Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Ορχάν Βελή Κανίκ - ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΨΥΛΛΟΥΣ

Ο Ορχάν Βελή Κανίκ (Orhan Veli Kanik), γεννήθηκε το 1914 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του, που ήταν διευθυντής της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας, φρόντισε να του εξασφαλίσει υψηλού επιπέδου κοσμική εκπαίδευση, αλλά ο ατίθασος Orhan εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο, στα 1935. Εργάστηκε στην Ταχυδρομική Υπηρεσία της Άγκυρας, μέχρι την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την επιστράτευσή του. Μετά την αποστράτευσή του, στα 1945, εξασφάλισε θέση μεταφραστή στο Τουρκικό Υπουργείο Παιδείας, αλλά δεν μπόρεσε να εργαστεί περισσότερο από δύο χρόνια. Η ζωή των δρόμων τον τραβούσε σαν μαγνήτης και αποφάσισε να την ακολουθήσει. Σε αντίθεση με τον αδελφό του και συγγραφέα, που φυλακίστηκε για στάση κατά του καθεστώτος το 1949, ο Ορχάν πέρασε μια σύντομη ζωή γεμάτη ποίηση, γυναίκες και αλκοόλ. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο του 1950, από εγκεφαλική αιμορραγία, σε ηλικία μόλις 36 χρόνων. Λίγες μέρες πριν, είχε μια παροδική απώλεια συνείδησης που την απέδωσε στο σοβαρό μεθύσι του. Άλλωστε, στα 25 χρόνια του είχε ξαναπεράσει αυτή την εμπειρία, λόγω τροχαίου ατυχήματος. Το τελευταίο ημιτελές ποίημά του βρέθηκε τυλιγμένο γύρω στην οδοντόβουρτσά του· παραμένει μυστήριο γιατί έκανε τέτοιο πράγμα. Η σύντομη ζωή του, ο αλκοολισμός και οι θυελλώδεις έρωτές του, δημιούργησαν το μύθο ενός ρομαντικού ποιητή που κυνηγούσε τις ακραίες εμπειρίες, με στόχο την υπαρξιακή ανάταση, όπως και στην περίπτωση του Dylan Tomas.

Όμως η αλήθεια δεν είναι αυτή ακριβώς. Όπως και ο Άγγλος ομότεχνός του, ο Orhan Veli, υπήρξε κάτι περισσότερο από έναν πρόωρα χαμένο «καταραμένο» ποιητή. Υπήρξε μια σημαντικότατη φυσιογνωμία της μοντέρνας τουρκικής ποίησης.
Η βάση της ποίησής του αποτελείται από καθημερινά στιγμιότυπα, αστεία, εκφράσεις του δρόμου κι έναν βαθύ, σχεδόν αθέατο λυρισμό. Τα ποιήματά του αιφνιδιάζουν με τα θέματά τους, αποφεύγοντας τις ισχυρές και ρητορικά περίπλοκες μεταφορές. Τα πιο επιτυχημένα από αυτά, ξαναδίνουν στην τουρκική γλώσσα τη ζωντάνια και την παραστατικότητα που είχε αμβλύνει η κλασική ρητορική. «Το να πάρεις κάποιες θεωρίες και να προσπαθήσεις να τις παραχώσεις στα παλιά γνωστά ποιητικά σχήματα, δεν οδηγεί πουθενά. Αυτά τα πράγματα αλλάζουν κατευθείαν στην πηγή…» σημείωνε το 1941, στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου του. Φυσικά, η κριτική τον κατηγόρησε πρώτα για αντι-ηρωισμό, έπειτα για αντι-ποιητικότητα και τέλος για αντι-κομουνισμό. Παρόλα αυτά, το έργο του κατάφερε να επιβιώσει και να διαβάζεται μέχρι σήμερα με αμείωτο ενδιαφέρον. Η δυναμική του αυτή δεν οφείλεται μόνο στη βαθιά και ευρύτατα ανθρώπινη θεματολογία του, αλλά και στα μοντερνιστικά στοιχεία της διατύπωσης που του δίνουν εξαιρετική διαύγεια. Η διοχέτευση σε μια παραδοσιοκρατούμενη γλώσσα, της εικονιστικής ακρίβειας, ειδικά όπως την άσκησε ο William Carlos Williams, αποτελεί από μόνη της μια επιτυχία που αντέχει στο χρόνο. Εξάλλου ο Veli μετέφρασε στα τουρκικά Francois Villon, Jules LaForgue, Jacques Prevert και γιαπωνέζικα Χαϊκού. Όλη αυτή η δουλειά τον έκανε να δει την γλώσσα του από διαφορετικές πλευρές.
Σε τέσσερεις ποιητές οφείλεται η ανανέωση της τουρκικής ποίησης, που ακολούθησε την πτώση του Σουλτάνου και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας: στον μεγάλο Nazim Hikmet, στον Melih Cevdet Anday, στον Oktay Rifat και στον Orhan Veli. Ο Hikmet κινήθηκε κάπως ξεχωριστά από τους άλλους. Ήταν κομμουνιστής και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στις φυλακές. Τα ποιήματά του κατά καιρούς απαγορεύονταν, τουλάχιστον μέχρι το 1966. Ο Hikmet εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1920 σαν ένα μείγμα μοντερνισμού (όπως τον εννοούσε ο Vladimir Mayakovsky) και λαϊκής τουρκικής ποίησης. Γρήγορα πέτυχε να δημιουργήσει ένα ύφος διαυγές και πληθωρικό, το οποίο κατέστρεψε τις κλασικές Οθωμανικές μορφές. Το λυρικό προσωπικό στοιχείο συνεργάστηκε αρμονικά με το πολιτικό στους ισορροπημένους στίχους του. Όταν οι Veli, Anday και Rifat άρχισαν να γράφουν, ο Nazim Hikmet ήταν ήδη ολοκληρωμένος ποιητής. Αλλά η δουλειά του πάνω στη γλώσσα δεν υπήρξε τόσο συστηματική, όσο η δουλειά του πάνω στη δομή του ποιήματος. Συχνά, χρησιμοποιεί χωρίς κάποια διάκριση την γλώσσα του λαού πλάι στην γλώσσα των ανωτέρων μορφωμένων τάξεων. Το χαρακτηριστικό αυτό έρχεται σε μεγάλη σύγκρουση με τις επαναστατικές ιδέες του. Αντίθετα, ο Veli ξεκαθάρισε αμέσως τη θέση του. Προσανατολίστηκε στο γλωσσικό περιβάλλον, ξεπερνώντας τη μεσοαστική καταγωγή του και γράφοντας στην γλώσσα των δρόμων. Η ποίησή του γέμισε με λαϊκές εκφράσεις στις οποίες οφείλεται εν μέρει το γεγονός πως διαβάζεται άνετα ακόμα και σήμερα. Οπωσδήποτε μια τέτοια τακτική δεν είναι χωρίς προδρόμους, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο ποιητής και Σούφι Yunus Emre.
Αλλά η ποιητική του σχέση με την παράδοση δεν εξαντλήθηκε στην γλωσσική τόλμη. Συνέχισε, παίρνοντας μαθήματα από τη διαύγεια και τη μελωδικότητα των Σούφι ποιητών. Όπως κι εκείνοι, αναζήτησε την αλήθεια του υπαρκτικού γεγονότος στην πηγή του, εκεί που δείχνει τα δόντια του, για να κρύψει την τρυφερή καρδιά του. Ο Veli τραγούδησε τη ζωή σε όλο το σκοτεινό μεγαλείο της και ο αναγνώστης μπορεί να εκπλαγεί κάποτε, αναρωτώμενος πώς μπορούσε ένας άνθρωπος ν’ αντέξει τόση σκληρότητα γυμνή και να την ντύσει με λόγια που όταν ξεπεράσει κανείς τον επιφανειακό μηδενισμό τους, σπαρταρούν από τρυφερότητα και θέληση για ζωή. Η απάντηση ίσως να βρίσκεται στην πλήρη αδιαφορία του για τα προβλήματα της «τουρκικής εθνικής ταυτότητας», που ποδηγετούσαν την ανάπτυξη του τουρκικού έθνους, περίπου με τον ίδιο τρόπο που η περίφημη «ελληνική ταυτότητα» τσάκισε το δικό μας έθνος.

Γιώργος Μπλάνας - ποιείν

ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΨΥΛΛΟΥΣ
 
Τι φασαρία είναι αυτή;
Δεν είναι ο κόσμος όπως είχες φανταστεί.
Λέμε τα προβλήματά μας σ’ όποιον να ’ναι
κι αυτοί αν δεν ακούσουν όπλα δεν ξυπνάνε.
Άλλοι είναι σοβαρά απασχολημένοι
κι άλλοι ρακένδυτοι και ξεπαπουτσωμένοι.
Όλοι έχουνε το στόμα, τη μύτη και τ’ αυτιά τους,
αλλά οι περισσότεροι τρέμουν και τη σκιά τους.
Κάποιοι αφήνουν στον Προφήτη
την ψυχή τους
και κάποιοι καμαρώνουνε
μεσ’ στο χρυσό κλουβί τους.
Άλλοι εκπονούν τ’ απομνημονεύματά τους
κι άλλοι χρωστάνε περιουσίες στο μάγειρά τους.
Αυτοί έχουν όπλο το σπαθί
κι εκείνοι τη γραμματική.
Τέλος, κάποιοι πίνουν και πηδάνε
όλη νύχτα κι όμως μια χαρά ξυπνάνε.
Κάπως έτσι η όλη φάση έχει γίνει:
ο ελέφαντας τον ψύλλο καταπίνει.
Σ’ ένα σπίτι αν κατοικούν
εφτά νομάτοι
αρκεί ένα ποντίκι,
να μη μπορούν να κλείσουν μάτι.
Για να μην πολυλογούμε,
είναι κάπως μπερδεμένο:
Ο πλούσιος το φτωχό
πάντα τον έχει στριμωγμένο.
Γράψαμε ένα γράμμα στο Θεό,
μα χάθηκε μεσ’ στο σκουπιδαριό.

Orhan Veli Kanık

(Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας)

Δεν υπάρχουν σχόλια: