"Εργάτες", του Ηλία Προκοπίου |
[…]Θυμάσαι,
αλήθεια, τον παλιό κιθαρωδό; Τα δάχτυλά του
διάφανα, φωτεινά,
μακριά, (μοιάζαν με τα δικά μου)
άγγιζαν τις χορδές,
έφευγαν με τους ήχους,
όλα τα εγγίζαν κ’
έμεναν εκείνα ανέγγιχτα,
προσβλητικά,
φρικιαστικά, σα να ΄γδυναν εύκολα
μιαν υπεροπτική
γυναίκα και την παρατούσαν έτσι
γυμνή, γονατισμένη,
με τα μαλλιά της
χυμένα μαύρο ποτάμι
στο χώμα. Ολότελα αντίθετα
τα δάχτυλα των
κτιστών, όταν έχτιζαν
τη δεξιά πτέρυγα
του σπιτιού ή αργότερα
όταν έχτιζαν τον
τάφο του πατέρα ή της μητέρας ― είχαν μια δύναμη
τα δάχτυλά τους·
ό,τι έπιαναν γινόταν δικό τους,
χτίζονταν οι ίδιοι
με την πέτρα, ή μάλλον
ό,τι έχτιζαν
χτιζόταν πάνω τους και μεγάλωνε ο όγκος τους ―
καθένας τους μια
ολόκληρη πολιτεία οχυρωμένη
με τα κάστρα της ―
ελεύθερη κι απόρθητη, λέω. Όταν σκολούσαν
και πλένονταν
λιοκαμένοι, ανεπιτήδευτοι, άγριοι,
στο συντριβάνι του
κήπου, αφουγκραζόμουν τα μαύρα μαλλιά τους
να στάζουν στο
μάρμαρο, σα να κατάβρεχαν κάπου,
με το γέρμα μιας
θερινής ημέρας, τους ζεστούς δρόμους
ενός απέραντου
χώρου μιας εμποροπανήγυρης
με χιλιάδες άλογα,
βόδια, σταμνιά, βιολιά, καλάθια,
χάρτινες
σημαιούλες, λατέρνες, σταφύλια, λεμονάδες και ατσίγγανους…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Απόσπασμα από το ποίημα
«Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού».
Γιάννης Ρίτσος: ΤΕΤΑΡΤΗ
ΔΙΑΣΤΑΣΗ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου