Ο
πρόωρα χαμένος Κεφαλονίτης συγγραφέας και το σημαντικό λογοτεχνικό του έργο.
Το 2004 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του πρόωρα χαμένου Κεφαλονίτη (Νιοχωρίτη) συγγραφέα Γιώργου Δενδρινού, ποιητή, διηγηματογράφου και νουβελίστα, που γεννήθηκε στο Καλόν Ορος, στο Νιοχώρι Ερύσσου Κεφαλονιάς το 1904 και πέθανε ξεχασμένος σε μια παράγκα έξω από το σανατόριο «Σωτηρία» στις 26 του Αυγούστου Ι938.
Το 2004 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του πρόωρα χαμένου Κεφαλονίτη (Νιοχωρίτη) συγγραφέα Γιώργου Δενδρινού, ποιητή, διηγηματογράφου και νουβελίστα, που γεννήθηκε στο Καλόν Ορος, στο Νιοχώρι Ερύσσου Κεφαλονιάς το 1904 και πέθανε ξεχασμένος σε μια παράγκα έξω από το σανατόριο «Σωτηρία» στις 26 του Αυγούστου Ι938.
Η
επέτειος της γέννησής του σημειώθηκε πέρσι με εκδηλώσεις των Δήμων Πυλάρου,
Ερύσσου και Αργοστολίου, σε συνεργασία με το Σύλλογο Φιλολόγων
Κεφαλονιάς-Ιθάκης. Τον Γιώργο Δενδρινό τίμησε και η Εταιρεία Ελλήνων
Λογοτεχνών, σε συνεργασία με τους Συλλόγους των Απανταχού Νιοχωριτών «Τα
Γαγιάνα», Φαρακλάδων Κεφαλονιάς «Η Εύγερος» και την Ομοσπονδία Κεφαλονίτικων
και Ιθακησίων Σωματείων Αττικής.
Ενας
φτωχούλης της λογοτεχνίας
Μόλις
ο Γιώργος Δενδρινός τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του Νιοχωριού ξενιτεύτηκε στην
Αθήνα για να βιοποριστεί, δουλεύοντας ως υπάλληλος ενός συγγενή του, από τον
οποίο είχε τις χειρότερες αναμνήσεις. Παρακολούθησε για λίγο τη νυχτερινή σχολή
του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» για άπορα παιδιά. Βιοπάλεψε ως πωλητής
υφασμάτων σε Δυτική Αττική, Μάνδρα, Ασπρόπυργο, κ.α. Παράλληλα διάβαζε πολύ.
Ηταν αυτομόρφωτος, όπως και ο Παναΐτ Ιστράτι.
Αρχισε
να γράφει στα 20 χρόνια του. Το 1924 και το 1928 συμμετείχε με διηγήματά του σε
λογοτεχνικούς διαγωνισμούς του λαϊκού περιοδικού «Φαντάζιο» και του «Παρνασσού»,
μαζί με τους επίσης τότε πρωτόβγαλτους Γιάννη Σκαρίμπα και Μενέλαο Λουντέμη, με
το ψευδώνυμο Σεφλώρ, από το Φλωριάς, οικογενειακό παρατσούκλι προερχόμενο από
το μικρό όνομα του παππού του. Ενα διήγημά του βραβεύτηκε από το «Φαντάζιο»,
πράγμα που αποτέλεσε τη μόνη πραγματική χαρά της μέχρι τότε ζωής του.
Το
1930 τον παρουσίασαν εγκωμιαστικά τα «Ελληνικά Γράμματα» του Κωστή Μπαστιά,
δημοσιεύοντας και διηγήματά του που κάνανε αίσθηση. Τότε, όμως, ενεργοποιείται
μια παλιά πλευρίτιδα την οποία άρπαξε έφηβος, που εξελίσσεται σε φυματίωση και
που τον παιδεύει στα λίγα χρόνια που του απομένουν έως το θάνατό του.
Τα
πρώτα βιβλία
Το
1933 πρωτοτυπώνει το πρώτο του βιβλίο στου «Γκοβόστη», τη συλλογή διηγημάτων
του «Ο άνθρωπος που τα δεχόταν όλα», που το ξανατύπωσε το 1981 ο αείμνηστος
Φίλιππος Βλάχος στα «Κείμενα». Το Ι937, λίγο πριν πεθάνει, τυπώνει επίσης στου
«Γκοβόστη» τον «Μαμούθ», σατιρικο-δραματική νουβέλα, που προλογίζει ο ποιητής
Γιώργος Κοτζιούλας και τη χαρακτηρίζει «τέλεια σύνθεση», μαζί και με το διήγημά
του «Ειρήνη υμίν». Το βιβλίο αυτό μαζί με το έως τότε ανέκδοτο «Ιχώρ»
κυκλοφόρησαν με επιμέλειά μου (1993, «Δελφίνι») και εισαγωγή μου για τη ζωή και
το έργο του συγγραφέα. Ο «Ιχώρ» είναι, κατά τον ίδιο, «χιουμοριστική νουβέλα,
με υπόθεση πραγματικοφανταστική».
Ακόμα,
μια συλλογή ποιημάτων του, «Ενώ κτυπάν οι 12», κυκλοφόρησαν οι Γιώργος
Κοτζιούλας και Κώστας Καλατζής, μετά το θάνατό του, με προλεγόμενά τους, από το
περιοδικό «Νεοελληνική Λογοτεχνία». Πρόκειται για επιλογή ποιημάτων του που
έγινε το Ι940.
Τέλος,
οι εκδόσεις «Στιγμή» τύπωσαν το 1988 μια συλλογή 80 σελίδων, που περιλαμβάνει
το «Ειρήνη υμίν», παρμένο από την πρώτη έκδοση του «Μαμούθ» (1937), μαζί με τη
μέχρι τότε ανέκδοτη μικρή νουβέλα του «Η βιτρίνα», παρμένη από το Αρχείο
Γιώργου Δενδρινού, που τότε είχε ο Φίλιππος Βλάχος, μια συνέντευξή του από το
ίδιο Αρχείο, κι ένα σύντομο βιογραφικό του σημείωμα, με επιμέλεια του Ε. Χ.
Γονατά. Μετά το θάνατο του Φ. Βλάχου, το Αρχείο Γιώργου Δενδρινού περιήλθε στον
γράφοντα.
Κάναμε
αναφορά των μέχρι τώρα εκδοθέντων έργων του Γ. Δενδρινού, εξαιρώντας τα σκόρπια
διηγήματά του σε περιοδικά της εποχής. Τα ανέκδοτα έργα του Γ. Δενδρινού -
ποίηση, πεζά και θέατρο - είναι αρκετά, παρά τη λιγοστή ζωή του, και θα
αποτελούσαν τρεις μικρούς τόμους. Εδώ να σημειώσω πως για να ασχοληθώ με το έργο
του Δενδρινού με παρότρυνε, το 1959, ο αλησμόνητος Μιχάλης Μ. Παπαϊωάννου.
Ο
Κοτζιούλας για τον Δενδρινό
Πέρσι
με χορηγία του Δήμου Ερύσσου επανεκδόθηκε ο τόμος με τα έργα «Μαμούθ» και
«Ιχώρ» (ανάτυπο των εκδόσεων «Δελφίνι»), που περιλαμβάνει τον πρόλογο του Γ.
Κοτζιούλα. Στο εισαγωγικό σημείωμά του για το «Μαμούθ», ο Κοτζιούλας λέει:
«Αμα
θα 'ρθει ο καιρός να καταρτίσουν το μαρτυρολόγιο της ελληνικής λογοτεχνίας
-αυτόν το φοβερό κατάλογο που θα αρχίζει με ονόματα ενός Παπαδιαμάντη, ενός
Βιζυηνού, ενός Κρυστάλλη και θα τελειώνει με παραδείγματα, ελπίζω, των ημερών
μας - είμαι βέβαιος πως εκεί θα βρεθεί κάποια θέση και για τον Γιώργο
Δενδρινό».
Το
έργο του αυτό ο Γ. Δενδρινός το αφιερώνει στον τόπο που γεννήθηκε με τα εξής
λόγια: «Το έργο μου τούτο, το μικρό, στον τόπο που γεννήθηκα - στα δέντρα, στο
χώμα, στους γκρεμούς και σ' όλα τ' άψυχα και σ' όλα της φύσης τα στοιχειά, που
δε με πικράνανε ποτέ - το αφιερώνω».
Και
το αφιερώνει μόνο «σ' όλα τ' άψυχα», γιατί κάποια «έμψυχα» - και προπαντός ο
πρωτόγονος, πολύ αντιδραστικός πατέρας του - τον πίκραναν πολύ. Ο πατέρας του
τον καταδίκασε σε θάνατο από την πείνα, όταν στα μέσα της δεκαετίας του '30, ο
Γιώργος βρέθηκε, βγαίνοντας από τη «Σωτηρία», άρρωστος στο χωριό. Ο Παναγής
Δενδρινός, του Φλωριά, απαγόρευε ακόμα και στους στενούς συγγενείς, να του πάνε
τρόφιμα και γάλα, λέγοντας: «Ο μπουρσεβίκος, (σ.σ. ο μπολσεβίκος ήθελε να πει),
που έμαθε και γράφει, μας κάνει τον έξυπνο».
Σε
συνέντευξή του, που προτάσσεται στην έκδοση των «Κειμένων» του «Ανθρώπου που τα
δεχόταν όλα», σε ερώτηση πού έμαθε τα πρώτα γράμματα, ο Γ. Δενδρινός απάντησε:
«Εκεί.
Τα πρώτα γράμματα, όπως λέτε, τα διδάχτηκα πάνω σ' ένα πιάτο! Είχαμε κάτι πιάτα
από εγγλέζικη φαγιάνσα με μπλε σκεδιάσματα, φερμένα από την Πόλη ή από την
Πάτρα. Και γυρωτρόγυρα, στο φεστόνι τους, είχανε σταμπαρισμένο τον ελληνικό
αλφάβητο. Με γράμματα και κείνονε, βαθιά μπλε σαν τα σκεδιάσματα. Και κάθε ώρα
φαγιού ο πατέρας μου, μου μάθαινε την άλφα βήτα. Το θυμάμαι. Και είναι η μόνη
αγαθή πράξη του πατέρα μου για μένα».
Ο
«Ιχώρ» των ανθρώπων
Ο
«Ιχώρ» (ένα ρομάντζο), γραμμένο το 1936, αφιερώνεται «ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ».
Πρόκειται για φαντασίωση ζοφερή αλλά και αστεία, για σατιρικό δράμα, αλλά και
για «προφητεία» για τον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις
συνέπειές του, με αναφορά και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Ω,
ο πόλεμος ήτουν αποφασισμένος. Από χρόνια! Ετοιμαζότουν. Στολιζότουνε. Ξάλλαζε.
Μονάχα η αφορμή έλειπε για να 'βγει στην πιάτσα. Τέλος βρέθηκε. Ο αρχιδούκας...
Το Σεράγεβο... Η Σερβία...
Του
Αδη γέννημα η αφορμή. Σάμπως να βροντοσκίστηκαν τα παγερά σκοτάδια του, από
καφτερό άστραμμα. Κι αναριγήσαν οι λόγκοι, οι κάμποι, τα βουνά. Χέρι
σκελετώδικο, παμμέγιστο, απλώθηκε, άρπαξε την ανθρωπότητα και την έσφιξε
θανατερά. Υστερα, χαχανίζοντας τήνε σφεντόνισε στης Κόλασης το βρωμερό
καταπιόνα».
Ο
«Μαμούθ» της καταστροφής
Στο
«Μαμούθ», το φινάλε είναι μια πρωτοφανής πλημμύρα, ένας κατακλυσμός, σαν κι
αυτές που ζούμε τακτικά στην πρωτεύουσα, εξαιτίας της οποίας ο κεντρικός ήρωάς
του,ο κύριος Μίθρας, χρεοκοπεί, εξευτελίζεται και τελικά επιστρέφει στη
ζούγκλα, στην πρωτόγονη κατάσταση τ' ανθρώπου.
Ο
συγγραφέας, από τεχνική άποψη, προτιμάει, όπως δηλώνει, τον «Μαμούθ». Αλλά το
«Ιχώρ» το αγαπάει περισσότερο, γιατί ταιριάζει περισσότερο με την ιδιοσυγκρασία
του. «Σαρκάζει και κλαίει. Μαστιγώνει και σπαράζει. Δεν αγαπάει λοιπόν πάντα
κανείς το πιο πολύ το καλύτερο ή το ομορφότερο παιδί του. Και γω αγαπώ αυτό το
δύσμορφο που δείχνει τη γλώσσα του και βαράει στον κόσμο πετριές» (Στην
προαναφερόμενη συνέντευξή του, σελίδα 16).
Ενα
ακόμα δείγμα γραφής από το «Ιχώρ», από την αρχή του κεφαλαίου ΙΓ, με την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα του «άλλου κόσμου», με την επανάσταση των «Ταπεινών»:
«Φτερουγοφόροι
σκυθρωποί κι αγριομάτηδες, κάτεχαν όλα τα πόστα. Σύντομα παραγγέλματα
δινόντανε, από τους αξιωματούχους και μυστικές διαταγές. Κουστωδίες ερχούντανε,
φέρνοντας σφιχτοδεμένους Ταπεινούς. Και κουστωδίες φεύγανε για να φέρουν
άλλους.
Ψιθυριζότουνε
πως τους κλειούσανε σε υπόγεια τρισκότεινα κι ογρά. Τσίτσιδους τους
γυμνώνανε.Κι αρχίναε το βασάνισμα...
Στις
πατούσες τούς χτυπάγανε, με δυνατά λουριά, που 'χανε στις άκρες τους χοντρούς,
μολυβένιους κόμπους. Πάνου σε περόνους τους ξαπλώνανε και τους πατάγανε, στα
στήθια και στην κοιλιά. Τους βάναν αυγά, καυτά, στις μασχάλες. Τους χαρακιάζανε
τη σάρκα με δοντερά ξουράφια κι αλατίζανε τις χαρακιές, ή τις περεχούσανε με
λάδι ζεματισμένο! Τους ζορίζανε και τρέχανε, ξυπόλυτοι, πάνου σε μυτερά καρφιά.
Τους σπούσανε τα δάχτυλα. Τους στρεβλώνανε τα χέρια και τα ποδάρια, από τους
αρμούς.
Και
ήταν οι ερωτήσεις όμοιες για ολουνούς. Και ίδιες ήτανε κι οι απαντήσεις
εκεινώνε».
Αναλογίες
συγκλονιστικές με τα συμβαίνοντα και του σημερινού, δικού μας κόσμου.
Το
παιχνίδι και οι παραλλαγές μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, η μετάβαση από
τα δρώμενα στη Γη σ' αυτά του «άλλου κόσμου», με τα πρώτα να αποτελούν τις
αιτίες και όσων συμβαίνουν στον δεύτερο, στον ουράνιο καθρέφτη του γήινου
κόσμου κατά τον Παναγή Λεκατσά, παραπέμπουνε στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη αλλά
και στα ομηρικά έπη, πραγματικό-φανταστικό.
Ο
Ρίτσος για τον Δενδρινό
Κλείνουμε
το σημείωμα για τον ξεχασμένο αλλά σημαντικό αυτό δημιουργό με ένα ποίημα που
του αφιέρωσε ο Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος, όντας φυματικός, γνώρισε τον Δενδρινό
στο Νοσοκομείο «Σωτηρία». Το ποίημα, με τίτλο «Πιέτε», περιλαμβάνεται στο
βιβλίο του Γ. Σταυράκη «1902-2002, ένας αιώνας "Σωτηρία"».
«Πιέτε»
«Σ' ένα φίλο που
πάει...
Πρωί οι καμπάνες
ακουστήκανε πικρά
πάνου απ' τη
σιωπηλή δεντροστοιχία
καθώς παράπονα, κι
αντήχησαν και σβήσανε
στην ησυχία.
Γιορτή! κι αργά -
για το εκκλησάκι της ερμιάς –
το δρόμο πέρασαν
σκυφτές και κουρασμένες
κάποιες γριές
μαυροντυμένες, κάποιες νιες
αρρωστημένες.
Γιορτή!... και
γιόρταζες εσύ φίλε γλυκέ.
- Πιέτε παιδιά...
βάλτε κρασί... βάλτε να πιούμε
πιέτε... ποιος
ξέρει; κι ίσως να 'ναι μου η στερνή...
κι ίσως... ποιος
ξέρει; ω! ας μη το πούμε.
Πιέτε!... και
πίναν, και γελούσαν οι χλωμοί,
κι ανάβαν οι όψεις
οι θλιμμένες,
Πιέτε! και κλαίγαν
στις κιθάρες, στα τραγούδια τους,
κρυφά οι ψυχές τους
πονεμένες.
Πιέτε παιδιά!... κι
όλο κερνούσες και τραγούδαγες
κι όλο γελούσανε τα
χείλη σου θλιμμένα,
Πιέτε - κι ω
πόνος!... μια στιγμή έφυγες μη σέιδουνε
που 'χες τα μάτια
δακρυσμένα».
Το
άρθρο (με αρχικό τίτλο «Γνήσια λαϊκός δημιουργός») του Βαγγέλη
Σακκάτου, μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Γερμανικής Ομοσπονδίας
Συγγραφέων και της Γερμανικής Ενωσης Δημοσιογράφων, δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη»
τον Αύγουστο του 2005.
1 σχόλιο:
Αυτή η σελίδα κατορθώνει και μας ταξιδεύει σε άγνωστους τόπους της ελληνικής λογοτεχνίας και μας συστήνει με τον καλύτερο τρόπο τους
" κατοίκους " τους.
Δεν τον γνώριζα τον Δενδρινό.
Ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου