Του
εργοστασίου η πόρτα είναι από σίδερο. Έχει
στο
μέσο δυο κάγκελα. Πίσω απ' τα κάγκελα
δυο
μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την
ουρά των ανθρώπων που στέκονται απ' έξω -
μια
σειρά σταυρωμένα χέρια και πρόσωπα.
Κάνουν
μια κίνηση όλοι μαζί,
στυλώνουν
τ' αυτιά, κρατούν την ανάσα ν' ακούσουν.
«Μεσημέριασε.
Ο κύριος διευθυντής δεν θα 'ρθει.
Αύριο
πάλι. Πρωί. Πιο πρωί».
Και
φεύγουν σκυφτοί. Περπατώντας, κοιτάζουνε γύρω τους,
σα
να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο - Όχι
να
κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.
Να
ρίξουν τα χέρια τους.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου