Ξυπνήσαμε ἀκούγοντας
χτύπους ἀπόμακρους βαθιὰ στὸ θόλο
σὰν
κάτι νὰ μαστόρευαν πολὺ ψηλὰ στὸν Οὐρανό.
Κάποιος ἔδειξε
κατὰ τὸν ἥλιο. Βλέπω εἶπε χρυσὲς
σκαλωσιὲς
τοὺς
βλέπω εἶπε ν’ ἀλφαδιάζουν καὶ νὰ
καρφώνουν ἐκεῖ πάνω.
Ἐμεῖς ψάχναμε ὁλοένα μὲς
στὸ φῶς μὰ τίποτε δὲν φαινόταν
τοὺς
χτύπους ἀκούγαμε μονάχα.
Ὕστερα ἕνας Ἄγγελος ἦρθε στὸ πηγάδι μας,
ἄρχισε νὰ βγάζει νερό.
Τὰ
φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στὰ ὕψη
καὶ πάλι ξαναγύριζε ἀμίλητος καὶ σοβαρὸς
κι ὅλη
μέρα ἀνέβαζε νερὸ νὰ ξεδιψᾶν ἐκεῖ πάνω.
Δουλεύουν καὶ
διψᾶνε εἴπαμε ὄπως κι ἐμεῖς ἐδῶ κάτω.
Σὰν
βράδιασε ρίξανε τὸ σκοινί. Κανένας δὲν
κατέβηκε.
Ἀπὸ τὴν ἄκρη του ἔσταζε στὸ χῶμα
λίγο αἷμα.
Καὶ
ποτὲ δὲν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτὲ
τί ἀπογίναν
οἱ
μαστόροι.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
1 σχόλιο:
Κάπου διάβασα ότι η ποίηση του Παυλόπουλου είναι αφηγηματική, με ιστορίες παράξενες, χτισμένες με εικαστική τεχνική και κινηματογραφική οπτική και γλώσσα πυκνή κι εκφραστική μέσα στη λιτότητά της.
Μ α γ ι κ ό!
Καλησπέρα και να' σαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου