γιορτάζει.

Νιώθουμε μεγάλη χαρά και συγκίνηση, που οι μαχήτριες και οι γυναίκες της Βόρειας Ελλάδας έφεραν δώρα στην Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψή μας για τις ξένες. Λυπόμαστε που δεν μπορέσαμε να φέρουμε κι εμείς κάτι. Η πορεία ήταν δύσκολη και δεν μπορούσαμε τίποτα να κουβαλήσουμε. Δωρίζουμε στην Α' Πανελλαδική μας Συνδιάσκεψη το τραγουδάκι που φτιάξαμε για το Καρπενήσι και υποσχόμαστε όλες εμείς, οι μαχήτριες και γυναίκες της Νότιας Ελλάδας, να πολεμήσουμε και να δουλέψουμε για να γίνει το συνέδριο της ΠΔΕΓ στην Αθήνα. Θα 'ναι αυτό το δώρο μας».